ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ (2°)

dasos_dikaio_2


«Όστις κλέπτει, σφετερίζεται ή βλάπτει εις τα δάση ξυλικήν, τιμωρείται…»

Νομοθετικό διάταγμα «Περί των εις τα δάση ανομημάτων», 10 Ιουλίου 1836
(το πρώτο νομοθέτημα για τα δάση)

 

Η στολή των δασικών υπαλλήλων

Με τη σύστασή της η δασική υπηρεσία είχε στρατιωτικού τύπου δομή, και δεν ήταν μια αμιγώς πολιτική υπηρεσία της δημόσιας διοίκησης. Ας μην ξεχνούμε εξάλλου ότι τα δασικά καθήκοντα ασκούνταν ήδη από την χωροφυλακή γι’ αρκετά χρόνια, η οποία υπαγόταν στο Υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ ακόμη και με την ίδρυση της δασικής υπηρεσίας, ως Τμήμα Δασών στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, η εξάρτηση και ο απογαλακτισμός της από τη χωροφυλακή δε συνέβη άμεσα, αφού τα καθήκοντα φύλαξης κι αστυνόμευσης των δασών εξακολουθούσαν ν’ ασκούνται από αυτήν. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, η στολή των δασικών υπαλλήλων ήταν απαραίτητο να προσδιορισθεί και να προβλεφτεί σε νομοθέτημα, προκειμένου να χρησιμοποιείται υποχρεωτικά κατά την άσκηση της διοίκησης.

15

Τύποι ανθρώπων στην Ελλάδα το 1910. Εσωτερικά στη δεύτερη σειρά εμφανίζεται ο τύπος του (ένστολου) δασάρχη (art COYET).

Στη στολή του ανώτερου δασικού προσωπικού αναφέρθηκε το (εν Τατοΐω) Βασιλικό Διάταγμα της 19ης Αυγούστου 1893 «Περί εκτελέσεως του ΒΡΞΒ νόμου της 15ης Φεβρουαρίου 1893 και των προ τούτου περί δασών νόμων», στο Κεφάλαιο Ζ΄. Με το παρόν Κεφάλαιο του διατάγματος τροποποιήθηκε το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης Δεκεμβρίου 1887, που αναφερόταν στη στολή των Επιθεωρητών Δασών, καθορίζοντας τον τύπο της στολής, η οποία στο εξής θα είναι ίδια για Επιθεωρητές και Δασάρχες, με διαφορετικά όμως διακριτικά. Συγκεκριμένα, ορίζεται η ύπαρξη μεγάλης και μικρής στολής. Η μεγάλη στολή αποτελείται από πράσινο χιτώνιο όμοιο με των αξιωματικών του πεζικού, με επωμίδες με δύο παράλληλες μεταξωτές ραβδώσεις, καθώς και με διπλά αργυροκεντητά σειρίδια στις ακροχειρίδες, ενώ στο περιλαίμιο φέρει το στέμμα και αργυροκέντητους μονούς κλάδους δρυός και βαλάνους (στους Επιθεωρητές Α΄ Τάξεως οι κλάδοι δρυός φέρουν 5 φύλλα και ισάριθμους βαλάνους, στους Επιθεωρητές Β΄ Τάξεως 4 φύλλα και ισάριθμους βαλάνους, στους Δασάρχες Α΄ Τάξεως 3 φύλλα και ισάριθμους βαλάνους, κι αντίστοιχα στους Δασάρχες Β΄ και Γ΄ Τάξεως 2 και 1 φύλλα και ισάριθμους βαλάνους). Παρατηρούμε εν προκειμένω ότι η δρυς, διά των εμβληματικών διακριτικών της στολής, επισημοποιούνταν ως αντιπροσωπευτικό δένδρο της Ελλάδας.

Επίσης η στολή αποτελείται από λαιμοδέτη, από περισκελίδες, από τρίπτυχο πίλο όμοιο με των αξιωματικών του Οικονομικού του πολεμικού ναυτικού, με στέμμα περιβαλλόμενο από στεφάνι δρυός, από κυνηγετική μάχαιρα μετά ζωστήρος όμοια με των αξιωματικών της χωροφυλακής (αρχικώς προεβλέπετο ξίφος, αλλά αντικαταστάθηκε με μάχαιρα), από χειρόκτια και εγκεντρίδες όμοια με των αξιωματικών του ιππικού. Η μικρή στολή αποτελείται από χιτώνιο όμοιο με της μικρής στολής των αξιωματικών του πεζικού, φέρον τον κλάδο δρυός με τα φύλλα και τους βαλάνους ως ανωτέρω, από λαιμοδέτη, από περισκελίδες ενδρομίων μετ’ εγκεντρίδων, από πηλίκιο όμοιο με των αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού περιβαλλόμενο από στεφάνι δρυός, από κυνηγετική μάχαιρα που φτάνει μέχρι του ύψους του γόνατος, και χλαίνη όμοια με των αξιωματικών του πεζικού. Η στολή επίσης είναι χειμερινή και θερινή, με τη διαφορά στο ύφασμα, που στην πρώτη είναι μάλλινο και στη δεύτερη λινό.

Μιαν ιδέα για τη στολή του δασάρχη (ανάμεσα στα παιδιά) και του δασοφύλακα στο βάθος, παίρνουμε από σκίτσο του Πέτρου Ρούμπου, στην έκδοση των «Ψηλών Βουνών» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του 1918.

Μιαν ιδέα για τη στολή του δασάρχη (ανάμεσα στα παιδιά) και του δασοφύλακα στο βάθος, παίρνουμε από σκίτσο του Πέτρου Ρούμπου, στην έκδοση των «Ψηλών Βουνών» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του 1918.

Σ’ ότι αφορά στη στολή του κατώτερου δασικού προσωπικού, δηλαδή των αρχιφυλάκων και των δασοφυλάκων, σχετικές προβλέψεις κάνει το Βασιλικό Διάταγμα της 26ης Αυγούστου 1899. Σύμφωνα με αυτό, οι αρχιφύλακες και οι δασοφύλακες φέρουν δύο τύπους στολών: τη χειμερινή και τη θερινή. Η χειμερινή στολή αποτελείται από μάλλινο φαιοπράσινο χιτώνα με καταβιβασμένο περιλαίμιο, στο οποίο προσαρμόζεται το στέμμα περιβαλλόμενο από δύο φύλλα δρυός. Επίσης, η στολή αυτή αποτελείται από περισκελίδες, από πηλίκιο όμοιο με των αξιωματικών του πολεμικού ναυτικού, με πράσινη όμως ταινία να το περιβάλλει, από φαιοπράσινο επιχιτώνιο (μπλούζα), καθώς και από γκέτες. Στη θερινή στολή υπάρχει η ίδια παραπάνω εξάρτηση, μόνο που το ύφασμα των ρούχων είναι λινό.

Ο βαθμός του αρχιφύλακα και του δασοφύλακα φαίνεται από τη ραμμένη λευκή ταινία στο βραχίονα (μία οξεία γωνία της ταινίας για τον Δασοφύλακα Α΄ Τάξεως, δύο οξείες γωνίες για τον Δασοφύλακα Β΄ Τάξεως, δύο παράλληλες γραμμές για τον Αρχιφύλακα Β΄ Τάξεως, τρεις παράλληλες γραμμές για τον Αρχιφύλακα Α΄ Τάξεως). Οι αρχιφύλακες και οι δασοφύλακες φέρουν διακριτικό μεταλλικό σήμα επικολλημένο στον αριστερό βραχίονα του χιτωνίου, απεικονίζον φύλλο δρυός μετά βαλάνου. Η επίσημη στολή δε φέρει περικνημίδες, ενώ ο ζωστήρας μετά του οπλισμού φέρεται επί του χιτώνος. Ο οπλισμός των αρχιφυλάκων και των δασοφυλάκων αποτελείται από οπισθογεμές κυνηγετικό δίκανο όπλο μετά της φυσιγγιοθήκης, «βάλλοντος διά μεν της δεξιάς κάνης σφαίρας, διά δε της αριστερής σφαιρίδια», καθώς και από κυνηγετική μάχαιρα.

Ο δασοφύλακας Κορωπίου επί το έργον, 1966 (από το αρχείο του συγγραφέα)

Ο ένστολος δασοφύλακας Κορωπίου κατά τη δεκαετία του 1960 (από το αρχείο του συγγραφέα)

 

Εν καιρώ επιστρατεύσεως… – 
Τα δασαρχεία της Βορείου Ηπείρου

Ιδιαίτερα μάς κάνουν εντύπωση οι διατάξεις του νόμου 684 του 1915 (ΦΕΚ 398/1915), που αφορούν στην «προστασία των δασών κατά τη διάρκειαν της επιστρατεύσεως». Είναι διατάξεις που αναφέρονται στη φύλαξη των δασών λόγω του πολέμου, που συνεπάγεται την επιστράτευση του πολιτικού προσωπικού και τη χρησιμοποίησή του για τις ανάγκες του. Ας μην ξεχνούμε ότι διανύαμε μια κρίσιμη περίοδο τότε, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, λαμβάνοντας υπόψη και το ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στη Βαλκανική, κάτι που κάμει τις κυβερνήσεις να βρίσκονται σ’ εγρήγορση και σε συνεχή προετοιμασία για πόλεμο. Στην Ελλάδα, συνειδητοποιώντας η κυβέρνηση τη διάλυση της δημόσιας διοίκησης λόγω της επιστράτευσης του προσωπικού της για τους πολέμους, ασχολήθηκε ειδικώς στον παρόντα νόμο με την προστασία των δασών κατά την περίοδο της επιστράτευσης του προσωπικού της δασικής υπηρεσίας, διαπιστώνοντας τη σημαντική φθορά των δασών στο διάστημα των Βαλκανικών Πολέμων, αφού αυτά είχαν μείνει αφύλακτα.

Για το λόγο τούτο ορίζει την αναπλήρωση των επιστρατευθέντων δασοφυλάκων με πολιτικούς δασοφύλακες, που προσλαμβάνονται προσωρινά για το συγκεκριμένο σκοπό, αναλαμβάνοντες την «αστυνομία των δασών, την πρόληψη πάσης παραβάσεως των ισχυουσών περί δασών διατάξεων, ως και την παρεμπόδισιν πάσης πράξεως δυναμένης να βλάψει ή καταστρέψει τα δάση» (άρθρο 5 του νόμου). Ακόμη τούς ανατίθενται καθήκοντα «εποπτείας της διαχείρισης των δασών, ως και καταμέτρησης ξυλείας και δασικών προϊόντων διά φορολογικούς σκοπούς» (άρθρο 5 του νόμου).

Πορεία σε διαβρωμένο τοπίο. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας γράφει: «Όταν επιστρατεύτηκα ως δασοφύλακας» (από το αρχείο του συγγραφέα).

Πορεία σε διαβρωμένο τοπίο. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας γράφει: «Όταν επιστρατεύτηκα ως δασοφύλακας» (από το αρχείο του συγγραφέα).

Οι «επιστρατευμένοι» πολιτικοί δασοφύλακες –«επιστρατευμένοι» γιατί, αν επιλεγούν για τη θέση του δασοφύλακα δεν ημπορούν ν’ αρνηθούν το διορισμό τους (άρθρο 1 του νόμου)– προτείνονται από την οικεία δημοτική ή κοινοτική Αρχή και μετά από σύμφωνη γνώμη της οικείας αστυνομικής Αρχής, που ασκεί τα καθήκοντα του δασάρχη, εγκρίνεται ο διορισμός τους με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Οι πολιτικοί δασοφύλακες φέρουν στον αριστερό βραχίονα κυανόλευκη ταινία, που αποτελεί το διακριτικό τους σήμα, το οποίο τους δηλοποιεί ως προς την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 4 του νόμου). Επίσης, λόγω του πολέμου και της απασχόλησης της αστυνομικής Αρχής με αυτόν, μπορεί ν’ ανατίθενται εξουσίες σχετικές με τα δάση στον πρόεδρο της οικείας κοινότητας, στον οποίο υπακούουν οι πολιτικοί δασοφύλακες ως προς την άσκηση των εξουσιών τους (άρθρο 5 του νόμου).

Η δασική ιστορία της Ελλάδας συμβαδίζει με την εθνική. Γεγονότα που αφορούν στη χώρα επηρεάζουν και διαμορφώνουν τις καταστάσεις στη διοίκηση, και εν προκειμένω τη δασική. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1914 η Βόρειος Ήπειρος καταλαμβάνεται με υπόδειξη της Entente από την Ελλάδα και τελεί μεν υπό ελληνική διοίκηση. Δεν είχε, όμως, ούτε ενσωματωθεί, ούτε επιδικασθεί στην Ελλάδα. Μολαταύτα η ελληνική νομοθεσία είχε επεκταθεί και εφαρμοζόταν και στους 2 Νομούς (πρώην Σαντζάκια) Αργυροκάστρου (επαρχίες: Λεσκοβικίου,  Πρεμετής, Τεπελενίου, Χιμάρας, Δελβίνου, Αργυροκάστρου) και Κορυτσάς (επαρχίες: Κολωνίας, Κορυτσάς). Οι Βορειοηπειρώτες διοικούνταν, φορολογούνταν, στρατεύονταν και δικάζονταν σύμφωνα με τους ελληνικούς νόμους, θεωρούμενοι γενικώς ως ισότιμοι Έλληνες πολίτες, το δε έδαφος της Β. Ηπείρου θεωρούνταν τμήμα της ελληνικής Επικρατείας. Μάλιστα, στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 6ης-12-1915, που ήταν οι μοναδικές ελεύθερες εκλογές απ’ όσες πραγματοποιήθηκαν στο βορειοηπειρωτικό χώρο (με εκλογικούς καταλόγους και άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία, όπως όριζε το ελληνικό Σύνταγμα και ο ελληνικός εκλογικός νόμος), εκλέχτηκαν 16 βορειοηπειρώτες αντιπρόσωποι στη Βουλή των Ελλήνων.

14

Ο Δημήτριος Ντούλης, συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, ένας εκ των 16 βορειοηπειρωτών βουλευτών, που εισήλθαν στο ελληνικό κοινοβούλιο στις γενικές βουλευτικές εκλογές της 6ης-12-1915, εκπροσωπώντας την προσαρτημένη στην Ελλάδα Βόρεια Ήπειρο (από το αρχείο του Γενικού Επιτελείου Στρατού).

Τότε, τον Οκτώβριο του 1915, η δασική διοίκηση, προσαρμοζόμενη στα παραπάνω δεδομένα, ιδρύει 8 δασαρχεία στη Βόρειο Ήπειρο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Βασιλικό Διάταγμα της 8ης Οκτωβρίου 1915 (ΦΕΚ 281/1915), ήτοι: Αργυροκάστρου, Κορυτσάς, Πρεμετής, Κολωνίας, Δελβίνου, Λεσκοβικίου, Χειμάρρας και Αγίων Σαράντα. Με το ίδιο Βασιλικό Διάταγμα θεωρείται ως επεκταθείσα η δασική νομοθεσία και σε αυτές τις περιοχές. Το παραπάνω καθεστώς ίσχυσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1916, όταν η Γαλλία και η Ιταλία αποφάσισαν να καταλάβουν με στρατό την περιοχή και να εκδιώξουν τις ελληνικές φιλοβασιλικές δυνάμεις. Αργότερα, η Βόρεια Ήπειρος προσαρτάται στο αλβανικό κράτος.

Η διαχείριση των δασών – 
Αναδασώσεις

Το ζήτημα της διαχείρισης των ελληνικών δασών και της εις το διηνεκές παρουσίας τους, ανανανεούμενα κι αναβαθμιζόμενα, απασχόλησε την ελληνική πολιτεία, έχουσα ηυξημένο ενδιαφέρον γι’ αυτό, λόγω της προηγούμενης χρόνιας καταστροφής τους, αλλά και των οικονομικών ωφελειών που θ’ απέφερε η διαχείρισή τους· και μπορούσε να πούμε ότι, η διαχείριση των ελληνικών δασών, ακολουθώντας βέβαια και τα τότε ευρωπαϊκά πρότυπα δασικής πολιτικής, ήταν η μόνη ουσιαστική δασική πολιτική που χαράχτηκε στη χώρα, η οποία εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, έχοντας όμως μείνει τελματωμένη και ισχυρά αποδυναμωμένη. Με το προεδρικό διάταγμα της 19ης-11-1928 λοιπόν, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, καθορίστηκε ο τρόπος διαχείρισης των ελληνικών δασών, που αν και στραμμένος στην απόληψη δασικών προϊόντων, είχε προσανατολισμό στην παραγωγή αγαθών και στην παροχή προσφορών, εξυπηρετώντας την αειφορία –μια έννοια που σήμερα ανακαλύπτεται κι αναγνωρίζεται παγκοσμίως από τους όψιμους περιβαλλοντιστές, ενώ η δασική υπηρεσία την εφάρμοζε πολλά-πολλά χρόνια πριν.

Στα πλαίσια τούτων, απαιτεί το προεδρικό διάταγμα να εξυπηρετείται η δασική οικονομία, αλλά και η ελληνική κοινωνία (οι κοινωνικές ανάγκες της χώρας). Βέβαια, προτεραιότητα δινόταν στην ξυλοπονία, όμως η διαχείριση γινόταν με τρόπο που το δάσος να παραμένει, να εξυγιαίνεται και να συνεχίζει να δίδει τις προσφορές του. Και κείνο στο οποίο απέβλεπε η διαχείριση των ελληνικών δασικών συστημάτων ήταν στη διατήρηση της φυσικότητάς τους, κι όχι στην καλλιέργεια αυτών υπό το πρίσμα της «βιομηχανοποίησής τους», για τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγή τους –όπως συνέβη προπολεμικά, αλλά κυρίως μεταπολεμικά σε πολλές «προηγμένες» δυτικές χώρες! Υπό αυτή την έννοια, αν και αναχρονιστικό το σημερινό πλαίσιο διαχείρισης των ελληνικών δασών, κατέστη επ’ ωφελεία του δάσους το γεγονός ότι τούτο δεν αναμορφώθηκε και δε συγχρονίστηκε με τη δυτική πρακτική!..

Διάνοιξη δασικού δρόμου χειρωνακτικώς το 1950, για την εκμετάλλευση δάσους (από το αρχείο του συγγραφέα).

Διάνοιξη δασικού δρόμου χειρωνακτικώς το 1950, για την εκμετάλλευση δάσους (από το αρχείο του συγγραφέα).

Η επαύξηση του πρασίνου της χώρας με την (ανα)δάσωση εδαφών, για πρώτη φορά τέθηκε στα πλαίσια μιας νέας οπτικής της δασικής πολιτικής το 1900, με το νόμο ΒΨΜ της 8ης Απριλίου 1900 (ΦΕΚ 93/Α΄), που ήταν ο πρώτος νόμος περί αναδασώσεων, ο οποίος κι αιφνιδίασε με τις καινοτόμες κι αυστηρές διατάξεις του. Σύμφωνα με αυτόν, κηρύσσονταν εκτάσεις ως δασωτέες για λόγους αισθητικής και υγιεινής εντός πόλεων και πέριξ αυτών (άρθρο 1), και διευθετούνταν φυτοτεχνικά, αποτελώντας, στις περιπτώσεις που ευρίσκοντο στον αστικό ιστό ή εντάσσονταν σε αυτόν, ανάλογα με τη μορφή που αποκτούσαν από την φυτοτεχνική διευθέτηση, πάρκα ή άλση. Με το νόμο αυτό θεσμοθετήθηκε η αρμοδιότητα της δασικής υπηρεσίας επί αναδασώσεων και δημιουργίας αστικών χώρων πρασίνου, που έως τότε αμφισβητούνταν (βλέπε τις αντιδράσεις και τα δημοσιεύματα της εποχής). Ο δασικός τούτος νόμος ήταν πρωτοποριακός, αφενός διότι προσέδωσε περιεχόμενο στην έννοια του κοινόχρηστου αστικού χώρου πρασίνου, που καθιερώθηκε αργότερα με πολεοδομικές διατάξεις, αφετέρου διότι καθιέρωσε την απαλλοτρίωση εκτάσεων για το συγκεκριμένο σκοπό (άρθρο 6), που και πάλι οι πολεοδομικές διατάξεις αναφέρθηκαν στο μέτρο τούτο πολύ αργότερα. Έκτοτε, οι συγκεκριμένες μορφές πρασίνου προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και ποτέ οι δασικές υπηρεσίες δεν απείχαν της προστασίας τους, τόσο με το επιστημονικό προσωπικό τους (δασολόγους), όσο και με το λοιπό προσωπικό, που ασκεί καθήκοντα δασοπροστασίας (δασοπόνους, δασοφύλακες).

Χαρακτηριστική του τρόπου με την οποίον η πολιτεία προσπαθούσε τότε να προωθήσει την ιδέα της αναδάσωσης και ν’ αναδείξει τη σπουδαιότητά της, κάμοντας τον πολίτη ενεργό στο έργο αυτό, είναι η αντιμετώπιση που εισάγεται με τη διάταξη του άρθρου 15 του παραπάνω νόμου, με την οποία, ο συλλαμβάνων ζώο να βόσκει σε αναδάσωση εισπράττει το 50% των συλλήπτρων, ενώ το υπόλοιπο μισό διατίθεται γι’ αναδασώσεις.

Αργότερα, το 1918, η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, δείχνοντας τη δεδηλωμένη πρόθεσή της για επαύξηση του πρασίνου της χώρας, εκδίδει το νόμο 1396/1918 «Περί αναδασώσεων», όπου σε αυτόν ορίζει τις έννοιες των υπό προστασία εδαφών, ήτοι των δασωτέων, των αναδασωτέων και των γυμνών δασικών εκτάσεων, ενώ καθορίζει και τη διοικητική διαδικασία προστασίας τους (κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων), τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των πολιτών ως προς αυτές, καθώς και τη διαδικασία πραγματοποίησης των αναδασώσεων. Επίσης, με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας Γ. Καφαντάρη στις 4 Μαρτίου 1920 εκδίδεται ο Κανονισμός Λειτουργίας της νεοσυσταθείσας Υπηρεσίας Αναδασώσεων στην έδρα κάθε δασαρχείου, με πρόσληψη σε αυτήν φυλάκων αναδασώσεων, οι οποίοι φορούν ειδική χακί στολή με πηλίκιο, και φέρουν στον αριστερό βραχίονα ως διακριτικό λευκή ταινία με τ’ αρχικά «Φ.Δ.» (Φύλακας Δάσους). Στην Υπηρεσία Αναδασώσεων υπάγονται και τα οικεία δασικά φυτώρια, ενώ λειτουργεί και αποθήκη με τα υλικά και τα σύνεργα της αναδάσωσης. Με τούτα διαπιστώνουμε τη σοβαρή και μελετημένη επίσημη προσπάθεια που τότε ξεκινά για την αναδάσωση και δάσωση περιοχών της χώρας, συνειδητοποιώντας η κυβέρνηση (η πολιτική ηγεσία) την τραγική κατάσταση του πρασίνου της χώρας, λόγω της μη ουσιαστικής προστασίας του και της μη ορθής κι επιστημονικής διαχείρισης του ορεινού κι υπαίθριου ελληνικού χώρου.

17

Αναδασώσεις της δασικής υπηρεσίας επί επικλινών εδαφών κατά το Μεσοπόλεμο (από το αρχείο του συγγραφέα).

Προκειμένου δε να πραγματοποιηθούν οι προγραμματισμένες αναδασώσεις και να «μην μείνουν στα χαρτιά» εκδόθηκε από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου το Βασιλικό Διάταγμα της 25ης Οκτωβρίου 1919 «Περί των ομολογιών αναδασώσεως», κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 12 του νόμου 1396/1918 «Περί αναδασώσεων», σύμφωνα με το οποίο εκδίδονται από το Τμήμα Δημοσίου Χρέους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ομόλογα που καλούνται «ομολογίαι αναδασώσεως», ούτως ώστε να καλυφθούν με αυτά τα έξοδα των αναδασώσεων και ιδία των αποζημιώσεων των απαλλοτριούμενων για τις αναδασώσεις εκτάσεων. Η ονομαστική αξία των ομολόγων ορίζονταν στις 100 δραχμές και μπορούσαν να εκδοθούν σε τίτλους της μιας, των δέκα και των εκατό ομολογιών. Τα ομόλογα εκδίδονταν στο συνολικό ποσό των τριών εκατομμυρίων δραχμών, ο ετήσιος τόκος καθενός ήταν 6% και πληρωνόταν σ’ εξαμηνιαία τοκομερίδια. Με τον εν λόγω τρόπο δανειζόταν με τόκο το κράτος από το λαό, μ’ ένα ιδιότυπο σύστημα εσωτερικού δανεισμού, προκειμένου να πραγματοποιήσει ένα σημαντικό έργο για το καλό του λαού, τη δημιουργία δηλαδή πρασίνου με την αναδάσωση εκτάσεων, ενώ ο λαός επένδυε τα χρήματά του σε άυλες αξίες αποκομίζοντας κέρδη κι οικοδομώντας με τον τρόπο αυτό το μέλλον του –ωραίες σχέσεις, άλλες εποχές!..

Ακολούθως, ο δασικός κώδικας του 1929 (νόμος 4173/1929), λαμβάνοντας υπόψη το διαμορφωθέν νομοθετικό πλαίσιο των προηγούμενων εικοσιεννέα ετών για τις αναδασώσεις (από την ισχύ του νόμου ΒΨΜ της 8ης Απριλίου 1900), αλλά και την προκύπτουσα κατά τα χρόνια αυτά αναδασωτική εμπειρία, αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο στις αναδασώσεις (κεφάλαιο V). Εστιάζουμε στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 158 του εν λόγω κώδικα, βάσει της οποίας υποχρεωνόταν οι δήμοι, οι κοινότητες, οι μονές κ.λπ. ν’ αναγράφουν στους προϋπολογισμούς τους πιστώσεις όχι κατώτερες του 5% των δασικών τους εισοδημάτων για δαπάνες αναδασώσεων ή απαλλοτριώσεων εδαφών γι’ αναδασώσεις, επιβάλλοντας με τον τρόπο αυτό η πολιτεία την αναδάσωση στους φορείς που κατείχαν ή διαχειρίζονταν δασικά εδάφη. Μάλιστα, με τα άρθρα 159 έως 164 του κώδικα συστήνονταν Επιτροπές Αναδασώσεων, προκειμένου να εξυπηρετείται το αναδασωτικό έργο, οι οποίες, μαζί με τις λοιπές αρμοδιότητές τους αποτέλεσαν τις Φιλοδασικές Επιτροπές, που συγκροτούντο σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 13ης-3-1936, το οποίο αναφέρεται παρακάτω. Έτσι δημιουργήθηκε μια πολιτική αναδασώσεων, στοχευμένη κι αυστηρή, βασισμένη στην αδήριτη ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας για παροχή κι απόλαυση του συγκεκριμένου περιβαλλοντικού αγαθού, του δάσους.

Στο ίδιο παραπάνω κεφάλαιο των αναδασώσεων περιλαμβανόταν διάταξη (το άρθρο 167) που απαγόρευε την υλοτομία δένδρων που φύονταν πέριξ ιερών ναών και ιστορικών ή καλλιτεχνικών χώρων, εκτός κι αν τούτο επιβάλλονταν, οπότε κι εκδίδονταν έγκριση υλοτομίας της δασικής Αρχής, με την προϋπόθεση όμως ότι εκ της ενεργείας ταύτης δεν παραβλάπτεται η λειτουργία του συγκροτημένου εκεί άλσους. Διαπιστωνούμε δηλαδή την πρόθεση του νομοθέτη για τη διατήρηση και την προστασία των φυσικών στοιχείων της υπαίθρου, που χαρακτηρίζουν αισθητικά και περιβαλλοντικά μια περιοχή και συγκροτούν το τοπίο της. Τούτο δηλοί υψηλή αντίληψη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, που δεν περιορίζεται στο επίπεδο του δάσους ή των στοιχείων εν αυτώ, αλλά επεκτείνεται στο φυσικό περιβάλλον στο σύνολό του, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι δημιουργίες του ανθρώπου.

Αποκατάσταση υπερβοσκημένων εδαφών με τεχνητή αναδάσωσή τους που πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1938-1939 στο νομό Τρικάλων, (φωτογραφία έτους 1954, από το αρχείο του συγγραφέα).

Αποκατάσταση υπερβοσκημένων εδαφών με τεχνητή αναδάσωσή τους που πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1938-1939 στο νομό Τρικάλων, (φωτογραφία έτους 1954, από το αρχείο του συγγραφέα).

 

Το χειμαρρικό πρόβλημα – 
Η πυροπροστασία

Το ζήτημα που από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα απασχόλησε τη δασική υπηρεσία σε μεγάλο βαθμό, ήταν αυτό της αντιχειμαρρικής προστασίας της χώρας. Η Ελλάδα, ως «χώρα των χειμάρρων» (υπολογίζονται πάνω από 1.000 οι χείμαρροι που «τρώγουν» τη χώρα), πλήττονταν βιαίως (και εξακολουθεί να πλήττεται) από τη δράση φονικών χειμάρρων, που προξενούσαν (και προξενούν) μεγάλες καταστροφές. Το έργο της τιθάσευσής τους κι ανάσχεσης της χειμαρρικής δραστηριότητας ανατέθηκε στη δασική υπηρεσία. Αυτή, για ν’ ανταποκριθεί, αφού δεν είχε την απαραίτητη τεχνογνωσία, έστειλε δασολόγους να μετεκπαιδευτούν στο εξωτερικό, οι οποίοι επιστρέφοντας ανέλαβαν το δύσκολο κι επίπονο παραπάνω έργο –και τα κατάφεραν περίφημα, αφού διευθετήθηκαν λεκάνες απορροής της τάξης των 1.300.000 στρεμμάτων, που αποτελούσαν εστίες χειμαρρικότητας, καθώς και εκτάσεις εμβαδού 6.700.000 στρεμμάτων, που εμφάνιζαν πλημμυρογόνο απορροή και μέτρια έως ισχυρή επιφανειακή διάβρωση (εκ των συνολικώς 34.100.000 στρεμμάτων των λεκανών της χώρας).

Μια ιστορική φωτογραφία: το επιστημονικό επιτελείο της Υπηρεσίας Χειμάρρων φωτογραφίζεται στα αποπερατωθέντα διαδοχικά φράγματα κλάδου Νεβροβουνίστας Μουζακίου το 1932. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά οι εξής δασολόγοι: Αν. Κοφινιώτης, Ν. Μεταξάς, Λ. Οικονομίδης, Σ. Τσιτσάς και Ι. Ζαζάς. Από αυτούς ξεκίνησε η μεγαλειώδης προσπάθεια της δασικής υπηρεσίας για την αντιμετώπιση του χειμαρρικού προβλήματος της χώρας (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Μια ιστορική φωτογραφία: το επιστημονικό επιτελείο της Υπηρεσίας Χειμάρρων φωτογραφίζεται στα αποπερατωθέντα διαδοχικά φράγματα κλάδου Νεβροβουνίστας Μουζακίου το 1932. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά οι εξής δασολόγοι: Αν. Κοφινιώτης, Ν. Μεταξάς, Λ. Οικονομίδης, Σ. Τσιτσάς και Ι. Ζαζάς. Από αυτούς ξεκίνησε η μεγαλειώδης προσπάθεια της δασικής υπηρεσίας για την αντιμετώπιση του χειμαρρικού προβλήματος της χώρας (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Η προσπάθεια ξεκίνησε στο Μεσοπόλεμο, με τη συγκρότηση της Υπηρεσίας Χειμάρρων. Με μόνο τρεις δασολόγους στο αρχικό σχήμα, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν στη χειμαρρόπληκτη Γαλλία (έχοντας επικεφαλής τον εμβληματικό δασολόγο Αναστάσιο Κοφινιώτη, μέντορα της χειμαρρολογίας στην Ελλάδα, και συνοδοιπόρους τους Ν. Μεταξά και Γ. Μαρίνο), με λίγες δεκάδες χιλιάδες δραχμών για προϋπολογισμό, με ελάχιστα μέσα κι εφόδια για το έργο τους, και με τη δυσπιστία διάχυτη, αφού η χειμαρροπροστασία ήταν έργο καινοφανές στην Ελλάδα. Στη δασική νομοθεσία όλο το παραπάνω παζλ ενεργειών αποτυπώνεται σε σειρά νομοθετημάτων. Ενδιαφέρον εν προκειμένω παρουσιάζει η βασική διάταξη για τη διευθέτηση των χειμάρρων, το άρθρο 169 του δασικού κώδικα (νόμος 4173/1929), σύμφωνα με το οποίο συγκροτείται Γραφείο Διευθέτησης Χειμάρρων στην Κεντρική Δασική Υπηρεσία, που αποτελείται από δύο δασολόγους και τρεις μηχανικούς. Με δεδομένο ότι μηχανικοί δεν εκδήλωσαν ποτέ ενδιαφέρον για το αντικείμενο, το Γραφείο στελεχώθηκε αποκλειστικά από δασολόγους, οι οποίοι, με τη διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 6226/1934 έγιναν δώδεκα (δύο επιθεωρητές και δέκα δασάρχες). Έργο ασύλληπτο και μεγαλειώδες πραγματώθηκε τότε, σε μέγεθος κι αξία –λαμβανομένου υπόψη των ελάχιστων μέσων που υπήρχαν, του ολιγάριθμου προσωπικού και της έλλειψης σχετικής εμπειρίας–, έργο που, όμως, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε, αν κι αυτό κράτησε όρθιο και σταθερό τον ορεινό χώρο κι ασφαλή τον πεδινό. Η δασική υπηρεσία πρέπει να είναι περήφανη για τούτο…

19

Τεχνικά άρτιες και αισθητικά όμορφες φραγματικές κατασκευές δημιουργούνται από τη δασική υπηρεσία, αποτελώντας μέρος της σύνολης διευθέτησης περιοχών με χειμαρρικό πρόβλημα (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Ένα άλλο αντικείμενο της δασικής υπηρεσίας, που ανέκαθεν την απασχολούσε, ήταν της δασοπροστασίας, και ειδικώς της πυροπροστασίας των δασών. Δεδομένης της φύσης των ελληνικών οικοσυστημάτων, που ως μεσογειακά καίγονται και αναγεννιούνται, το ζήτημα των πυρκαγιών των δασών μας ήταν συχνό και μεγάλο. Η δασική νομοθεσία το παρακολουθούσε κι έθετε το πλαίσιο της προστασίας και διαχείρισης από τη φωτιά των δασών. Στο δασικό κώδικα του 1929 αφιερώθηκε ολόκληρο κεφάλαιο (το Κεφάλαιον Α΄ του μέρους VII) στα «Μέτρα προς πρόληψιν πυρκαγιών των δασών». Μάλιστα στο άρθρο 172 αυτού, ο νομοθέτης ανάγκαζε τον Έλληνα να συμμετέχει στην κατάσβεση της φωτιάς, και τον άμειβε γι’ αυτό, αφού «οι προστρέχοντες προς κατάσβεσιν πυρκαϊάς μετ’ αξίνης ή πελέκεως και πράγματι εργαζόμενοι αμείβονται διά την εργασίαν ταύτην χρηματικώς» (παράγραφος 2 της διάταξης). Κι ενώ αφιερωνόταν σελίδες άρθρων για την πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών, αλλού ο νομοθέτης άφηνε τον Έλληνα να καίει, κατά –βέβαια– τις υποδείξεις της δασικής υπηρεσίας! Βλέπουμε έτσι στο άρθρο 42 του νομοθετικού διατάγματος 2501/1953, ότι επιτρεπόταν στους κατοίκους των ορεινών περιφερειών της Ηπείρου, που «έκπαλαι έκαιον εκ περιτροπής θαμνώδεις εκτάσεις προς καλλιέργειαν κρίθης, σικάλεως, βρώμης κ.λπ.», να μπορούν μετά από έγκριση να συνεχίσουν τούτη την «εκμετάλλευση»!

Στην εποχή της ατμομηχανής κατά το πρώτο μισό του ‘20ου αιώνα, τότε που αυτή ήταν το κυρίαρχο μέσο μετακίνησης, υπήρχε μεγάλο πρόβλημα με τις ατμάμαξες που απέβαλλαν σπινθήρες από τις καπνοδόχους τους και δημιουργούσαν πυρκαγιές στις δασικές κι αγροτικές περιοχές απ’ όπου διέρχονταν. Το πρόβλημα στην τοτινή εποχή ήταν μεγάλο, αφού οι ατμομηχανές είχαν ενοχοποιηθεί για πολλές πυρκαγιές ανά την Ελλάδα (το «Θηρίο» για παράδειγμα, το γνωστό τραίνο Αθηνών-Κηφισιάς, που καταργήθηκε το 1938, είχε ενοχοποιηθεί για πυρκαγιές στις αρχές του 20ου αιώνα στις περιοχές του Μαρουσιού και της Κηφισιάς). Με το άρθρο 174 του δασικού κώδικα του 1929 (νόμος 4173/1929), και συγκεκριμένα με την παράγραφο 2 αυτού, επιβαλλόταν στις σιδηροδρομικές εταιρίες και στις Διευθύνσεις των Σιδηροδρόμων να τοποθετούν συρματοπλέγματα ή άλλα εσωτερικά μηχανήματα στις καπνοδόχους των ατμομηχανών, καθώς και τεφροδόχους στις σχάρες των μηχανών, ούτως ώστε να μην υπάρχει «εκβολή καπνού και πεπαρακτωμένων μορίων ανθράκων», και δημιουργείται πυρκαγιά. Η μη λήψη των παραπάνω μέτρων, μετά από έλεγχο του δασικού οργάνου, επέσυρε χρηματική ποινή και ποινή φυλάκισης στους διευθυντές των σιδηροδρομικών εταιριών και στους προέδρους των διοικητικών τους συμβουλίων, ενώ με υποτροπή της παράβασης διπλασιάζονταν οι ποινές.

Οι ατμάμαξες απέβαλλαν σπινθήρες από τις καπνοδόχους και δημιουργούσαν πυρκαγιές στις δασικές κι αγροτικές περιοχές απ’ όπου διέρχονταν (στη φωτογραφία το «Θηρίο», το τρένο του προαστικού σιδηροδρόμου της Αθήνας, που προξένησε αρκετές φωτιές στα περιαστικά δάση της πρωτεύουσας, εδώ στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου το 1925).

Οι ατμάμαξες απέβαλλαν σπινθήρες από τις καπνοδόχους και δημιουργούσαν πυρκαγιές στις δασικές κι αγροτικές περιοχές απ’ όπου διέρχονταν (στη φωτογραφία το «Θηρίο», το τρένο του προαστικού σιδηροδρόμου της Αθήνας, που προξένησε αρκετές φωτιές στα περιαστικά δάση της πρωτεύουσας, εδώ στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου το 1925).

 

Ο παραθερισμός των Ελλήνων – 
Η προετοιμασία για πόλεμο

Ο παραθερισμός των Ελλήνων και η απόλαυση της ελληνικής φύσης, ήταν μια ανάγκη κι επιδίωξη στα χρόνια του Μεσοπολέμου, τότε που ο κόσμος ανέκαμπτε από τους πολλούς πολέμους που προηγήθηκαν κι έμπαινε σε μιαν αισιόδοξη πορεία ζωής, επιδιώκοντας να χαρεί τις ομορφιές της –βέβαια, όλα τούτα διαψεύστηκαν πολύ γρήγορα, με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα τότε, οι ακτές και ο παραθερισμός στην παράλια ζώνη δεν προτιμούνταν τόσο –λαμβανομένης υπόψη και της έλλειψης σχετικής υποδομής εκεί–, όσο ο παραθερισμός στο βουνό. Αυτός συνδυαζόταν με τρόπο ζωής των Ελλήνων στο ύπαιθρο και με την αντίληψη για την υγιεινή προσφορά του βουνού (ας μην ξεχνούμε ότι η φυματίωση «θέριζε», γι’ αυτό και πολλά σανατόρια ιδρύονταν στα βουνά της χώρας), καθώς και με την αισθητική της πλούσιας, ορεινής και παρθένας φύσης –απορρέουσας (η αισθητική αυτή) από τη φύση των Ελλήνων, που επιθυμούν ν’ απολαμβάνουν τη λεύτερη ζωή του βουνού, όπως βέβαια και της θάλασσας.

Παραθεριστές στον Όλυμπο το 1913 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Παραθεριστές στον Όλυμπο το 1913 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Ο νομοθέτης φρόντισε να ικανοποιήσει την απαίτηση για παραθερισμό του Έλληνα στο βουνό, και του έδωσε τη δυνατότητα με το άρθρο 230 του δασικού κώδικα (νόμος 4173/1929) να παραθερίζει και να παραχειμάζει σε δάση, μετά από άδεια της δασικής Αρχής. Μάλιστα, με την αριθ. 43375/1938 υπουργική απόφαση αποσαφηνίστηκε ότι οι καλύβες ή τα παραπήγματα του παραθερισμού ή της διαχείμανσης δε διατίθενται προς εκμετάλλευση, παρά μόνο για ιδία χρήση, ότι είναι πρόχειρα και αποσυναρμολογούνται εύκολα. Μολοντούτο, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι τσιγκοκαλύβες με την κακή αισθητική (την ενάντια στην επιδιωχθείσα απόλαυση της αισθητικής της φύσης!), μετατράπηκαν σε οικήματα με ελενίτ και μετέπειτα σε οικίες με κεραμοσκεπές ή ταράτσες, συγκροτώντας κανονικότατους παραθεριστικούς οικισμούς εντός των δασών. Αυτοί γνώρισαν αργότερα τη νομιμοποίηση και σήμερα αποτελούν ελκυστικούς τόπους κατοίκησης, οι οποίοι απολαμβάνονται από τους «τυχερούς» οικιστές τους –μετέπειτα, η χούντα των συνταγματαρχών καθιέρωσε τον παραθερισμό σε λυόμενα οικήματα, και διαμορφώθηκε έτσι μιαν ασυδοσία στην εκμετάλλευση της γης, με την εγκατάσταση λυομένων σε δασική και παραλιακή περιοχή, υπό το πρόσχημα της μη μόνιμης παραθεριστικής κατοικίας.

Παραθερισμός σε παράλιο δάσος στη Βούλα κατά το Μεσοπόλεμο (από το αρχείο της ΕΡΤ).

Παραθερισμός σε παράλιο δάσος στη Βούλα κατά το Μεσοπόλεμο (από το αρχείο της ΕΡΤ).

Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 αποτέλεσε περίοδο προετοιμασίας για πόλεμο, για τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, που ένοιωθαν την απειλή του ναζισμού και του φασισμού να γιγαντώνεται. Από μια τέτοια κατάσταση δεν απείχε η Ελλάδα, τη στιγμή μάλιστα που από το 1936 κυβερνούνταν από δικτατορία (του Ιωάννη Μεταξά), κι είναι γνωστή η εξοικείωση των δικτατορικών καθεστώτων με τέτοιες καταστάσεις και η στενή σχέση τους με το μιλιταρισμό και τη στρατικοποίηση της κοινωνίας (πρέπει εν προκειμένω να διαχωρίσουμε τη δικτατορία του Μεταξά από τα φασιστικά και ναζιστικά ευρωπαϊκά καθεστώτα, καθότι, όπως και ιστορικά προκύπτει, είχε διαφορετική δομή και πολιτική σε σχέση με αυτά· διά τούτο εξάλλου ο Έλληνας δικτάτορας βρέθηκε απέναντί τους).

Αμέσως λοιπόν μόλις ανέλαβε την εξουσία ο Μεταξάς φρόντισε με τον αναγκαστικό νόμο 376/1936 (άρθρα 1 και 11) να δεσμεύσει μεγάλες και κρίσιμες για την ασφάλεια της χώρας περιοχές ως «αμυντικαί», καθώς και ως «ναυτικά οχυρά». Οι δασικές εκτάσεις επί αυτών περιέρχονταν αντίστοιχα στη χρήση της στρατιωτικής και ναυτικής υπηρεσίας, αποκλείοντας τη δασική υπηρεσία από κάθε αρμοδιότητά της. Με δύο επόμενους νόμους, τους αναγκαστικούς νόμους 1400/1938 και 1839/1939, καθόρισε ειδικώς για τα ναυτικά οχυρά και τις αμυντικές περιοχές αντίστοιχα την αποκλειστική αρμοδιότητα της ναυτικής και στρατιωτικής υπηρεσίας, δίνοντας μόνο τη δυνατότητα της «δενδροφυτεύσεως αυτών προς εξυπηρέτησιν των τακτικών αναγκών της παραλλακτικής αποκρύψεως και συντηρήσεώς τους», όχι από τη δασική υπηρεσία, αλλά από τη ναυτική και στρατιωτική.

Αμυντική περιοχή με πολυβολείο στο Ποικίλο όρος (από το αρχείο του συγγραφέα).

Αμυντική περιοχή με πολυβολείο στο Ποικίλο όρος (από το αρχείο του συγγραφέα).

 

Φιλοπεριβαλλοντισμός – 
Περιβαλλοντικές ευαισθησίες του δικτάτορα 

Ένα μεγάλο πρόβλημα που είχε ν’ αντιμετωπίσει το σύγχρονο ελληνικό κράτος, και που δυστυχώς άργησε να το αντιμετωπίσει, αφού στις πρώτες δεκαετίες από την ίδρυσή του χαθήκαν πολύτιμες εκτάσεις δασών με ευθύνη του Έλληνα, μένοντας το κράτος ουσιαστικά απαθές στην κατάσταση αυτή, ήταν το ζήτημα της περιβαλλοντικής (εκ)παίδευσης κι ευαισθητοποίησης του λαού. Ο ελληνικός λαός είχε άγνοια του φυσικού περιβάλλοντός του, είτε γιατί ήταν αποστασιοποιημένος από αυτό (ως αστικός πληθυσμός), είτε γιατί είχε βιωματική και σε πολλές περιπτώσεις χρηστική ή συναισθηματική σχέση μαζί του (ως υπαίθριος πληθυσμός), χωρίς όμως να το γνωρίζει πραγματικά, και να υποπίπτει έτσι σε τραγικά λάθη ζώντας εν αυτώ (δέστε τις φωτιές που έβαζαν οι κτηνοτρόφοι περιοδικά στα δασικά εδάφη, για την «ανανέωση» της βοσκήσιμης ύλης).

Με το βασιλικό διάταγμα της 13ης-3-1936, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του αναγκαστικού νόμου της 3ης Ιουνίου 1935 «Περί τροποποιήσεως των περί δασών νόμων», για την εξυπηρέτηση του φιλοπεριβαλλοντισμού, καθορίστηκε το πλαίσιο λειτουργίας των Φιλοδασικών Επιτροπών, που σκοπό είχαν «την εκτέλεσιν έργων αναδασώσεων, την προστασίαν του πρασίνου και την δημιουργίαν φιλοδένδρου αισθήματος» (άρθρο 1 του βασιλικού διατάγματος). Βέβαια, η λειτουργία αυτών των επιτροπών είχε προβλεφθεί νωρίτερα, με το νόμο ΒΨΜ/1900, πλην όμως την πλήρη οργάνωσή τους, με διευρυμένη μάλιστα αποστολή, την αποκτούν τώρα, καθώς αποτελούν τους ενεργούς κήρυκες της προστασίας κι επαύξησης του πρασίνου της χώρας.

Νωρίτερα, με το άρθρο 157 του δασικού κώδικα (νόμος 4173/1929), είχε ορισθεί ειδική υπηρεσία στο Υπουργείο Γεωργίας που ασχολείτο με τη «δασική προπαγάνδα», δηλαδή με τη «σύνταξιν, εκτύπωσιν και δωρεάν διανομήν περιοδικού φιλοδασικού συγγράμματος, μικρών βιβλιαρίων ή εντύπων, αποσκοπούντων εις την διάδοσιν φιλοδασικών γνώσεων και την ανάπτυξιν παρά τω λαώ της προς το δάσος και τα δένδρα αγάπης». Μετέπειτα, με τη διάταξη του άρθρου 4 του αναγκαστικού νόμου της 25ης-1-1936, ορίστηκε να διατίθενται δαπάνες από τις πιστώσεις των αναδασώσεων για την άσκηση της δασικής προπαγάνδας, καθώς και «διά την προμήθειαν ή εκτύπωσιν εντύπων, παροχήν βραβείων, οργάνωσιν εκθέσεων, ίδρυσιν και συντήρησιν εθνικών πάρκων φυσικής προστασίας, προμήθειαν μέσεων μεταφοράς απαραιτήτων διά την ταχυτέραν και σκόπιμον επίβλεψιν των αναδασώσεων ως και επιστημονικών οργάνων και εργαλείων».

Έντυπο της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών το 1914 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Έντυπο της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών το 1914 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Το σήμα της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών κατά την ίδρυσή της (από το αρχείο του συγγραφέα).

Το σήμα της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών κατά την ίδρυσή της (από το αρχείο του συγγραφέα).

Οι Φιλοδασικές Επιτροπές δημιουργούνταν στις πρωτεύουσες των νομών της χώρας με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, και ήταν πενταμελείς έως επταμελείς, προεδρεύοντος του Νομάρχη, με γενικό γραμματέα τον Δασάρχη ή τον Δασονόμο της περιοχής. Στη δε Αττική, η Φιλοδασική Επιτροπή ήταν εικοσαμελής. Το έργο των επιτροπών ήταν σημαντικότατο, και φαινόταν η πολιτεία να έχει αποδώσει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την περιβαλλοντική καλλιέργεια κι αφύπνιση του λαού στο συγκεκριμένο όργανο (κι ορθώς το έπραξε), που εκπροσωπούσε την τοπική κοινωνία –η τοπική κοινωνία, έτσι, αφυπνιζόταν και ενεργοποιούνταν σε σχέση με το φυσικό της περιβάλλον. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του βασιλικού διατάγματος της 13ης-3-1936, οι Φιλοδασικές Επιτροπές, «α) γνωμοδοτούν περί των εδαφών, άτινα, κατά τις διατάξεις των κειμένων νόμων, δέον να κηρύσσονται αναδασωτέα, β) εισηγούνται εις το Υπουργείον Γεωργίας διά του αρμοδίου Επιθεωρητού, γενικά μέτρα προς προστασίαν και βελτίωσιν των δασών της περιφερείας, γ) προπαγανδίζουν υπέρ της εκλαϊκεύσεως του δένδρου και της ωφελιμότητος του δάσους, δ) ενεργούν, βάσει των διατεθειμένων πιστώσεων και οικονομικών πόρων, αναδασώσεις και εξωραϊσμούς επί παραχωρουμένων αυταίς εδαφών, ε) διαχειρίζονται και εκμεταλλεύονται τις διατιθέμενες εκτάσεις προς αναδάσωσιν ή βελτίωσιν, στ) διαχειρίζονται εισφοράς δια σκοπούς δενδροφυτεύσεων και γενικώς αναδασώσεων…» Οργανώνουν επίσης υποχρεωτικά κατ’ έτος τις Εορτές του Πρασίνου, φυτεύοντας κατά τη διάρκεια αυτών δένδρα και σπόρους, και δίνοντας διαλέξεις υπέρ του δάσους (άρθρο 12 του βασιλικού διατάγματος της 13ης-3-1936).

Ο Ιωάννης Μεταξάς, από την πλευρά του, είχε ιδιαίτερη σχέση με το πράσινο. είχε ευαισθησία γι’ αυτό κι επιδίωκε την επαύξησή του. Μάλιστα, πολλοί ισχυρίστηκαν ότι εκμεταλλεύτηκε τις αγνές προθέσεις των Φιλοδασικών Επιτροπών, χρησιμοποιώντας τες ως οργανώσεις ταγμένες «στον αγώνα του». Ανεξαρτήτως της όποιας τέτοιας αντιμετώπισης, δε μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το σημαντικό έργο των Φιλοδασικών Επιτροπών, όπως παραπάνω εξετέθη, το οποίο απέρρεε από τον αγώνα για το πράσινο και δεν αποτελούσε έκφραση της δικτατορικής ιδεολογίας· άλλο αν η ιδεολογία αυτή περιέλαβε το πράσινο ως στοιχείο της προπαγάνδας της. 

«Ο Αρχηγός αναρτών πινακίδα με το όνομά του στο πρώτο δένδρο που φύτευσε», από το περιοδικό «Η ΝΕΟΛΑΙΑ» 18-2-1939 (από το αρχείο του συγγραφέα).

«Ο Αρχηγός αναρτών πινακίδα με το όνομά του στο πρώτο δένδρο που φύτευσε», από το περιοδικό «Η ΝΕΟΛΑΙΑ» 18-2-1939 (από το αρχείο του συγγραφέα).

Ακολουθώντας ο Μεταξάς πολιτική προστατευτισμού των στοιχείων που θεωρούσε σημαντικά για το έθνος, τον βλέπουμε ν’ (αυτό)ανακηρύσσεται «πατέρας του πρασίνου», «καλός αγρότης», «προστάτης των τεχνών», «μεγάλος πατριώτης» κ.ά. Παρά τις όποιες γραφικότητες κι ακρότητες στις προστασίες που επιδίωκε, δε μπορούμε μολοντούτο να μην αναγνωρίσουμε τη συμβολή του στην προστασία του ελληνικού πρασίνου. Αυτός πρώτος καθιέρωσε το καθεστώς των προστατευτικών περιοχών εντάσσοντάς τες στη δασική νομοθεσία ως «Εθνικοί Δρυμοί», σύμφωνα με τον αναγκαστικό νόμο 856/1937 (είχε βέβαια προηγηθεί το καθεστώς των αναδασωτέων εκτάσεων, από μη δικτατορικές κυβερνήσεις, που αφορούσε στην απόλυτη προστασία περιοχών). Βέβαια, η έννοια του δρυμού στο επίπεδο της προστασίας μεταφέρθηκε από το δίκαιο των βόρειων ευρωπαϊκών χώρων, αφού η Ελλάδα δε δύναται να χαρακτηριστεί δρυμώδης (μόνο συγκεκριμένες ορεινές περιοχές της μπορούν να έχουν αυτό το χαρακτηρισμό), ενώ το επίθετο που τη συνοδεύει (εθνικός) είναι το σύνηθες που το δικτατορικό καθεστώς χρησιμοποιούσε σε κάθε του αναφορά. Παρόλα ταύτα, τούτη η προστασία ήταν μοναδική για τη χώρα κι αποτέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα, υπό άλλο βέβαια καθεστώς, αυστηρή προστασία φυσικών περιοχών που θεωρούνται οικολογικά και περιβαλλοντικά σημαντικές (περιοχές Natura, εθνικά πάρκα, καταφύγια άγριας ζωής κ.ά.), καθιστώντας έτσι τη δασική νομοθεσία, πρωτοπόρο ως προς αυτό.       

«Κοπέλες της ΕΟΝ σε αναδάσωση στην περιοχή του Σκαραμαγκά», από το περιοδικό «Η ΝΕΟΛΑΙΑ» 16-12-1939 (από το αρχείο του συγγραφέα).

«Κοπέλες της ΕΟΝ σε αναδάσωση στην περιοχή του Σκαραμαγκά», από το περιοδικό «Η ΝΕΟΛΑΙΑ» 16-12-1939 (από το αρχείο του συγγραφέα).

 

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

 

________________________________________________________________________________________________________

2 Το Δάσος στο δίκαιό του (1°)

Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (1ο από το 4ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»

________________________________________________________________________________________________________

Το Δάσος στο δίκαιό του (3°)

Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (3ο από το 4ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»

________________________________________________________________________________________________________

Το Δάσος στο δίκαιό του (4°)

Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (4ο από το 4ο)

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»

dasika xronika copy

 




ΚατηγορίεςΔασική Πολιτική, Δασική Υπηρεσία, Νομοθεσία, Υδατικοί πόροι

Tags: , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading