Κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου στα δάση των Ιονίων νήσων
Το Αργοστόλι και ο Αίνος, Κεφαλονιά
Views in the Seven Ionian Islands by Edward Lear, 1863
[πηγή: Travelogues «Με το βλέμμα των Περιηγητών»
Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη]
Σόφη Παυλάκη,
Δικηγόρος
Στα δάση των Ιονίων νήσων δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο θεσπίσθηκε με το βδ/γμα της 16.11.1836 «Περί ιδιωτικών δασών», αλλά το Δημόσιο, ισχυριζόμενο ότι η δασική έκταση είναι δημόσια, οφείλει να το αποδείξει επικαλούμενο τον ειδικό λόγο κτήσεως της κυριότητάς του με έναν από τους προβλεπόμενους τρόπους κτήσεως κυριότητας του Ιονίου Αστικού Κώδικα ή του Αστικού Κώδικα (μετά την 23.2.1946), δηλαδή είτε με τίτλο αγοράς ή δωρεάς, είτε με διαθήκη ή κατάληψη αδεσπότου ή ενδεχομένως βάσει κάποιου ειδικού νόμου.
Με την απόφαση υπ΄ αριθ. 720/2015 του Γ΄ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου[1] έγινε δεκτό ότι από τον συνδυασμό των ορισμών του Συντάγματος του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων της 13ης-29ης Δεκεμβρίου 1817,[2] των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου της 6ης και 7ης Ιουνίου 1830, της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως της 9ης Ιουλίου 1832 και του ν. ΡΝ/1866 «Περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας»[3] συνάγεται ότι επί των δασών της Επτανήσου το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητας, αφού κατά την ένωσή της με την Ελλάδα, ουδέν έλαβε, ούτε ως διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώριο (ή εγχώρια ή κοινή) περιουσία κάθε Νήσου, δεδομένου ότι αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων κάθε Νήσου. Ειδικότερα δε για την Κεφαλονιά, η διανομή της εγχώριας περιουσίας της ρυθμίστηκε με τον ν. 41/1878.
Επομένως, στα δάση της Επτανήσου δεν μπορεί να έχει εφαρμογή το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του ελληνικού Δημοσίου, που θεσπίστηκε από το βασιλικό δ/γμα της 16.11.1836 «Περί ιδιωτικών δασών», με το οποίο αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, από την έναρξη ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες βάσει εγγράφου αποδείξεως της Τουρκικής αρχής ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από τη Γραμματεία των Οικονομικών, εφ΄ όσον υποβάλλονταν σε αυτήν εντός έτους από τη δημοσίευση του ως άνω βδ/τος.[4]
Συνεπώς, προκειμένου περί δασών στην Επτάνησο μόνη η επίκληση από το ελληνικό Δημόσιο και σε περίπτωση αμφισβήτησης, η απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης, δεν αρκεί για τη θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας επ΄ αυτής, αλλ΄ απαιτείται προς παραδοχή της κυριότητας του Δημοσίου η επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, η απόδειξη της κτήσεως κατά έναν από τους προβλεπόμενους τρόπους κτήσης κυριότητας κατά τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή, μετά την 23.2.1946, κατά τον Αστικό μας Κώδικα ή ενδεχομένως από κάποιον ειδικό νόμο.[5]
Τοπίο στην ορεινή Κέρκυρα
[πηγή: διαδίκτυο]
Στην προκείμενη περίπτωση, επίδικο είναι ένα ακίνητο, επιφανείας 2.808 τ.μ., στην επαρχία Σάμης νομού Κεφαλληνίας, που αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, συνολικής επιφανείας επτά (7) στρεμμάτων.[6] Οι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος[7] κατείχαν και νέμονταν το όλο ακίνητο των επτά (7) στρεμμάτων, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, όπως ελέχθη, αρχικά με τις προϋποθέσεις του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα για την απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή συνεχώς, αδιακόπως, ειρηνικώς, αναμφιβόλως και επί λόγω κυριότητας, εν συνεχεία δε (από 23.2.1946) με τις προϋποθέσεις του Αστικού Κώδικα, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα το επόπτευαν, επιμελούνταν των ορίων του, το εκμίσθωναν σε κτηνοτρόφους της περιοχής και εισέπρατταν τα μισθώματα, όπως αποδείχθηκε κατά την επ΄ ακροατηρίω διαδικασία. Τις ίδιες πράξεις νομής συνέχισε να ενεργεί επί του επιδίκου, μετά τη γενόμενη εξώδικη διανομή του όλου ακινήτου, ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, στον οποίο τούτο περιήλθε, με συνέπεια να έχει καταστεί κύριος αυτού, εκτός από τον παράγωγο τρόπο και με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας και τη νομή των δικαιοπαρόχων του. Επομένως ο ενάγων, εφ΄ όσον απέκτησε από κύριο, από της μεταγραφής του ενδίκου συμβολαίου γονικής παροχής έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου.
Ωστόσο το εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο, με σχετική από 16.3.2007 πράξη του οικείου Διευθυντή Δασών, χαρακτήρισε το επίδικο κατά ένα τμήμα του, επιφανείας 1.124,85 τ.μ., ως δασική έκταση και κατά το υπόλοιπο τμήμα του, επιφανείας 1.683,13 τ.μ., ως χορτολιβαδική έκταση, που ανήκαν στην κυριότητά του, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητα του ενάγοντος επί του εν λόγω ακινήτου. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι μόνη η δασική μορφή της έκτασης δεν αποτελεί απόδειξη ή τεκμήριο για τη θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, αφού σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, στα δάση των Ιονίων Νήσων δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, που θεσπίστηκε με το βδ/γμα της 16.11.1836 «Περί ιδιωτικών δασών», αλλά το Δημόσιο ισχυριζόμενο ότι η δασική έκταση είναι δημόσια οφείλει να το αποδείξει, επικαλούμενο τον ειδικό λόγο κτήσης της κυριότητας αυτής με έναν από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή από τον Αστικό Κώδικα (μετά την 23.2.1946) τρόπους κτήσης κυριότητας, δηλαδή τον τίτλο αγοράς ή δωρεάς, διαθήκη, κατάληψη αδεσπότου ή ενδεχομένως βάσει κάποιου ειδικού νόμου.
Επομένως, εφ΄ όσον το εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Ιονίου Κράτους, δεν έλαβε κανένα περιουσιακό στοιχείο της διανεμηθείσης επιχωρίου περιουσίας και ως εκ τούτου δεν έχει εφαρμογή το από 16.11.1836 βασιλικό διάταγμα, που αναγνωρίζει τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για τις αποτελούσες δάση εκτάσεις, οφείλει να διαχειρίζεται ως δημόσια μόνο τα δάση ή τις δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, για τις οποίες έχει πράγματι αποκτήσει κυριότητα με νόμιμους τίτλους ή χρησικτησία και όχι όλα τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, των οποίων η κυριότητα δεν έχει κριθεί διοικητικά ή δικαστικά έναντι αυτού.
«.. Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι ..»
Κ.Π. Καβάφης
.
[πηγή: διαδίκτυο]
——– ♦ ——–
[1] Βλ. ΑΠ 720/2015 σε: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» (ΠερΔικ) τ. 2/2016, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη. Η ένδικη διαφορά ξεκίνησε με την από 14.12.2007 αγωγή, που κατατέθηκε στο Μονομελούς Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση υπ΄ αριθ. 23/2009, εν συνεχεία δε η υπ΄ αριθ. 35/2014 του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με την από 10.6.2014 ένδικη αίτηση ζητήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο η αναίρεση της ως άνω αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Η υπόθεση αφορά τις διατάξεις των άρθρων 422-429 του Ιονίου Αστικού Κώδικα, ο οποίος ίσχυσε στην περιοχή πριν από την ένωση των Ιονίων Νήσων με την Ελλάδα κατά το έτος 1864 και των άρθρων 1, 2, 14-16 του ν. της 21.6-10.7.1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων».
[2] Κεφ. Α΄ άρθρο 2, Κεφ. Δ΄ Τμήμα α΄ άρθρα 1, 2, 4 και 6 και Τμήμα β΄ άρθρο 6.
[3] Άρθρα 10, 11, 13 και 14.
[4] Τούτο καθιερώθηκε νομοθετικά με το άρθρο 62 § Ι εδάφ. β΄ του ν. 998/1979, στο οποίο ορίζεται ότι: «Κατ΄ εξαίρεσιν η διάταξις της παρ. 1 εδάφ. α΄ του ιδίου άρθρου (που καθιερώνει τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων) δεν ισχύει εις τας περιφερείας των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων».
[5] ΑΠ 340/1985, σε: περιοδικό Νομικό Βήμα (ΝοΒ), περιοδική έκδοση Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, τ. 34 σ. 76.
[6] Το ακίνητο αυτό περιήλθε στον απώτατο δικαιοπάροχο του ενάγοντος με αγορά, αρχικά κατά το ήμισυ προς τα δυτικά με σχετικό από 18.7.1927 συμβόλαιο και στη συνέχεια κατά το ήμισυ προς τα ανατολικά με από 10.2.1930 συμβόλαιο, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα. Ο ανωτέρω απεβίωσε την 26.11.1936 χωρίς να έχει συντάξει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του, η οποία απεβίωσε την 20.1.1968 και τις δύο θυγατέρες τους, οι οποίες με σχετική από 1.7.1971 πράξη αποδοχής κληρονομίας, απεδέχθησαν την επαχθείσα σε αυτές κληρονομία των γονέων τους και κατέστησαν συγκύριες επί του ως άνω ακινήτου. Ακολούθως, με το από 1.7.1971 συμβόλαιο, οι ανωτέρω συγκύριες μεταβίβασαν το ένδικο ακίνητο με δωρεά στους ενάγοντες, κατόπιν δε εξώδικης διανομής μεταξύ των συγκυρίων αδελφών, συνετάγη το από 18.11.2006 διανεμητήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου το επίδικο ακίνητο περιήλθε στον πατέρα του ενάγοντος, ο οποίος με το 28.12.2006 συμβόλαιο γονικής παροχής το μεταβίβασε στον ενάγοντα.
[7] Ενάγων καλείται το πρόσωπο που ασκεί την αγωγή. Εναγόμενος είναι εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή.
.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 25.10.2016
ΚατηγορίεςΔασικά Οικοσυστήματα, Νομοθεσία
Απάντηση