Με το πρακτικό ΣτΕ ΠΕ 175/2017 το Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανέβαλε, για τους λόγους που αναλύονται, την επεξεργασία του εξεταζόμενου σχεδίου διατάγματος σχετικά με τον χαρακτηρισμό του Κυπαρισσιακού κόλπου και της ευρύτερης περιοχής του ως «Περιοχής Προστασίας της Φύσης» καθώς και τον καθορισμό ζωνών προστασίας, χρήσεων, όρων και περιορισμών δόμησης και την ανάθεση της αρμοδιότητας διαχείρισης της περιοχής στη Γενική Διεύθυνση Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου.
Το παρόν σχέδιο προτάθηκε από τον Υπουργό και τον Αναπλ. Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κατ΄ επίκληση των άρθρων 18, 19, 21, 29, 30 και 31 παρ. 1 και 2 του ν. 1650/1986 (Α΄ 160) και 15 παρ. 1 του ν. 2742/1999 (Α΄ 207), όπως ισχύουν, κατόπιν γνωμοδοτήσεων της «Επιτροπής Φύση 2000» και του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, συνοδεύεται δε από εγκεκριμένη Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη.
Με προηγούμενο σχέδιο πδ/τος είχε επιχειρηθεί ο χαρακτηρισμός ως φυσικού πάρκου, με την ονομασία «Περιφερειακό Πάρκο Κόλπου Κυπαρισσίας», των χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών καθώς και ορισμένων παρακείμενων εκτάσεων που αποτελούν, ήδη, το αντικείμενο του παρόντος σχεδίου. Πρόκειται κυρίως για περιοχές ενταγμένες στο δίκτυο Natura 2000 με κωδικούς «GR2330005: Θίνες και παραλιακό Δάσος Ζαχάρως, Λίμνη Καϊάφα, Στροφυλιά, Κακόβατος», «GR2330008: Θαλάσσια περιοχή Κόλπου Κυπαρισσίας: Ακρ. Κατάκολο – Κυπαρισσία» και «GR2550005: Θίνες Κυπαρισσίας (Νεοχώρι – Κυπαρισσία)» καθώς και ορισμένες εκτός δικτύου παρακείμενες περιοχές. Με το 32/2015 πρακτικό επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κριθεί ότι το σχέδιο εκείνο δεν προτεινόταν νομίμως, προεχόντως διότι κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, η γνωμοδότηση της «Επιτροπής Φύση 2000», δηλαδή του οργάνου που γνωμοδοτεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 1650/1986, όπως ισχύει, για τον χαρακτηρισμό της προστατευόμενης περιοχής, δεν είχε ληφθεί σε κανονική συνεδρίαση των μελών της ή σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε με τηλεδιάσκεψη, όπως προβλέπει η ΔΙΑΔΠ/Α/7841/2005 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών (Β΄ 539), αλλ΄ υπήρξε προϊόν ανταλλαγής απόψεων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εν όψει της επιτακτικής ανάγκης να εκδοθεί το ταχύτερο δυνατόν το διάταγμα για τον καθορισμό του καθεστώτος προστασίας των ανωτέρω τριών περιοχών του δικτύου Natura 2000 καθώς και των γειτονικών τους εκτάσεων, διατυπώθηκαν, με το ίδιο πρακτικό, ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούσαν τη νομιμότητα του περιεχομένου βασικών ρυθμίσεων του σχεδίου εκείνου. Πρωτίστως, έγινε δεκτό με το εν λόγω πρακτικό ότι δεν τεκμηριωνόταν ο χαρακτηρισμός της περιοχής ως «Περιφερειακού Πάρκου», δηλαδή ως περιοχής που είναι σημαντική σε περιφερειακό και όχι σε εθνικό επίπεδο, των ανωτέρω τριών τόπων του δικτύου Natura 2000 καθώς και των εκτός δικτύου γειτονικών εκτάσεων. Αντιθέτως, από τα στοιχεία που συνόδευαν το σχέδιο, ιδίως δε από τις διαπιστώσεις της εγκεκριμένης Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης, προέκυπτε, κατά τα γενόμενα τότε δεκτά, ότι πρόκειται για περιοχές ιδιαίτερης οικολογικής και φυσικής σπουδαιότητας, σημαντικές όχι μόνο σε εθνικό, αλλά σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, για την προστασία των οποίων θα προσήκε, κατ΄ αρχήν, ο χαρακτηρισμός «Εθνικό Πάρκο».
Όπως έγινε δεκτό με την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206) προβλέπεται η σύσταση ενός συνεκτικού ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου ειδικών ζωνών, του δικτύου Natura 2000 που αποσκοπεί στην προστασία της βιοποικιλότητας στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας, κάθε σχέδιο, μη άμεσα συνδεόμενο ή αναγκαίο για τη διαχείριση του τόπου, το οποίο όμως είναι δυνατόν να επηρεάζει σημαντικά τον εν λόγω τόπο, καθ΄ εαυτό ή από κοινού με άλλα σχέδια, εκτιμάται δεόντως ως προς τις επιπτώσεις του στον τόπο, λαμβανομένων υπόψη των στόχων διατήρησής του. Βάσει των συμπερασμάτων της εκτίμησης των επιπτώσεων στον τόπο και εξαιρουμένης της περίπτωσης των διατάξεων της παρ. 4, οι αρμόδιες εθνικές αρχές συμφωνούν για το οικείο σχέδιο μόνον αφού βεβαιωθούν ότι δεν θα παραβλάψει την ακεραιότητα του τόπου περί του οποίου πρόκειται και, ενδεχομένως, αφού εκφρασθεί πρώτα η δημόσια γνώμη».
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η κατ΄ άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας για τους οικοτόπους δέουσα εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου ή του έργου στον προστατευόμενο τόπο προϋποθέτει ότι, προ της εγκρίσεως του σχεδίου ή του έργου, προσδιορίζονται, λαμβανομένων υπόψη των βέλτιστων επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, όλες οι πτυχές του σχεδίου ή του έργου που θα μπορούσαν, είτε η κάθε μία από μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα σχέδια ή έργα, να επηρεάσουν τους στόχους διατήρησης του τόπου αυτού. Η αρμόδια αρχή επιτρέπει την άσκηση δραστηριότητας στον οικείο τόπο μόνον εφ΄ όσον δεν υφίσταται, από επιστημονικής απόψεως, καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών για την ακεραιότητά του. Κατ΄ αντίθεση δηλαδή με την εκτίμηση των επιπτώσεων που γίνεται δυνάμει της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, η εκτίμηση με βάση το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ δεσμεύει ως προς την απόφαση, κατά τρόπον ώστε εάν παραμένουν αμφιβολίες ως προς την απουσία επιβλαβών συνεπειών του συγκεκριμένου σχεδίου για την ακεραιότητα του τόπου, η αρμόδια αρχή οφείλει να μην το εγκρίνει. Η εν λόγω δέουσα εκτίμηση, για τη διεξαγωγή της οποίας δεν καθορίζεται στην Οδηγία ειδική μεθοδολογία, πρέπει να προηγείται της εγκρίσεως του σχεδίου (βλ. ΠΕ 32/2015).
Περαιτέρω, από τα στοιχεία που συνοδεύουν το σχέδιο προκύπτουν τα εξής: Οι ως άνω τρεις περιοχές με κωδικούς GR233005, GR233008 και GR2550005, εν όψει των χαρακτηριστικών τους, καταγράφηκαν ήδη από τη δεκαετία του ΄90 μεταξύ των προτεινόμενων προς ένταξη στο δίκτυο Natura 2000. Στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE ολοκληρώθηκε το 2002 η εκπόνηση Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης [ΕΠΜ] με αντικείμενο την «Εφαρμογή διαχειριστικού σχεδίου για την caretta caretta στον Νότιο Κυπαρισσιακό Κόλπο», η οποία περιλάμβανε και σχέδιο πδ/τος για την εν λόγω περιοχή. Η μελέτη αυτή δεν εγκρίθηκε. Ακολούθως, το 2011 εκπονήθηκε ΕΠΜ για τις περιοχές GR233005 και GR233008, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργείο ΠΕΚΑ το 2012, ενώ το 2013 εκπονήθηκε άλλη μελέτη, μη εγκριθείσα, για τις τρεις ανωτέρω περιοχές [GR233005, GR233008 και GR2550005] και το 2014 εγκρίθηκε από το Υπουργείο συμπληρωματική ΕΠΜ για τις ως άνω περιοχές. Το παρόν σχέδιο, όπως άλλωστε και το προηγούμενο επί του οποίου εκδόθηκε το 32/2015 πρακτικό επεξεργασίας, προτάθηκε με βάση τις εγκεκριμένες το 2012 και το 2014 μελέτες, οι οποίες αναφέρουν ότι έλαβαν υπόψη και τις μη εγκριθείσες μελέτες του 2002 και του 2013.
Σύμφωνα με την εγκεκριμένη ΕΠΜ, στην περιοχή «Θίνες και παραλιακό δάσος Ζαχάρως, Λίμνη Καϊάφα, Στροφυλιά, Κακόβατος» [GR233005] καταγράφηκαν 14 τύποι οικοτόπων εκ των οποίων οι 12 περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι οικότοποι προτεραιότητας 2270* και 7210*. Η περιοχή αποτελεί τόπο ωοτοκίας του απειλούμενου είδους caretta caretta. Στο σπήλαιο των Ανιγρίδων Νυμφών φιλοξενούνται αποικίες από 9 είδη νυχτερίδων, τα οποία περιλαμβάνονται στο Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις. Η οικολογική αξία τόσο του σπηλαίου όσο και των περιοχών, στις οποίες τρέφονται οι νυχτερίδες είναι εξαιρετικά σημαντική, σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Στο νησί της Αγ. Αικατερίνης έχει εντοπισθεί αποικία του είδους Pipistrellus pygmaeus, γεγονός που το καθιστά εξαιρετικής σημασίας, αφού το είδος αυτό προστατεύεται αυστηρά τόσο από την εθνική όσο και από τη διεθνή νομοθεσία. Από τα υπόλοιπα θηλαστικά, δύο ακόμη παρουσιάζουν εξαιρετική σημασία, διότι περιλαμβάνονται στα απειλούμενα με εξαφάνιση είδη: η βίδρα και η βαλτομυγαλίδα. Ιδίως στη λίμνη Καϊάφα παρατηρούνται πτηνά που προστατεύονται διεθνώς. Περαιτέρω, η ζώνη των αμμοθινών είναι η μεγαλύτερη στην Ελλάδα σε έκταση και ύψος, με εκτεταμένες ανεπηρέαστες ζώνες. Οι υγροτοπικές εκτάσεις και τα παρόχθια οικοσυστήματα έχουν μεγάλη αξία διατηρήσεως για την ορνιθοπανίδα. Οι δασικές εκτάσεις της περιοχής αποτελούνται κυρίως από πευκοδάση, με κυρίαρχο είδος τη χαλέπιο πεύκη και σε μικρότερο βαθμό την κουκουναριά, κυρίως στην παραλιακή ζώνη. Τέλος, σε όλη την έκταση της παραλίας, από τις εκβολές του Αλφειού μέχρι τις εκβολές της Νέδας, γίνεται αναπαραγωγή της caretta caretta.
Στα τμήματα «Θαλάσσια περιοχή Κόλπου Κυπαρισσίας, Ακρ. Κατάκολο Κυπαρισσία» [GR233008] και «Θίνες Κυπαρισσίας [Νεοχώρι – Κυπαρισσία]» [GR2550005] απαντώνται 14 τύποι οικοτόπων του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, εκ των οποίων οι τρεις είναι οικότοποι προτεραιότητας. Πρόκειται για τους οικοτόπους 1120* εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με posidonia [posidonia oceanica], 2250* θίνες των παραλίων με juniperus spp, 2270* θίνες με δάση από pinus pinea ή/και pinus pinaster. Στους σημαντικούς βιοτόπους της περιοχής εντάσσονται επίσης οι οικότοποι των αμμοθινικών σχηματισμών των υψηλών σταθεροποιημένων αμμοθινών με βλάστηση ammophiletum arundinaceae, που χαρακτηρίζονται ως ιδιαίτερα σπάνιοι για την περιοχή μελέτης και με περιορισμένη γεωγραφική κατανομή στην Ελλάδα. Στο τμήμα GR233008 απαντώνται επίσης δύο τύποι οικοτόπων εθνικής σημασίας: 119 Α μαλακά υποστρώματα χωρίς βλάστηση και 119 Β μαλακά υποστρώματα με βλάστηση, στο τμήμα GR2550005 δε απαντώνται συνολικά 15 τύποι οικοτόπων, εκ των οποίων οι 11 αποτελούν οικοτόπους της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ και οι 4 οικοτόπους εθνικής σημασίας.
Τα αμμοθινικά συστήματα της περιοχής συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον εκτεταμένων [τόσο από πλευράς μήκους όσο και από πλευράς πλάτους] συνεχόμενων συστημάτων στην Ελλάδα, διαθέτουν δε ποικιλία φυτοκοινοτήτων και ειδών. Η μεγάλη έκτασή τους παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της συνολικά καλής καταστάσεώς τους, καθώς παρουσιάζουν ανθεκτικότητα και αναταξιμότητα στις τοπικές υποβαθμίσεις λόγω ανθρωπογενών πιέσεων. Ο οικότοπος προτεραιότητας 2250* παρατηρείται στις περιοχές Άνω Καλό Νερό και νοτίως από το Βουνάκι, σε ζώνες χαμηλής αντιπροσωπευτικότητας, οι οποίες εντοπίζονται μεταξύ των θινών και των αγρών, και σε άριστη έως καλή κατάσταση διατηρήσεως πίσω από τους αγρούς. Ο οικότοπος 2260* απαντάται σε όλες τις περιοχές από την Ελαία έως το ρέμα Μπραζέρι, κατά κανόνα σε άριστη έως καλή κατάσταση διατηρήσεως και με κίνδυνο υποβαθμίσεως από τις καλλιέργειες και την οικιστική ανάπτυξη. Για τον οικότοπο προτεραιότητας 2270* ο Κόλπος Κυπαρισσίας αποτελεί μια από τις τέσσερις περιοχές εμφανίσεως στην Ελλάδα: η κατάσταση διατηρήσεως του οικοτόπου 2270* είναι, κατά 80%, άριστη έως καλή, απειλείται δε από την οικιστική και τουριστική ανάπτυξη, την παράνομη αμμοληψία και τη μη οργανωμένη κατασκήνωση. Ο οικότοπος 1240* εμφανίζεται στους παράκτιους βράχους ανάμεσα στο Καλό Νερό και στην Κυπαρισσία, η κατάσταση διατηρήσεώς του είναι, κατά κανόνα, άριστη, διότι αναπτύσσεται σε απόκρημνες και δύσβατες θέσεις, η τοπική υποβάθμιση δε που παρατηρείται οφείλεται σε διάνοιξη δρόμων και διαμόρφωση της ακτής για εγκαταστάσεις αναψυχής. Ο οικότοπος 2110* αναπτύσσεται σε όλη την παράκτια περιοχή, από την Ελαία έως τον Αγιαννάκη η κατάσταση διατηρήσεώς του είναι, κατά κανόνα, άριστη έως καλή, στην υπόλοιπη περιοχή όμως παρατηρείται υποβάθμιση που προκαλείται από διάνοιξη οδών ή μονοπατιών, κυκλοφορία τροχοφόρων, εγκαταστάσεις αναψυχής και έργα για διαμόρφωση της παραλίας.
Στην περιοχή παρατηρούνται και άλλα υγροτοπικά συστήματα, όπως καλαμιώνες κατά μήκος των ποταμών Νέδα και Αρκαδικός και στις όχθες ρεμάτων, παρόχθια δάση καθώς και οικοσυστήματα δασών και θαμνώνων. Περαιτέρω, για τη θαλάσσια χελώνα caretta caretta που αποτελεί, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, είδος προτεραιότητας, αναφέρονται στις ΕΠΜ τα εξής: Όπως προκύπτει από προγράμματα συστηματικής καταγραφής της αναπαραγωγικής δραστηριότητας της caretta caretta, στο νότιο τμήμα του Κυπαρισσιακού Κόλπου, μεταξύ του ποταμού Νέδα και του Αρκαδικού και ειδικότερα στις παραλίες Ελαία, Αγιαννάκης, Βουνάκι και Καλό Νερό, εμφανίζεται η εντονότερη αναπαραγωγική δραστηριότητα. Η περιοχή αυτή αποτελεί τον πυρήνα του βιοτόπου ωοτοκίας και εκτιμάται ότι συγκεντρώνει, κατά μέσον όρο, πάνω από το 82% της συνολικής ωοτοκίας στον Κυπαρισσιακό Κόλπο. Ο Κυπαρισσιακός Κόλπος αξιολογείται ως η δεύτερη σημαντικότερη περιοχή ωοτοκίας της caretta caretta στη Μεσόγειο.
Με το υπό επεξεργασία σχέδιο προτάθηκε η δημιουργία:
α) Ενιαίας ζώνης με την ονομασία «Περιοχή Προστασίας της Φύσης – ΠΠΦ», η οποία περιλαμβάνει εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 και κάτω των 2.000 κατοίκων χερσαίες και υδάτινες εκτάσεις των Δήμων Πύργου, Ανδρίτσαινας – Κρεστένων και Ζαχάρως της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας και του Δήμου Τριφυλίας της Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας καθώς και την όμορη προς αυτές θαλάσσια έκταση του Κυπαρισσιακού Κόλπου. Η ζώνη αυτή χωρίζεται σε τρεις υποζώνες, ΠΠΦ-1 (Αμμοθίνες και παράκτια ζώνη), ΠΠΦ-2 (Σταθεροποιημένες θίνες και εκτάσεις με δασική βλάστηση) και ΠΠΦ-3 (Θαλάσσια περιοχή κόλπου Κυπαρισσίας).
β) Ζωνών με την ονομασία «Προστατευόμενοι Φυσικοί Σχηματισμοί – ΠΦΣ», η οποία περιλαμβάνει εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 και κάτω των 2.000 κατοίκων χερσαίες και υδάτινες εκτάσεις των ανωτέρω Δήμων. Οι ζώνες αυτές διακρίνονται σε ΠΦΣ-1 (Σπηλιές και βραχώδεις ορθοπλαγιές), ΠΦΣ-2 (Λίμνη Καϊάφα και παραλίμνια υγροτοπικά και δασικά ενδιαιτήματα), ΠΦΣ-3 (Πλαγιές λόφου Λαπίθα), ΠΦΣ-4 (πρώην βαλτώδεις εκτάσεις Καϊάφα – Αγουλινίτσας και ΠΦΣ-5 (Παραποτάμια ενδιαιτήματα), και
γ) Περιφερειακής ζώνης προστασίας με την ονομασία «Ζώνη Αγροτικού Τοπίου – ΖΑΤ», η οποία περιλαμβάνει εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 και κάτω των 2.000 κατοίκων χερσαίες και υδάτινες εκτάσεις των ιδίων Δήμων. Στην εν λόγω ΖΑΤ προβλέπονται διάφορες χρήσεις και καθορίζονται όροι και περιορισμοί δόμησης. Περαιτέρω, με το σχέδιο ανατίθεται η αρμοδιότητα της διαχείρισης της ανωτέρω περιοχής στη Γενική Διεύθυνση Χωροταξικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου.
Με το 32/2015 πρακτικό του Ε΄ Τμήματος του Δικαστηρίου έγινε δεκτό, κατά τα προεκτεθέντα, ότι ο προσήκων χαρακτηρισμός των περιοχών δεν θα ήταν αυτός του «Περιφερειακού», αλλά του «Εθνικού Πάρκου». Με το παρόν σχέδιο η Διοίκηση μετέβαλε τον χαρακτηρισμό και προέκρινε ως καταλληλότερο τον χαρακτηρισμό «Περιοχή Προστασίας της Φύσης». Κατά τα εκτιθέμενα στην οικ. 47968/1568/6.10.2016 εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η οποία συνόδευσε το υπό επεξεργασία σχέδιο, η κατηγοριοποίηση με τον ν. 1650/1986 (όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3937/2011) των προστατευόμενων περιοχών βασίζεται στις αντίστοιχες κατηγορίες που έχουν αναγνωρισθεί από τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης (International Union for Conservation of Nature, IUCN), ως διεθνώς διαδεδομένα και αποδεκτά πρότυπα για την κατηγοριοποίηση και διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. Ειδικά ως προς τα εθνικά πάρκα, η IUCN έχει επιβεβαιώσει ότι πολύ λίγες περιοχές στην Ευρώπη πληρούν τις προδιαγραφές του χαρακτηρισμού αυτού, ο οποίος προϋποθέτει την ύπαρξη «φυσικής κατάστασης» της περιοχής και αποκλεισμό της ενεργού διαχείρισης για τη διατήρησή της. Επιπλέον, το σύστημα ταξινόμησης της IUCN δημιουργήθηκε για μεγάλης κλίμακας προστατευόμενες περιοχές σε χώρες, όπου υφίστανται εκτεταμένα αδιατάρακτα φυσικά τοπία.
Εν προκειμένω, όπως έγινε δεκτό, η περιοχή του Κυπαρισσιακού Κόλπου δεν δύναται να θεωρηθεί ευρείας κλίμακας περιοχή όπου υφίστανται μεγάλης έκτασης αδιατάρακτα φυσικά τοπία. Καταλήγει δε η Διοίκηση, με την ανωτέρω εισήγηση, ότι ο προτεινόμενος χαρακτηρισμός της περιοχής του Κυπαρισσιακού Κόλπου ως «Περιοχής Προστασίας της Φύσης» είναι αντιπροσωπευτικός και επαρκής, παρέχει δε αποτελεσματική προστασία στους οικοτόπους, στη χλωρίδα και στην πανίδα της περιοχής. Με τα δεδομένα αυτά, η κρίση που διατυπώθηκε στο προηγούμενο 32/2015 πρακτικό, κατά την οποία στην περιοχή δεν προσήκει ο χαρακτηρισμός «Περιφερειακό» αλλά «Εθνικό Πάρκο», δεν εκώλυε τη Διοίκηση να επανέλθει με το παρόν σχέδιο και να επιλέξει με την ανωτέρω αιτιολογία τον χαρακτηρισμό «Περιοχή Προστασίας της Φύσης». Άλλωστε τα χαρακτηριστικά της προτεινόμενης περιοχής, όπως περιγράφονται, δικαιολογούν την υπαγωγή της στην κατηγορία «Περιοχή Προστασίας της Φύσης», δηλαδή σε αυστηρό κατά την ιεραρχία του νόμου καθεστώς προστασίας, το οποίο απαγορεύει κατ΄ αρχήν δραστηριότητες και επεμβάσεις, παρέχει δε δυνατότητα να επιτρέπονται κατ΄ εξαίρεση εργασίες αναγκαίες για τη μη αλλοίωση εκείνων των χαρακτηριστικών που διασφαλίζουν τη διατήρηση των προστατευτέων αντικειμένων, επιστημονικές έρευνες καθώς και ήπιες δραστηριότητες, μόνον αν δεν έρχονται σε αντίθεση με τους σκοπούς προστασίας.
Περαιτέρω, με το σχέδιο θεσπίζεται περιφερειακή ζώνη προστασίας με την ονομασία «Ζώνη Αγροτικού Τοπίου – ΖΑΤ», στην οποία καθορίζονται διάφορες χρήσεις (αγροτουρισμός, καταστήματα εστίασης, χώροι υποδοχής επισκεπτών, υγιεινής και στάθμευσης, άσκηση γεωργικής δραστηριότητας, γεωργικές αποθήκες, μεταποιητικές μονάδες επεξεργασίας, τυποποίησης και συσκευασίας αγροτικών προϊόντων, βόσκηση, κατασκευή νέων και συντήρηση – εκσυγχρονισμός υφιστάμενων έργων υποδομής, οργανωμένη τουριστική κατασκήνωση, κέντρο μελέτης και περίθαλψης προστατευόμενων ειδών πανίδας, κύρια τουριστικά καταλύματα, κατοικία) με σχετικούς όρους και περιορισμούς δόμησης (ενδεικτικώς: καταστήματα εστίασης εμβαδού έως 120 τ.μ., κύρια τουριστικά καταλύματα μέγιστης δυναμικότητας 120 κλινών με όριο αρτιότητας κατά τον κανόνα τα 20 στρ. και κατά παρέκκλιση τα 10 στρ. καθώς και μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος 7,5 μ. με προσαύξηση 1,5 μ. σε περίπτωση προσθήκης στέγης, κατοικία εμβαδού έως 200 τ.μ. με όριο αρτιότητας κατά τον κανόνα τα 20 στρ. και κατά παρέκκλιση τα 10 στρ. καθώς και μέγιστο επιτρεπόμενο ύψος 6,5 μ. με προσαύξηση 1,5 μ. σε περίπτωση προσθήκης στέγης).
Η θέσπιση ΖΑΤ βρίσκει έρεισμα κατά το πρακτικό στη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 6 του ν. 1650/1986, κατά την οποία: «Οι περιοχές των περιπτώσεων … και 2 [δηλαδή περιοχές προστασίας της φύσης] μπορεί να περιβάλλονται από περιφερειακή – ρυθμιστική ζώνη προστασίας, επαρκούς έκτασης, ώστε να κλιμακώνονται οι όροι και περιορισμοί για την καλύτερη διασφάλιση του προστατευτέου αντικειμένου». Πάντως, κατά τα ήδη γενόμενα δεκτά (ΣτΕ ΠΕ 136/2006, 249/2008), η θέσπιση περιφερειακής ζώνης προστασίας δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση προς τον σκοπό προστασίας που επιδιώκει η κυρίως προστατευόμενη περιοχή. Εν προκειμένω, η «Επιτροπή Φύση 2000» με την από 27.5.2016 γνωμοδότησή της διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι επιτρεπόμενες στη ΖΑΤ δραστηριότητες μπορεί να προκαλέσουν μεγάλης πυκνότητας περιβαλλοντικές πιέσεις και απειλές για τα γειτονικά προστατευόμενα φυσικά συστήματα, κυρίως των κινούμενων αμμοθινών (ΠΠΦ-1α, ΠΠΦ-1β) και των σταθεροποιημένων θινών (ΠΠΦ-2β και 2δ). Περαιτέρω, οι επιτρεπόμενες χρήσεις και οι σχετικοί όροι και περιορισμοί δόμησης εντός της ΖΑΤ δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ΠΠΦ, με τις οποίες αυτή γειτνιάζει, τούτο δε ειδικά στην περίπτωση της γειτνίασης της ΖΑΤ με το τμήμα της παραλίας που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό της φωλεοποίησης της θαλάσσιας χελώνας.
Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα, αν και διαπίστωσε ότι η θέσπιση ΖΑΤ βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις ως άνω επικαλούμενες διατάξεις, δεν προέβη προς το παρόν σε ειδικό έλεγχο της νομιμότητας των προτεινόμενων στη ΖΑΤ χρήσεων, όρων και περιορισμών δόμησης, διότι έκρινε ότι η επεξεργασία του σχεδίου έπρεπε να αναβληθεί για άλλο λόγο, που αφορούσε την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας Στρατηγικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης. Επεσήμανε όμως ότι η Διοίκηση πρέπει, κατά την επανυποβολή του σχεδίου, να επανεξετάσει αν οι ρυθμίσεις που αφορούν τη ΖΑΤ συνάδουν με τον σκοπό του χαρακτηρισμού της κυρίως προστατευόμενης περιοχής ως «Περιοχής Προστασίας της Φύσης», παραθέτοντας και σχετικά στοιχεία.
Έγινε περαιτέρω δεκτό ότι με την Οδηγία 2001/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 197) καθιερώθηκε η υποχρέωση προηγούμενης εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, τα οποία τεκμαίρεται ότι έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, προκειμένου να διασφαλισθεί υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος μέσω της ενσωμάτωσης περιβαλλοντικών ζητημάτων στην προετοιμασία και θέσπιση σχεδίων και προγραμμάτων με σκοπό την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Από τις διατάξεις δε αυτές σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ προκύπτει ότι σε Στρατηγική Περιβαλλοντική Εκτίμηση (ΣΠΕ) υποβάλλονται όλα τα σχέδια και προγράμματα, τα οποία στο σύνολό τους ή εν μέρει εφαρμόζονται σε περιοχές του εθνικού σκέλους του ευρωπαϊκού οικολογικού δικτύου Natura 2000 (TKΣ και ΖΕΠ) και τα οποία ενδέχεται να τις επηρεάσουν σημαντικά, εξαιρουμένων των σχεδίων διαχείρισης και των προγραμμάτων δράσης που συνδέονται άμεσα ή είναι απαραίτητα για τη διατήρηση και προστασία των περιοχών αυτών (βλ. ΣτΕ Ολ 2996/2014).
Με το υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος το Τμήμα διατύπωσε την άποψη ότι επιχειρείται ο χαρακτηρισμός, ως «Περιοχής Προστασίας της Φύσης», εκτάσεων οι οποίες περιλαμβάνονται, ως ΕΖΔ, στο δίκτυο Natura 2000, με τους ανωτέρω κωδικούς. Σε επαφή με τον πυρήνα αυτό οριοθετείται και ΖΑΤ, εντός της οποίας επιτρέπονται νέες χρήσεις και δραστηριότητες καθώς και διατήρηση ή εκσυγχρονισμός υφισταμένων έργων υποδομής, προβλέπονται δε σχετικοί όροι και περιορισμοί δόμησης. Το ως άνω πλέγμα των ρυθμίσεων της ΖΑΤ, εν όψει του περιεχομένου του και της επαφής της ΖΑΤ με τον πυρήνα της προστατευόμενης περιοχής, ενδέχεται να επηρεάζει σημαντικά τις ΕΖΔ, όπως άλλωστε, επεσήμανε η «Επιτροπή Φύση 2000» με την ανωτέρω από 27.5.2016 γνωμοδότησή της. Με το περιεχόμενο αυτό, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν συνιστούν αμιγές «σχέδιο διαχείρισης», κατά την έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων, άμεσα συνδεόμενο και απαραίτητο για τη διαχείριση και προστασία της περιοχής, δηλαδή «σχέδιο διαχείρισης», το οποίο εξυπηρετεί αποκλειστικώς τους σκοπούς αυτούς, με συνέπεια την απαλλαγή του από την υποχρέωση υποβολής στη διαδικασία ΣΠΕ, αλλ΄ αποτελούν «σχέδιο» μικτού χαρακτήρα, το οποίο υπάγεται στην προβλεπόμενη διαδικασία της κυα 107017/28.8.2006.
Οι ρυθμίσεις αυτές καθορίζουν το πλαίσιο για την έκδοση αδειών και δραστηριοτήτων, οι οποίες ενδέχεται να εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία της 6ης Ομάδας της κυα 15393/2332/2002, όπως η οργανωμένη τουριστική κατασκήνωση και τα κύρια τουριστικά καταλύματα, αναλόγως της δυναμικότητάς τους. Με τα δεδομένα αυτά, το παρόν σχέδιο προεδρικού διατάγματος συνιστά κατά το πρακτικό «σχέδιο», το οποίο προϋποθέτει την προηγούμενη τήρηση της διαδικασίας ΣΠΕ, με την εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (πρβλ. ΣτΕ Ολ 2996/2014, ΔΕΕ απόφαση της 10.9.2015 υπόθεση C-473/2014, Δήμος Κρωπίας κατά ΥΠΕΚΑ επί προδικαστικού ερωτήματος που διατυπώθηκε με τη ΣτΕ Ολ 2996/2014 και ΣτΕ ΠΕ 12/2015). Εν προκειμένω έγινε ως άνω δεκτό ότι δεν έχει προηγηθεί του σχεδίου η απαιτουμένη διαδικασία ΣΠΕ με την εκπόνηση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Ωστόσο, το σχέδιο συνοδεύεται, όπως προαναφέρθηκε, από εγκεκριμένες κατά τα έτη 2012 και 2014 Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες.
Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα ανάβαλε την επεξεργασία του παρόντος σχεδίου, προκειμένου η Διοίκηση να εξετάσει ενδελεχώς και να βεβαιώσει, κατά ειδικό και συγκεκριμένο τρόπο, αν τυχόν κατ΄ εξαίρεση οι εγκεκριμένες Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες πληρούν τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, αλλιώς να επανυποβάλει το σχέδιο, αφού τηρήσει τη σχετική διαδικασία με τη σύνταξη Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Κρίθηκε ακόμα ότι με την απόφαση του ΔΕΕ της 10.11.2016 (υπόθεση C-504/2014 Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας) η Ελληνική Δημοκρατία (έχοντας ανεχθεί σειρά επεμβάσεων στις περιοχές που αποτελούν το αντικείμενο του παρόντος σχεδίου, όπως η κατασκευή οικιών, η δημιουργία υποδομών πρόσβασης στην παραλία, η ασφαλτόστρωση υφισταμένων οδών, το ελεύθερο «κάμπινγκ», η λειτουργία «μπαρ», η παρουσία κινητού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων στις παραλίες αναπαραγωγής της θαλάσσιας χελώνας, η φωτορύπανση παραλιών, η αλιευτική δραστηριότητα, η χορήγηση οικοδομικών αδειών και περαιτέρω παραλείποντας να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα, όπως η θέσπιση συνεκτικού και αυστηρού νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας) παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 6 παρ. 2 και 3 καθώς και 12 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. Εν όψει τούτου, η Διοίκηση οφείλει περαιτέρω κατά το πρακτικό να προβεί στις δέουσες ενέργειες το συντομότερο δυνατόν, δεδομένου ότι η υα οικ. 25794/20.5.2016 (Δ΄ 141/24.5.2016), με την οποία θεσπίστηκαν κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 9 του ν. 1650/1986 μέτρα προστασίας των εν λόγω περιοχών, έχει διετή ισχύ με δυνατότητα παράτασης για ένα μόνο ακόμη έτος.
.
.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 03.09.2017
.
ΚατηγορίεςΝομοθεσία, Προστατευόμενες περιοχές
Απάντηση