«Όστις κλέπτει, σφετερίζεται ή βλάπτει εις τα δάση ξυλικήν, τιμωρείται…»
Νομοθετικό διάταγμα «Περί των εις τα δάση ανομημάτων», 10 Ιουλίου 1836
(το πρώτο νομοθέτημα για τα δάση)
–
Ο πόλεμος κατά της αίγας –
Η προστασία της ελληνικής χλωρίδας –
Δασοφύλακες
Το 1937 η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά κήρυξε με τον αναγκαστικό νόμο 875/1937 τον «πόλεμο κατά της αίγας» στα ελατοδάση της χώρας. Ταυτόχρονα απομάκρυνε τις αίγες από τις λεκάνες απορροής χειμάρρων, όπως και από τις αναδασωτέες εκτάσεις. Ήταν μια πολιτική που εφάρμοσε για την ανάσχεση του φαινομένου της υποβάθμισης των ελληνικών ελατοδασών λόγω της υπερβόσκησής τους από το υπεύθυνο –όπως κρίθηκε– ζώο για τούτο το κακό, την αίγα, καθώς και για την προστασία των εδαφών. Την εφαρμογή αυτής της απαγορευτικής και κατασταλτικής πολιτικής εισηγήθηκε στον Μεταξά ο καθηγητής της Δασολογικής Σχολής Πέτρος Κοντός, που ήταν ο σύμβουλός του επί δασικών θεμάτων, και με το μέτρο τούτο συμφώνησε η δασική κοινότητα, δεδομένου του τεραστίου προβλήματος που υπήρχε με την υπερβόσκηση των δασικών περιοχών.

Γίδια πα σε φτωχή γκορτσιά (από το αρχείο του συγγραφέα).

Γίδια τρώγουν δρύες (από το αρχείο του συγγραφέα).
Ταυτόχρονα λήφθηκε μέριμνα αποκατάστασης των θιγμένων κτηνοτρόφων, που διέθεταν, λόγω της απομάκρυνσής τους από τα απαγορευμένα στη βόσκηση εδάφη, τα ποίμνιά τους προς σφαγή. Σε αυτούς παραχωρούνταν δασοσκεπείς εκτάσεις έως 15 και 30 στρέμματα, για να τις καλλιεργήσουν γεωργικώς και δενδροκομικώς αντίστοιχα. Βλέπουμε, έτσι, ότι με τη συγκεκριμένη πολιτική, άλλαζε ο χάρτης απασχόλησης των ορεσίβιων πληθυσμών της χώρας, μετατρέποντας τους κτηνοτρόφους σε γεωργούς επ’ οφελεία του δάσους, με την εξής λογική: θυσιάζεται μέρος της δασικής γης για καλλιέργεια (είναι η δασική γη που διατίθεται στους κτηνοτρόφους) προκειμένου να σωθούν τα δάση από την (υπερ)βόσκηση.
Το ζήτημα της υγείας των δασών απασχόλησε τη δασική νομοθεσία με ειδικές διατάξεις, εισάγοντας έτσι την επιστήμη (τη δασική παθολογία κι εντομολογία) στη νομοθεσία, την εφαρμογή της οποίας απαιτούσε η τελευταία. Ο νομοθέτης όμως δε στάθηκε στην αρμοδιότητα του δασικού επιστήμονα σε σχέση με τα προηγούμενα αποκλειστικά και μόνο στα δασικά οικοσυστήματα, αλλά του έδωσε αρμοδιότητα και επί αγρών, κήπων κι αυλών, στους οποίους φύονταν δασικά είδη. Η υγεία αυτών ελέγχονταν από τον δασικό υπάλληλο στα πλαίσια εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του νόμου 1460/1938. Ο δασικός υπάλληλος ήλεγχε τα παραπάνω δένδρα και υπεδείκνυε την «καταπολέμησιν και εξαφάνισιν» των βλαπτικών εντόμων και μυκήτων στους ιδιοκτήτες των αγρών, των κήπων και των αυλών, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους με τις υποδείξεις τιμωρούνταν αυτοί με πρόστιμο ή με κράτηση. Είχε το λοιπόν διευρυμένη εξουσία ελέγχου ο δασικός υπάλληλος και επί μη δασικού χαρακτήρα εκτάσεων, σύμφωνα με την αναφερόμενη διάταξη, προκύπτουσα αυτή του η αρμοδιότητα από τη δασική επιστήμη.

Μεγάλο πρόβλημα για τα κυπριακά δάση υπήρξε έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ανεξέλεγκτη βόσκησή τους από τα κοπάδια αιγών. Προκειμένου να προστατευτούν τα δάση από τις αίγες, το Τμήμα Δασών της αγγλικής Κυβέρνησης της Κύπρου εισήγαγε αυστηρούς περιοριστικούς νόμους βοσκής στα δάση και παράλληλα ενθάρρυνε τη δραστική μείωση του αριθμού των αιγών στην Κύπρο −αρκετά ενωρίτερα σε σχέση με την Ελλάδα, που έλαβε αντίστοιχα μέτρα επί Μεταξά. Ως αντίδραση σ’ αυτή την πολιτική πρέπει να ερμηνευθεί το εικονιζόμενο σχέδιο, δημοσιευμένο σε εφημερίδα της Λάρνακας το 1927, όπου υπογραμμίζεται με έντονο τρόπο η “ζημιά” σε συγκεκριμένη αγροτική κοινότητα της επαρχίας (του χωριού Ξυλοτύμβου) από την πολιτική του «Δασονομείου» κατά των αιγοτρόφων: το φίδι (Δασονομείο) τυλίγεται γύρω από την αίγα (αιγοτροφία) με σκοπό να την πνίξει!
Η προστασία της ελληνικής χλωρίδας γενικά, κι όχι αποκλειστικά της δασικής, υπήρχε πάντα στη μέριμνα και τη φροντίδα της δασικής νομοθεσίας, με προβλέψεις σε σχετικές διατάξεις, δείχνοντας την ευρύτητα του πνεύματος της συγκεκριμένης νομοθεσίας, που αντιμετώπιζε το φυσικό περιβάλλον ως σύνολο, επιδιώκοντας την ολιστική διαχείρισή του –τουλάχιστον τούτο ως πρόθεση διεκρίνετο, αν και ουκ ολίγες φορές, με αντίθετες διατάξεις, η ίδια αυτή νομοθεσία αυτοαναιρούνταν και απογοήτευε! Έτσι βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι με το νόμο 6238/1938 καθορίστηκε το πλαίσιο «προστασίας της μελισσοτροφικής χλωρίδος», και κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 4 αυτού εκδόθηκε το βασιλικό διάταγμα της 9ης-6-1938 «περί απαγορεύσεως κοπής και εκριζώσεως των εις τα γένη θύμος (θυμάρι) και θύμβρα (θρούμπα) υπαγομένων φυτών».
Σύμφωνα με το παραπάνω βασιλικό διάταγμα, απαγορεύεται σε όλη τη χώρα και καθ’ όλο το έτος η κοπή και εκρίζωση θυμαριού και θρούμπας για τη χρησιμοποίησή τους ως καύσιμης ύλης στα ασβεστοκάμινα, στα εργαστήρια αγγειοπλαστικής και κατασκευής κεράμων, πλίνθων και άμβυκας αποστάξεων, καθώς και για όλες τις βιομηχανικές και βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, και στους κλιβάνους αρτοποιΐας –είναι εμφανής η στόχευση της απαγόρευσης σε περιοχές της χώρας με ελλείποντα τα δάση, όπου επικρατούν τα φρυγανικά οικοσυστήματα. Μόνη εξαίρεση που επιτρέπεται, είναι η κοπή των παραπάνω φυτών μετά από έγκριση της δασικής Αρχής στα δάση θερμόβιων κωνοφόρων, για αντιπυρικούς λόγους.

Η προστασία των άγριων αρωματικών φυτών της χώρας καθιερώθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 9ης-6-1938 «περί απαγορεύσεως κοπής και εκριζώσεως των εις τα γένη θύμος (θυμάρι) και θύμβρα (θρούμπα) υπαγομένων φυτών» (στη φωτογραφία το ελληνικό θυμάρι, φυόμενο επί οριακών πετρωδών εδαφών −φωτογραφία από το διαδίκτυο).
Το δασικό προσωπικό που ασκεί αστυνομικά καθήκοντα, οι δασοφύλακες, έχουν ρόλο σημαντικό στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας και στη λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων. Και τούτο διότι η δασική υπηρεσία, ως αυτοδύναμη υπηρεσία, καθετοποιημένη στην οργάνωσή της, έχει τα όργανά της για την εποπτεία κι αστυνόμευση του φυσικού χώρου, που ενεργούν στο πεδίο. Ο νομοθέτης, έχοντας επίγνωση του ρόλου των δασοφυλάκων, αφιέρωσε διατάξεις γι’ αυτούς, διατάξεις για τα προσόντα, τον εξοπλισμό και τις υποχρεώσεις τους. Βλέπουμε λοιπόν στο άρθρο 6 του βασιλικού διατάγματος της 12ης-7-1940 να καθορίζεται το προσοντολόγιο και η εξάρτηση των δασοφυλάκων. Σύμφωνα με αυτό, οι δασοφύλακες, οι οποίοι προσλαμβάνονται μετά από πρόταση του αρμοδίου δασάρχη και του επιθεωρητή δασών, πρέπει να είναι άρρενες Έλληνες πολίτες, να γνωρίζουν γραφή κι ανάγνωση, έχοντας φοιτήσει στην ανώτερη τάξη του πλήρους δημοτικού σχολείου, να έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, να μην είναι πάνω από σαράντα ετών, να είναι αρτιμελείς και υγιείς, με ύψος τουλάχιστον 1,60 μ., και να μην έχουν υποπέσει σε ποινικά παραπτώματα. Ακόμα, φέρουν στολή και όπλο, τα οποία χορηγούνται από το Κεντρικό Ταμείο Γεωργίας, Κτηνοτροφίας & Δασών.
Διαπιστώνουμε μετά τούτων ότι η δασική υπηρεσία είχε τότε οργάνωση σώματος ασφαλείας, σ’ ότι αφορούσε στο αστυνομικό της αντικείμενο, τόσο στο τυπικό όσο και στο οργανωτικό της μέρος. Η αστυνόμευση του δασικού χώρου αντιμετωπιζόταν ως πράξη εθνικής αποστολής (ας μην ξεχνούμε ότι ο δικτάτορας Μεταξάς ενέπλεξε το δάσος στην ιδεολογία του), καθότι δι’ αυτής φυλάσσονταν ένα φυσικό αγαθό, το δάσος.

Ο δασάρχης και ο δασοφύλακας λίγο πριν τον πόλεμο, σε χαρακτηριστικό ενσταντανέ (από το αρχείο του συγγραφέα).
Ρυθμίσεις για τα δάση κατά την Κατοχή
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι πυρκαγιές στα ελληνικά δάση είχαν καταστεί πραγματική μάστιγα. Τεράστιες εκτάσεις αποτεφρώνονταν και η κατάσταση δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί. Η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, διά του υπουργού Γεωργίας Χαράλαμπου Κατσιμήτρου, είχε πάρει θέση στο ζήτημα λέγοντας: «Τα ελληνικά δάση καίγονται από εμπρηστάς που επιδιώκουν την αναταραχήν στη χώραν, είτε για λόγους τρομοκρατικούς, είτε για λόγους κερδοσκοπικούς». Είχε δηλαδή καταλήξει ότι τα δάση τα καίνε είτε οι αντιστασιακοί (τους θεωρούσε τρομοκράτες), για λόγους αντεκδίκησης στον κατακτητή, είτε οι οικοπεδοφάγοι, για να ιδιοποιηθούν τη δασική γη και να κερδοσκοπήσουν –ως προς το τελευταίο είχε απόλυτο δίκιο, αφού εμπρηστές για οικοπεδοφαγία ήταν κατά το πλείστον τα «κοράκια» της εποχής, οι καταδότες και οι μαυραγορίτες, κι όχι ο απλός λαός που δεινοπαθούσε, ο οποίος έπαιρνε τα καυσόξυλά του από τα δάση αποφεύγοντας να τα καίει, αφού ήξερε ότι διαφορετικά, αν τα έκαιγε, δε θα είχε ούτε τη δυνατότητα της θέρμανσης από το ξύλο τους! Για την ανάσχεση της καταστροφής των δασών από τους εμπρηστές, επεβλήθησαν με το άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος 404/1941 αυστηρότατες-έσχατες ποινές στους εκ προθέσεως εμπρηστές –«Όστις διαρκούντος του Ευρωπαϊκού πολέμου εκ προθέσεως έβαλε πυρ εις δάση…», άρχιζε η διάταξη–, τιμωρώντας τους με ισόβια δεσμά, ενώ στους εξ αμελείας εμπρηστές υπήρχε επιεικής αντιμετώπιση, τιμωρώντας τους με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους.
Η ίδια η κυβέρνηση Τσολάκογλου, με το άρθρο 2 του αναγκαστικού νόμου 841/1941 έδωσε τη δυνατότητα στον Υπουργό Γεωργίας να εγκρίνει την εκχέρσωση μη δημοσίων δασικών εκτάσεων για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική καλλιέργεια, να παραχωρεί γυμνά δημόσια δασικά εδάφη για καλλιέργεια, και να παραχωρεί επίσης δημόσιες δασικές εκτάσεις σε άπορους και σε θύματα του πολέμου –μέχρι δύο στρέμματα δασικής γης, πλην του λεκανοπεδίου της Αττικής, που το στρεμματικό όριο γίνεται ένα στρέμμα, λόγω της μεγάλης οικοπεδικής αξίας της γης–, χωρίς περιορισμό στη χρήση. Έδινε ακόμη το προνόμιο της νόμιμης κατοχής από τους εκχερσωτές, δασικών εκτάσεων που εκχέρσωσαν μέχρι τέλους Ιουλίου 1941, έναντι καταβολής συμβολικού τιμήματος, ενώ διέτασσε τις δασικές Αρχές να παύσουν την καταμήνυση των εκχερσωτών αυτών. Τέλος, επέτρεπε τη θήρα παντός θηρευσίμου θηράματος. Με τις χαριστικές τούτες ρυθμίσεις εις βάρος του δάσους, επιχειρήθηκε από τη δοτή κυβέρνηση να καταπραϋνθεί και χειραγωγηθεί ο ελληνικός λαός, αντιμετωπίζοντας το «αναγκαίο κακό» της κατοχής της χώρας από τον κατακτητή με ηπιότητα, χάρη σε μέτρα που απάλυναν τη δυστυχία του κι έκαμαν πιο υποφερτή τη βίωσή του.

Δάση έτοιμα προς οικοδόμηση μετά την Κατοχή (το παρόν σχέδιο ρυμοτόμησης αφορά στο «Δάσος των Αθηνών», στην Ηλιούπολη το 1952).
Η κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της Κατοχής κατάσταση των ελληνικών δασών ήταν οικτρή. Αυτά εγκαταλείφθηκαν χωρίς διαχείριση και προστασία, αφού η δασική υπηρεσία υπολειτουργούσε. Πολλές οι φωνές δασικών υπαλλήλων τότε για το κακό που γινόταν στα δάση της χώρας από τις καταπατήσεις και την αλόγιστη υλοτομία. Χαρακτηριστική είναι η με ημερομηνία 7-7-1941 υπηρεσιακή αναφορά του Γενικού Δ/ντή Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Αντωνίου Χριστοδουλόπουλου, ότι εάν εξακολουθήσει «ο ίδιος με τον ισχύοντα ρυθμός αποψιλώσεως των ελληνικών δασών και καταπατήσεως των δασικών εδαφών, σε ολίγον χρονικόν διάστημα θ’ αναζητούμε δασικά δένδρα και δε θα ευρίσκομεν, ιδία στην Αττική». Κατά την περίοδο δε της Κατοχής, καθοριστικό ρόλο στην «εξαφάνιση» του πράσινου στο λεκανοπέδιο της Αττικής, έπαιξε και ο –ορισμένος από τους κατακτητές– Ιταλός (λοχαγός) δασάρχης Αττικής, Γκιουζέππε Μελόκι. Με τις ευλογίες του ή με την προτροπή του, δασικά εδάφη στην Αττική αποψιλώθηκαν κι αποδόθηκαν σε άλλες χρήσεις («αξιοποιούμενα» ως οικόπεδα ή χωράφια), τα οποία στη συνέχεια, στα πλαίσια του μαυραγοριτισμού που επικρατούσε, αποτέλεσαν προϊόν συναλλαγής και κερδοσκοπίας, ενώ και τεράστιες ποσότητες αττικής ξυλείας εξήχθησαν προς τη Γερμανία και την Ιταλία, για την κάλυψη άμεσων αναγκών τους [από το ελληνικό κράτος ζητήθηκε να εκδοθεί ο Μελόκι για να δικαστεί σ’ ελληνικό δικαστήριο, κάτι που δεν έγινε –εάν τούτο συνέβαινε, ο Μελόκι θα ήταν ο πρώτος στα παγκόσμια χρονικά που θα δικαζόταν για εγκλήματα κατά της φύσης, και δη της ελληνικής (αττικής)].
Κρίθηκε λοιπόν ως αναγκαία η διατύπωση σε διάταξη νόμου της σαφούς πρόθεσης του κράτους να προστατέψει τα καταπατημένα και εκχερσωμένα δασικά εδάφη, και τούτο το έπραξε με τη διάταξη του άρθρου 2 του νόμου 1857/1944 (νόμος του Σεπτεμβρίου 1944, δηλαδή λίγο πριν την απελευθέρωση), στην οποία καθορίστηκε ότι τα καταληφθέντα κι εκχερσωθέντα κατά τη διάρκεια της εμπόλεμης κατάστασης δασικά εδάφη θεωρούνται ότι ουδέποτε έπαυσαν ν’ ανήκουν στον αρχικό ιδιοκτήτη τους (στο Δημόσιο κατά βάσιν), ενώ οι εξακολουθούντες την καταπάτηση τιμωρούνται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις. Τα δασικά αδικήματα υπόκειντο σε αυτόφωρη διαδικασία, τα δε πλημμελήματα τα δίκαζε ο Δασάρχης στην περιφέρεια την οποία τελέσθηκαν.
Ο ίδιος παραπάνω νόμος (1857/1944) έδινε τη δυνατότητα σε προηγούμενη διάταξή του (άρθρο 1), της επίταξης ιδιωτικών δασών για τη λήψη οικοδομήσιμης ξυλείας και καυσοξύλων προς εξυπηρέτηση των «πυροπαθών και βομβόπληκτων», καθώς και της αντίστοιχης δυνατότητας κάλυψης αυτών των αναγκών από δημόσια δάση. Η επίταξη προχωρούσε και σε κάθε εργασία, σε μεταφορικά μέσα και εργαλεία, όπως και σε μηχανικές εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης δασών. Με το άρθρο 9 του ίδιου νόμου επιτάσσονταν ιδιωτικά δάση για την εξυπηρέτηση δημοσίων αναγκών, ιδρυμάτων και μεταλλείων (ήταν γνωστό το ενδιαφέρον του κατακτητή για τα ελληνικά μεταλλεύματα, τα οποία τού ήταν απαραίτητα για τον πόλεμο που διεξήγαγε).

Ξύλα από τον Υμηττό μεταφέρουν με καρότσια κάτοικοι της Καισαριανής για τη θέρμανσή τους κατά την Κατοχή (πηγή: Κουβάς Γ., «Το διάβα της Καισαριανής», εκδόσεις Θ. Φασούλα, Αθήνα 1996).
Η καταστρεπτική υλοτόμηση στο λεκανοπέδιο της Αττικής κατά την Κατοχή, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο μεγαλύτερος σε πυκνότητα πληθυσμός της χώρας, χωρίς ιδιαίτερους πόρους, μέσα και πηγές για να επιβιώσει, δεδομένης και της απαγόρευσης μετακίνησης των Ελλήνων εκτός των επιτρεπομένων ζωνών που χαράχτηκαν από τον κατακτητή, προσπαθήθηκε ν’ αντιμετωπιστεί κατασταλτικά από την κατοχική κυβέρνηση με την αριθ. 11/3-1-1944 απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 12 του νόμου 1857/1944 (ο οποίος αυτός νόμος αποδείχθηκε τελικά αρκετά αυστηρός για τα δεδομένα της εποχής, συγκρινόμενος και με τους «ανεκτικούς» νόμους που προηγήθηκαν κι ακολούθησαν). Η απόφαση αναφέρεται στην «καταστρεπτική εν τω λεκανοπεδίω της Αττικής λαθροϋλοτομία υπό μεγάλου αριθμού μικρολαθροϋλοτόμων, δρώντων εις παν σημείον και ανά πάσαν ώραν ημέρας και νυκτός, με συνέπειαν την προϊούσαν παντελή αποψίλωσιν της Αττικής».
Για την αντιμετώπιση τούτου του φαινομένου τοποθετούνται δασικά συνεργεία «διαρκούς» φρούρησης κι ελέγχου των προσβάσεων της Αθήνας και του Πειραιά, για τη σύλληψη των παραβατών. Δεδομένης δε της έκτακτης ανάγκης σε διατροφή, υπόδηση και ιματισμό των συνεργείων, καθορίζεται ειδική αποζημίωση ανερχόμενη στο εν τρίτον της ημερήσιας. Τα συνεργεία αυτά εργάζονταν σε εικοσιτετράωρη βάση και πέτυχαν σημαντικά αποτελέσματα στην πάταξη της λαθροϋλοτομίας. Λόγω όμως της αναγκαστικής συνεργασίας τους με τα στρατεύματα κατοχής στοχοποιήθηκαν ως εφαρμόζοντα την πολιτική του κατακτητή στη χώρα τους και γνώρισαν την απόρριψη και την κατακραυγή του λαού –φανταστείτε ότι συλλαμβάνονταν ο ρακένδυτος κι εξαθλιωμένος συνέλληνας, με τα «παράνομα» ξύλα που συνέλεξε για να ζεσταθεί, και τιμωρούνταν με ποινή από το, επιβλεπόμενο από τον Γερμανό στρατιώτη, δασικό όργανο, αποστερούμενος, μετά τούτων, και τα σημαντικά για την επιβίωσή του καυσόξυλα!..

Σημείο ελέγχου κάπου στην Αθήνα από δασικούς υπαλλήλους και αστυνομικούς (φωτογραφία: Dmitri Kessel, για το περιοδικό LIFE)
Νομιμοποιήσεις μετά τον πόλεμο
Περιττό βέβαια να υπογραμμίσουμε ότι τα ορισθέντα περί προστασίας των καταπατημένων κι εκχερσωθέντων δασών στο νόμο 1857/1944, αποτέλεσαν κενό γράμμα, και λίγο αργότερα ανατράπηκαν, αφού στο άρθρο 46 (παράγραφοι 1-12) του νομοθετικού διατάγματος 2501/1953 προβλέφτηκε ότι οι δημόσιες δασικές εκτάσεις μέχρι 100 στρεμμάτων που έχουν καταληφθεί «δι’ εκχερσώσεως και καλλιεργείας κατά την εμπόλεμον περίοδον και την μετέπειτα της συμμοριακής δράσεως (βλέπετε, οι διχαστικοί χαρακτηρισμοί είχαν περάσει και στα τοτινά νομοθετήματα, παραβλέποντας το γεγονός ότι στη χώρα διεξάγονταν εμφύλιος πόλεμος)», αποδίδονται στους καταληψίες τους κατόπιν καταβολής τιμήματος εξαγοράς. Ενώ, οι εκχερσωθείσες ιδιωτικές δασικές εκτάσεις που εκχερσώθηκαν χωρίς άδεια της δασικής Αρχής κατά την εμπόλεμο περίοδο από τους ιδιοκτήτες τους, θεωρούνται νομίμως καλλιεργούμενες. Επιπρόσθετα, οι καταληφθείσες και εκχερσωθείσες από τρίτους ιδιωτικές δασικές εκτάσεις θεωρούνται «γενόμεναι νομίμως τη προηγουμένη συγκαταθέσει του ιδιοκτήτου, διδομένη διά συμβολαιογραφικής πράξεως». Με τις διατάξεις αυτές επωφελήθηκαν πολλοί οι οποίοι, λειτουργώντας στο κλίμα του μαυραγοριτισμού, καταπάτησαν και εκχέρσωσαν δασικές εκτάσεις. Μολαταύτα, και παρά τις επόμενες διατάξεις που αναίρεσαν την αρχική πρόθεση του νομοθέτη για προστασία των εκχερσωθέντων κατά τον πόλεμο δασικών εδαφών, οι διατάξεις ως προς τούτο του νόμου 1857/1944 διατηρήθηκαν παραδόξως με το άρθρο 59 του νομοθετικού διατάγματος 86/1969 (δασικός κώδικας), κι εξακολουθούν να ισχύουν, διασφαλίζοντας μιαν υποτιθέμενη και προσχηματική προστασία των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων που εκχερσώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα 1940-1944 (καθώς, σημαντικό μέρος αυτών αποδόθηκε στους εκχερσωτές τους).

Λιοστάσια αντί δασών δημιουργηθέντα μεταπολεμικά (από το αρχείο του συγγραφέα).
Με τον δε νεότερο νόμο 1570/1959 (άρθρο 8) δόθηκε η δυνατότητα σε ακτήμονες ή αγρότες με ανεπαρκή κλήρο να γίνουν κύριοι των δασικών εκτάσεων που εκχέρσωσαν κατά την Κατοχή και μέχρι του έτους 1948, και που έκτοτε τις καλλιεργούν. Τα ουκ ολίγα λοιπόν δασικά εδάφη που καταλήφθηκαν και εκχερσώθηκαν κατά τον πόλεμο και την Κατοχή, απαλλάχτηκαν μεταπολεμικώς από το «βάρος της δασικής βλάστησής τους», και μπορούσαν ως μη δάση πλέον να διαχειρίζονται. Κείνο δηλαδή που ως ανάγκη προέκυψε κατά τον πόλεμο και την Κατοχή, η καλλιέργεια της γης για την επιβίωση των Ελλήνων, όπως ακόμη και η δολία εκμετάλλευση της δασικής γης από επιτήδειους καταπατητές, θεωρήθηκε στη συνέχεια ως ένα διαρκές κι αποδεκτό γεγονός, βάσει του οποίου νομιμοποιείται η κατάσταση και είναι θεμιτή η διευθέτησή της. Για να συνειδητοποιηθεί το μέγεθος της καταστροφής που συνετελέσθη σε βάρος της ελληνικής φύσης, αρκεί ν’ αναφερθεί ότι κατά την περίοδο του πολέμου και της Κατοχής απωλέσθηκε το 25% των ελληνικών δασών και το 75% των δασών του λεκανοπεδίου της Αττικής! (Δοξιάδης Κων., «Αι θυσίαι της Ελλάδος στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο», Υπουργείον Ανοικοδομήσεως, Αθήναι 1947).
Είχε προηγηθεί τούτων μια προκλητικά χαριστική διάταξη για τους εκχερσωτές δασών, αυτή της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 55/1946, με την οποία νομιμοποιούνταν οι εκχερσώσεις ιδιωτικών δασών που πραγματοποιήθηκαν κατόπιν πυρκαγιάς κατά το διάστημα της Κατοχής και μέχρι τέλους του έτους 1945, κι έκτοτε οι εκτάσεις καλλιεργούνται γεωργικά από τους ιδιοκτήτες τους, εφόσον αυτοί δεν ενέχονταν στον εμπρησμό του δάσους. Με μια δυσκολοαπόδεικτη δηλαδή προϋπόθεση, τη μη ενοχοποίηση των ιδιοκτητών των δασών στον εμπρησμό τους, νομιμοποιούνταν υπέρ αυτών οι εκχερσώσεις που συνετελέστηκαν. Νομίζουμε ότι είναι καταφανής η χαριστική αντιμετώπιση που μεθοδεύτηκε υπέρ των ιδιοκτητών δασών, οι οποίοι κατείχαν δάση και δεν ήξεραν «πώς ν’ απαλλαγούν από αυτά» για να ελευθερωθεί η γη τους, προκειμένου ν’ αξιοποιηθεί μ’ έτερη χρήση, και που τώρα, εκμεταλλευόμενοι την ανωμαλία του πολέμου και της Κατοχής, και την ανοχή του κράτους, το κατάφεραν!

Οικισμοί αντί δασών δημιουργηθέντες μεταπολεμικά (φωτογραφία από το διαδίκτυο).
Αποκαταστάσεις ακτημόνων –
Ατέλειες του στρατού
Η αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών και κτηνοτρόφων απασχόλησε επανειλημμένα το ελληνικό κράτος, δεδομένου και των εθνικών του συμφορών που οδηγούσαν το λαό στη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τα δασικά εδάφη αποτέλεσαν μια μεγάλη δεξαμενή για την κάλυψη των αναγκών του λαού σε γη. Είτε με παραχωρήσεις δασικών εδαφών, είτε με απαλλοτριώσεις, έδινε η πολιτεία γη για καλλιέργεια ή άλλες χρήσεις (π.χ. κτηνοτροφία) στους Έλληνες που την είχαν ανάγκη, κι έτσι εκατομμύρια στρέμματα δασικής γης εκχερσώνονταν ή δεσμεύονταν ως προς τη χρήση τους, χάνοντας έτσι το σημαντικό τους οικολογικό και περιβαλλοντικό ρόλο, αναιρούμενες ως προς τον προορισμό τους. Μετά τον πόλεμο δε, αποδόθηκαν με διατάξεις της εποικιστικής νομοθεσίας εκατομμύρια στρέμματα δασικών εδαφών γι’ αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων, ικανοποιώντας την ανωτέρω εκτεθείσα κοινωνική πολιτική, που τώρα είχε και τα χαρακτηριστικά της κρίσης μετά τον πόλεμο.
Οι χρήσεις των εδαφών αυτών, τα μετέβαλλαν ριζικά σε σχέση με την πρότερη μορφή τους, όταν συντηρούσαν δασικά οικοσυστήματα, αλλάζοντας φυσιογνωμικά και περιβαλλοντικά εκτεταμένες περιοχές της χώρας, τροποποιώντας το χάρτη των εδαφών της. Με τα άρθρα 1, 17 και 28 του νομοθετικού διατάγματος 2185/1952 αποδόθηκαν για αποκατάσταση γαίες δεκτικές καλλιέργειας «δι’ εκχερσώσεως θαμνωδών εκτάσεων ως και αι κεκαλυμμέναι δι’ αγριελαιών ή ετέρων αγρίων καρποφόρων δένδρων δεκτικών εξημερώσεως δι’ εκκεντρισμού». Ενώ για την κτηνοτροφία αποδίδονταν «εκτάσεις δασώδους ή μη μορφής», καθώς και «δασοσκεπείς, χορτολιβαδικές ή ασκεπείς μετά διάσπαρτων ξυλωδών ειδών» σε συνεταιρισμούς αποκατάστασης κτηνοτρόφων.

Τα (πευκο)δάση υποχώρησαν στην κορυφή του βουνού, επειδή οι εκτάσεις που καλύπτονταν από αυτά –ολάκερες πλαγιές!– αποδόθηκαν για γεωργική χρήση κι εκχερσώθηκαν (από το αρχείο του συγγραφέα).
Με το άρθρο 56 του νόμου 2501/1953 κυρώθηκαν μια σειρά πράξεων του υπουργικού συμβουλίου για τα δάση. Έχει ενδιαφέρον να δούμε κάποιες από αυτές. Με την αριθ. 1040/1947 πράξη αναστάλθηκαν οι απαγορευτικές διατάξεις βοσκής στις περιοχές που μετακινήθηκαν κτηνοτρόφοι από τις «πληγείσες υπό της ανταρσίας περιοχαίς», λόγω «των ενεργουμένων εκεί επιχειρήσεων». Βλέπουμε με τη χρησιμοποιηθείσα διατύπωση ότι η «πολεμική» ρητορική του Εμφυλίου περνά σε νομοθετήματα, χαρακτηρίζοντας ως «ανταρσία» την εκδηλωθείσα πολεμική (εμφύλια) σύρραξη μεταξύ των Ελλήνων. Ομοίως αντιμετωπίζεται η κατάσταση από το κράτος με την αριθ. 597/1950 πράξη, σύμφωνα με την οποία δίνεται η δυνατότητα έκδοσης ατελούς άδειας υλοτομίας ξυλείας από τα δημόσια δάση υπέρ των «συμμοριόπληκτων χωρικών», για τη στέγασή τους ή για τις ατομικές τους ανάγκες.
Με επόμενη αριθ. 254/1951 πράξη, μπορούσε ο στρατός ατελώς και κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων να υλοτομεί και ν’ απολήπτει ξυλεία από δημόσια και μη δάση της χώρας, για τις ανάγκες του. Ήταν μια «ατέλεια» που του εδόθη και η οποία οδήγησε σε κατάχρηση και σε ασύμβατες με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος πρακτικές από τον στρατό, κάτι που ανάγκασε το υπουργικό συμβούλιο με νεότερη πράξη του, την αριθ. 549/1952, να μεταστραφεί ως προς την εύνοια που παρείχε σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος και να καθορίσει ότι οι υλοτομίες του στρατού θα γίνονται πλέον κατόπιν υποδείξεων της δασικής Αρχής, μετά από αίτηση της στρατιωτικής υπηρεσίας, «ως προς τον χώρον και τον τρόπον της υλοτομίας και θα συμμορφώνεται προς αυτάς και προς τας διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, μη αξιούσα την ενέργειαν της υλοτομίας επί τόπου των έργων, εάν κατά την κρίσιν της υπηρεσίας δεν επιτρέπεται εκ της καταστάσεως των δασών». Και συμπλήρωνε ότι, για κάθε παράβαση θ’ αναστέλλεται η υλοτομία αμέσως από τη δασική Αρχή και θα διώκονται ποινικώς οι διοικούντες τη στρατιωτική μονάδα κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.

Έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Στρατού με ημερομηνία 12 Φεβρρουαρίου 1949, που αφορά στις συνεχιζόμενες υλοτομίες καυσοξύλευσης στρατιωτικής μονάδας στο μοναδικό πεδινό δρυοδάσος «Κουρί» του Αλμυρού.
Οικοδομικοί συνεταιρισμοί σε δάση
Η οικοπεδοποίηση και δόμηση των ελληνικών δασών αποτελεί τη «μεγάλη μας αμαρτία», είναι η χαίνουσα πλήγη του φυσικού περιβάλλοντός μας, μια παθογένεια ελληνική. Απέρρευσε ως συστημική κατάσταση από ένα καθεστώς αυθαιρεσίας, παρανομίας, νομιμοφάνειας κι εντέλει νομιμοποίησης που εφαρμόστηκε, το οποίο τροφοδοτήθηκε από το σαθρό ελληνικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, που ανέχτηκε κι ενθάρρυνε κερδοσκοπικές συμπεριφορές στη δασική γη, με απώτερο στόχο την αλλαγή της μορφής της σε οικιστική. Από τις περιπτώσεις οικοπεδοποίησης των ελληνικών δασών μένουμε σε αυτή των οικοδομικών συνεταιρισμών, που χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερη λόγω της ευνοϊκής αντιμετώπισής της από την πολιτεία και του προστατευτισμού με τον οποίο αυτοί περιβάλλονταν. Οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, που προστατεύονται από την παράγραφο 4 του άρθρου 12 του Συντάγματος, αποτελούν κατηγορία των Αστικών Συνεταιρισμών, διεπόμενοι από ειδικό νομοθετικό πλαίσιο λειτουργίας (νόμος 602/1915 ήδη νόμος 1667/1986, αναγκαστικός νόμος 201/1967, νομοθετικό διάταγμα 886/1971).

Η δόμηση των δασών έγινε δυνατή διά των οικοδομικών συνεταιρισμών (πηγή φωτογραφίας: http://www.airphotos.gr).
Αυτοί είχαν τη δυνατότητα ν’ αγοράζουν εκτάσεις και να οικοδομούν για τα μέλη τους, κατόπιν έγκρισης σχετικού διατάγματος δόμησης. Στις εκτάσεις που δομούσαν περιέλαβαν και τις δασικές, οι οποίες άλλαζαν χρήση με την έγκριση των οικιστικών τους σχεδίων, μετά από χορήγηση αδειών κατατμήσεων των δασών από τον Υπουργό Γεωργίας. Εντούτοις η αντιμετώπιση αυτή έκρυβε μια βασική «αδυναμία»: ότι οι πολεοδομικού χαρακτήρα ρυθμίσεις πραγματοποιούνταν χωρίς να προβλέπονται από σχετική διάταξη νόμου (για την ακρίβεια: απαγορεύονταν), αφού μετά την ισχύ των διατάξεων περί σχεδίων πόλεων (από το έτος 1924 και μετά), δε μπορούσαν να οικοπεδοποιούνται δάση βάσει ιδιωτικού ρυμοτομικού σχεδίου!!! Τούτο όμως δε φαίνεται ν’ αποτέλεσε πρόβλημα στην οικοπεδοποίησή τους, αφού ανέτως, με τις «ευλογίες» μάλιστα του κράτους, μετατρέπονταν δάση σε πρότυπους, εξοχικούς, παραθεριστικούς κ.ά. οικισμούς, σε κηπουπόλεις κ.λπ., με τους οικιστές τους ν’ απολαμβάνουν προνομιακά και σε βάρος της λοιπής ελληνικής κοινωνίας τη «χάρη της φύσης». Είναι χαρακτηριστικός ως προς τούτο ο καταγγελτικός λόγος του λογοτέχνη και χρονογράφου Ζαχαρία Παπαντωνίου το έτος 1931: «Πρέπει επιτέλους ν’ αφαιρεθεί το δικαίωμα της πολεοδομικής κακουργίας από τους ιδιώτας…» (ο οποίος, φυσικά, δεν εισακούσθηκε, και στις μέρες μας, με το νόμο 4280/2014, η ιδιωτική πολεοδόμηση καθιερώθηκε ως βασικό εργαλείο εφαρμογής της πολεοδομικής πολιτικής της χώρας).
Το πρόβλημα σε σχέση με τα προηγούμενα το ρύθμισε η Χούντα των συνταγματαρχών, όταν με το άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος 886/1971 έδωσε τη δυνατότητα δόμησης δασικών εκτάσεων οικοδομικών συνεταιρισμών. Ορίζει η παράγραφος 6 εδάφιο ε του άρθρου 5 του νομοθετικού διατάγματος 886/1971: «Η κτήσις δασικών εκτάσεων παρά οικοδομικών συνεταιρισμών, προϋποθέτει (…) χορήγηση βεβαιώσεως (…) ότι αι εκτάσεις αύται δεν διεκδικούνται υπό του δημοσίου (…). Η αλλαγή της μορφής εκμεταλλεύσεως της δασικής εκτάσεως εις τοιαύτην οικιστικής μορφής πραγματοποιείται διά βασιλικού διατάγματος περί ρυμοτομίας». Επόμενα δε, ήλθε ο νόμος 999/1979 για να περιλάβει σε καθεστώς νόμιμης κατάστασης όλες τις πριν τη Χούντα (από το έτος 1967) περιπτώσεις δόμησης των ελληνικών δασών, ακολουθώντας μια πολιτική «επιβράβευσης» των πρακτικών σε βάρος του δάσους των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων και καταδίκης των αντίστοιχων πολιτκών της δικτατορίας! Οι συγκεκριμένες διατάξεις κρίθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας ανίσχυρες ως αντίθετες στο Σύνταγμα, αφού στο άρθρο 24 αυτού ορίζεται ότι η οικιστική χρήση των δασών απαγορεύεται (ΣτΕ 1403/1990).

Τα πευκοδάση της Αττικής παραδομένα στη δόμηση των οικοδομικών συνεταιρισμών (από το αρχείο του συγγραφέα).
Αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του παραπάνω νόμου: «Διά τα μη προσυπογραφέντα υπό του Υπουργού Γεωργίας, ή αποφάσεις Νομαρχών ληφθείσαι άνευ συγκαταθέσεως της αρμοδίας Δασικής Αρχής, εφ’ όσον εξεδόθησαν μέχρις 20 Απριλίου 1967 δι’ ών υπήχθησαν εις ρυμοτομικά σχέδια Πόλεων ή Κωμών, δάση και εν γένει δασικαί εκτάσεις θεωρούνται έγκυρα, εκτός εάν τα Δ/τα ταύτα ή αι αποφάσεις αύται ηκυρώθησαν ή είναι άκυρα εξ ετέρου λόγου. Τυχόν διακαιώματα του Δημοσίου επί των ως άνω δασών και δασικών εκτάσεων εν γένει, δεν θίγονται διά του παρόντος». Και συμπληρώνεται στην παράγραφο 2: «Κηρύξεις ως αναδασωτέων δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων θεωρούνται ανακληθείσαι εφ’ όσον και καθ’ ά σημεία αφορούν εκτάσεις εμπιπτούσας εντός των ορίων Οικισμών νομίμως υφισταμένων προ του έτους 1923 ή εντός εγκεκριμένων Σχεδίων Πόλεων, εκτός αν χαρακτηρίζονται υπό του Σχεδίου ως άλση ή πράσινον». Επιπροσθέτως, με την παράγραφο 1 του άρθρου 38 του νόμου 998/1979 απαλλάχθηκαν της υποχρέωσης να προστατευτούν κηρυσσόμενα ως αναδασωτέα τα εκχερσωμένα δάση πριν την 11η Ιουνίου 1975 εφόσον «δεν είχον χρησιμοποιηθεί δι’ έτερον σκοπόν, ώστε να καθίσταται αδύνατος η ανατροπή της εκ της χρησιμοποιήσεως ταύτης δημιουργηθείσης καταστάσεως» (βλέπε τις περιπτώσεις δόμησης δασών με εγκεκριμένο διάταγμα δόμησης).
Νεοτέρως ήλθε ο νομοθέτης, αγνοώντας τη διαμορφωθείσα νομολογία, να ρυθμίσει εκ νέου τις περιπτώσεις που δάση δομήθηκαν πριν την 11η-6-1975, καθορίζοντας με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του νόμου 3889/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του νόμου 4164/2013, το νόμιμο των δημιουργηθεισών καταστάσεων, και συγκεκριμένα ότι, εκτάσεις που απώλεσαν το δασικό τους χαρακτήρα πριν την 11η-6-1975 λόγω επεμβάσεων που έλαβαν χώρα με βάση σχετική διοικητική πράξη (με άδεια δόμησης), η οποία καλύπτεται από το τεκμήριο της νομιμότητας, δεν χαρακτηρίζονται ως υπαγόμενες στη δασική νομοθεσία και δεν κηρύσσονται αναδασωτέες. Μετέπειτα, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του νόμου 4258/2014, καθορίστηκε ως λόγος απώλειας του δασικού χαρακτήρα εκτάσεων που ανήκουν στο δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ και «η ένταξη των ακινήτων αυτών στο σχέδιο πόλης και ο χαρακτηρισμός τους ως οικοδομικών τετραγώνων».
Μετά το Σύνταγμα του 1975 απαγορεύτηκε η δόμηση των δασών κι έτσι έμειναν εγκλωβισμένοι σε μια κατάσταση «οικοδομικής απραξίας» οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που αγόρασαν δάση με την προσδοκία να χτίσουν, και που πλέον κάτι τέτοιο καθίσταται αδύνατο. Αυτοί, όλες τις επόμενες του έτους 1975 δεκαετίες ζητούν δικαίωση! Σύμφωνα με την επίσημη ένωσή τους (Πανελλήνια Ένωση Οικοδομικών Συνεταιρισμών – Π.Ε.Ν.Ο.Σ.), οι «δεσμευμένοι» οικοδομικοί συνεταιρισμοί κατέχουν δάση περίπου 80.000 στρεμμάτων σε όλη την ελληνική επικράτεια, ενώ, σύμφωνα με τους καταλόγους του ΥΠΕΚΑ, μόνο οι δραστηριοποιούμενοι στην Αττική οικοδομικοί συνεταιρισμοί, που ανέρχονται στους 237, διεκδικούν δασικές εκτάσεις 100.000 στρεμμάτων!

Καμένη και αναγεννώμενη δασική βλάστηση πευκοδάσους σε έκταση οικοδομικού συνεταιρισμού −η δασική βλάστηση κάηκε, οι οικίες έμειναν ανέπαφες! (από το αρχείο του συγγραφέα).
Ενόψει αυτής της κατάστασης, και προκειμένου ν’ απεγκλωβιστούν τα μέλη των οικοδομικών συνεταιρισμών από το καθεστώς του αποκλεισμού τους από τη δόμηση στις προστατευτικού χαρακτήρα εκτάσεις τους, επανήλθε ο νομοθέτης με σχετικές ρυθμίσεις στο άρθρο 19 του νόμου 4280/2014, δίνοντας τη δυνατότητα στους οικοδομικούς συνεταιρισμούς που ανακλήθηκαν τα ρυμοτομικά τους σχέδια πριν το 1975, λόγω του ότι οι εκτάσεις τους προστατεύονταν από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, να συντάξουν νέα επί των χορτολιβαδικών και βραχωδών εκτάσεών τους, με συμμετοχή στη δόμηση δασικών εκτάσεων και, ελλείψεως τούτων, δασών, ώστε να συμπληρωθεί το 50% της ρυμοτομούμενης περιοχής. Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι δομείται δάσος, κάτι που αντίκειται στη συνταγματική ρητή απαγόρευση της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, που ορίζει να μη δομούνται δάση και δασικές εκτάσεις. Επιχειρείται δε εξισορρόπηση της απώλειας του δασικού κεφαλαίου με την αναδάσωση έκτασης από τον οικοδομικό συνεταιρισμό σε γειτονική περιοχή ή στην ευρύτερη, άλλως παρακρατείται το ποσό της αναδάσωσης σε κωδικό του Πράσινου Ταμείου και διατίθεται για δάσωση άλλης περιοχής. Αυτή η αντιμετώπιση δεν ανατρέπει το γεγονός ότι δομείται δάσος, με το αιτιολογικό ότι δημιουργείται τέτοιο σε έκταση που, ούτως ή άλλως, προορίζεται για το ίδιο σκοπό ή που αποτελεί φυσικό οικοσύστημα ειδικού σκοπού.
Επιπρόσθετα, και σύμφωνα με την παράγραφο 13 του άρθρου 10 του παραπάνω νόμου, οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί που κατείχαν διάταγμα ρυμοτομίας πριν το 1975, και δεν πραγματοποίησαν τα έργα υποδομής στο ρυμοτομικό τους σχέδιο, μην έχοντας τη δυνατότητα κατόπιν να το πράξουν, λόγω ισχύος του Συντάγματος που απαγορεύει τη δόμηση δασών, μπορούν τώρα να τα ολοκληρώσουν και να δομηθεί η περιοχή –και τούτο χωρίς να εξετάζεται ο δασικός χαρακτήρας των περιοχών δόμησης, κατά τα επιτασσόμενα από τη συνταγματική διάταξη, που απαγορεύει τη δόμηση των δασών! Στις περιπτώσεις τέλος, που οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί δεν πληρούν τις παραπάνω προϋποθέσεις για να οικοδομήσουν, δίνεται η δυνατότητα με τα άρθρα 11 έως 15 του ιδίου νόμου, ν’ ανταλλάξουν τα δάση και τις δασικές εκτάσεις τους με άλλες εκτάσεις που βρίσκονται σε «ζώνες υποδοχής-ανταλλαγής εκτάσεων», των οποίων τα δικαιώματα διαχειρίζεται η Τράπεζα Γης. Μεταξύ άλλων, τέτοιες είναι και οι δημόσιες χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις, στις οποίες «δεν απαγορεύεται η δόμηση» (παράγραφος 3 του άρθρου 11 του νόμου), που τις διαχειρίζεται η δασική υπηρεσία, και που κανονικά θα έπρεπε ως φυσικά οικοσυστήματα, με σημαντικό οικολογικό ρόλο, ν’ απολαμβάνουν ειδικής προστατευτικής διαχείρισης, κι όχι να χρησιμοποιούνται ως οικόπεδα προς δόμηση!
Χρήσεις σε δάση
Η απόδοση δασικών εδαφών για χρήσεις διάφορες του δασοπονικού σκοπού, αντιμετωπιζόταν μέχρι και της ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 86/1969 με το καθεστώς των παραχωρήσεων δημοσίων εκτάσεων («είτε δασών, είτε μερικώς δασοσκεπών, είτε χορτολιβαδικών εκτάσεων»), κατόπιν καταβολής τιμήματος διά ή άνευ δημοπρασίας, ενώ εξαιρούνταν τούτου οι φορείς που εκτελούσαν δημόσιο κοινωφελές έργο. Οι παραχωρήσεις αυτές προβλεπόταν από τα άρθρα 14, 18, 31 και 153-157 του παραπάνω νομοθετικού διατάγματος κι αφορούσαν σε δέκα τρεις (13) περιπτώσεις παραχωρήσεων. Με τον επόμενο δασικό νόμο, τον 998/1979, που ήταν εφαρμοστικός του Συντάγματος, προβλεπόμενος από το άρθρο 24 αυτού, το φάσμα των επιτρεπτών επεμβάσεων διευρύνθηκε κατά πολύ, εκμεταλλευόμενος ο κοινός νομοθέτης τη δυνατότητα που του έδινε το συνταγματικό άρθρο, για τη μεταβολή του προορισμού των δασών προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιου συμφέροντος. Μετά δε και την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, που πλέον τα ιδιωτικά δάση ακολουθούσαν την τύχη των δημοσίων, μπορούσαν πλέον και ιδιωτικές δασικού χαρακτήρα εκτάσεις να διατίθενται για τους προβλεπόμενους σκοπούς. Μάλιστα, η απόδοση δασικών εδαφών σε έτερες του δασοπονικού σκοπού χρήσεις πραγματοποιούνταν χωρίς καταβολή τιμήματος, με το σκεπτικό ότι με τις χρήσεις αυτές εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον (η υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος χρήσης για την επέμβαση καθορίσθηκε αρκετά αργότερα, με τη διάταξη της παραγράφου 10 του άρθρου 1 του νόμου 3208/2003).

Τα μεταλεία χρυσού στο δάσος στις Σκουριές Χαλκιδικής (φωτογραφία από το διαδίκτυο).
Οι επιτρεπτές επεμβάσεις του νόμου 998/1979 περιελήφθησαν σε ιδιαίτερο κεφάλαιο αυτού (το ΣΤ΄), και πλέον ανήρχοντο στις εικοσιπέντε (25), ενώ συμπληρούμενες και με αυτές του άρθρου 13 του νόμου 1734/1987 έφθασαν τις πενήντα δύο (52). Σήμερα δε, καταμετρούμε ογδόντα (80) δυνάμενες επεμβάσεις σε εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, πολλές από τις οποίες είναι ισχυρά έντονες (βλέπε τις τουριστικές εγκαταστάσεις, κυρίως εξ αυτών: τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα, τα γήπεδα γκολφ, τα τελεφερίκ), δικαιολογούμενες από το δημόσιο συμφέρον, που όμως αποτελεί έννοια απροσδιόριστη και μη συγκεκριμένη. Διαπιστώνουμε δηλαδή μια συνεχή επισώρευση δυνάμενων χρήσεων στις εκτάσεις που προστατεύονται από τη δασική νομοθεσία, όλο και μεγαλύτερης κλίμακας και βαθμού, μακράν περισσότερες σε σχέση με παρελθόν, χρήσεων που λόγω της φύσης τους συντελούν στην υποβάθμιση του δασικού οικοσυστήματος, η οποία αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά. Ως προς τούτο, πρώτος υπεύθυνος είναι ο νόμος 998/1979, ο οποίος, αν και μας έδωσε έναν αυστηρό και οικολογικό ορισμό του δάσους, ακολούθως, με πολλές από τις διατάξεις του, δε διατήρησε το «οικολογικό του προφίλ».
Σήμερα είναι γεγονός ότι τα φυσικά οικοσυστήματα, κι ειδικά τα δασικά, πληρώνουν το βαρύ τίμημα της «ανάπτυξης». Μάλιστα, το πεδίο των επιτρεπτών επεμβάσεων στα δασικά εδάφη, έχει διευρυνθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Ο νομοθέτης, με τη διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 45 του νόμου 998/1979, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 1 του νόμου 3208/2003 –που αποτέλεσε μια θετική διάταξη του νόμου αυτού, έκφρασης δασικής πολιτικής–, προσπάθησε ν’ αντισταθμίσει το «κακό» καθιερώνοντας αντάλλαγμα χρήσης για κάθε επιτρεπτή επέμβαση, με την έννοια του «θετικού περιβαλλοντικού ισοζυγίου», ώστε το διατεθέν ποσό να χρησιμοποιηθεί για την ανάπτυξη και την προστασία των δασών (παρά την πρόβλεψη αυτή, ωστόσο μικρό μέρος του εν λόγω ποσού διατίθεται για τον επιβαλλόμενο σκοπό!)

Η σιδηροδρομική γραμμή Ικονίου–Ασπροπύργου στη φάση της κατασκευής της στο όρος Αιγάλεω τον Μάρτιο του 2005 (φωτογραφία από το διαδίκτυο).
Μολοντούτο, η απαίτηση για ολοένα χρήση της δασικής γης για επιτρεπτές επεμβάσεις συνεχώς μεγεθύνεται, και ως εκ τούτου τα φυσικά οικοσυστήματα υπόκεινται σε ανυπέρβλητη πίεση και συνεχή υποβάθμιση. Η δασική διοίκηση, προκειμένου ν’ αυστηροποιήσει την επέμβαση στη δασική γη, καθιέρωσε μεγάλα ανταλλάγματα χρήσης, μ’ αποτέλεσμα ν’ αντιμετωπίζει την αντίδραση των αιτούντων τη δασική γη. Η ένστασή τους εστιάζεται στο εξής: «γιατί να πληρώσω τόσο υψηλά ποσά για τη χρήση δασικής έκτασης, τη στιγμή που με αρκετά λιγότερα χρήματα διατίθεται μη δασική γη για τον ίδιο σκοπό;». Μάλλον θα έπρεπε να το πράξουν, διότι έτσι τουλάχιστον θα παρέμενε απρόσβλητο το φυσικό αγαθό του δάσους…
Το ζήτημα σε σχέση με τις επεμβάσεις στις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις έγκειται στο γεγονός ότι οι χρήσεις σε αυτές αποκτούν μετά από χρόνια το χαρακτήρα της μονιμότητας, έτσι που εντέλει αποδεσμεύονται τα δασικά εδάφη από τον προορισμό τους κι αφίονται στην αποδοθείσα χρήση τους. Μπορεί ακόμη κι ελεύθερα ν’ αφίονται, μη δεσμευόμενα από το σκοπό της επιτρεπτής επέμβασης. Τούτο το τελευταίο, για παράδειγμα, καθιερώθηκε από το νομοθέτη με διάταξη νόμου (τη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του νόμου 998/1979, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με την παράγραφο 15 του άρθρου 7 του νόμου 4164/2013), για τις περιπτώσεις που αποδίδονται δασικές εκτάσεις για το σκοπό της δημιουργίας χώρων οργανωμένων υποδοχέων μεταποιητικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όπου σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, δεν υπάγονται στις δασικές διατάξεις οι παραπάνω χώροι. Τίθεται συνεπώς ένα γενικότερο ζήτημα, αν τελικά οι επιτρεπτές επεμβάσεις, αναγόμενες σε μόνιμου χαρακτήρα καταστάσεις, συνιστούν οριστική αλλαγή του προορισμού του δάσους, κάτι που προφανώς δε θα το ήθελε ο συντακτικός νομοθέτης, και είναι αντίθετο στο πνεύμα της συνταγματικής προστασίας του δάσους.
Μπορεί τέλος να προσδίδεται στην υφιστάμενη ή ακόμη και στην κατά παράβαση των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας χρήση ο χαρακτήρας της μόνιμης δραστηριότητας, που χρήζει νομιμοποίησης –και τούτο παρά το γεγονός ότι το αναπότρεπτο των καταστάσεων δε στοιχειοθετείται! Ο κοινός νομοθέτης, μπρος στην παραπάνω διαμορφούμενη αντίληψη, παρεμβαίνει και νομοθετεί προσαρμοζόμενος αντίστοιχα. Βλέπουμε έτσι ότι με τη διάταξη του άρθρου 17 του νόμου 3208/2003 εξήχθησαν της δασικής προστασίας τα δημόσια δάση και οι δασικές εκτάσεις που παραχωρήθηκαν για γεωργοδενδροκομική καλλιέργεια σύμφωνα με διατάξεις της δασικής νομοθεσίας έως και τον δασικό κώδικα του 1969 (το νομοθετικό διάταγμα 86/1969). Ενώ με το άρθρο 29 του νόμου 4061/2012, προσετέθη διάταξη στο νόμο 998/1979, δίνοντας τη δυνατότητα της νομιμοποίησης των παρανόμως εκχερσωθεισών για αγροτική χρήση δασών πριν τεθεί σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975, τα οποία όμως εξακολουθούν και σήμερα να διατηρούν τη χρήση αυτή, έναντι καταβολής τιμήματος.

Ο εντός του καμένου δάσους οικισμός. Το δάσος κάηκε, τα σπίτια όχι, αφού το δάσος αφίεται στην τύχη του προκειμένου να προστατευτούν οι οικίες –ας λάβουμε όμως υπόψη μας ότι οι οικίες εγκαταστάθηκαν στο δάσος και δε συνέβη το αντίστροφο! (φωτογραφία από το διαδίκτυο).
________________________________________________________________________________________________________
Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (1ο από το 4ο)
________________________________________________________________________________________________________
Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (2ο από το 4ο)
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου »»
________________________________________________________________________________________________________
Μια επιλογή δασικών διατάξεων, ένα απάνθισμα πολιτικών (4ο από το 4ο)
ΚατηγορίεςΔασική Πολιτική, Δασική Υπηρεσία, Νομοθεσία
Απάντηση