Επ΄ αόριστον απαγόρευση θήρας πριν τον χαρακτηρισμό περιοχής ως καταφυγίου άγριας ζωής (ΚΑΖ)

Επ΄ αόριστον απαγόρευση θήρας πριν τον χαρακτηρισμό περιοχής ως καταφυγίου άγριας ζωής (ΚΑΖ)

Σόφη Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος

Η έκδοση κανονιστικής πράξεως περί επ΄ αόριστον απαγορεύσεως της θήρας σε ορισμένη έκταση, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της ως καταφυγίου άγριας ζωής (ΚΑΖ), είναι δυνατή και πριν η εν λόγω έκταση χαρακτηρισθεί ως καταφύγιο. Η άδεια ίδρυσης καταφυγίου άγριας ζωής, εφ΄ όσον εκδοθεί, θα ενεργοποιήσει εκτός από την απαγόρευση της θήρας (η οποία αποτελεί τον γενικό κανόνα στα καταφύγια άγριας ζωής) και την εφαρμογή των λοιπών ρυθμίσεων του νόμου ως προς τα καταφύγια άγριας ζωής. Η διάταξη του άρθρου 11 της κυα 414985/29.11.1985, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις των άρθρων 254, 257 του Δασικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται κατά το μέρος που αφορούν τη θήρα των πτηνών, ουδόλως καταργεί τις διατάξεις των άρθρων 254 παρ. 5 και 6 και 257 παρ. 2, αλλά περιορίζεται να αποτρέψει την εφαρμογή όσων από τις ρυθμίσεις των «καταργούμενων» διατάξεων του Δασικού Κώδικα νοθεύουν την αυξημένη προστασία της ορνιθοπανίδας, την οποία εγγυάται η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και η εκδοθείσα σε συμμόρφωση προς αυτήν κυα. Η απαγόρευση θήρας χωρίς χρονικό περιορισμό σε ορισμένη έκταση που προσφέρεται για την ενδιαίτηση, αναπαραγωγή, διέλευση κ.λπ. αγρίων πτηνών, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της, αποσκοπώντας στη διατήρηση της πανίδας και της ποικιλότητας της περιοχής αυτής, όχι απλώς δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται από αυτό για την προφύλαξη και πρόληψη της καταστροφής της εκτάσεως. 

Η πρόσφατη απόφαση 414/2017[1] του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορούσε εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως της Κυνηγετικής Συνομοσπονδίας Ελλάδος (ΚΣΕ) και της Α΄ Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Κρήτης – Δωδεκανήσου κατά του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία ζητήθηκε η ακύρωση της υπ΄  αριθ. 4142/27.7.2009 Απαγορευτικής Διάταξης Θήρας στην περιοχή Φράγματος Ποταμών νομού Ρεθύμνης (B΄ 1730), που είχε εκδοθεί από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης και με την οποία απαγορεύθηκε επ΄ αόριστον η θήρα στην περιοχή αυτή.

Όπως έγινε δεκτό, η αρμοδιότητα ίδρυσης εκτροφείων θηραμάτων κατά το άρθρο 254 του Δασικού Κώδικα περιήλθε αρχικώς στον μετέπειτα κρατικό νομάρχη και στη συνέχεια, στον μετέπειτα ομοίως κρατικό Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας του ν. 2503/1997 (Α΄ 107), στον οποίο περιήλθε τελικώς μετά τον ν. 2503/1997 και η αρμοδιότητα ίδρυσης εκτροφείων θηραμάτων του άρθρου 253 του Δασικού Κώδικα, εκείνων δηλαδή που δεν έχουν τα ειδικά χαρακτηριστικά του άρθρου 254 παρ. 1 και 2 καθώς και καταφυγίων θηραμάτων και ελεγχομένων κυνηγετικών περιοχών, που προβλέπονται επίσης στο άρθρο 253 του Δασικού Κώδικα.[2]

Η έκδοση κανονιστικής πράξεως περί επ΄ αόριστον απαγορεύσεως της θήρας σε ορισμένη έκταση, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της ως καταφυγίου άγριας ζωής, είναι κατά την απόφαση δυνατή και πριν η εν λόγω έκταση χαρακτηρισθεί ως καταφύγιο. Η ίδρυση του καταφυγίου, εφ΄ όσον εκδοθεί, θα ενεργοποιήσει πλην της απαγορεύσεως της θήρας, η οποία αποτελεί τον γενικό κανόνα στα καταφύγια άγριας ζωής, και την εφαρμογή των λοιπών ρυθμίσεων του νόμου ως προς τα ΚΑΖ (άρθρο 254 παρ. 8 του Δασικού Κώδικα) και πάντως, μπορεί να έπεται χρονικώς της κανονιστικής απόφασης απαγόρευσης της θήρας.

Η ερμηνεία αυτή των σχετικών διατάξεων υπαγορεύεται από τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος (άρθρο 24 παρ. 1), θεμελιώδης συνιστώσα της οποίας είναι η διατήρηση και προστασία της άγριας ζωής, ιδίως σε εκτάσεις του χώρου που κατ΄ εξοχήν προσφέρονται γι΄ αυτό, εναρμονίζεται δε και με τη διέπουσα το δίκαιο του περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχή της πρόληψης. Στην ειδική δε περίπτωση που πρόκειται για υγροτοπικές εκτάσεις, στις οποίες σταθμεύουν και διαβιούν πτερωτά θηράματα ή για περιοχές που περιλαμβάνουν εκτάσεις του χαρακτήρα αυτού, η απαγόρευση της θήρας, νοούμενη ως πρόσφορο μέτρο για τη διατήρηση, διαφύλαξη και αύξηση του θηραματικού κεφαλαίου, μπορεί να έχει ως αυτοτελές εξουσιοδοτικό έρεισμα και τη διάταξη του άρθρου 257 παρ. 2 του Δασικού Κώδικα.

Περαιτέρω, με το άρθρο 4 της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ «περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών»[3] θεσπίσθηκε τόσο για τα είδη που απαριθμούνται στο Παράρτημα I όσο και για τα αποδημητικά πτηνά, ειδικό και ενισχυμένο σύστημα προστασίας, το οποίο δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρόκειται αντιστοίχως για είδη που απειλούνται με εξαφάνιση και είδη που αποτελούν κοινή κληρονομιά της Ένωσης.[4]

Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει μέτρα γενικής και ειδικής διατήρησης, όπως η δημιουργία ζωνών προστασίας και ειδικών προστατευτικών ζωνών (ΖΕΠ) βάσει ορνιθολογικών κριτηρίων, κατά δε τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 της Οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καθιερώνουν, για τις ζώνες ειδικής προστασίας που θεσπίζουν εντός της επικράτειάς τους, αυστηρό νομικό καθεστώς που διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την επιβίωση και αναπαραγωγή των πτηνών που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I της Οδηγίας αυτής καθώς και την αναπαραγωγή, την αλλαγή φτερώματος και τη διαχείμαση των αποδημητικών πτηνών που δεν περιλαμβάνονται μεν στο Παράρτημα I, η διέλευση όμως των οποίων από τα εδάφη της Ένωσης είναι τακτική.[5]

Σε συμμόρφωση με την εν λόγω κοινοτική οδηγία, εκδόθηκε η κυα 414985/29.11.1985 του Υφυπ. Εθνικής Οικονομίας και του Αναπλ. Υπουργού Γεωργίας (Β΄ 757), με την οποία θεσμοθετήθηκαν «μέτρα διαχείρισης της άγριας πτηνοπανίδας». Καθ΄ όσον αφορά ειδικά τη θήρα, η εν λόγω κανονιστική απόφαση εξαιρεί από τον τιθέμενο κατ΄ αρχήν κανόνα του επιτρεπτού της σε ολόκληρη την επικράτεια (άρθρο 6 παρ. 1) ορισμένες κατηγορίες περιοχών «για τις οποίες ισχύουν ειδικές ρυθμίσεις ή απαγορεύσεις θήρας», προδήλως βάσει ειδικών διατάξεων, στις οποίες παραπέμπει, μεταξύ δε των περιοχών αυτών συμπεριλαμβάνονται, κατά τη ρητή διατύπωση της σχετικής διάταξης (άρθρο 6 παρ. 1 περ. α΄ της κυα), τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων, δηλαδή η πρόδρομη του καταφυγίου άγριας ζωής μορφή ενδιαιτήματος άγριας πανίδας.

Εν όψει τούτων, η διάταξη του άρθρου 11 της εν λόγω κυα, σύμφωνα με την οποία «από την έναρξη ισχύος της απόφασης αυτής, οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, των άρθρων 254 και 257 του νδ/τος 86/1969 δεν εφαρμόζονται κατά το μέρος που αφορούν τη θήρα των πτηνών», παρά τον τίτλο της («καταργούμενες διατάξεις»), ουδόλως καταργεί πράγματι τις διατάξεις των άρθρων 254 παρ. 5 και 6 και 257 παρ. 2, οι οποίες παρέχουν επαρκές εξουσιοδοτικό έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά περιορίζεται να αποτρέψει την εφαρμογή όσων από τις ρυθμίσεις των «καταργουμένων» διατάξεων του Δασικού Κώδικα νοθεύουν την αυξημένη προστασία της ορνιθοπανίδας, την οποία εγγυάται η Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και η εκδοθείσα σε συμμόρφωση προς αυτήν προαναφερόμενη κυα. Νομίμως, επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη επικαλείται ως εξουσιοδοτικό έρεισμα τις ως άνω διατάξεις του Δασικού Κώδικα, οι οποίες δεν έχουν καταργηθεί από την εν λόγω κυα.[6]

Εν προκειμένω, όπως προέκυψε, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Γεωργίας της 25.6.1973 ιδρύθηκε μόνιμο καταφύγιο θηραμάτων στις θέσεις «Βρύσσινα – Πρασσιανό Φαράγγι» των Δήμων Ρεθύμνης και Συβρίτου Ν. Ρεθύμνης. Το καταφύγιο αυτό ιδρύθηκε με βάση τις σχετικές διατάξεις του Δασικού Κώδικα υπό το αρχικό τους περιεχόμενο και είχε έκταση 17.000 στρ. Στη συνέχεια και αφού οι διατάξεις του Δασικού Κώδικα είχαν τροποποιηθεί και τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων είχαν μετατραπεί σε καταφύγια άγριας ζωής (ΚΑΖ), εκδόθηκε η 4230/1.8.2001 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης (Β΄ 1147), με την οποία τροποποιήθηκαν τα όρια του εν τω μεταξύ μετονομασθέντος ΚΑΖ «Βρύσσινα – Πρασσιανό Φαράγγι» και αυξήθηκε η επιφάνειά του από 17.000 στρ. σε 30.000 στρ., ορίσθηκε τέλος ρητώς ότι εντός αυτού απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η θήρα κάθε θηράματος και κάθε είδους άγριας πανίδας. Ακολούθησε η έκδοση της 4220/18.7.2002 νεότερης απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας (Β΄ 1090) με την οποία τα όρια του ΚΑΖ τροποποιήθηκαν και πάλι, αυτή τη φορά με ελάττωση της συνολικής του επιφάνειας, η οποία περιορίσθηκε σε 17.500 στρ. Η συρρίκνωση της επιφάνειας του ΚΑΖ θεωρήθηκε επιβεβλημένη, προκειμένου να εξαιρεθεί των ορίων του το τμήμα της έκτασης που ήταν αναγκαίο για την κατασκευή φράγματος στην περιοχή (φράγμα Ποταμών).

Περαιτέρω ζητήθηκε από τη Διεύθυνση Δασών Ρεθύμνης να λάβει μέτρα για την απαγόρευση της θήρας και στην περιοχή του κατασκευασθέντος στη συνέχεια Φράγματος Ποταμών, η οποία είχε εξαιρεθεί από το υφιστάμενο ΚΑΖ. Με το εν λόγω έγγραφο επισημάνθηκε στη δασική αρχή ότι το βάθος του νερού στο φράγμα έχει υπερβεί τα 32 μ., ότι απομένουν 12 μ. για να πληρωθεί ο ταμιευτήρας και να αρχίσει η υπερχείλιση, ότι η ευρύτερη περιοχή των 1.700 στρ. του ταμιευτήρα έχει προσλάβει τη μορφή υγροβιοτόπου και έχει δημιουργηθεί ανάλογο νέο οικοσύστημα, ότι στην περιοχή αυτή διαβιούν μονίμως πολλά είδη πουλιών και άλλα διέρχονται ακολουθώντας μεταναστευτικές ροές προς άλλες περιοχές και ότι τέλος, η περιοχή έχει ενταχθεί στο δίκτυο Natura με κωδικό GR 4330004.

Με το ίδιο έγγραφο ενημερώθηκε περαιτέρω η δασική υπηρεσία ότι τα χαρακτηριστικά αυτά της επίμαχης έκτασης προσελκύουν κυνηγούς και από άλλες περιοχές της Κρήτης και έχουν οδηγήσει στην ενταντικοποίηση του κυνηγιού. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η από 25.7.2009 υπηρεσιακή εισήγηση της Διευθύντριας Δασών Ρεθύμνης προς τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης, με την οποία προτάθηκε η επ΄ αόριστον απαγόρευση της θήρας στην περιοχή του φράγματος Ποταμών ν. Ρεθύμνης και σε έκταση 14.842,192 στρ., όπως η έκταση αυτή εμφανίζεται στο οικείο απόσπασμα ορθοφωτοχάρτη, για τους εξής λόγους: α) Η περιοχή είναι εντεταγμένη στο δίκτυο Natura 2000, β) ο αποτερματισμός της περιοχής έχει σαφέστατα όρια, ταυτιζόμενα με τον υδροκρίτη της λεκάνης απορροής των ομβρίων υδάτων και των πηγών που τροφοδοτούν το φράγμα, γ) η δημιουργία της τεχνητής λίμνης έχει διαμορφώσει μικροπεριβάλλον υγροβιοτόπου με μονίμως διαβιούντα και μεταναστευτικά πουλιά και δ) η περιοχή ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα εκτεθειμένη σε θηρευτικές πιέσεις λόγω της γειτνίασης με την πόλη του Ρεθύμνου και της καλής βατότητάς της, η δε συνέχιση του κυνηγιού εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους πλήρους αφανισμού της πανίδας εντός του φράγματος και γύρω από αυτό. Τα παραπάνω εκτίθενται αναλυτικότερα και στο …/23.6.2011 έγγραφο της Διευθύντριας Δασών Ρεθύμνης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο αναφέρεται ότι τα είδη που αποτελούν την πανίδα της περιοχής είναι η φαλαρίνα, η χουλιαρόπαπια, ο γλάρος, ο ερωδιός, ο τσιχλογέρακας, η κουκουβάγια, ο λαγός, ο ασβός κ.λπ.

Κατ΄ επίκληση των ανωτέρω, εκδόθηκε η 4142/27.7.2009 πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Κρήτης (B΄ 1730), η οποία τιτλοφορείται «Απαγορευτική Διάταξη Θήρας στην περιοχή Φράγματος Ποταμών του Νομού Ρεθύμνης» και με την οποία απαγορεύθηκε επ΄ αόριστον η θήρα στην περιοχή αυτή, εκτάσεως 14.842,192 στρ.

Όπως έγινε δεκτό, η διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος, επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα πρέπει να συγκεντρώνει τα προβλεπόμενα ακριβώς από το Σύνταγμα χαρακτηριστικά και να κινείται προς την κατεύθυνση της διατήρησης και της πρόληψης της υποβάθμισης και μείωσης της άγριας πτηνοπανίδας[7] σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρχές του δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, η απαγόρευση της θήρας χωρίς χρονικό περιορισμό σε ορισμένη έκταση που προσφέρεται για την ενδιαίτηση, αναπαραγωγή, διέλευση κ.λπ. των άγριων πτηνών λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της, αποσκοπούσα στη διατήρηση της πανίδας και της ποικιλότητάς της, όχι απλώς δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται από αυτό για την προφύλαξη και πρόληψη της καταστροφής της. Υπό την αντίθετη εκδοχή, θα ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα, όχι μόνον η επ΄ αόριστον απαγόρευση της θήρας σε μία περιοχή, αλλά και η ίδια η ίδρυση μονίμων καταφυγίων θηραμάτων βάσει του προϊσχύσαντος δικαίου και ήδη καταφυγίων άγριας ζωής, όπου η απόλυτη απαγόρευση της θήρας αποτελεί κατά τα προαναφερόμενα τον κανόνα.

Περαιτέρω, ως «ειδικότερα θέματα», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδότησης σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται δηλαδή στην περίπτωση αυτή να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ΄ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης, αλλά επί πλέον και την ουσιαστική του ρύθμιση, έστω και σε γενικό, αλλά ορισμένο πλαίσιο.[8] Το ρυθμιζόμενο ζήτημα αποτελεί κατά την απόφαση ειδικότερο θέμα σε σχέση με τη γενική απαγόρευση θήρας σε περιοχές με τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης, η οποία προβλεπόταν τόσο από την ισχύουσα κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης νομοθεσία, όσο και από την προϊσχύσασα, για τον λόγο δε αυτό οι σχετικές κανονιστικές ρυθμίσεις μπορούν να τεθούν με πράξη διάφορη του προεδρικού διατάγματος.

Προβλήθηκαν περαιτέρω με την αίτηση λόγοι ακυρώσεως κατ΄ επίκληση των διατάξεων των άρθρων 253 και 254 του Δασικού Κώδικα, με τις οποίες προβλέπεται η ίδρυση ελεγχομένων κυνηγετικών περιοχών, στις οποίες, «κατά παρέκκλιση» των λοιπών διατάξεων των εν λόγω άρθρων του ίδιου Κώδικα, επιτρέπεται η θήρα υπό τις ειδικές προϋποθέσεις που τάσσουν οι ειδικές διατάξεις αυτές. Ειδικότερα τα αιτούντα σωματεία ισχυρίσθηκαν ότι η έκταση δεν πληροί τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού της ως ελεγχόμενης κυνηγετικής περιοχής από πλευράς εμβαδού καθώς και ότι της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προηγήθηκε ειδική, λεπτομερής και τεκμηριωμένη μελέτη σχετικά με τη δυνατότητα θήρας στην περιοχή, έστω και υπό όρους και προϋποθέσεις.

Όπως όμως έγινε τελικά δεκτό από το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη πράξη δεν ιδρύθηκε ελεγχόμενη κυνηγετική περιοχή, η ίδρυση της οποίας και η εντός αυτής θήρα θα ήταν μόνον κατ΄ εξαίρεση επιτρεπτή (άρθρο 254 παρ. 10 του Δασικού Κώδικα) και θα προϋπέθετε, αυτή και όχι η απαγόρευση της θήρας, «πλήρη μελέτη», κατά την έννοια του άρθρου 254 παρ. 9 του Δασικού Κώδικα. Αντιθέτως κατά την απόφαση, με την προσβαλλόμενη πράξη επιβλήθηκε παρά τον τίτλο της «Απαγορευτική διάταξη θήρας»,[9] επ΄ αόριστον απαγόρευση θήρας στην προαναφερόμενη περιοχή, κατά τον κανόνα που περιέχει διαχρονικώς η νομοθεσία προκειμένου για εκτάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως μονίμων καταφυγίων θηραμάτων, ήδη δε καταφυγίων άγριας ζωής (ΚΑΖ), με το περιεχόμενο δε αυτό η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προϋπέθετε τη σύνταξη και υποβολή ειδικής μελέτης. Για τούτο απερρίφθησαν και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι εκκινούσαν από την εσφαλμένη εκδοχή ότι η προσβαλλόμενη πλήρης και επ΄ αόριστον απαγόρευση θήρας στην επίμαχη έκταση συνιστούσε πράξη ίδρυσης ελεγχόμενης κυνηγετικής περιοχής ή δασική απαγορευτική διάταξη του άρθρου 258 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Βλ. ΣτΕ 414/2017 (Τμ. Ε΄), σε: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 2/2017, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2017.

[2] Σχετ. βλ. και ΣτΕ 3176/2012. Στο άρθρο 253 του Δασικού Κώδικα (νδ/γμα 86/1969, Α΄ 7), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 177/1975 (Α΄ 205) και τροποποιήθηκε με το άρθρο 57 παρ. 2 του ν. 2637/1998 (Α΄ 200), ορίζονται τα εξής: «Δι΄ αποφάσεων του Υπουργού Γεωργίας δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, δύναται, διά την προστασίαν και διάσωσιν του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας εν γένει καθώς επίσης και προς τον σκοπόν της διατηρήσεως, αναπτύξεως και εκμεταλλεύσεως των πληθυσμών των θηραμάτων και των λοιπών ειδών της άγριας πανίδας ως και των ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας να ιδρύονται: α) Εκτροφεία Θηραμάτων, β) Καταφύγια Θηραμάτων και γ) Ελεγχόμεναι Κυνηγετικαί Περιοχαί, επί ωρισμένων, σαφώς προδιορισμένων διά της αποφάσεως αυτού, εδαφικών εκτάσεων, απαγορευομένης απολύτως της εντός αυτών θήρας ή επιτρεπομένης ταύτης υπό ωρισμένας προϋποθέσεις κατά τα εν άρθρω 254 του παρόντος ειδικώτερον οριζόμενα». Στην επόμενο άρθρο 254 του Δασικού Κώδικα, προβλέπεται η ίδρυση, πάντοτε με απόφαση του (τότε) Υπουργού Γεωργίας, εκτροφείων θηραμάτων, προσδιορισμένων κατ΄ αριθμό (μέχρις 60), με τον ειδικό σκοπό της αναπαραγωγής, της αύξησης των ενδημικών θηραμάτων και της εισαγωγής ξενικών προς εμπλουτισμό άλλων περιοχών (παρ. 1) καθώς και η ίδρυση, με όμοια απόφαση, αλλά από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εκτροφείων θηραμάτων επί μη δημοσίων εκτάσεων, δασικού ή μη χαρακτήρα, με σκοπό ομοίως ειδικό, αλλ΄ εν μέρει διαφορετικό από εκείνον των εκτροφείων της παρ. 1 και ειδικότερα την αναπαραγωγή ή το εμπόριο κρέατος, πτερών κ.λπ. και τον εμπλουτισμό περιοχών με θηρεύσιμα είδη (παρ. 2, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 3208/2003, Α΄ 303). Περαιτέρω, οι παρ. 5-8 του άρθρου 254 του Δασικού Κώδικα, οι οποίες, με το αρχικό τους περιεχόμενο, πριν δηλαδή αντικατασταθούν από το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2637/1998, ρύθμιζαν την ίδρυση μονίμων καταφυγίων θηραμάτων με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας εξειδικεύοντας τις σχετικές ρυθμίσεις του άρθρου 253, προέβλεψαν στη συνέχεια, μετά δηλαδή την αντικατάστασή τους με το ως άνω άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2637/1998, την ίδρυση με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα καταφυγίων άγριας ζωής. Τα ΚΑΖ αποτελούν, κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, τη διάδοχη μορφή προστατευτικού ενδιαιτήματος σε σχέση με τα (μόνιμα, βλ. άρθρο 254 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα υπό την αρχική του μορφή) καταφύγια θηραμάτων, τα οποία, με το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 2637/1998, μετονομάσθηκαν σε ΚΑΖ. Ο ορισμός του ΚΑΖ δόθηκε από τον νομοθέτη σε χρόνο μεταγενέστερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, με το άρθρο 5 του ν. 3937/2011 (Α΄ 60), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160) και, στην παρ. 4.3., ορίσθηκαν ως Καταφύγια Άγριας Ζωής (Wildlife refuges): «α) … φυσικές περιοχές (χερσαίες, υγροτοπικές ή θαλάσσιες), που έχουν ιδιαίτερη σημασία ως σημαντικοί τόποι ανάπτυξης της άγριας χλωρίδας ή ως βιότοποι αναπαραγωγής, διατροφής, διαχείμασης ειδών της άγριας πανίδας, ή ως περιοχές αναπαραγωγής ψαριών και συγκέντρωσης γόνου ή τέλος, ως σημαντικοί θαλάσσιοι οικότοποι …», ορίσθηκε δε περαιτέρω ότι: «… β) Μέσα στα καταφύγια άγριας ζωής απαγορεύονται η θήρα … [απαγόρευση, η οποία διατηρήθηκε και μετά τη νέα τροποποίηση της διάταξης με το άρθρο 59 του ν. 4315/2014 (Α΄ 269)]». Αλλά και οι ισχύουσες κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης διατάξεις του άρθρου 254 παρ. 5 και 6 του Δασικού Κώδικα, όπως είχαν τροποποιηθεί με το άρθρο 57 παρ. 3 του ν. 2637/1998 και πριν καταργηθούν με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3937/2011, επανέλαβαν τον κανόνα της απόλυτης απαγόρευσης της θήρας που προβλέπει και το άρθρο 253 του Δασικού Κώδικα, προέβλεπε δε κατά τρόπο σαφή και το άρθρο 254 παρ. 8, υπό την αρχική του μορφή, για τα μόνιμα καταφύγια θηραμάτων και όριζαν ειδικότερα τα εξής: «5. Με αποφάσεις του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ιδρύονται καταφύγια άγριας ζωής σε δασικές, δασοσκεπείς, χορτολιβαδικές, ελώδεις, υγροτοπικές, αγροτικές, παρόχθιες, παραλίμνιες και παράκτιες εκτάσεις καθώς και ερημονησίδες, με την προϋπόθεση ότι οι εκτάσεις αυτές είτε είναι απαραίτητες για τη διατροφή, διαχείμαση, αναπαραγωγή ή τη διάσωση των ειδών της άγριας πανίδας ή αυτοφυούς χλωρίδας που είναι μοναδικά, σπάνια ή απειλούνται με εξαφάνιση [ή] είτε αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα τύπου βιοτόπου. 6. Εντός των καταφυγίων άγριας ζωής απαγορεύεται η θήρα κάθε θηράματος και κάθε είδους της άγριας πανίδας, η σύλληψη κάθε είδους της άγριας πανίδας για μη ερευνητικούς σκοπούς, η καταστροφή κάθε είδους ζώνης με φυσική βλάστηση, η καταστροφή των ζωντανών φυτοφρακτών, η αμμοληψία, η αποστράγγιση και αποξήρανση ελωδών εκτάσεων, η ρύπανση των υδατικών πόρων και η ένταξη έκτασης καταφυγίου άγριας ζωής σε πολεοδομικό ή ρυμοτομικό σχεδιασμό … Κατ΄ εξαίρεση επιτρέπεται η σύλληψη ειδών της άγριας πανίδας και η μεταφορά τους προς εμπλουτισμό άλλων κατάλληλων περιοχών μόνον από τη Δασική Υπηρεσία». Περαιτέρω, στην παρ. 8 του ίδιου άρθρου 254 ορίσθηκε ότι «εντός των καταφυγίων άγριας ζωής η Δασική Υπηρεσία δύναται να προγραμματίζει και να εκτελεί ειδικά έργα βελτίωσης του βιοτόπου των καταφυγίων άγριας ζωής και έργα ικανοποίησης των οικολογικών αναγκών του βιολογικού κύκλου των ειδών της άγριας πανίδας και αυτοφυούς χλωρίδας και ιδίως αναδάσωση, διατήρηση ακαλλιέργητων εκτάσεων, διατήρηση εκτάσεων με παραδοσιακές καλλιέργειες, έργα αναβάθμισης και αποκατάστασης υγροτοπικών εκτάσεων, δημιουργία και ανάπτυξη ζωνών φυτικής βλάστησης, δημιουργία δενδροστοιχιών κατά μήκος των αγροτικών δρόμων και ελωδών εκτάσεων …». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 257 παρ. 2 του Δασικού Κώδικα: «εις περιοχάς περιλαμβανούσας λίμνας, βάλτους, ελώδεις εκτάσεις ή δέλτα ποταμών και ποταμοκόλπους, ως και παροχθίους γενικώς εκτάσεις, εις ας σταθμεύουν και διαβιούν τα υδρόβια πτερωτά θηράματα (ένυδρα και παρυδάτια), δύναται ο Υπουργός Γεωργίας [αρμόδιος κατά τον χρόνο θέσπισης της εν λόγω διατάξεως] δι΄ αποφάσεώς του να λάβη παν μέτρον πρόσφορον αποβλέπον εις την διατήρησιν και αύξησιν του θηραματικού κεφαλαίου, σχετικόν προς την ενάσκησιν της θήρας».

[3] ΕΕ L 103.

[4] ΔΕΚ C-169/1989 απόφαση της 23.5.1990 Van den Burg, C-44/1995 απόφαση της 11.7.1996 Royal Society for the protection of Birds, C-235/2004 απόφαση της 28.6.2007 Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-191/2005 απόφαση της 13.7.2006 Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, ΣτΕ ΠΕ Ολ 29/2015.

[5] Βλ. ΔΕΚ C-293/2007 απόφαση της 11.12.2008 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, C-355/1990 απόφαση της 2.8.1993 Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-166/1997 απόφαση της 18.3.1999 Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.

[6] Αυτή την έννοια αποδίδει στο άρθρο 11 της εν λόγω κυα και ο μεταγενέστερος νομοθέτης του ν. 2637/1998, ο οποίος υπολαμβάνοντας τις διατάξεις αυτές ως ισχύουσες, τις τροποποιεί κατά τρόπον ώστε να παρέχουν και υπό το νέο περιεχόμενό τους έρεισμα για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

[7] Πρβλ. ΣτΕ 1047/2001 κ.ά.

[8] ΣτΕ Ολ 235/2012, 1892/2010, 2815/2004 κ.ά.

[9] Βλ. άρθρο 258 παρ. 5 του Δασικού Κώδικα.

.

.


nomiki_epikairotita-001


.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 01.09.2017

.


 

 



ΚατηγορίεςΘήρα, Νομοθεσία

Tags: , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading