Επιμέλεια κειμένου:
Φρειδερίκη Χαραλαμπίδου Παπαθεμελή*
Με τον όρο πανίδα ή πανίσκη στην καθαρεύουσα: πανίς χαρακτηρίζεται το σύνολο των ζώων. Η προέλευση της λέξης πανίδας έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, από την Μυθολογία πηγάζει η μορφή του θεού Πάνα. Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι, φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάν απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλον τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Η εμφάνιση του Παν στην Ελληνική Μυθολογία φαίνεται να ανάγεται στον 7ο αιώνα π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή που είχε, με δύο κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα τον οποίο και μετέφερε στον Όλυμπο όπου και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι και τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες, οπότε και έγινε φίλος του Διονύσου και εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού.
Ο Πάνας φημολογείται ανάλογα με την περιοχή ότι είναι καρπός του έρωτα ανάλογα:
- (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
- (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.
- Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή
- Του Ουρανού και της Γης, ή
- Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή τέλος
- Του Απόλλωνα και της Οινόης.
Ο Πάν ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε τον χώρο του, δηλαδή την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται και ο ίδιος επιβήτορας ακόμη και αυτών. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή και περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με τον ποιμενικό του αυλό, την σύριγγα. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύριγγα (αρχαία: Σύριγξ) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία, προκειμένου να τον αποφύγει, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ΄ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του.

Ο Παν και οι Νύμφες, μαρμάρινο αναθηματικό ανάγλυφο, υπό του Νεοπτόλεμου του Μελιτέως, 330 π.Χ. (Στοά του Αττάλου – Αθήνα). Βρέθηκε κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας
Οι ερωτικές περιπέτειες που είχε με τις διάφορες Νύμφες είναι πολλές, σημαντικότερη των οποίων φέρεται εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης (ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης).
Χαρακτηριστικός, επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές, επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του “παν – παν – παν”, με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, να καταληφθούν από πανικό λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν.
Η λατρεία του θεού Πάνα επεκτάθηκε και στην αιγυπτιακή πόλη Χέμμιν, την “Πανόπολη” των αρχαίων Ελλήνων, όπου ο Πάν ταυτιζόταν με τον θεό Μιν. Στην δε Ρώμη συνδυάστηκε με τον Λούπερκο, προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Λουπερκάλια. Επίσης στη ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί φιλόσοφοι αλλά και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα σε θεό του “σύμπαντος κόσμου” (εκ του παν = όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους δε ύστερους χρόνους της αρχαιότητας ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι, με την έλευση του Χριστιανισμού, η μορφή του Πάνα αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν, αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης (Εωσφόρος).
Τα ιερά του δένδρα είναι η δρυς και η πίτυς. Σύμβολά του η σύριγγα (ο αυλός του) και η σφενδόνη. Στις θυσίες που του πρόσφεραν περιλαμβάνονταν αγελάδες, κριάρια και πρόβατα καθώς γάλα και μέλι.
Πολλοί καλλιτέχνες όπως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις εμπνεύστηκαν από τον Πάνα και δημιούργησαν γλυπτά που διασώζονται ακόμα. Η επιρροή του στην τέχνη άγγιξε επίσης σύγχρονους καλλιτέχνες με αποκορύφωση τον Πικάσο.
«Ένα άρθρο αφιερωμένο σε όσους αγαπούν και σέβονται την Πανίδα, στους δασικούς υπαλλήλους του Δασαρχείου Έδεσσας καθώς και στους καθηγητές που μεταβιβάζουν το πάθος τους και τις γνώσεις τους στους νεότερους του κλάδου»
.
——– ♦ ——–
Πηγή: Βικιπαίδεια
΄
* Η Φρειδερίκη Χαραλαμπίδου Παπαθεμελή είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης..
ΚατηγορίεςΆγρια Ζωή
Απάντηση