Ανάκληση αδείας εκχερσώσεως μετά πάροδο μακρού χρόνου
Σόφη Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος
Έργο του Μάνθου Λιάφα
Ανάκληση αδείας εκχερσώσεως λόγω μεταβολής της χρήσεως της εκτάσεως σε οικιστική είναι επιτρεπτή και μετά την πάροδο μακρού χρόνου και τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, δεδομένου ότι η ανάκληση αποβλέπει στη διαφύλαξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται στην προστασία του δασικού οικοσυστήματος, η δε άδεια εκχερσώσεως χορηγείται αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η έκταση για γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια. Αξιοσημείωτη είναι στην εξεταζόμενη απόφαση η αντίθεση που προκύπτει μεταξύ της κρίσεως του Δικαστηρίου, το οποίο σύμφωνα και με την πάγια νομολογία του, εμμένει ρητά στην υποχρέωση αυστηρής τήρησης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την παράνομη εκχέρσωση και τις συνέπειές της και της αντιμετώπισης των παράνομα εκχερσωθέντων δασών και δασικών εκτάσεων από τον πρόσφατο ν. 4467/2017, που επιτρέπει την αλλαγή χρήσεώς τους και τη δυνατότητα εξαγοράς τους έναντι χρηματικού ανταλλάγματος.
Η έγκριση αδείας εκχερσώσεως δεν συνεπάγεται αποχαρακτηρισμό του δάσους ή της δασικής εκτάσεως που αφορά, αλλ΄ απλώς επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση. Ως εκ τούτου, η έκταση δεν χάνει οριστικά τον δασικό της χαρακτήρα, αλλά μόνον εφ΄ όσον και για όσο χρόνο καλλιεργείται γεωργικώς και υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω καλλιέργεια άρχισε εντός της τριετίας από την έγκριση της αδείας εκχερσώσεως, ενώ αποκλείεται περαιτέρω αλλαγή της χρήσεώς της σε οικιστική ή άλλη.
Τα ανωτέρω έγιναν, μεταξύ άλλων, δεκτά με την απόφαση 2184/2016 του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας,[1] που έκρινε περαιτέρω ότι παράβαση της αποκλειστικώς επιτρεπομένης από τον νόμο χρήσεως εκχερσωθείσας δασικής εκτάσεως ως μόνιμης γεωργικής ή δενδροκομικής εκμεταλλεύσεως, εκτός από τη δυνατότητα ανακλήσεως, με σχετική ρητή πράξη της Διοικήσεως, της αδείας εκχερσώσεως[2] ή του τυχόν εκδοθέντος για τον σκοπό αυτό παραχωρητηρίου, συνεπάγεται την εφαρμογή των οικείων διατάξεων της δασικής νομοθεσίας.
Δέχθηκε περαιτέρω το δικαστήριο, ότι ανάκληση της αδείας εκχερσώσεως, λόγω μεταβολής της χρήσεως της εκτάσεως σε οικιστική, είναι επιτρεπτή και μετά την πάροδο μακρού χρόνου και τη δημιουργία πραγματικών καταστάσεων, δεδομένου ότι αφ΄ ενός η ανάκληση για τον λόγο αυτό αποβλέπει στη διαφύλαξη σκοπού αναγομένου στο δημόσιο συμφέρον, που συνίσταται στην προστασία του δασικού οικοσυστήματος, αφ΄ ετέρου δε η άδεια εκχερσώσεως χορηγείται προκειμένου να χρησιμοποιηθεί η έκταση αποκλειστικά και μόνον για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια, συνεπώς η δημιουργία και συνέχιση της καλλιέργειας αποτελεί, κατά τις εφαρμοστέες διατάξεις, όρο διατηρήσεως της αδείας.[3]
Στην προκειμένη υπόθεση, ζητήθηκε η ακύρωση αποφάσεως του οικείου Διευθυντή Δασών, που αφορούσε ανάκληση αποφάσεως του αρμοδίου δασάρχη για την έγκριση εκχερσώσεως δασικής εκτάσεως σε συγκεκριμένη θέση της περιφέρειας του δασαρχείου. Όπως προέκυψε, με απόφαση έτους 1971 του Υπουργού Γεωργίας είχε αναγνωρισθεί η επίμαχη έκταση ως ιδιωτική δασική υπέρ του δικαιοπαρόχου της αιτούσας. Ακολούθως, με απόφαση του αρμοδίου δασάρχη εγκρίθηκε η εκχέρσωση της εν λόγω δασικής εκτάσεως για γεωργική καλλιέργεια δυνάμει του άρθρου 153 του νδ/τος 86/1969 «Περί Δασικού Κώδικος». Ήδη προ διετίας (το έτος 1969) είχε χορηγηθεί, με σχετική πράξη του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ), στον δικαιοπάροχο της αιτούσας έγκριση καταλληλότητας οικοπέδου για την ανέγερση στην επίδικη έκταση ξενοδοχειακής μονάδας, με σχετική δε πράξη της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του νομού είχε χορηγηθεί στην αιτούσα άδεια ανέγερσης συγκροτήματος bungalows και άδεια λειτουργίας ξενοδοχείου β΄ τάξεως, από τον ΕΟΤ. Ο δασάρχης με σχετικό έγγραφό του ενημέρωσε εν συνεχεία τον δικαιοπάροχο της αιτούσας ότι η εκχέρσωση της επίδικης εκτάσεως εγκρίθηκε, προκειμένου να την εκμεταλλεύεται στο διηνεκές γεωργικώς ή δενδροκομικώς, απαγορευομένης της χρησιμοποιήσεώς της προς οικιστική αξιοποίηση ή άλλον σκοπό, σύμφωνα με την απόφαση 3416/1974 της Ολομέλειας του δικαστηρίου και ότι σε περίπτωση εγκαταλείψεως της καλλιέργειας ή χρησιμοποιήσεως της εκτάσεως για άλλον σκοπό, η έκταση θα έπρεπε να κηρυχθεί αναδασωτέα. Με το ίδιο ως άνω έγγραφο του δασάρχη διετάχθη η διενέργεια αυτοψίας, προκειμένου να διαπιστωθεί η πραγματική κατάσταση της εκτάσεως. Όπως δε προέκυψε από σχετικά έγγραφα του Δασαρχείου, το σύνολο της επίδικης εκχερσωθείσας εκτάσεως είχε πλέον καταλειφθεί κατά τον χρόνο της αυτοψίας από την ένδικη ξενοδοχειακή μονάδα και είχε λάβει μορφή και ανάπτυξη κανονικού πολεοδομικού οικισμού. Ακολούθως, με έγγραφά του έτους 1979, ο αρμόδιος Δασάρχης, επαναλαμβάνοντας ότι δεν είναι δυνατή η χρησιμοποίηση της εκτάσεως για άλλον, πλην της γεωργικής καλλιέργειας σκοπό, απέρριψε το αίτημα της αιτούσας εταιρείας για χορήγηση σε αυτήν βεβαιώσεως, προκειμένου να χρησιμοποιήσει την έκταση για οικοδομικούς σκοπούς και συγκεκριμένα, για την επέκταση του ενδίκου ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Τέλος, ο Δασάρχης με πράξη του έτους 1983 ανακάλεσε το από έτους 1971 πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής της επίδικης εκτάσεως. Κατά της τελευταίας αυτής ανακλητικής αποφάσεως ασκήθηκε αίτηση ακυρώσεως από τον ενδιαφερόμενο, η οποία απερρίφθη με σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Κατόπιν τούτων, το Αναθεωρητικό Συμβούλιο Δασών με γνωμοδότησή του απέρριψε το αίτημα του δικαιοπαρόχου της αιτούσας για αναγνώριση της ιδιοκτησίας του επί της προαναφερομένης εκτάσεως, ο δε Υπουργός Γεωργίας με πράξη του, έτους 1992, υιοθέτησε την ανωτέρω γνωμοδότηση. Ακολούθως, η αιτούσα υπέβαλε κατά το έτος 2005 αίτηση προς τον οικείο δασάρχη για τον χαρακτηρισμό, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979, ευρύτερης εκτάσεως 45.798,82 τ.μ., εντός της οποίας περιλαμβανόταν και η επίδικη καθώς και έτερης εκτάσεως 9.131,66 τ.μ. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε σχετική πράξη του οικείου δασάρχη, η οποία χαρακτήρισε την εν λόγω έκταση ως μη δασική του άρθρου 3 παρ. 6 του ν. 998/1979, ως ίσχυε. Κατά της πράξεως αυτής και ως προς το σκέλος της που αφορούσε τον χαρακτηρισμό της προαναφερομένης εκτάσεως των 45.798,82 τ.μ., άσκησε αντιρρήσεις ο αρμόδιος Διευθυντής Δασών, οι οποίες έγιναν δεκτές με απόφαση έτους 2007 της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (ΕΕΔΑ) του νομού. Με την απόφαση αυτή η ανωτέρω Επιτροπή, κρίνοντας ότι ο δασάρχης λανθασμένα χαρακτήρισε μη δασική την ανωτέρω ευρύτερη έκταση, δεδομένου ότι επρόκειτο για έκταση που πληρούσε τις προϋποθέσεις κήρυξής της αναδασωτέας και ως εκ τούτου όφειλε να απόσχει από τον χαρακτηρισμό σύμφωνα με την 838/2002 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακύρωσε την πράξη χαρακτηρισμού (έτους 2005) και προέβη η ίδια σε χαρακτηρισμό της εν λόγω εκτάσεως. Περαιτέρω, με σχετική πράξη της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων εδόθη στον οικείο Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας εντολή: α) να ανακληθεί η από έτους 1971 άδεια εκχερσώσεως, β) να κηρυχθεί η επίδικη έκταση αναδασωτέα και γ) να αποβληθεί διοικητικά από την επίμαχη έκταση η αιτούσα. Με την προσβαλλομένη (έτους 2007) απόφαση της αρμόδιας Διεύθυνσης Δασών ανακλήθηκε τελικά η αρχική πράξη έγκρισης εκχέρσωσης που είχε χορηγηθεί στον δικαιοπάροχο της αιτούσας κατά το έτος 1971.
Επομένως, κατά την απόφαση, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου, οι αρμόδιες δασικές υπηρεσίες ουδέποτε συναίνεσαν στην αλλαγή της μορφής της επίδικης εκτάσεως σε οικιστική, όπως αναπόδεικτα ισχυρίσθηκε η αιτούσα, ούτε δημιούργησαν τέτοια εντύπωση σε αυτήν ή στους δικαιοπαρόχους της, αλλ΄ αντιθέτως, με σειρά εγγράφων, υπενθύμισαν ότι η εκχέρσωση είχε εγκριθεί προς τον σκοπό της χρησιμοποιήσεως της εκτάσεως για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια εις το διηνεκές, απαγορευομένης της χρησιμοποιήσεώς της για οικιστική αξιοποίηση ή άλλον σκοπό. Ο όρος της χρησιμοποιήσεως της εκτάσεως για μόνιμη γεωργική καλλιέργεια αναγράφεται μάλιστα ρητά στην ανακληθείσα άδεια εκχερσώσεως και δεν προστέθηκε μεταγενέστερα, η δε σχετική υποχρέωση απορρέει ευθέως κατά το Δικαστήριο από τις διατάξεις, κατ΄ εφαρμογή των οποίων εξεδόθη η ανακληθείσα άδεια. Συνεπώς, εφ΄ όσον ο εν λόγω όρος παραβιάσθηκε, αφού η αιτούσα προχώρησε σε ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος, ήτοι σε μη επιτρεπομένη μεταβολή της χρήσεως της εκτάσεως, η άδεια εκχερσώσεως, σύμφωνα και με όσα προεκτέθησαν, νομίμως ανεκλήθη παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοσή της και τη δημιουργία οποιασδήποτε πραγματικής καταστάσεως.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. ΣτΕ 2184/2016 (Τμ. Ε΄) σε: περιοδικό «Περιβάλλον και Δίκαιο», τ. 1/2017 σ. 89, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017. Το Δικαστήριο απασχόλησαν οι διατάξεις των άρθρων 14 του ν. 998/1979 και 153 του νδ/τος 86/1969 (Δασικός Κώδικας, Β΄ 727).
[2] Βλ. σχετ. ΣτΕ Ολ 3416/1974.
[3] Πρβλ. ΣτΕ 5319/2012, 1690/2011, 3753/2007.
.
.
.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 01.07.2017
.
ΚατηγορίεςΔασική Υπηρεσία, Νομοθεσία
Αφήστε μια απάντηση