Δαπάνες προστασίας και αποκατάστασης μνημείων και διατηρητέων

Δαπάνες προστασίας και αποκατάστασης μνημείων και διατηρητέων

Σόφη Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος
sophiepavlaki@gmail.com

nazi-xaniaΗ Σύρος το 1920
[http://www.ethnos.gr/]

«Αισθάνομαι ιδιαίτερη έλξη για τα μνημεία, είπε.
Όταν βρίσκομαι σε μιαν άγνωστη πόλη, πρώτα αυτά
γυρίζω και κοιτώ. Συλλογίζομαι πόσες ασήμαντες
πράξεις προετοιμάζουν μιαν εξαιρετική».

Τάσος Αθανασιάδης «Η Αίθουσα του Θρόνου»

Η φράση «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;» παρά την ευρύτερη επικράτηση της χρήσης της σε κάθε είδους συναλλαγές και στον καθημερινό και πολιτικό βίο των Ελλήνων, είναι κυριολεκτική, συνδεόμενη ιστορικά με το πραγματικό γεγονός της χρηματοδότησης από τον Γεώργιο Αβέρωφ της ανακατασκευής ενός από τα πλέον επιφανή μνημεία της Αθήνας, του Καλλιμάρμαρου Σταδίου, εν όψει της τέλεσης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896… Στις μέρες μας, η διατήρηση αναλλοίωτης της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι υπόθεση που ενδιαφέρει μόνο τους ιδιοκτήτες των προστατευόμενων μνημείων και κτηρίων, αλλά και το κοινωνικό σύνολο και μάλιστα τόσο τη σύγχρονη γενιά όσο και τις επερχόμενες. Σύμφωνα με τη σχολιαζόμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, όταν η δαπάνη για την ανακατασκευή ή την επισκευή μνημείων και προστατευόμενων κτηρίων συνεπάγεται υπέρμετρη επιβάρυνση για τον ιδιοκτήτη, ανακύπτει υποχρέωση του Δημοσίου για συμμετοχή σε αυτήν, αφού κατά την παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος, η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.

Ι. Ιστορικό πλαίσιο

Η φράση «ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;» παρά την ευρύτερη επικράτηση της κοινής χρήσης της σε κάθε είδους συναλλαγές και στον καθημερινό και πολιτικό βίο των Ελλήνων, είναι κυριολεκτική συνδεόμενη ιστορικά με το πραγματικό γεγονός της χρηματοδότησης από τον Γεώργιο Αβέρωφ της ανακατασκευής ενός από τα πλέον επιφανή μνημεία της Αθήνας, του Καλλιμάρμαρου Σταδίου, εν όψει της τέλεσης των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Η ανοικοδόμηση του Σταδίου είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα. Κι ενώ το έργο ήδη ετοιμαζόταν με γοργό ρυθμό για τη φιλοξενία των Αγώνων, οι υπεύθυνοι διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν χρήματα για την απαιτούμενη αναμαρμάρωση του σταδίου. «Το λευκό μάρμαρο», όπως ιστορείται[1] «μόλις είχε φθάσει σε μεγάλους όγκους από τα λατομεία της Πεντέλης και περίμενε τους εργάτες να πιάσουν δουλειά». Όταν ο δήμαρχος της Αθήνας ρώτησε: «Ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο;» η απάντηση ήταν ομόφωνη: «ο Αβέρωφ!».

4-001 α. Το εργοτάξιο του Καλλιμάρμαρου σταδίου πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.
β. Το Καλλιμάρμαρο στάδιο με τα προπύλαιά του πριν την κατεδάφισή τους το 1952
[http://www.mixanitouxronou.gr/]

«Σε λίγο το χωμάτινο εργοτάξιο δεν θα υπήρχε και στη θέση του θα είχε οικοδομηθεί ένα λαμπρό μνημείο, το Καλλιμάρμαρο».[2] Η τότε Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων προγραμμάτισε την αναμαρμάρωση του αρχαίου σταδίου με δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ ύψους 1.000.000 δραχμών. Το σχέδιο ανακατασκευής ανατέθηκε στον Αναστάσιο Μεταξά, ο οποίος ακολούθησε πιστά το σχέδιο του αρχαίου μνημείου του Ηρώδη. Χρησιμοποιήθηκε λευκό πεντελικό μάρμαρο, στο οποίο το μνημείο οφείλει και την ονομασία του «Καλλιμάρμαρο», η δε χωρητικότητά του ξεπερνούσε τους 60.000 θεατές. Οι πρώτοι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες του σύγχρονου κόσμου ξεκίνησαν με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 25 Μαρτίου και έληξαν στις 3 Απριλίου 1896, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Τη νίκη του Μαραθωνίου, του δημοφιλέστερου των αγωνισμάτων, απέσπασε ο Έλληνας Σπύρος Λούης. Στο Καλλιμάρμαρο (Παναθηναϊκό) Στάδιο ακούστηκε για πρώτη φορά ο Ολυμπιακός Ύμνος σε στίχους του Κωστή Παλαμά μελοποιημένους από τον Σπύρο Σαμάρα. Εν τέλει, το στάδιο πήρε τη σημερινή του μορφή το έτος 1900, με νέα έργα μαρμάρωσης. Τότε ανεγέρθηκε και ο ανδριάντας του Γεωργίου Αβέρωφ, έργο του γλύπτη Γ. Βρούτου, στη δεξιά πλευρά της εισόδου του σταδίου προς τιμήν του μεγάλου εθνικού ευεργέτη.

Το περιστατικό αυτό καταδεικνύει πως η συνταγματικά κατοχυρωμένη αξίωση προστασίας των μνημείων και συναφών στοιχείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς ιστορικά συνδέθηκε με σημαντικά ζητήματα που εγείρονται όσον αφορά την ευθύνη και το αναφυόμενο σχετικό κόστος ανακατασκευής, συντήρησης και αποκατάστασής τους εκ μέρους των ιδιοκτητών και νομέων τους καθώς και με την αναγκαστική συμμετοχή των αρμοδίων φορέων της Πολιτείας στο κόστος αυτό σε περίπτωση αντικειμενικής αδυναμίας των υποχρέων ν΄ ανταποκριθούν στη σχετική δαπάνη που τους βαρύνει.

ΙΙ. Η απόφαση ΣτΕ 85/2016 και το νομοθετικό πλαίσιο της υπόθεσης

Στο πλαίσιο αυτό, με την πρόσφατη απόφαση υπ΄ αριθ. 85/2016[3] του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν θέματα προστασίας μνημείων, επιβολής περιορισμών και υποχρέωσης αποκατάστασής τους στην αρχική τους μορφή καθώς επίσης και τα σχετικά με τις δαπάνες αποκατάστασης και συντήρησής τους. Η υπόθεση αφορούσε εκδίκαση αιτήσεως ακυρώσεως, με την οποία οι αιτούσες, φερόμενες ως συνιδιοκτήτριες ενός κτίσματος χαρακτηρισθέντος ως έργου τέχνης στην Ερμούπολη Σύρου, ζητούσαν την ακύρωση αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού, δυνάμει της οποίας είχε εγκριθεί σχετικό πόρισμα της Επιτροπής του άρθρου 41 του ν. 3028/2002 για τη λήψη άμεσων μέτρων προστασίας του.

syrosΗ Σύρος

Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, στο άρθρο 24 παρ. 1 και 6 του Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001, ορίζονται τα εξής:

«1. Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας […]
6. Τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το Κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών».

Με τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος καθιερώνεται αυξημένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, δηλαδή των μνημείων και λοιπών στοιχείων που προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η προστασία της κληρονομιάς αυτής, που συνίσταται στη διατήρηση στο διηνεκές αναλλοίωτων των μνημείων όσο και του χώρου που τα περιβάλλει, συνεπάγεται τη δυνατότητα επιβολής των αναγκαίων μέτρων και περιορισμών της ιδιοκτησίας. Οι περιορισμοί αυτοί, που ρυθμίζονται αποκλειστικά από το παραπάνω άρθρο 24 του Συντάγματος, μπορεί να έχουν ευρύτερο περιεχόμενο από τους γενικούς περιορισμούς της ιδιοκτησίας, τους οποίους επιτρέπει το άρθρο 17 του Συντάγματος στη διαμόρφωση του περιεχομένου της σχετικής εξουσίας του νομοθέτη. Δεν μπορεί όμως να εκτείνονται με τρόπο που να θίγουν το ελάχιστο ανεκτό όριο των εξουσιών της ιδιοκτησίας, όπως διαμορφώνεται εν όψει του σκοπού του άρθρου 24 του Συντάγματος και της φύσεως του προστατευομένου αγαθού. Τότε δημιουργείται, κατά την παρ. 6 του άρθρου αυτού, υποχρέωση αποζημίωσης του θιγομένου ιδιοκτήτη, την οποία θα καθορίσουν τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.

Σύμφυτη με την έννοια της κρατικής προστασίας των μνημείων και λοιπών στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομίας είναι η δυνατότητα επιβολής στους ιδιοκτήτες και νομείς όχι μόνο των ως άνω περιορισμών, αλλά και της υποχρέωσης να τα αποκαταστήσουν στην αρχική τους μορφή, όταν έχουν φθαρεί από τον χρόνο ή από ανθρώπινες ενέργειες ή οποιαδήποτε άλλα περιστατικά καθώς επίσης και η δυνατότητα επιβολής της υποχρέωσης να τα διατηρήσουν αναλλοίωτα. Χωρίς τη δυνατότητα αυτή η κρατική προστασία των μνημείων θα έχανε την αποτελεσματικότητα, αν μη και το νόημά της, αφού η ενδεχόμενη αδράνεια ή αμέλεια του ιδιοκτήτη θα είχε ως αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζεται έγκαιρα η φθορά των χαρακτηριστικών στοιχείων των μνημείων, την οποία προκαλεί ο χρόνος, με συνέπεια την καταστροφή τους.

8-001 Διατηρητέο κτήριο και τα «Προσφυγικά» της Λεωφ. Αλεξάνδρας στην Αθήνα

Περαιτέρω, όπως έκρινε το Δικαστήριο, τις δαπάνες για την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων επωμίζεται ο ιδιοκτήτης ή νομέας των εν λόγω ακινήτων, εφ΄ όσον δεν υπερβαίνουν ένα εύλογο, κατά την κρίση του δικαστή, όριο. Οσάκις όμως οι δαπάνες αυτές υπερβαίνουν το εύλογο όριο, πηγάζει απ΄ ευθείας από το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος αξίωση του ιδιοκτήτη ή νομέα του ακινήτου για συμμετοχή του Δημοσίου ή του οικείου Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως στην εν λόγω δαπάνη, της οποίας το μέτρο θα καθορισθεί από τον δικαστή. Δεδομένου ότι η διατήρηση αναλλοίωτης της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν είναι υπόθεση που ενδιαφέρει μόνο τους ιδιοκτήτες των προστατευομένων μνημείων και κτηρίων, αλλά και το κοινωνικό σύνολο και μάλιστα τόσο τη γενιά που υπάρχει όσο και τις επερχόμενες, όταν η δαπάνη για την ανακατασκευή ή επισκευή τους συνεπάγεται υπέρμετρη για τον ιδιοκτήτη επιβάρυνση, ανακύπτει υποχρέωση του Δημοσίου ή άλλων αρμοδίων φορέων για συμμετοχή σε αυτήν, αφού κατά την παρ. 1 του άρθρου 24 του Συντάγματος η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους.[4]

Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 24 με τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος, με τις οποίες προστατεύεται η ιδιοκτησία, προκύπτει ότι τα εμπράγματα δικαιώματα, όπως η κυριότητα, προστατεύονται στο πλαίσιο του προορισμού του ακινήτου· ο προορισμός αυτός περιλαμβάνει το φάσμα των επιτρεπτών χρήσεών του, οι οποίες καθορίζονται είτε απ΄ ευθείας από συνταγματικές διατάξεις, είτε από τον νομοθέτη ή κατ΄ εξουσιοδότησή του, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση.[5] Σύμφωνα δε με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας,[6] οι επιβαλλόμενοι από το Σύνταγμα ή τον νόμο περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση με αυτόν.[7] Όπως έχει κριθεί, από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)[8] προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση επέμβασης στην περιουσία προσώπου, πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων γενικού συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και των αξιώσεων προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του προσώπου. Για τη στάθμιση αυτή λαμβάνεται υπ΄ όψη -μεταξύ άλλων κριτηρίων- και η αναγνώριση δικαιώματος αποζημίωσης του θιγομένου.[9]

Ο νομοθέτης στην πρώτη συστηματική εκδήλωση ενδιαφέροντος για την πολιτιστική κληρονομιά, που έγινε με το προεδρικό διάταγμα της 9-24.8.1932 «Περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του ν. 5351 περί αρχαιοτήτων κ.λπ.» (Α΄ 275), επέβαλε με ρητή διάταξη στους ιδιοκτήτες μνημείων την υποχρέωση να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες συνδεόμενες με την επισκευή τους. Ειδικότερα, στα εδάφια 6 και 7 του άρθρου 52 του εν λόγω πδ/τος όρισε ότι:

«Τας επισκευάς όσαι διά γνωμοδοτήσεως του αρχαιολογικού συμβουλίου επιβάλλεται να γίνωσιν εις αρχαία ή ιστορικά κτήρια, ανήκοντα εις ιδιώτας ή άλλα νομικά πρόσωπα, οφείλουσιν ούτοι απροφασίστως και άνευ αναβολής να εκτελώσι ιδία δαπάνη. Εν περιπτώσει αδυναμίας ή αρνήσεως των ενδιαφερομένων να προβώσιν εις την εκτέλεσιν των υποδεικνυομένων έργων, το δημόσιον εκτελεί τας επισκευάς καταβάλλον αυτό την δαπάνην. Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει δύναται να καταλαμβάνη τα εις Μονάς, Κοινότητας ή άλλα νομικά πρόσωπα ανήκοντα μνημεία ή και να απαλλοτριοί λόγω δημοσίας ανάγκης τα εις ιδιώτας ανήκοντα (άρθρο 15 ν. 2447)».

67-001 Διατηρητέα αρχοντικά στους παραδοσιακούς οικισμούς Καστοριάς και Τσαγκαράδας Πηλίου

Τα εδάφια αυτά αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 5 του άρθρου 32 του ν. 1337/1983 (Α΄ 33), ως εξής:

«Οι επισκευές, όσες κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Αρχαιολογικού Συμβουλίου επιβάλλεται να γίνουν σε αρχαία ή ιστορικά κτήρια που ανήκουν σε ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα, πρέπει να εκτελούνται από τους ίδιους απροφασίστως και χωρίς αναβολή, με δική τους δαπάνη. Σε περίπτωση αρνήσεως των ενδιαφερομένων να εκτελέσουν τα υποδεικνυόμενα έργα, το Δημόσιο εκτελεί τις επισκευές με δική του δαπάνη. Σε αυτήν όμως την περίπτωση μπορεί να καταλογίζει τη σχετική δαπάνη σε βάρος των υποχρέων. Οι ιδιοκτήτες ή νομείς των κτηρίων αυτών έχουν την υποχρέωση να δέχονται τις πιο πάνω παρεμβάσεις. Σε περίπτωση όμως που οι υπόχρεοι βρίσκονται σε αδυναμία να αντιμετωπίσουν αυτή τη δαπάνη, μπορεί το σύνολο ή μέρος της δαπάνης επισκευών να αναληφθεί από το Δημόσιο.

Με πδ/γμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών, μπορεί να ρυθμιστούν οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, τα αρμόδια για κάθε περίπτωση όργανα, οι διοικητικές κυρώσεις για πράξεις ή παραλείψεις που αντιβαίνουν στις πιο πάνω διατάξεις και κάθε σχετική ή συμπληρωματική λεπτομέρεια».

Εν συνεχεία, με την παρ. 4 του άρθρου 32 του ν. 1337/1983[10] επεβλήθη στους ιδιοκτήτες ή νομείς κτηρίων χαρακτηρισθέντων διατηρητέων κατ΄ άρθρο 79 παρ. 6 του ΓΟΚ/1973,[11] σε αρμονία προς τα άρθρα 24 και 17 του Συντάγματος,[12] η υποχρέωση να προβαίνουν με δικές τους δαπάνες τόσο στις αναγκαίες ενέργειες (επίβλεψη, επισκευές) για τη διατήρηση των χαρακτηριστικών στοιχείων των εν λόγω κτηρίων όσο και στην ανακατασκευή τους, σύμφωνα με τις υποδείξεις της αρμόδιας Επιτροπής Ενάσκησης Αρχιτεκτονικού Ελέγχου, σε περίπτωση καταστροφής τους από οποιαδήποτε αίτια. Εφ΄ όσον όμως η δαπάνη επισκευής ή ανακατασκευής υπερβαίνει ορισμένα εύλογα όρια, τα οποία καθορίζονται από τη σχέση δαπάνης και προσόδου από την εκμετάλλευση του ακινήτου, αν η φθορά δεν προήλθε από σκόπιμη ενέργεια του ιδιοκτήτη, το Δημόσιο ή ο οικείος ΟΤΑ υποχρεούνται να αναλάβουν το σύνολο ή μέρος της δαπάνης αυτής στο μέτρο που υπερβαίνει τα ως άνω όρια σύμφωνα με τους ειδικότερους ορισμούς προεδρικού διατάγματος εκδοθέντος κατόπιν προτάσεως του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ. Κατ΄ εξουσιοδότηση της διατάξεως αυτής εκδόθηκε το πδ/γμα της 15-28.4.1988 (Δ΄ 317),[13] το οποίο, κατ΄ άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, εφαρμόζεται σε περίπτωση καταστροφής ή αλλοίωσης, μεταξύ άλλων, κτηρίων ευρισκομένων σε παραδοσιακούς οικισμούς[14] και προβλέπει συμμετοχή του Κράτους ή του οικείου ΟΤΑ στη δαπάνη επισκευής ή ανακατασκευής του κτηρίου, όταν αυτή υπερβαίνει ένα εύλογο όριο, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 3 επ. του ιδίου ως άνω δ/τος.

Τέλος, ο ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α΄ 153), με τις διατάξεις του οποίου οργανώθηκε εξ υπαρχής η προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Άρθρο 10
1. Απαγορεύεται κάθε ενέργεια σε ακίνητο μνημείο, η οποία είναι δυνατόν να επιφέρει με άμεσο ή έμμεσο τρόπο καταστροφή, βλάβη, ρύπανση ή αλλοίωση της μορφής του …
4. Για κάθε εργασία, επέμβαση ή αλλαγή χρήσης σε ακίνητα μνημεία, ακόμη και αν δεν επέρχεται κάποια από τις συνέπειες της παρ. 1 σε αυτά, απαιτείται έγκριση, που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου.
5. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης για την αποτροπή άμεσου και σοβαρού κινδύνου είναι δυνατή η επιχείρηση εργασιών αποκατάστασης βλάβης που δεν αλλοιώνει τα υπάρχοντα κτηριολογικά, αισθητικά και άλλα συναφή στοιχεία του μνημείου χωρίς την έγκριση που προβλέπεται στις παρ. 3 και 4, μετά από άμεση και πλήρη ενημέρωση της Υπηρεσίας, η οποία μπορεί να διακόψει τις εργασίες με σήμα της.
6. Στις περιπτώσεις που απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αυτή προηγείται από τις άδειες άλλων αρχών που αφορούν την επιχείρηση ή την εκτέλεση του έργου ή της εργασίας και τα στοιχεία της αναγράφονται με ποινή ακυρότητας στις άδειες αυτές. Η έγκριση χορηγείται μέσα σε τρεις (3) μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης […]

Άρθρο 11
1. … 2. Ο κύριος ή ο νομέας μνημείου υποχρεούται να μεριμνά για την άμεση εκτέλεση των εργασιών συντήρησης, στερέωσης ή προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με δική του δαπάνη και υπό την εποπτεία και τις υποδείξεις της Υπηρεσίας σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 40 και 41. Αν ο κύριος ή ο νομέας αδρανεί, την ίδια υποχρέωση έχει ο κάτοχος, ο οποίος μπορεί να αναχθεί κατά του κυρίου ή του νομέα. Αν η Υπηρεσία κρίνει ότι καθυστερεί η εκτέλεση των εργασιών συντήρησης ή στερέωσης για οποιονδήποτε λόγο ή ότι αυτές είναι ανεπαρκείς, μπορεί να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, διατηρώντας τη δυνατότητα να καταλογίζει το σύνολο ή μέρος της σχετικής δαπάνης σε βάρος των υποχρέων κατά τις σχετικές περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων διατάξεις […]

Άρθρο 40
Εργασίες σε ακίνητα μνημεία
1. Οι εργασίες σε ακίνητα μνημεία και ιδίως η συντήρηση, η στερέωση, η αποκατάσταση, η αναστήλωση … αποσκοπούν στη διατήρηση της υλικής υπόστασης και της αυθεντικότητάς τους, την ανάδειξη και εν γένει στην προστασία τους. Διενεργούνται σύμφωνα με μελέτη, η οποία εγκρίνεται από την Υπηρεσία ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου ή αν αυτές είναι μείζονος σημασίας, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου …
2. Επείγουσες εργασίες συντήρησης και στερέωσης διενεργούνται με μέριμνα της Υπηρεσίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και χωρίς άλλη διατύπωση.
3. Εάν οι αναφερόμενες στο παρόν και στα άρθρα 41 και 42 εργασίες εκτελούνται από την Υπηρεσία, δεν απαιτείται η έκδοση οικοδομικής άδειας […]

Άρθρο 41
Προστασία ετοιμόρροπων μνημείων
1. Αν ο φέρων οργανισμός ενός μνημείου μεταγενέστερου του 1453 έχει υποστεί επικίνδυνες βλάβες και είναι έτοιμος να καταρρεύσει, συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού πενταμελής επιτροπή αποτελούμενη από έναν αρχιτέκτονα, έναν συντηρητή και έναν πολιτικό μηχανικό, υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, έναν αρχαιολόγο και έναν ιστορικό ή ιστορικό τέχνης ή δύο αρχαιολόγους, υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, αν το μνημείο χρονολογείται μέχρι το 1830 ή έναν αρχιτέκτονα της αρμόδιας πολεοδομικής αρχής και έναν ιστορικό ή έναν ιστορικό τέχνης, αν το μνημείο είναι νεότερο. Η επιτροπή ελέγχει την κατάστασή τους και προτείνει μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι διαφυλάσσεται η αυθεντικότητα του μνημείου, στα οποία περιλαμβάνονται και οι αναγκαίες εργασίες για την υποστύλωση, την προσωρινή στερέωση του κτηρίου, την αποξήλωση ετοιμόρροπων τμημάτων, τη συλλογή αρχιτεκτονικών μελών, την απομάκρυνση διακοσμητικών στοιχείων που κινδυνεύουν καθώς και την ασφάλεια των ενοίκων ή των διερχομένων […]
3. Επείγουσες εργασίες προστασίας ετοιμόρροπων μνημείων γίνονται με μέριμνα της Υπηρεσίας χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και χωρίς άλλη διατύπωση […]
5. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων».

arxontika Παραδοσιακά αρχοντικά στη Βλάστη Ν. Κοζάνης και στο Ναύπλιο

Κατ΄ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως, εκδόθηκε μετά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, η απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ΥΠΠΟ/ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/27744/ 27.3.2009 «Προστασία ετοιμόρροπων Μνημείων» (Β΄ 627), με την οποία ρυθμίζονται ειδικότερα τα σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας για την εξέταση πιθανολογούμενης ετοιμορροπίας μνημείου, το έργο της επιτροπής και τα σχετικά με τη σύνταξη εκθέσεως ελέγχου από αυτή. Τέλος, το άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3028/2002 ορίζει ότι:

«2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Πολιτισμού, ορίζονται η διαδικασία, οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιχορήγηση ή και την παροχή άλλων οικονομικών κινήτρων σε κυρίους ή νομείς κτιρίων που έχουν χαρακτηρισθεί ως μνημεία ή διατηρητέα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1577/1985 … Τα παραπάνω κίνητρα και επιχορηγήσεις παρέχονται όταν λόγω φθοράς ή καταστροφής των κτιρίων του προηγούμενου εδαφίου ακόμα και αν αυτή οφείλεται σε ανώτερη βία, παρίσταται ανάγκη συντήρησης, αναστήλωσης, αποκατάστασης, ανακατασκευής και ανάδειξής τους … Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα είναι δυνατόν να ορίζεται ότι τα κριτήρια επιλογής των κτιρίων καθορίζονται ειδικότερα σε προκήρυξη, όπου αυτή προβλέπεται, καθώς και το ύψος της επιχορηγούμενης επιχορήγησης, σε ποσοστό της απαιτούμενης δαπάνης εργασιών για τους παραπάνω σκοπούς. Το ποσοστό αυτό μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα με την περίπτωση, όταν τα κτίρια βρίσκονται σε οικισμούς βάσει κριτηρίων που ανάγονται στην πυκνότητα ή τη σπανιότητα των κτιρίων σε αυτούς, το χαρακτήρα του οικισμού σε συνάρτηση με τον κίνδυνο, το βαθμό και το ρυθμό αλλοιώσεώς του, καθώς και την οικονομική κατάσταση του κυρίου ή νομέα …».

Κατά την απόφαση ωστόσο δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή προεδρικό διάταγμα. Με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3028/2002 επιβάλλεται η υποχρέωση στους κυρίους, νομείς ή κατόχους ακινήτων μνημείων να απέχουν από ενέργειες, οι οποίες μπορεί να επιφέρουν άμεση ή έμμεση βλάβη στο μνημείο.[15] Ειδικά προκειμένου περί ετοιμόρροπων μνημείων,[16] ορίζεται ότι ο κύριος, νομέας ή κάτοχός τους υποχρεούται να εκτελεί εγκαίρως τις αναγκαίες για τη στερέωση ή συντήρηση του μνημείου εργασίες, με δικές του δαπάνες, κατόπιν μελέτης εγκρινομένης από την Υπηρεσία,[17] σε περίπτωση δε καθυστέρησης ή ανεπάρκειας των εργασιών, αυτές εκτελούνται από την Υπηρεσία, η οποία μπορεί να καταλογίσει, εν όλω ή εν μέρει, τη σχετική δαπάνη στους υποχρέους. Τέλος, προκειμένου περί ετοιμόρροπων μνημείων μεταγενέστερων του 1453, το άρθρο 41 παρ. 1 ορίζει ότι πενταμελής επιτροπή, συγκροτούμενη από τον Υπουργό Πολιτισμού, εξετάζει την κατάσταση του μνημείου και προτείνει τα απαραίτητα μέτρα και εργασίες για τη στερέωση και την αποκατάσταση της επικινδυνότητας.

Οι ανωτέρω διατάξεις στοιχούν αφ΄ ενός με τη θεσπιζόμενη στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1512/1985 (Α΄ 4)[18] γενική υποχρέωση των κυρίων, επικαρπωτών και νομέων ακινήτων να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για τη συντήρηση και τον ευπρεπισμό τους και αφ΄ ετέρου με την αντίστοιχη υποχρέωση των ιδιοκτητών ή νομέων ακινήτων, τα οποία χαρακτηρίσθηκαν διατηρητέα ή βρίσκονται σε παραδοσιακούς οικισμούς[19] να συντηρούν και, σε περίπτωση καταστροφής να ανακατασκευάζουν τα εν λόγω κτήρια με δική τους δαπάνη, την οποία, σε περίπτωση οικονομικής αδυναμίας τους, μπορεί να αναλάβει, υπό προϋποθέσεις, το Δημόσιο ή ο οικείος ΟΤΑ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι εφ΄ όσον διαπιστώνεται ότι κτήριο μεταγενέστερο του 1453, που αποτελεί μνημείο, χρήζει άμεσης επεμβάσεως λόγω επικινδυνότητας ή ετοιμορροπίας, οφειλομένης σε οποιονδήποτε λόγο, η πενταμελής Επιτροπή του άρθρου 41 παρ. 1 του ν. 3228/2002 προτείνει τη λήψη των απαραίτητων μέτρων και την εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών για τη στερέωσή του και την αντιμετώπιση της επικινδυνότητας, οι οποίες θα πραγματοποιηθούν είτε από τον κύριο ή νομέα του ακινήτου είτε, σε περίπτωση επείγοντος, από την Υπηρεσία. Κατά την έννοια των ιδίων διατάξεων, ερμηνευομένων στο πλαίσιο του άρθρου 24 του Συντάγματος, τις δαπάνες για τις εργασίες αυτές φέρει κατ΄ αρχήν ο ιδιοκτήτης ή ο νομέας του ακινήτου, εφ΄ όσον δεν υπερβαίνουν ένα εύλογο κατά την κρίση του δικαστή όριο, το οποίο καθορίζεται κατά τις περιστάσεις σε συνάρτηση ιδίως με το ύψος της δαπάνης, την οικονομική δυνατότητα του ενδιαφερομένου και τον βαθμό υπαιτιότητάς του ως προς την επέλευση της επικινδυνότητας. Εφ΄ όσον όμως οι δαπάνες στερέωσης και αποκατάστασης του κτηρίου υπερβαίνουν το ανωτέρω εύλογο μέτρο, ανακύπτει από το άρθρο 24 παρ. 6 του Συντάγματος αξίωση του ιδιοκτήτη, κατόπιν τεκμηριωμένης αιτήσεώς του προς τη Διοίκηση, για συμμετοχή στη δαπάνη αυτή του Δημοσίου ή του οικείου ΟΤΑ, στο μέτρο που θα καθορίσει ο δικαστής,[20] χωρίς ν΄ αποκλείεται η διεκδίκηση ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων αποζημιώσεως, εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωση κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως αν έχει εκδοθεί το προβλεπόμενο στο άρθρο 48 παρ. 2 του ν. 3028/2002 προεδρικό διάταγμα, που θα ρυθμίζει τα της συμμετοχής του Κράτους στις οικείες δαπάνες.[21] Με την έννοια αυτή οι κρίσιμες διατάξεις βρίσκονται σε αρμονία με τις διατάξεις του άρθρου 24 του Συντάγματος, που επιβάλλουν τη λήψη μέτρων για την προστασία των μνημείων, αλλά και με τις προστατευτικές της ιδιοκτησίας διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν τη συμμετοχή του Κράτους στη σχετική δαπάνη, όταν αυτή υπερβαίνει ένα εύλογο μέτρο.[22]

diakosmos Από τον διάκοσμο παραδοσιακών οικιών του Αιγαίου:
ρόπτρο εξώθυρας στη Νάξο και οροφή στην Καλή Στράτα Σύμης

ΙΙΙ. Ιστορικό της υπόθεσης και η κρίση του Δικαστηρίου

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπουργική απόφαση ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/989/16681/10.8.1987 (Β΄ 475) χαρακτηρίσθηκε κατά τις διατάξεις του ν. 1469/1950 ως έργο τέχνης, λόγω της εξαιρετικής μορφολογικής, αρχιτεκτονικής και αισθητικής αξίας του, κτήριο ανήκον στις δύο αιτούσες, στην Ερμούπολη της Σύρου, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακός οικισμός με το πδ/γμα της 19.10-13.11.1978 (Δ΄ 594). Εν όψει εκθέσεως επικίνδυνης οικοδομής έτους 2003 της Διευθύνσεως Πολεοδομίας της Νομαρχίας Κυκλάδων για το επίμαχο κτήριο, ο Υφυπουργός Πολιτισμού με την ένδικη απόφαση της 25.1.2005 συγκρότησε πενταμελή Επιτροπή, κατ΄ άρθρο 41 του ν. 3028/2002, για τον έλεγχο της κατάστασης και την πρόταση των αναγκαίων μέτρων προστασίας του εν λόγω κτηρίου. Σε σχετικό από 26.6.2006 πρακτικό αναφέρεται ότι σε αυτοψία που πραγματοποιήθηκε την 22.6.2006 η Επιτροπή διαπίστωσε: «1) ρωγμές και έλλειψη συνοχής κυρίως στη φέρουσα λιθοδομή της πίσω όψης, 2) αποκολλήσεις και καταπτώσεις τμημάτων των επιχρισμάτων των όψεων, 3) μεγάλες φθορές στα ξύλινα φέροντα στοιχεία του ορόφου λόγω παλαιότητας και εγκατάλειψης, με αποτέλεσμα να είναι στατικά ανεπαρκή καθώς και 4) ότι όλα τα εξωτερικά ξύλινα στοιχεία του κτηρίου και τα εξωτερικά κουφώματα παρουσιάζουν μεγάλου βαθμού φθορές λόγω παλαιότητας, εγκατάλειψης και έλλειψης συντήρησης. Ορισμένα από τα κουφώματα έχουν καταστραφεί ολοσχερώς».

Στο ίδιο πρακτικό αναφέρεται περαιτέρω ότι: «Μετά τις ανωτέρω διαπιστώσεις η Επιτροπή προτείνει: 1. Τη λήψη άμεσων μέτρων προστασίας, ώστε ν΄ αποφευχθεί η περαιτέρω φθορά του κτηρίου λόγω της εισροής υδάτων. Συγκεκριμένα, απαιτείται η στεγανοποίηση της οροφής και των ανοιγμάτων του κτηρίου. 2. Τη λήψη προσφορότερων μέτρων αντιστήριξης του σαχνισι[ού] και του γωνιακού εξώστη. 3. Την επισκευή του κτηρίου, αφού συνταχθεί μελέτη αποκατάστασης και εγκριθεί από την αρμόδια Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ». Κατόπιν τούτου οι αιτούσες, με αίτησή τους απευθυνόμενη προς τον Δήμο Ερμούπολης και διάφορες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, μεταξύ των οποίων η 1η Εφορεία Νεώτερων Μνημείων, εξέθεσαν ότι κατά το παρελθόν προέβησαν με ίδια έξοδα σε συγκεκριμένες εργασίες για τη στερέωση και αποκατάσταση στοιχείων του κτηρίου που είχαν υποστεί φθορές, ότι λόγω της παλαιότητας και της κακής κατάστασής του το κτήριο απαιτεί εκτεταμένες επεμβάσεις, το κόστος των οποίων, ύψους τουλάχιστον 450.000 ευρώ, δεν μπορούν να καταβάλουν, ότι κατά καιρούς ζήτησαν χρηματοδότηση για την αποκατάσταση του κτηρίου από διαφόρους φορείς, χωρίς όμως αποτέλεσμα και ζήτησαν να πληροφορηθούν εγγράφως, αν είναι δυνατή η επιδότηση των εργασιών αναπαλαίωσης διατηρητέων κτηρίων καθώς και τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν και τον αρμόδιο φορέα, στον οποίο πρέπει να απευθυνθούν προς τον σκοπό αντιμετώπισης του κόστους επισκευής. Στην αίτηση αυτή η 1η Εφορεία απάντησε με σχετικό από 24.1.2007 έγγραφό της ότι σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 3028/2002, ο κύριος ή νομέας μνημείου υποχρεούται να μεριμνά για την εκτέλεση των απαραίτητων εργασιών συντήρησης, στερέωσης και προστασίας ετοιμόρροπου μνημείου, άλλως υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις κατά το άρθρο 67 του ιδίου νόμου και ότι όσον αφορά το αίτημα επιχορήγησης των απαιτούμενων δαπανών αποκατάστασης «δεν υπάρχει σε ισχύ σήμερα σχετικό θεσμικό πλαίσιο, αλλά βρίσκεται υπό μελέτη».

ano_syrosΆνω Σύρος

Μετά ταύτα το από 26.6.2006 πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 41 του ν. 3028/2002 διαβιβάσθηκε στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων (ΚΣΝΜ), το οποίο με σχετικό από 7.2.2008 πρακτικό του γνωμοδότησε υπέρ της έγκρισης του πρακτικού της Επιτροπής. Όπως προκύπτει από το πρακτικό του ΚΣΝΜ, κατά τη σχετική συνεδρίαση ενώπιόν του παρέστη και μία εκ των αιτουσών, η οποία ανέφερε ότι το επίμαχο κτήριο πιθανότατα κτίσθηκε το 1827, ότι η κατασκευή του είναι πρόχειρη, ότι έχει υποστεί εκτεταμένες φθορές, ότι το κόστος της περιοδικής συντήρησης του κτηρίου είναι μεγάλο και καταβάλλεται από τους ιδιοκτήτες και ότι η δαπάνη αποκατάστασής του, ανερχομένη σε 450-500.000 ευρώ, δεν μπορεί ν΄ αντιμετωπισθεί από τους ιδίους και θα πρέπει το Κράτος να συμβάλει σε αυτήν, πράγμα το οποίο δεν επετεύχθη στο παρελθόν παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των ιδιοκτητριών στις αρμόδιες υπηρεσίες. Σύμφωνα με το πρακτικό του ΚΣΝΜ, το επίμαχο κτίσμα είναι εξαίρετο δείγμα αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του 1830, ίσως και του 1829. Πρόκειται για κτήριο, το οποίο στέγασε ιστορική Σχολή της Σύρου και για το μοναδικό δείγμα της συγκεκριμένης αρχιτεκτονικής σε ολόκληρο το νησί.

Με την προσβαλλομένη απόφαση υιοθετήθηκε η γνωμοδότηση του ΚΣΝΜ και εγκρίθηκε το από 26.6.2008 πόρισμα της Επιτροπής του άρθρου 41 ν. 3028/2002 υπέρ της άμεσης λήψης μέτρων προστασίας και αποκατάστασης του εν λόγω ιστορικού κτηρίου. Από την προσβαλλομένη πράξη και ειδικότερα το από 26.6.2006 πρακτικό της Επιτροπής του άρθρου 41 του ν. 3028/2002 και την ένδικη έκθεση επικίνδυνης οικοδομής έτους 2003, προκύπτει ότι το επίμαχο κτίσμα παρουσιάζει σοβαρά στατικά προβλήματα και εκτεταμένες φθορές που καθιστούν αναγκαία τη λήψη επειγόντων μέτρων από τους ιδιοκτήτες του. Η προσβαλλομένη πράξη βρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2 και 41 παρ. 1 του ν. 3028/2002 και κατά την κρίση του Δικαστηρίου αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα απερρίφθησαν ως αβάσιμα. Ομοίως απορριπτέος ως αβάσιμος κρίθηκε και ο ισχυρισμός ότι η επιβολή της υποχρέωσης εκτέλεσης των αναγκαίων εργασιών στο επίμαχο κτίσμα μόνο στον ιδιοκτήτη κατ΄ άρθρο 11 του ν. 3028/2002, χωρίς ταυτόχρονη οικονομική ενίσχυση από το κράτος, αποτελούσε δυσανάλογη οικονομική επιβάρυνση κατά παράβαση του άρθρου 24 παρ. 6 του Συντάγματος και υπέρμετρη δέσμευση της ιδιοκτησίας κατά τον προορισμό της, αφού οι κρίσιμες διατάξεις, όπως ερμηνεύθηκαν ανωτέρω, παρέχουν τη δυνατότητα στον θιγόμενο ιδιοκτήτη να ζητήσει με αίτησή του προς τη Διοίκηση τη συμμετοχή του Κράτους ή του οικείου ΟΤΑ στη δαπάνη επισκευής του μνημείου, εφ΄ όσον συντρέχουν οι εκτεθείσες προϋποθέσεις, χωρίς ν΄ αποκλείεται και η διεκδίκηση αποζημίωσης ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Τούτο δε ανεξάρτητα αν περιελήφθη ρήτρα ταυτόχρονης καλύψεως της σχετικής δαπάνης στην προσβαλλόμενη πράξη, δεδομένου ότι το ζήτημα καλύψεως της δαπάνης είναι διαφορετικό[23] και δεν αποτελεί προϋπόθεση εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία νόμιμα εκδίδεται με την αντικειμενική διαπίστωση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων της ετοιμορροπίας μνημείου μεταγενέστερου του 1453 και της ανάγκης λήψεως επειγόντων μέτρων προστασίας του

peristeronasΠαραδοσιακός περιστερώνας σε Κυκλαδονήσι

——–  ——–

[1] Βλ. «Πώς βγήκε η φράση “ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο” και τι σχέση έχει με το Καλλιμάρμαρο Στάδιο», σε: http://www.mixanitouxronou.gr/

[2] Βλ. «Πώς βγήκε η φράση “ποιος θα πληρώσει το μάρμαρο” και τι σχέση έχει με το Καλλιμάρμαρο Στάδιο», ό.π.

[3] Η απόφαση ΣτΕ 85/2016 (Τμ. Ε΄) δημοσιεύεται στο περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 2/2016 σ. 286 επ.

[4] Βλ. σχετ. και ΣτΕ Ολ 1097-9/1987, ΣτΕ 1413/2003 (7μ.), ΣτΕ 4559/2005 κ.ά.

[5] ΣτΕ Ολ 2035/2011 σκ. 27, ΣτΕ 3848/2005 (7μ.) σκ. 7.

[6] Άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. τέταρτο του Συντάγματος.

[7] ΣτΕ Ολ 2034/2011 σκ. 22 κ.ά.

[8] Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) – νδ/γμα 53/1974 (Α΄ 256).

[9] Βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) απόφαση της 23.9.1982, Sporrong και Lönnroth κατά Σουηδίας, ιδίως σκέψεις 69-74, βλ. σχετ. και ΣτΕ Ολ 2034/2011 σκ. 24, ΣτΕ 2165/2013 (7μ.) σκ. 7, 2707/2009 σκ. 7 κ.ά.

[10] Βλ. άρθρο 269 Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ).

[11] Νδ/γμα 8/1973 (Α΄ 124).

[12] ΣτΕ Ολ 1097-9/1987.

[13] Βλ. άρθρο 270 ΚΒΠΝ.

[14] Κατ΄ άρθρο 4 παρ. 1 ΓΟΚ/1985.

[15] Άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3028/2002.

[16] Άρθρο 11 παρ. 2 ν. 3028/2002.

[17] Άρθρο 40 παρ. 1 ν. 3028/2002.

[18] Βλ. άρθρο 268 ΚΒΠΝ.

[19] Άρθρα 32 παρ. 4 ν. 1337/1983 και 1 παρ. 1 του πδ/τος της 15-28.4.1988.

[20] Βλ. σχετ. ΣτΕ Ολ 1097-9/1987, ΣτΕ 2776/1989 σκ. 5.

[21] Πρβλ. ΣτΕ Ολ 3146/1986, ΣτΕ 2776/1989 σκ. 8.

[22] Πρβλ. ΣτΕ Ολ 1097-9/1987, ΣτΕ 2034/2011, σκ. 24-26, βλ. και CC 16.12.2011, Sté GRANDE BRASSERIE, CE 7.1.2000, Lady Jane.

[23] Πρβλ. ΣτΕ 1413/2003 (7μ.) σκ. 7, ΣτΕ 4559/2005 σκ. 7.


.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 03.12.2016


 



ΚατηγορίεςΝομοθεσία

Tags: , , , , , , , ,

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: