Αναγκαία μια ριζοσπαστική πολιτική για το κυνήγι

Σχεδόν ένα μήνα μετά τη λήξη της κυνηγετικής περιόδου και η ΑΥΓΗ, η επίσημη εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ, φιλοξενεί τις απόψεις δυο μελών της γραμματείας του Τμήματος Οικολογίας – Περιβάλλοντος και Χωρικού σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με τη κυνηγετική δραστηριότητα. Μιας δραστηριότητας που, όμως αναφέρουν οι συντάκτες του άρθρου,  επηρεάζει άμεσα τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, έχει έναν αξιόλογο οικονομικό κύκλο και αποτελεί επιλογή διασκέδασης, χόμπι, σπορ στην ύπαιθρο ή ακόμα προσελκύει επισκέπτες από το εξωτερικό.

«Όταν γύρω μας όλα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς, η επίκληση του να μην αλλάξει τίποτα στο κυνήγι, μόνο προς όφελος της κοινωνίας, της φύσης και των κυνηγών δεν μπορεί να είναι» υποστηρίζει η κα Θεοδοσίου και ο κ. Μπιλίνης και θεωρούν ότι οφείλει να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για το κυνήγι. «Σε αυτή την αναμόρφωση θεωρούμε ότι οι κυνηγοί είναι εξίσου αναγκαίοι με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους επιστημονικούς φορείς. Δεν μπορεί όμως οι κυνηγετικοί σύλλογοι να είναι οι αποκλειστικοί διαχειριστές αυτού του κοινού φυσικού πόρου», σημειώνουν.

Τονίζουν δε, ότι «η υφιστάμενη νομοθεσία που διέπει το κυνήγι βασίζεται κυρίως στον χουντικό και αναχρονιστικό νόμο του 1969. Μια νομοθεσία που έχει επί της ουσίας εκχωρήσει τη θηρευτική πολιτική στις οργανώσεις των κυνηγών (απολύτως κλειστές και αντιδημοκρατικά συγκροτημένες με τον νόμο του 1969) και πολιτειακές λειτουργίες σε αντίθεση με τη συνταγματική προσταγή για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος».

Ολοκλήρο το άρθρο:

Μια ριζοσπαστική πολιτική για το κυνήγι

Η πολιτική διαφύλαξης του περιβαλλοντικού πλούτου και των φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με την εξορθολογισμένη διαχείρισή τους και με κύριο άξονα τον αναντικατάστατο ρόλο του δημόσιου τομέα, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά και το πλαίσιο αναφοράς μιας ανθρωποκεντρικής οικονομίας. 

Της Ιωάννας Θεοδοσίου και του Μπάμπη Μπιλίνη*

Δεν αντιμετωπίζουμε το ζήτημα από την ηθική του πλευρά, που και αυτή υπάρχει και πρέπει σε δεύτερο χρόνο να συζητηθεί, αλλά με βάση τη διατήρηση της φύσης και της βιοποικιλότητας. Μας απασχολεί εάν ο φυσικός πλούτος της χώρας που αποτελεί δημόσιο αγαθό, διαχειρίζεται προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και της διατήρησης της βιοποικιλότητας. Συνεπώς, ο προβληματισμός και οι προτάσεις μας κινούνται σε αυτό το πλαίσιο.

Είναι γνωστός ο πλούτος της χώρας σε βιοποικιλότητα. Πρόκειται άλλωστε και για ένα από τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Το κυνήγι αποτελεί δραστηριότητα που επηρεάζει άμεσα τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, επηρεάζει τους πληθυσμούς θηρεύσιμων και μη ειδών. Είναι μια από τις πολλές δραστηριότητες που επιτρέπονται στις περιοχές Natura. Παράλληλα, δεν εθελοτυφλούμε. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που έχει έναν αξιόλογο οικονομικό κύκλο και αποτελεί επιλογή διασκέδασης, χόμπι, σπορ στην ύπαιθρο ή ακόμα προσελκύει επισκέπτες από το εξωτερικό. (Είπαμε και στην αρχή. Η ηθική, πολιτισμική διάσταση του “διασκεδάζω σκοτώνοντας” υπάρχει.)

Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούμε ότι οφείλει να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για το κυνήγι, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές του επιπτώσεις, να εναρμονιστούμε ως χώρα με τις κατευθύνσεις και τις οδηγίες της Ε.Ε., να παταχθεί η λαθροθηρία, και να ωφελείται το δημόσιο τα μέγιστα από τη διαχείριση των θηραμάτων ως κοινού (κι όχι μόνο των κυνηγών) φυσικού πόρου. Σε αυτή την αναμόρφωση θεωρούμε ότι οι κυνηγοί είναι εξίσου αναγκαίοι με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και τους επιστημονικούς φορείς. Δεν μπορεί όμως οι κυνηγετικοί σύλλογοι να είναι οι αποκλειστικοί διαχειριστές αυτού του κοινού φυσικού πόρου.

Θέτουμε λοιπόν τους άξονες, στους οποίους πιστεύουμε ότι πρέπει να κινηθεί η συζήτηση:

* Να υπάρξει στρατηγικός σχεδιασμός για το κυνήγι ο οποίος θα υπάγεται στη στρατηγική της χώρας για τη βιοποικιλότητα.

* Να εκσυγχρονιστούν οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και όποιων άλλων διατάξεων αφορούν στο κυνήγι, και ευρύτερα στους μηχανισμούς και υπηρεσίες ελέγχου και φύλαξης.

* Να ληφθούν μέτρα για την πάταξη της λαθροθηρίας, η οποία αποτελεί μάστιγα τόσο για το περιβάλλον όσο και για τους ίδιους τους κυνηγούς.

Ειδικότερα η υφιστάμενη νομοθεσία που διέπει το κυνήγι βασίζεται κυρίως στον χουντικό και αναχρονιστικό νόμο του 1969. Οι ιστορικοί λόγοι που οδήγησαν στον χουντικό νόμο προφανείς: Μετεμφυλιακή συνθήκη στη χώρα, έλεγχος πολιτικών φρονημάτων για την εκχώρηση αδειών οπλοφορίας, αποκλεισμός των πολιτικών αντιπάλων.

Μια νομοθεσία που έχει επί της ουσίας εκχωρήσει τη θηρευτική πολιτική στις οργανώσεις των κυνηγών (απολύτως κλειστές και αντιδημοκρατικά συγκροτημένες με τον νόμο του 1969) και πολιτειακές λειτουργίες σε αντίθεση με τη συνταγματική προσταγή για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Συνεπώς, η πολιτική για το κυνήγι, οι έρευνες που αφορούν την θηραματική δραστηριότητα (παρακολούθηση, προγραμματισμός, σχεδιασμός), ο ελεγκτικός μηχανισμός, καθώς και τα έσοδα από την έκδοση των αδειών θα πρέπει να περιέλθουν στο κράτος.

Ειδικότερα, οι πόροι από το κυνήγι θα πρέπει να αποδίδονται στο Δημόσιο το οποίο μέσω ειδικού λογαριασμού θα τους διαθέτει αποκλειστικά για τη διαχείριση της άγριας πανίδας.

Οι κυνηγετικοί σύλλογοι θα πρέπει να εναρμονιστούν με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα «περί σωματείων» ώστε να απαλειφθεί ο περιορισμός της σωματειακής ελευθερίας που υφίστανται σήμερα. Τα έσοδα των συλλόγων δεν θα πρέπει να σχετίζονται με την έκδοση άδειας θήρας ούτε θα πρέπει να ρυθμίζονται από το κράτος. Πρέπει να στηριχτούν στην πραγματική αυτοχρηματοδότησή τους και όχι στην έμμεση πλην σαφή κρατική χρηματοδότηση. Περιγράψαμε τι εξυπηρετούσε η νομοθεσία του 1969. Βρισκόμαστε όμως πλέον στο 2018 και το καθεστώς αλλά και οι ανάγκες είναι διαφορετικά.

Το δημόσιο συμφέρον πρέπει να εξυπηρετηθεί πρωτίστως από δομές της πολιτείας, εφόσον το κυνήγι αποτελεί μορφή εκμετάλλευσης ενός δημόσιου φυσικού πόρου. Ακόμη θεωρούμε πολύ σημαντικό τον μηχανισμό ελέγχου και την εκπαίδευση ως βασικά στοιχεία για την πάταξη της λαθροθηρίας. Με το σημερινό καθεστώς ο ελεγχόμενος είναι και ελεγκτής εφόσον η Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή είναι ιδιωτική. Μάλιστα, της έχει ανατεθεί δημόσια εξουσία και δη αστυνομικά και ανακριτικά καθήκοντα. Θεωρούμε ότι πρόκειται για εξόφθαλμη περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων.

Για τη φύλαξη και ειδικότερα για τη θηροφυλακή, θεωρούμε στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών για το φυσικό περιβάλλον και με βάση την αντίληψη για μια ενιαία κάθετη δομή για τα δάση και το φυσικό περιβάλλον, η θηροφυλακή θα πρέπει να ενταχθεί σε έναν ενιαίο φορέα φύλαξης της φύσης. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ανά Διεύθυνση Δασών σε επίπεδο Νομού Τμήματα Φύλαξης στα οποία θα μεταφερθούν όλες οι αρμοδιότητες φύλαξης που σήμερα είναι διασκορπισμένες σε Δασική Υπηρεσία, Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών και κυνηγετικές οργανώσεις. Οι φύλακες θα κατανέμονται ανά Δασαρχείο ή Διεύθυνση όπου δεν υπάρχει Δασαρχείο και Φορέας Διαχείρισης. Σε αυτό το μοντέλο η θηροφυλακή θα πρέπει να διατηρήσει την αυτοτέλειά της -τουλάχιστον για μια μεταβατική περίοδο, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα προβλήματα.

Ακόμη η εκπαίδευση των κυνηγών αποτελεί αναγκαίο μέτρο για την πάταξη της λαθροθηρίας. Οι εξετάσεις στις οποίες υπόκεινται οι κυνηγοί θα πρέπει να έχουν την μορφή εκπαίδευσης και να μην είναι μια ξερή γραφειοκρατική διαδικασία. Οι εξετάσεις θα πρέπει να εκπονούνται από τον φορέα έκδοσης των αδειών και να έπονται εκπαιδευτικών σεμιναρίων, όπως θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν και πρακτικό μέρος που μπορεί να συνδυαστεί με τις εργασίες διαχείρισης μιας περιοχής.

Τα ειδικότερα θέματα που αφορούν το κυνήγι είναι πολλά και δεν είναι δυνατό να εξαντληθούν εδώ. Ενδεικτικά αναφέρουμε:

* Να εκσυγχρονιστεί το νομικό πλαίσιο περί όπλων.

* Να καθιερωθεί ένα νέο σύστημα έκδοσης αδειών με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών.

* Να καθιερωθεί ένα νέο σύστημα ποινών.

* Να παρθούν αυστηρότερα μέτρα για την πάταξη της αγοραπωλησίας προϊόντων παράνομου κυνηγιού.

* Να επανεξεταστεί η ενσωμάτωση της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Πουλιά.

* Να αναδιαρθρωθεί η χωρική διάταξη των ΚΑΖ, τόσο σε μέγεθος όσο και σε αριθμό, σε αρμονία και με τις υφιστάμενες προστατευόμενες περιοχές.

Όταν γύρω μας όλα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς, η επίκληση του να μην αλλάξει τίποτα στο κυνήγι, μόνο προς όφελος της κοινωνίας, της φύσης και των κυνηγών δεν μπορεί να είναι.

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η πολιτική διαφύλαξης του περιβαλλοντικού πλούτου και των φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με την εξορθολογισμένη διαχείρισή τους και με κύριο άξονα τον αναντικατάστατο ρόλο του Δημόσιου Τομέα, αποτελούν την ραχοκοκαλιά και το πλαίσιο αναφοράς μιας ανθρωποκεντρικής οικονομίας.

Η οικολογικά ορθή αξιοποίηση του μοναδικού αυτού φυσικού διαθεσίμου αποτελεί από μόνη της μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης.

* Η Ιωάννα Θεοδοσίου και ο Μπάμπης Μπιλίνης είναι μέλη της γραμματείας του Τμήματος Οικολογίας – Περιβάλλοντος και Χωρικού σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ



ΚατηγορίεςΘήρα

Tags: , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading