Η διδακτική των παλαιών δασικών διατάξεων

Τα σύγχρονα νομοθετικά κείμενα που φθάνουν στο κοινοβούλιο προς ψήφιση ή εκκινούν από τα γραφεία των αρμόδιων υπουργών ή άλλων φορέων, αποτελώντας στη συνέχεια τους κανόνες δικαίου που διέπουν τον πολιτικό, οικονομικό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό μας βίο, ολοένα και περισσότερο είναι εκφρασμένα σε μια ψυχρή γλώσσα, τυποποιημένη, σταθερά επαναλαμβανόμενη ως προς το ύφος της και τη χρήση όρων και φραστικών επιλογών.

Κατά κανόνα, ένα νομοθέτημα του καιρού μας εφαρμόζεται σε εκ των προτέρων υφιστάμενα μοντέλα νομικής γραφής, που δεν παραλλάσσουν και πολύ από τα προηγηθέντα ή τα επόμενα, έτσι που να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το λεκτικό αποτύπωμα των σύγχρονων νόμων ελάχιστα επηρεάζεται και διαμορφώνεται ανάλογα με το αντικείμενο και τις ιδιαιτερότητες κάθε ξεχωριστής έννομης σχέσης ή κατάστασης, που καλούνται να ρυθμίσουν.

Η επίκληση καινοφανών αναγκών ταχύτατης νομοθέτησης, η πολυπλοκότητα των προς ρύθμιση ζητημάτων και η ψήφιση ογκωδέστατων νόμων σταδιακά οδήγησαν σε ισοπεδωτικό παραγκωνισμό του ρόλου της γλωσσικής έκφρασης των νομοθετικών κειμένων. Με την ελάχιστη δυνατή αξιοποίηση του λόγου, αποκομμένα από το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι που τα γέννησε και ενταγμένα σε έναν μηχανισμό αθρόας, τεχνοκρατικής νομοπαραγωγής, τα σύγχρονα νομοθετήματα ακολουθούν τη μοίρα των ανθρώπων του καιρού μας: τυποποίηση, συστηματοποίηση, επανάληψη, απογύμνωση από τον απαράμιλλο πλούτο της γλωσσικής μας παράδοσης, χαρακτήρας διεκπεραιωτικός, εν τέλει ψυχρά εκτελεστικός.

Υπάρχει βέβαια η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τους εκάστοτε ψηφιζόμενους νόμους και στην οποία μπορεί να ανατρέχει όποιος μελετά, ερμηνεύει και εφαρμόζει τις διατάξεις τους, προκειμένου να κατανοήσει το πνεύμα και τον σκοπό τους. Αντίστοιχα, οι κανονιστικές πράξεις της δρώσας Διοίκησης, πέρα από τα διαγραφόμενα στις εξουσιοδοτικές διατάξεις όρια της νόμιμης έκδοσής τους, συχνά αναδεικνύονται -ως προς τα βασικά σημεία τους και τον σκοπό της θέσπισής τους- μέσα από επιστημονικά ορθές και εμπεριστατωμένες ερμηνευτικές εγκυκλίους που κάποιοι ακόμα, εμπνευσμένοι και ευσυνείδητοι κρατικοί λειτουργοί, συντάσσουν. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις δεν πρόκειται για αυτό καθ’ αυτό το κείμενο του νόμου, τυπικού ή ουσιαστικού, αλλά για κείμενα μη δεσμευτικά, συνοδευτικά των κανόνων δικαίου, τους οποίους αφορούν και, ως εκ τούτου, δέσμια των εκάστοτε επιλογών του νομοθέτη και υποχρεωτικά κινούμενα εντός των ορίων που θέτει η ακολουθούμενη λεκτική διατύπωση των θεσπισθέντων διατάξεων.

Στον αντίποδα των διαπιστώσεων αυτών, μελετώντας πρόσφατα κάποιες παλαιές διατάξεις της δασικής μας νομοθεσίας, «ανακάλυψα» την κατωτέρω διάταξη, που κατά τη γνώμη μου αποτελεί νομοθετικό κείμενο σπάνιας αξίας, ξεχωριστό παράδειγμα «καλής νομοθέτησης» και σημείο αναφοράς για αντίστοιχες ρυθμίσεις που ακολούθησαν τη θέσπισή της. Πρόκειται για το άρθρο 56 παράγραφοι 12 και 13 του νομοθετικού διατάγματος 2501/1953 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων των περί Δασών Νόμων» (ΦΕΚ Α’ 200/3.8.1953), που αφορά την κύρωση πράξεων και αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου. Συγκεκριμένα η εν λόγω διάταξη ορίζει τα εξής:

νδ/γμα 2501/1953
«Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως
ενίων διατάξεων των περί Δασών Νόμων»
(ΦΕΚ Α’ 200/3.8.1953)

Άρθρο 56 §§ 12-13
Κύρωση πράξεων και αποφάσεων

Κυρούνται αφ’ ης εξεδόθησαν οι κάτωθι πράξεις και αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου έχουσαι ως ακολούθως:

12) Η υπ’ αριθ. 166 της 16/2/51 απόφασις “Το Υπουργικόν Συμβούλιον λαβόν υπ΄ όψιν σχετικήν εισήγησιν του Υπουργού Γεωργίας, εν η εκτίθεται ότι η δαπάνη διά την στολήν δασοκόμων, ην υποχρεούνται κατά νόμον (άρθ. 21 του από 8.9.1950 βδ/τος “Περί Μέσης Δασικής Σχολής”) να φέρωσι κατά τον χρόνον της εν Σχολή φοιτήσεώς των, ως επίσης ενός ζεύγους αρβυλών δι’ έκαστον σχολικόν έτος και μιας χλαίνης δι’ ολόκληρον την σχολικήν περίοδον θα πρέπει να βαρύνη ως και διά τους δασικούς υπαλλήλους (άρθ. 9 νδ 1644/1942 ως ετροποποιήθη διά του άρθρου 6 του ν. 1857/1944 και δ/μα 26.1.1949), το Δημόσιον τόσον διότι οι εν λόγω μαθηταί εκτελούσι και καθήκοντα δασοκόμων εις δάση της περιφερείας της Σχολής, όσον και διότι η στολή παρέχεται διά λόγους αξιοπρεπούς και ομοιομόρφου εμφανίσεως των μαθητών κυρίως δε διά την απαραίτητον πειθαρχίαν, δι’ ο δεν κρίνεται ορθόν να επιβαρυνθούν ούτοι με τα έξοδα της στολής και των υποδημάτων τοσούτω δε μάλλον όσον πρόκειται κατά το πλείστον περί τέκνων πτωχών οικογενειών, άτινα μέλουν ν’ αποτελέσουν τα στελέχη του μεσοδασικού προσωπικού μετά την εκ της Σχολής αποφοίτησίν των.

Αποφασίζει

1. Εγκρίνει όπως εις έκαστον των μαθητών της Μέσης Δασικής Σχολής Αγιάς χορηγούνται:
α) Ανά μία χειμερινή και μια θερινή μετά καλυμμάτων κεφαλής (πηληκίου) του εγκρινομένου διά τους δασοκόμους τύπου, δι’ ολόκληρον την εν τη Σχολή φοίτησιν αυτών.
β) Ανά μια χλαίνη δι’ ολόκληρον την εν τη Σχολή φοίτησιν αυτών.
γ) Ανά εν ζεύγος αρβυλών ανά έκαστον έτος της διετούς φοιτήσεώς των.
2. Εγκρίνει όπως η δαπάνη διά την προμήθειαν και κατασκευήν των εν προηγουμένη παραγράφω ειδών ενδύσεως και υποδήσεως βαρύνη συμφώνως τω άρθρω 9 παρ. 2 του νόμου 389/1943 τον προϋπολογισμόν του Ταμείου Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών της Δ/σεως Γεωργίας Λαρίσης, παρ’ ου οικονομικώς εξυπηρετείται η Μέση Δασική Σχολή Αγιάς.
Εγκρίνει όπως πας μαθητής της Σχολής αν διακόψη ή οπωσδήποτε δεν περαιώση την εν τη Σχολή φοίτησιν, υποχρεούται εις την επιστροφήν της αξίας των ως άνω ειδών εις το ΚΤΓΚ και Δασών της Δ/σεως Γεωργίας Λαρίσης κατά τας διατάξεις περί βεβαιώσεως και εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

13) Η υπ’ αριθ. 1238 πράξις της 17ης Νοεμβρίου 1951 Το Υπουργικόν Συμβούλιον λαβόν υπ΄ όψιν σχετικήν εισήγησιν του Υπουργού Γεωργίας, εν η εκτίθεται ότι οι μόνιμοι Εργατοφύλακες Αναδασώσεων και Δασικών φυτωρίων ανερχόμενοι εις 21 επί Νομοθετημένων θέσεων 38 αποτελούν το κατώτερον μόνιμον προσωπικόν της Δασικής Υπηρεσίας και απασχολούνται ως και οι δασοφύλακες εις την φύλαξιν των αναδασωτέων εκτάσεων, φύλαξιν και καλλιέργειαν των Δασικών Φυτωρίων, ενίοτε δε και εις την φύλαξιν των δασών λόγω της υφισταμένης ελλείψεως δασικού προσωπικού. Επειδή οι εργατοφύλακες ούτοι πτωχοί οικογενειάρχαι υπηρετούντες από δεκαετίας και πλέον υφίστανται λόγω της κοπιώδους εν υπαίθρω υπηρεσίας των μεγάλην φθοράν εις ιματισμόν και υπόδησιν και μισθοδοτούμενοι με 570.000 δρχ. μηνιαίως εκ των οποίων υποχρεούνται να προμηθεύωνται και υπηρεσιακήν στολήν, δεν είναι ορθόν και δίκαιον να επιβαρυνθούν και με τα έξοδα ενδύσεως και υποδήσεώς των.

Αποφασίζει

Εγκρίνει όπως εις τους μονίμους εργατοφύλακας Αναδασώσεων και δασικών φυτωρίων χορηγούντια τα είδη ιματισμού και υποδήσεως μετά των εξόδων ραφής, άτινα παρέχονται και εις τους δασοφύλακας του Δημοσίου, της σχετικής προς τούτο δαπάνης βαρυνούσης συμφώνως τω άρθρω 9 παρ. 2 του ν. 389/1943 τους προϋπολογισμούς των οικείων Ταμείων Γεωργίας Κτηνοτροφίας και Δασών.

Η διατύπωση και το περιεχόμενο των ως άνω διατάξεων καταδεικνύουν το έντονο ενδιαφέρον του κανονιστικού εν προκειμένω νομοθέτη (υπουργικό συμβούλιο) για τον αποδέκτη της ρύθμισης, ήτοι τον άνθρωπο και συγκεκριμένα, τις αναφερόμενες κατηγορίες δασικού προσωπικού. Ο συντάκτης των αποφάσεων που κυρώνονται, προτού καταγράψει τους κανόνες δικαίου που αφορούσαν το προσωπικό των δασικών υπηρεσιών, είχε αναμφίβολα μελετήσει και κατανοήσει με αίσθηση της ευθύνης του και με ευαισθησία, φιλανθρωπία και προσοχή, τα ιδιαίτερα προβλήματα, τη φύση, τη λειτουργία και τις ανάγκες των συγκεκριμένων κλάδων δασικών υπαλλήλων που αφορούσε η ρύθμιση.

Η μέριμνα και το ενδιαφέρον του νομοθέτη «περί των τέκνων πτωχών οικογενειών» και περί «πτωχών οικογενειαρχών» δημιούργησαν διατάξεις τόσο μεστές νοημάτων και αξιών, ώστε μπορούμε να υποστηρίξουμε, χωρίς υπερβολή, πως το ίδιο το περιεχόμενο και η λεκτική έκφραση των εν λόγω κανόνων του νδ/τος 2501/1953 προσδίδουν σε αυτούς χάρες που αρμόζουν σε ζώντα πλάσματα, όπως η ευγένεια, η καλοσύνη, η στοργή και η ομορφιά!

Δεν είναι δε τυχαίο πως τέτοια κοινωνική ευαισθησία αποτυπώνεται σε διατάξεις προερχόμενες από τον χώρο της δασικής μας νομοθεσίας, ως άμεση απόρροια της επαφής του ανθρώπου με τη φύση, που επιτρέπει μια πιο γνήσια ματιά πάνω στα πράγματα που απασχολούν τη θέση του στον κόσμο και κατευθύνουν τη μοίρα του μέσα σε πνεύμα σεβασμού, ισόρροπης ανάπτυξης, ειρήνης και ανθρωπιάς. Αναρωτιέται κανείς πόσες φορές, κατά την κατανομή των δημοσίων βαρών και υποχρεώσεων, συναντήσαμε σε σύγχρονα νομοθετικά κείμενα εκφράσεις και παραδοχές όπως οι εξεταζόμενες: «η δαπάνη … θα πρέπει να βαρύνη … το Δημόσιον», «δεν είναι ορθόν και δίκαιον να επιβαρυνθούν ούτοι και με τα έξοδα..» και «υφίστανται λόγω της κοπιώδους εν υπαίθρω υπηρεσίας των μεγάλην φθοράν…».

Οι διατάξεις που κυρώνονται εν προκειμένω διά του νδ/τος 2501/1953 ενσωματώνουν επιτυχώς, πριν πολλές μάλιστα δεκαετίες, το περίφημο «κοινωνικό κριτήριο» κατά τη νομοθέτηση, που αποτελεί καίριο αίτημα και ζητούμενο στην εποχή μας, λαμβάνοντας υπόψη για τη θέσπιση των εξεταζόμενων ρυθμίσεων την κοινωνική θέση και προέλευση του δασικού προσωπικού, που αφορούσαν, καθώς και τις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις που εγείρονταν για την επιτυχή και απρόσκοπτη άσκηση του έργου του στο πλαίσιο της δασικής υπηρεσίας της εποχής.

Πέραν αυτών, οι διατάξεις αυτές αποδεικνύουν περίτρανα ως και αυτή την αλήθεια του Θείου λόγου, που διακηρύσσει πως: «Εκ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί».[1] Οι κανόνες δικαίου απευθύνονται σε ανθρώπους, καλούμενοι να ρυθμίσουν ανθρώπινες σχέσεις που εκδηλώνονται και λειτουργούν μέσα σε ανθρώπινες κοινωνίες. Υπ’ αυτή την έννοια, η μέριμνα για τον άνθρωπο (πολίτη) από τον άνθρωπο (νομοθέτη) παραμένει ένα καθήκον περιβεβλημένο με βαθιά αίσθηση ευθύνης καθώς και με επιείκεια και ευαισθησία.

Οι εξεταζόμενες διατάξεις είναι βέβαια προ πολλού παρωχημένες και αδρανείς, αφού ρυθμίζουν το θέμα της καταργηθείσας στολής του δασικού προσωπικού, για το οποίο έχουν κατά καιρούς υποστηριχθεί αντικρουόμενες θέσεις, που δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος σημειώματος. Η αξία ωστόσο της αναφοράς σε αυτές έγκειται στο ότι αναδεικνύουν μοναδικά τον μόνο και αληθινό, σχεδόν ξεχασμένο στις μέρες μας, σκοπό κάθε νομοθετικής διάταξης, που δεν είναι άλλος από την υπηρεσία του ανθρώπου και του βίου του στο πλαίσιο της οργανωμένης και ευνομούμενης κοινωνίας στην οποία διαβιεί, μέσα σε πνεύμα ελευθερίας και δικαιοσύνης[2].

Στο πέρασμα του χρόνου, οι εν λόγω διατάξεις δεν αποτέλεσαν «γράμμα νεκρό» ούτε θεσπίσθηκαν με μοναδικό σκοπό να διεγείρουν έναν ευκαιριακό και εφήμερο συναισθηματισμό. Χάρη στη δυναμική που ενσωμάτωσαν λόγω της σπάνιας κοινωνικής ευαισθησίας, της σοφίας και μέριμνας που απηχούν, κατάφεραν να διαπεράσουν τα στενά πλαίσια της εποχής τους φθάνοντας ως τις μέρες μας[3] και να καταστούν αξίως το αντικαθρέφτισμα της γλωσσικής πενίας των νομοθετικών κειμένων της δικής μας γενιάς, που μαρτυρά με τη σειρά της τη γενικευμένη φτώχεια σε ήθος, δικαιοσύνη, κοινωνική αλληλεγγύη και ανθρωπιά.

Εν τέλει, οι εξεταζόμενες διατάξεις συνιστούν μια πράξη πολιτική, με την πλήρη έννοια του όρου, μια πράξη ευθύνης και αντίστασης στην αδικία και τη φθορά και ένα σημείο αναφοράς για την «καλή νομοθέτηση» στον καιρό μας. Δικαιώνουν μοναδικά την επιταγή αυτού του πρώτου άρθρου του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα»,[4] υπενθυμίζοντας ξεχωριστά την υψηλή αποστολή και την ιδιαίτερη σημασία του νομοθετικού έργου στις κοινωνίες κάθε εποχής.

Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος
Αθήνα, Απρίλης 2016

.

α. Η Δασική Σχολή Βυτίνας στους πρόποδες του χιονισμένου Μαίναλου
β. Μαθητές της Δασικής Σχολής Βυτίνας, 1928
[πηγή: Αρχείο Δασαρχείο Βυτίνας, vitinaarkadias.blogspot.gr ]

____________________________________

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Ματθ. ιβ,35.

[2] Βλ. άρθρο 25 § 2 του Συντάγματος: «Η αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».

[3] Οι εξεταζόμενες διατάξεις του άρθρου 56 §§ 12-13 του νδ 2501/1953 παραμένουν σε ισχύ εξαιρούμενες της γενικής επιταγής περί καταργήσεώς του νδ 2501/1953, κατ΄ άρθρο 317 § 48 του νδ 86/1969 (Δασικός Κώδιξ, A΄ 7/18.1.1969), που ορίζει ως εξής: «Καταργούμεναι διατάξεις. Καταργούνται από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος κώδικος: … 48) Το νδ 2501/1953 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων των περί δασών Νόμων” (ΦΕΚ 200/1953), εξαιρέσει: α) της μη υπό του παρόντος κώδικος θιγομένης … διατάξεως του άρθρου 56».

[4] Άρθρο 1 § 3 του Συντάγματος.


dasarxeio.com



ΚατηγορίεςΔασική Υπηρεσία, Νομοθεσία

Tags: , , , , , ,

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: