Νυχτερινή επάνοδος

bird_w

Περασμένα μεσάνυχτα. Απ’ το χώμα βγαίνει ένα τραγούδι γεμάτο χειμώνες. Τα δέντρα έχουν μαζέψει τα χρώματα μέσα στις φλέβες τους και τα νερά ξαναγυρίζουν στα χιόνια τους. Κάτω απ’ τις πέτρες οι ώρες λουφάζουν συντροφιά με τα ερπετά. Οι λιγοστοί κάτοικοι κοιμούνται σκεπασμένοι με τη μάλλινη σιωπή τους.

Έξω απ’ τις πόρτες τυλίχτηκαν σε μεγάλα τοπία οι δρόμοι. Ξαναμπήκαν κι οι άνεμοι στα πνευμόνια της νύχτας για ν’ αφουγκράζονται οι παλιοί καματάρηδες που είναι από χρόνια θαμμένοι στις αυλακιές των χωραφιών τους.

Παντού γαλήνη ριζωμένη σε κοιτάσματα λύπης. Και λαγκάδια για να κατεβαίνει ως το βάθος της αλήθειας η μοναξιά των άστρων. Και κάτι παιδικά όνειρα να πετούν από σπίτι σε σπίτι σαν νυχτοπούλια που έχουν χάσει τη φωνή τους. Κι από πάνω ο Θεός να σβήνει τα χρέη μας στη μαύρη στρογγυλή πλάκα του.

Έτσι τον βρήκες κι αυτή τη νύχτα τον τόπο σου. Ήρθες πάλι, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών. Και κρατάς τα παπούτσια στο χέρι όπως τότε που πήγαινες στο μοναστήρι της Τσούκας. Τα μάτια σου είναι κόκκινα απ’ τη λαχτάρα, τα χείλη σου ξερά, στο μέτωπο σου ένα αλέτρι γερμένο.

Οι παλάμες σου βαστούν την απουσία των καρφιών κι απ’ το πλευρό σου κυλάει ένα αυλάκι αγάπης. Τα πέλματά σου έχουν πάρει το σχήμα της πέτρας. Δεν έχεις βαλίτσες και δέματα. Ούτε φρούτα, ούτε χαμόγελα, ούτε άσπρο γιαννιώτικο ψωμί. Ένα ταγάρι μονάχα κρέμεται στις πλάτες σου.

Περπατάς αργά. Με τα χέρια σου παραμερίζεις το σκοτάδι, και βλέπεις με τις πληγές σου. Τί ψάχνεις πάλι; Πώς να περάσεις μέσα από τόσους λόγγους οδύνης; Ποιά πόρτα θέλεις να χτυπήσεις; Νερό δεν έχει για να βρέξεις το στόμα σου, αέρα δεν έχει για να στείλεις τη φωνή σου. Όλα λείπουν απόψε. Φοβάσαι. Σε τι μνήμη θα σκοντάψει το επόμενο βήμα σου;

Περνάς από τ’ ακατοίκητο σπίτι, ξεκολλάς το μαύρο σταυρό της Ανάστασης από τ’ ανώφλι, τον κρεμάς στο λαιμό σου και πηγαίνεις στην εκκλησιά. Γονατίζεις δίπλα στην Ωραία Πύλη.

Ώρα μετά, κατεβαίνει αθόρυβα απ’ την εικόνα της η Παναγία. Φοράει τα ρούχα της μάνας σου. Σε πιάνει απ’ το χέρι και βγαίνετε στην αυλή. Κάνεις να της μιλήσεις, μα η φωνή δένεται στο λαιμό σου. Ξαναδοκιμάζεις – τίποτα. Στην ποταμιά άρχισε να βρέχει.

Η Παναγία κάθεται στο πεζούλι. Στέκεσαι όρθιος μπροστά της και ξεκρεμάς το ταγάρι σου. Βγάζεις από μέσα τα σοδήματα σου και τ’ απιθώνεις στα γόνατα της: λωτούς που δεν έφαγες, ελπίδες που έχουνε λήξει, κρίματα και παράπονα κι ανεπίδοτες επιστολές, ανορθόγραφα ψεύδη και μισοδαγκωμένους έρωτες, υποσχέσεις που δεν τήρησες, όνειρα που κράτησαν το χρώμα τους, κι άλλα πάθη κι ενοχές και συγνώμες που σε πνίγανε.

Η Παναγία τα έδεσε σαν αντίδωρο στην ποδιά της. Και συ την παρακάλεσες να τα φυλάξει όλη τη νύχτα για να ταΐσει τα πουλιά την άλλη μέρα.

Κι ανάλαφρος πια, σαν ίσκιος, τρέχεις στις στράτες και μαζεύεις τα ψίχουλα που είχαν πέσει παλιά απ’ το παιδικό σου χέρι, και τ’ άλλα που είχαν πέσει απ’ την ψυχή σου, τις χαρές και τα κλάματα μαζεύεις και το μαντίλι που άρπαξε ο βοριάς απ’ το χέρι της μάνας σου όταν για πρώτη φορά σε ξεκινούσε στην πάνω ράχη.

Κι όταν φτάνεις στη ρούγα με τις κουτσουπιές, σκύβεις ευλαβικά και παίρνεις απ’ την άσπρη πέτρα το αίμα που είχε στάξει κάποτε απ’ το γόνατο σου και μεταλαβαίνεις.

Μάνθος Σκαργιώτης
(Δημοσιεύτηκε στα «Τζουμερκιώτικα Χρονικά» το 2002)



ΚατηγορίεςΔιάφορα

Tags:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading