Εγκλήματα και Τιμωρίες…
Ένορκες, επώνυμες, -μαρτυρικές- μαρτυρίες, αυτοπτών μαρτύρων.
Τα κεράσια
Ο Παντιλάκης, εκεί που πήγαινε να βοσκήσει τα σγούρια του, 10-12 χρονών, κάπου εκεί στο 1930 (στα Βόρεια Προάστια του χωριού μου), είδε, το λιανόπαιδο, μια μέρα, κατάμαυρα κεράσια στην κερασιά του γείτονα στα χωράφια τους και τα λιμπίστηκε! Άφησε τα μανάρια στο χορτάρι και ανέβηκε, κρυφά- κρυφά, να καλοσκαιρήσει.
Να όμως που εκείνα τα λυκοσκισμένα, τάβαλε ο πειρασμός, και απήδησαν το φράχτη και μπήκαν στο ξένο λιβάδι και τσουμάλαγαν αμέριμνα. Τα είδε -κατά κακή τύχη- ο νοικοκύρης και πήγε να τα προγκήσει να βγούνε από το χωράφι του, όπου-πάλι κατά κακή τύχη – είδε το μικρό επάνω στα κλωνάρια της κερασιάς του, και τον έπιασε λαβούρα!
Ακόμα δεν τα δοκίμασε αυτός και μπήκαν οι ξένοι να μαζεύουν. Θα τους κανονίσω εγώ, λέει, μονολογώντας ο Αριστ.. 35-40 χρονών. Το «έγκλημα», βλέπετε, ήταν διπλό, παραβόλα και κερασιά.
Με μπαγαποντιά ξεγέλασε το τσιακάλι, και το πλησίασε, τάχα-τάχα για τα σγούρια, κιαπέ, αφού το τσάκωσε στα χέρια του, το περιποιήθηκε για τα καλά. Του άστραψε πρώτα 2-3 κατακεφάλους, που τούρθε ο ουρανός σφοντύλι, και αδιαφορώντας για τα μουντζουκλάματα και τα παρακάλια, ας πούμε τη συγγνώμη, του… καταχραστή, ολοκλήρωσε την τιμωρία, με το να ξεβρακώσει το … παιδαρέλι!!!
Του πήρε το παντελονάκι του και έφυγε… νικητής και τροπαιούχος, για το κονάκι του, αφήνοντας το νεαρό, όπως τον γέννησε η μάνα του, καθόσον δεν είχε σώβρακο. (Δεν ήταν και σπάνιο αυτό το φαινόμενο τότε, συνέβαινε πολλές φορές).
– Να μάθεις να μην απλώνεις στα ξένα …» Δε με ξέρ’ς καλά εμένα …μαύρε» είπε εκείνος και πήρε το μονοπάτι του.
Απαρηγόρητος ο Πιντιλής, με τα «λιόκια» όξου, μαγκλαβίζονταν και χτυπιόνταν, αναθεματίζοντας την ώρα, που είδε τα σκασμένα τα μαυροκέρασα… Αφού συνήρθε κάπως απ’ τα χαστούκια και το κατσάδιασμα, του ήρθε νέο ξάφνιασμα από την εμφάνισή του! Τότε κατάλαβε ότι είχε άλλο πρόβλημα να αντιμετωπίσει, για να πάει στο χωριό- στο σπίτι του.
Ξεθύμανε για λίγο στα διαολοζύγουρα, που ήταν η αιτία της …σκατοτρομάρας του, και πήρε τα μονοπάτια, για το γυρισμό.
Ποιον γυρισμό; Χαλασιά τ’ κι τρομάρα τ’ που έπρεπε να ακολουθήσει μονοπάτια και «σύρματα»… ερημικά, να μη ανταμώσει ανθρωπάκι, και τον περάσει για… καλικάτζαρο, για τον … οξαποδώ, για σιαητάνη! Ούτε ήξερε κατά πού πήγαινε, αλλού σχεδίαζε να περάσει και αλλού βρέθηκε. Εκείνοι οι …τσ’λιουέροι πήγαιναν ούλο το απόσκιου, και τον έβγαλαν στα μαντριά του μπάρμπα Μήτρου. Τότε του ήρθε στο μυαλό να ζητήσει βοήθεια.
Τρυπωμένος πίσω από ένα καλύβι, φώναξε και ματαφώναξε, όσο να τον ακούσει το γεροντάκι και να πάει κοντά του, αφού ετούτος δεν ξεκάμπαγε μπροστά του να συνεννοηθούν. Δεν καταλάβαινε τι του έλεγε το παιδί, που όλο μουτζόκλαιγε και ζήταγε ένα… παντελόνι!!! Ένα παντελόνι, να μου φέρ’ς μπάρμπα!!! Εχ’ς ένα παλιοπαντελόνι, έχασα το θ’κό μου!
Με τα πολλά, κάποια ώρα κατάλαβε το γεροντάκι και πήγε και του έφερε μια δική του παλιοτσιακτσήρα, αφού δεν είχε παιδούργια, για να του πάει ένα περίπου στα μέτρα του. Πήγε να το ποδέσει, τι να ποδέσει; Τον χώραγε ολόκληρο μέσα, του σκέπαζε και το κεφάλι του…
Πήρε, όμως, θάρρος τώρα κι άρχισε να το διπλώνει και να το μαζώνει, πότε από τα πηδουνάρια και πότε απ’ του ζουνάρι. Εκτός από το μάκρος ήταν και το πλάτος, δεν σταμάταγε στο κορμί του πουθενά. Βρήκε -ευτυχώς- ένα κοντοτρίχι εκεί στα μαντριά (που κρέμαγαν το κλαρί) και το χρησιμοποίησε για λουρί. Το έσφιξε καλά-καλά και πανευτυχής! πάει για το σπίτι του, αφού κατάφερε και έκρυψε τα …απόκρυφά του, μέσα στην παντελονάρα του παππούλη.
Αλλού έπεφτε και αλλού σηκωνόταν, πεδηκλώνονταν, και όλο κράταγε με τα χεράκια του την τσιακτσήρα, που με τα χίλια ζόρια κατάφερνε να κρατήσει στο κορμάκι του. Φράτσα-φράτσα ακούγονταν τα πεδονάρια, καθώς έπαιρναν σβάρα ό,τι έβρισκαν στη στράτα. Κάποια ώρα έφτασε στο σπιτικό του, όπου απολογήθηκε για το πάθημά του και για το… έγκλημά του!!!
Τον μάλωσαν για την πράξη του, αλλά πιο πολύ τον …συμπόνεσαν για το… αυτόφωρο και την πρωτοτυπία της τιμωρίας. Υπήρχαν και πιο… αλαφρότερες ποινές να ξεπληρωθεί το «ένταλμα», έλεγαν. Σα χωριανό τους τον «σχάθκαν», για την παλληκαριά του! και σαν… αντραγάθημα, το μολόγαγαν, στο μαχαλά, για χρόνια.
(Μαρτυρία: Κυψέλη-Αλκιβιάδης Κ. Μπλέτσος, 2005)

Οι Δραγασιές, οι οποίες ήταν σε ψηλό σημείο με θέα, όπου καθόταν ο αγροφύλακας (δραγάτης) και επιτηρούσε την περιοχή (http://tovaltino.blogspot.gr)
Της συκιάς το «φράξιμο»
Στην εξοχή, σε μια πλαγιά, ήταν η βρυσούλα με το γάργαρο νεράκι της. Δίπλα και παραδίπλα ήταν κήπια και καρποκλάρια διάφορα, με πρώτες τις συκιές. Καρβελάτες, λιβανές, τσιουπελίσιες και μαυράκια διάφορα, ήταν διάσπαρτες στην περιοχή, όμως οι άσπρες ήταν οι ξακουστές. Τις ήξεραν όλοι, και εκεί ξέπεφταν, άλλοτε φανερά και άλλοτε στα κρυφά. Τάχα-τάχα πως πήγαιναν στη βρύση, για νεράκι και στα κλωνάρια… κραπατσαλώνονταν!
Έφραζαν κάποτε οι νοικοκυραίοι, με αγκάθια και τσιπούρια – βάτια, αλλά τίποτε δεν κατάφερναν. Οι «σκουφαγάδες» το βιολί τους!
Ένα πρωινό -Αύγουστος μήνας- η κόρη του μπάρμπα-Γιώργου, πήρε το βαρελάκι της για νερό και το καλαθάκι της, για σύκα, και μια και δυο στη βρύση. Βρήκε νεράκι γιόμωσε, όμως στα σύκα την είχαν προλάβει και ούτε «πρίσκαλα» δε βρήκε.
«Σας του μπήρι ου διάουλους και σας του μπήρι! Ανάθεμα τ’ μάνα κι του μπατέρα σας! Μ’σιακά τάχουμι; Παλιουκιαρατάδις του διαόλου!!! Θα σας κανουνίσου ιγώ…παλιοτόμαρα τ κέρατά!!!» Αυτά και άλλα τέτοια έλεγε και δεν απόσωνε, και καταριόνταν η χ’στιανή, πικραμένη και διαουλισμένη, που δεν βρήκε ούτε να καλοσκαιρήσει!!!
«Τώρα κι θα σας κανονίσου ιγώ», ματαείπε ολομόναχη εκεί στην εξοχή. Δεν άργησε. Τη βρήκε τη λύση, το «φάρμακο» δηλαδή για να τους εκδικηθεί…
Φάρμακο, σχέδιο πρωτότυπο, σατανικό, αποτελεσματικό, ακίνδυνο και εν ολίγοις… σκατοσχέδιο! Πρέπει, εδώ, για να εφαρμόσεις τέτοια πρωτότυπα «κόλπα» ή να έχεις διαβάσει κάτι παρόμοιο ή να έχεις …σπουδάσει, σε ειδική σκολή ή να διαθέτεις εφευρετικότατο νου, να κατεβάζει σατανικά και… εξωγήινα…«Να το έχει η κούτρα να κατεβάζεις ψείρες», που έλεγαν οι παλιοί.
Το λοιπόν, που λέτε, πήγε, αναμέρ’σει λίγο κοντά προς τη συκιά, έκαμε τα… «ωραία» κακ’α της, τα πήρε λίγα-λίγα με δυο πλακούλες και με αρκετά σκόφλλα και ούτε λίγο, ούτε πολύ, «ασβέστωσε» τον κορμό της καλής συκιάς, πάτο-κορφή, όσο έφτανε η καψερή!
Το… ασβέστωμα ήταν άτσαλο και …επιπόλαιο, εδώ-εκεί, όπου και όπως έπιανε-κόλλαγε- ο … «σοφάς» της. Κανόνιζε να κολλήσει εκεί που θα πιάνονταν, στον κορμό, για να ανεβούν λέγοντας συνάμα και τον σχετικό της «εξάψαλμο» για τους … ρουφιάνους του κιαρατά!!! «Πόνος να σας γιάνουν»!!! «Ήρθα ιγώ μωρέ, ποτέ, στα ρ’μαδιακά σας, να απλώσω να πάρω κάτι; Μ’σιακά τάχουμε, ή για ζάβατο το περάσατε τ’αλλουνού το κτήμα;»
«Ηθελα νάμαι από καμιά μεριά, να βλέπω, πώς θα τα … χουφτιάσετε, για να ξεκωλουθού στα γέλια…»
Τέτοια και άλλα τέτοια έλεγε όπως: «κακό κόψιμο να σας πιάσει, να χεστήτε πατόκορφα», κ.λπ. κ.λπ…
Έπλυνε καλά-καλά τα χεράκια της στη βρυσούλα, έπγι και νεράκι δροσερό, πήρε το βαρελάκι της , αλλά και το αδειανό καλαθάκι της, και πήρε τον κατήφορο, χασκογιαλώντας για το πρωτότυπο «φράξιμο» της συκιάς. Όσο για τούτο ήταν βέβαιη.
Το περιστατικό έγινε γνωστό, αποσπασματικά, από τα δύο… στρατόπεδα. Είπαν και οι …μουστερήδες, που πήγαν να βρουν σύκα και βρήκαν τα … πασμάδια, απλωμένα, αλλά και η ίδια η Λαμπρινή στις συνομήλικες κοπέλες, εκεί που βόσκαγαν τα μανάρια.
Έλεγαν, κρυφά βέβαια, εκείνοι για το πάθημά τους, και εκείνη -ετούτη – για το… ευτράπελον! Της δεκαετίας του ’50. Στο χωριό μας αυτά όπου λίγο απάν’ λίγο κάτου, απ’ τα ογδόντα τους (!!!) κατοικοεδρεύουν, και τώρα που γράφονται αυτά, κάποιοι… πρωταγωνιστές του …Θεάτρου. Εκείνου!
(Παιδικές -προσωπικές μνήμες μου)
Τα σταφύλια της …οργής και της ντροπής
Τη νύφη, που ήταν και σ’ άλλη αράδα, και δεν την έστελναν και για βαριές δ’λιές, την έστειλαν να πάει τη μανάρα -τη φλώρα- στον τράγο, στη γειτονιά, να την αφήσει εκεί για το ταχιά.
Όταν επέστρεφε είδε -που να μην έβλεπε- ένα καλό σταφύλι, να κρέμεται από την κορομπλιά, σ’ ένα κηπάρι, και το ζήλεψε. Κρέμονταν απόξου, κατά το μονοπάτι μεριά, αλλά δε φτάνονταν…
Έφερε μια γυροβολιά, βρήκε ένα παλούκι -με μπαρχάλα- σαν κριτσιαπίδα, και τράβηξε το κλαρί, να χαμπλώσει να φτάσει το αετονύχι.
Να όμως, που καθώς τράβηξε κάπως δυνατά, κάπως απρόσεκτα, έπεσε κάτου όλο το κλωνάρι, κορομπλιά και κληματσίδα, απάν’ στ’ φράχτη. Τάχασε η κακομοίρα, δεν ήθελε να κάνει ζημιά. Έκοψε μια κρεμαδούλα, πήρε δυο ρώγες, και δοκίμασε να φύγει αναστατωμένη.
Από φιλότιμο; Από ανθρωπιά; Από ντροπή και ενοχή; Πάντως κάτι από μέσα της, είπε να φωνάξει τους νοικοκυραίους, να τους ενημερώσει.
Ήταν από οικογένεια, δεν πήγε να κλέψει και να φύγει, και είπε να κάνει σαν χωριανιά, και φώναξε:
«Ω! μωρ’ Μάρου!!! Εκειά έκαμα ζημιά, έπεσε ένα βλαστάρι με δυο σταφύλια, να τα πάρετε, να μην μαραγκιάσουν, να τα φάτε… Δεν τόθελα, να …πήγε να εξηγήσει η δύστυχη, αλλά την πρόλαβε, τη διέκοψε ο αφέντης, που έτσι και είδε την… «καταστροφή», έβαλε τις φωνάρες!!!
«Δεν ντρέπεσαι μωρή! Μού χάλασες το κλήμα και έρχεσαι και μου λες να φάου τα σταφύλια! Άμα τάχα για φαΐ, τάτρωγα, δεν καρτέραγα εσένα, να τα σουριάσεις καταΐ. Ντροπή σου παλιού… βρώμα! Ξέρεις πώς το μεγάλωσα εγώ αυτό το κλήμα και ήρθε η αφεντιά σου και το ξεκοίλιασε; Ούτε σε πέντε χρόνια δε ματαγίνεται αυτό κυρά μ’. Φύτεψες κανένα να ιδείς πώς γίνεται;»
Η καημένη σάστισε, τάχασε, πήγε κάτι να συμπληρώσει, να ζητήσει συγγνώμη, να κάνει λόγο για αποζημίωση και τέτοια, αλλά δεν πρόλαβε. Εκείνος χώθηκε μέσα στο κονάκι του, απειλώντας και φοβερίζοντας…
-«Θα σας κανονίσω εγώ! Θα μου το πληρώσετε! Θα σας πάου στον αγρονόμο! Θα φωνάξω τον αγροφύλακα!»
Τι την ήθελες τη φουκαριάρα. Νάχαν γέν’ ξίκι κι τα σταφύλια και το καλό τους. Τέτοιο πράγμα, τέτοια συμπεριφορά, δεν την περίμενε, λες και του γκρέμισε το σπίτι του.
Μουντζουκλαίγοντας έφτασε στο σπίτι της, όπου «απολογήθηκε» στον άντρα της. Τα είπε όλα με το νι και με το σίγμα, το πώς έγιναν τα καθέκαστα, και ότι θα πάει για το Βουργαρέλι -για το δικαστήριο- η υπόθεση.
Θα γιάνου μολόημα στον κόσμο, θα με λεν’ κλέφτρα οι χωριανοί, έλεγε απαρηγόρητη και δώστου σκουσμό!!!
Έδωκε-πήρε ο σύζυγος, ο μαραγκός… να την καθησυχάσει, τίποτα αυτή, το… βιολί της.
-Θα πας να βρεις τον αγροφύλακα να τον πληρώσεις, να μη με σχολιάζει στο μαχαλά.
Πράγματι την άλλη μέρα πήγε ο Αλκιβιάδης, βρήκε το δραγάτη και τον ρώτησε αν είχε κάποια «ενόχληση» από τον κυρ Ηλία… Εκείνος του εξήγησε ότι έχουν να κάνουν με έναν δύστροπο-τροξό άνθρωπο, που δεν θα ξεμπλέξουν εύκολα.
Και δεν είχε άδικο, διότι «τους έφερε τη σκούφια γύρα», όσο να τον συμβιβάσουν. Ίου εξήγησαν τι έγινε, αλλά δεν ήθελε ούτε να ακούσει. Επέμενε για τον αγρονόμο…
Τρόμαξαν, είπαν αμάν, να τον καταφέρουν. Του έταξαν αποζημίωση, όσο αυτός νόμιζε ότι ήταν η ζημιά, και τελικά του έδωκαν «δραχμούλες» για δυο καλάθια σταφύλια και… υποχώρησε, δέχτηκε να μην πάει για το Βουργαρέλι και τους ντροπιάσει τους ανθρώπους.
Τ’ ακούσατε; – Τ ακούσαμε να λέτε!!!
Μαρτυρία «ένορκη» και ενώπιον μαρτύρων και… κρυφά! Τώρα, ύστερα από πενήντα χρόνια…να μη μας ακούσουν στο χωριό.
Και τώρα ακόμα η σύζυγος η κα Όλγα δε θέλει να μάθουν για το… πάθημά της, για τα ρημάδια τα σταφύλια της… ντροπής!!!
Δημήτριος Παππάς, συνταξιούχος δάσκαλος
Πηγή: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά»
Έτος 14′ – Τεύχος 14 – Ιούνιος 2013
http://issuu.com/vincentd/docs/tzoumerka2013?e=1781220/4309669
ΚατηγορίεςΔιάφορα
Απάντηση