Δασική πολιτική και τι πρέπει να γίνει, προκειμένου η χώρα να τεθεί χωρίς τις σημερινές αγκυλώσεις, σε αναπτυξιακή τροχιά

Γράφει ο Ελευθέριος Φραγκιουδάκης
Δασολόγος, Πρώην Γενικός Δ/ντής Δασών του Υπ. Γεωργίας

Σκοπός της Δασικής Πολιτικής

Η δασική πολιτική στην Ελλάδα επιβάλλεται να αναθεωρηθεί και να εναρμονισθεί με την σημερινή πραγματικότητα προκειμένου να καλύψει τις απαιτήσεις των επερχόμενων ετών. Η σταδιακή εγκατάλειψη της υπαίθρου, η αστυφιλία και η συρρίκνωση του πληθυσμού στις ορεινές περιοχές, άλλαξε τις εργασιακές σχέσεις στα οικονομικώς εκμεταλλευόμενα δάση. Έτσι η δασοπονική εκμετάλλευση που στηρίζεται στο δασικό έδαφος, τον υφιστάμενο ξυλώδη όγκο και την εργασία σε συνδυασμό με τις συνθήκες της αγοράς, άλλαξε ήδη προ πολλού προοπτική και αποτελεσματικότητα.

Από μια διαφορετική θεώρηση του θέματος, τα δάση και οι δασικές εκτάσεις της Χώρας, ενώ έχουν αυξηθεί σε σχέση με τα κατοχικά χρόνια, σε περιοχές που αναπτύσσονται οικιστικά ή τουριστικά, δέχονται διαρκώς πίεση και υπόκεινται σε ραγδαία υποβάθμιση, που διαρκώς επιδεινώνεται και από τις καταστροφές λόγω των πυρκαγιών. Οι περιοχές αυτές, τυγχάνουν από το ισχύον Σύνταγμα, αντικείμενο ιδιαίτερης μέριμνας και προστασίας. Ο συνταγματικός νομοθέτης εμφορούμενος από τις νεότερες αντιλήψεις περί προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος που καθιερώθηκαν διεθνώς, έχει με το Σύνταγμα του 1975, όπως έχει αναθεωρηθεί μεταγενέστερα (2001) καθιερώσει υποχρεώσεις στο Κράτος να λαμβάνει μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, κορμό του οποίου αποτελούν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις. Σήμερα λοιπόν υπάρχει ανάγκη όσο ποτέ, να αναθεωρηθεί η δασική πολιτική της χώρας. Πρέπει να ιεραρχηθούν ξανά οι προτεραιότητες στους πολλαπλούς σκοπούς που εκπληρώνει η δασοπονία. Ο σκοπός που ήταν άλλοτε οικονομικός, πρέπει να περιορισθεί και στη θέση του πρέπει να τεθούν νέες επιδιώξεις όπως:

1. Η αποτελεσματικότερη προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων μέσα από αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών σε νέα οργανωτική βάση και καταγραφή του δασικού χώρου μέσω κατάρτισης δασικών χαρτών και του δασολογίου της χώρας. 

2. Η υποχρεωτική βιώσιμη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων, ανεξάρτητα του προσδοκώμενου οικονομικού αποτελέσματος τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια δάση και δασικές εκτάσεις, μέσω χρηματοδότησης της δασοπονικής διαχείρισης και της παραχώρησης της διαχείρισης και εκμετάλλευσης των δημοσίων εκτάσεων, τόσο σε οικείους ΟΤΑ όσο και σε τρίτους. Αν δεν γίνει αυτό, τότε τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, με την συσσώρευση καύσιμης ύλης, πέραν της κανονικότητας που επιβάλλει η λελογισμένη διαχείριση, θα αποτελούν μια μόνιμη δεξαμενή «αδέσποτων» καυσίμων, που θα τα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στην καταστροφή τους μέσω των πυρκαγιών, με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται.

3. Έμφαση στην ανάπτυξη και προστασία των αισθητικών δασών, δασικών μονοπατιών αναψυχής, στην υδρονομική προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, στην σήμανση του δασικού οδικού δικτύου, στη προστασία της πανίδας και βιοποικιλότητας της χλωρίδας.

4. Αλλαγή του μοντέλου επιτρεπτών επεμβάσεων στα δάση και τις δασικές εκτάσεις χωρίς δυνατότητα εκχώρησης δικαιωμάτων νομής κατοχής και κυριότητας, παρά μόνο χρήσης. Άλλα δικαιώματα θα εκχωρούνται, μόνο όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί.

5. Η δημιουργία του θεσμού της «αναδοχής» υποβαθμισμένων και ευαίσθητων περιβαλλοντικά περιοχών, από οικολογικές οργανώσεις, εξωραϊστικών συλλόγων, μη κερδοσκοπικών σωματείων, χορηγών εταιρειών (sponsors), κα, που θα αναλαμβάνουν τη διαχρονική (όσο υπάρχουν) αποκατάσταση τους, βάσει μελετών εγκεκριμένων από τις αρμόδιες δασικές υπηρεσίες.

6. Η απλούστευση και κωδικοποίηση της δασικής νομοθεσίας

7. Η επί νέας βάσεως αναδιοργάνωση της πυροπροστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων της χώρας.

Η σημερινή κατάσταση

Σήμερα στις περιοχές που δεν υπάρχει ενδιαφέρον οικιστικής ή τουριστικής ανάπτυξης, τα δασικά οικοσυστήματα αναβαθμίζονται από μόνα τους. Αντίθετα, στις παραθεριστικές και τουριστικά αναπτυσσόμενες περιοχές, όπου τα δασικά οικοσυστήματα δέχονται πιέσεις, παρατηρείται έντονη υποβάθμισή τους. Τα αρμόδια υλωρικά όργανα αποδεικνύεται ότι είναι ανεπαρκή για να αναχαιτίσουν τις αυθαιρεσίες. Τι πρέπει να γίνει; Θα πρέπει, το ταχύτερο δυνατόν, να καταρτισθούν οι δασικοί χάρτες και το δασολόγιο της χώρας. Κατά τα λοιπά, έχει παρατηρηθεί ότι όσο πιο «απόμακρος» είναι ο άνθρωπος από τα δάση, τόσο η φύση παραμένει ανεπηρέαστη και πιο «δημιουργική». Η φύση λοιπόν πρέπει να αφεθεί να κάνει το έργο της και οι παρεμβάσεις του ανθρώπου στη σημερινή εποχή, πρέπει να γίνονται μόνο προς την υποβοηθητική, τη διαχειριστική, τη προστατευτική, την εποπτική και την απογραφική κατεύθυνση. Είναι λάθος να λέγεται ότι τα δάση «φθίνουν». Μεταπολεμικά τα δασικά οικοσυστήματα απαλλαγμένα από τις πιέσεις του ανθρώπινου παράγοντα (ποιμενική κτηνοτροφία, λαθροϋλοτομίες, κ.λ.π) σε πολλές περιοχές της χώρας, έχουν όντως αναβαθμιστεί. Οι απαιτήσεις του ανθρώπου από τα δάση έχουν περιορισθεί αφού περιορίσθηκαν οι καταναλώσεις εγχωρίων δασικών προϊόντων. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούν σήμερα εύκολο τρόπο πλουτισμού, για ελάχιστο (ευτυχώς) αριθμό ατόμων, μέσω της οικοπεδοποίησής τους. Για να σταματήσει αυτό μόνο ένας τρόπος υπάρχει, όπως προαναφέρθηκε. Να γίνουν οι δασικοί χάρτες και το δασολόγιο της χώρας.

Τα δάση ως στοιχεία του οικοσυστήματος

Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις καλύπτουν το 70% και πλέον της χώρας. Η κάλυψη αυτή, λαμβανομένων υπόψη των έντονων ανάγλυφων ορεινών και ημιορεινών σχηματισμών και των κατά τόπους έντονων βροχοπτώσεων, αποτελεί την φυσική ασπίδα από διαβρώσεις και θωρακίζει τόσο τις υποδομές δημοσίων έργων όσο και τις καλλιεργούμενες περιοχές. Μαζί με τις θάλασσες που περιβάλλουν τη χώρα δίνουν ξεχωριστή και εξαιρετικού κάλλους ομορφιά με εναλλασσόμενα κατά τόπους τοπία. Η μεγάλη αυτή συνεισφορά τους γίνεται εύκολα αντιληπτή από τη διαφορά που υπάρχει με τις περιοχές που ήδη έχουν έντονα υποβαθμισθεί ή υποστεί ερημοποίηση. Η συνεισφορά αυτή δεν έχει μόνο τοπική σημασία, αλλά εντάσσεται στη συνεισφορά παγκοσμίως όλων των δασών του πλανήτη μας, η οποία αναγνωρίζεται πλέον ως ξεχωριστή. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι η υποβάθμιση των δασών αποτελεί μία από τις σημαντικές παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο άνθρωπος έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να προστατεύσει τη βιοποικιλότητα και να αφήσει την φυσική εξέλιξη των ειδών του φυτικού και ζωικού βασιλείου ανεπηρέαστη.

Η υποδομή – η Χωροταξία και οι χρήσεις γης 

Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούν για την ελληνική νομοθεσία ξεχωριστές ενότητες τόσο από τη πλευρά της περιβαλλοντικής προστασίας, όσο και από τη πλευρά διαχείρισης, ιδιοκτησίας, επιτρεπτών επεμβάσεων, κ.λ.π. Την αυτή αντιμετώπιση έχουν και από πλευράς Συντάγματος. Δεσμευτικά λοιπόν η Χωροταξία, δεν μπορεί να μελετήσει τις ενότητες αυτές ως προς τον χωροταξικό τους σχεδιασμό, αλλά μπορεί μόνο να τις παραθέσει απογραφικά σχεδιάζοντας μόνο την δημιουργία μέσω αυτών, του βασικού οδικού δικτύου της χώρας. Εξ αυτού και μόνο του λόγου η Χωροταξία δεν μπορεί να προχωρήσει με το υπάρχον θεσμικό και συνταγματικό πλαίσιο χωρίς πρώτα να προηγηθεί και να καταρτισθεί το δασολόγιο της Χώρας.

Το Σύνταγμα

Όπως προαναφέρθηκε, το Σύνταγμα της χώρας, έχει αναγάγει τα δασικά οικοσυστήματα σε αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος και προστασίας. Καθιερώνει υποχρεώσεις στην πολιτεία, οι οποίες, σε μερικές περιπτώσεις, αποτελούν προτεραιότητες εθνικής σημασίας, όπως για παράδειγμα, η υποχρέωση της πολιτείας να μεριμνά για την αποκατάσταση των περιοχών που αποψιλώνονται ή καταστρέφονται από πυρκαγιές, κηρύσσοντάς τες αναδασωτέες, υποχρέωση που συνεπάγεται τεράστιες δαπάνες στις περιπτώσεις εκείνες που η αναδάσωση δεν μπορεί να επιτευχθεί δια της φυσικής οδού (π.χ. όταν πρόκειται για εκτάσεις που καίγονται δεύτερη φορά). Τέτοιες υποχρεώσεις δεν έχουν επιβληθεί για άλλες περιπτώσεις (π.χ. για την διαρκή ανανέωση των εξοπλισμών για λόγους εθνικής άμυνας). Από περιβαλλοντικής άποψης, το Σύνταγμα έχει τοποθετήσει τα δασικά οικοσυστήματα σε ξεχωριστή θέση από πλευράς προτεραιοτήτων σε σχέση με άλλα προστατευόμενα περιβαλλοντικά οικοσυστήματα (π.χ. θαλάσσια).

Η δασική νομοθεσία

 Η μέχρι σήμερα ισχύουσα δασική νομοθεσία, πέρα από ένα πλέγμα διατάξεων που έθεταν τους κανόνες ορθολογικής διαχείρισης των δασών, των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων (ανεξάρτητα από το ζήτημα της ιδιοκτησίας), περιείχε κύρια διατάξεις δημόσιας τάξης για λόγους προστασίας. Η δασική νομοθεσία στο μέλλον, μετά την κατάρτιση των δασικών χαρτών και του δασολογίου της χώρας, αφού κωδικοποιηθεί, θα περιορισθεί κατά πολύ σε ρόλο ρυθμιστικό τόσο των επεμβάσεων όσο και της κοινωνικής προσφοράς των δασών και γενικά των δασικών οικοσυστημάτων.

Το εθνικό χωροταξικό σχέδιο

Όπως προαναφέρθηκε, ο χωροταξικός σχεδιασμός της χώρας, δεν μπορεί να υλοποιηθεί, αν προηγουμένως δεν καταγραφούν τα δάση/δασικές εκτάσεις μέσω της κατάρτισης του δασολογίου της χώρας όπως μάλιστα προβλέπει και επιτάσσει το ισχύον Σύνταγμα. Το αυτό επιβάλλεται να γίνει και για τις γαίες υψηλής παραγωγικότητας.

Ο Χωροτάκτης που θα επιχειρήσει να εκπονήσει τον χωροταξικό σχεδιασμό, χωρίς να έχει πλήρη καταγραφή του χώρου από πλευράς περιορισμών, οι οποίοι εκπορεύονται απευθείας από το Σύνταγμα, θα δηλώσει αδυναμία ευθύς εξ αρχής. Για τον λόγο αυτό, η Πολιτεία πρέπει να επισπεύσει τις διαδικασίες τόσο για την κατάρτιση των δασικών χαρτών και του δασολογίου όσο και για την καταγραφή των γαιών υψηλής παραγωγικότητας, του αιγιαλού της παραλίας, κλπ.

Οι δασικοί χάρτες

Η προτεραιότητα κατάρτισης των δασικών χαρτών της χώρας είναι επιβεβλημένη όχι μόνο λόγω της άμεσης σύνδεσής τους με το Εθνικό Κτηματολόγιο, αλλά και από το ισχύον Σύνταγμα (άρθρο 24) που επιτάσσει την κατάρτιση του δασολογίου της χώρας. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τη κατάρτιση των δασικών χαρτών θα ακολουθήσει η κατάρτιση του δασολογίου. Με την κατάρτιση και ολοκλήρωση των δασικών χαρτών, θα αποκαλυφθεί πλέον ο δασικός χώρος σε κάθε περιφέρεια της χώρας, τόσο για τους πολίτες όσο και για τους δασικούς υπαλλήλους. Το έργο των δασικών υπηρεσιών θα απλουστευθεί και η προστασία των δασικών οικοσυστημάτων θα είναι πλέον διαπιστωτική και αποτελεσματικότερη.

Η δασική Υπηρεσία

 Οι δασικές Υπηρεσίες της χώρας μετά την κατάρτιση των δασικών χαρτών και του δασολογίου επιβάλλεται να αναδιοργανωθούν. Με δεδομένο ότι το προσωπικό των δασικών υπηρεσιών δεν ανανεώνεται, ύστερα από τη συνταξιοδότηση υπαλλήλων, οι δυνάμεις της δασικής υπηρεσίας πρέπει να συμπτυχθούν και να ανασυνταχθούν. Ως νέο σχήμα, προτείνεται μια Διεύθυνση Δασών κατά νομό, κατά δρυμό και κατά δασικό σύμπλεγμα εκμετάλλευσης, που θα λειτουργούν ως δασαρχεία και το επιστημονικό δασικό προσωπικό (δασολόγοι) να κλιμακώνεται σε Δασάρχες Α, Β, και Γ τάξης. Χρέη προϊσταμένου θα εκτελούν οι Δασάρχες Α τάξης δυνάμενοι να αναπληρώνονται από Δασάρχες Β και Γ τάξης, μόνο σε περιπτώσεις έλλειψης Δασαρχών Α ή κωλύματός τους. Κάθε Δασαρχείο θα διατηρεί σε λειτουργία Τμήμα δασικών χαρτών και δασολογίου υποχρεωτικά.

Όλες οι κατά τα ανωτέρω δασικές υπηρεσίες πρέπει να επανασυνδεθούν με το Κέντρο και να τελούν υπό την ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών, όσον αφορά το ιδιοκτησιακό ζήτημα των γαιών και υπό την ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για ζητήματα που έχουν να κάνουν με το δασικό περιβάλλοντος.

Μετά τη σύνταξη δασικών χαρτών και του δασολογίου, η δασοπροστασία θα στηρίζεται σε τεχνική και μόνο επεξεργασία στοιχείων που θα διενεργείται, εφόσον απαιτείται, από το Τμήμα δασικών χαρτών του κάθε Δασαρχείου, η δε υλωρία θα στηρίζεται τόσο σε περιπολίες όσο και σε άμεση σύνδεση με ημερήσιες δορυφορικές λήψεις. Η διαπίστωση της παράβασης θα επιβεβαιώνεται από το Τμήμα δασικών χαρτών και η αντιμετώπισή της θα γίνεται ως ορίζει η νομοθεσία αμαχητί.

Η προστασία έναντι φυσικών κινδύνων από ασθένειες θα γίνεται με την καθοδήγηση της αρμόδιας Δ/νσης Φυτοπροστασίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Όπως προαναφέρθηκε, η προστασία από δασικές πυρκαγιές, πρέπει να γίνεται μέσα από ένα αναδιοργανωμένο νέο σύστημα αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών.

Η διαχείριση

Η βιώσιμη διαχείριση των δασών πρέπει να είναι υποχρεωτική. Προτείνεται η διαχείριση των οικονομικά εκμεταλλευομένων δασών να ανατίθεται σε οικείους ΟΤΑ και σε υφιστάμενες προς τούτο δημοτικές ή διαδημοτικές επιχειρήσεις τους. Με θεσμική παρέμβαση θα πρέπει να εξασφαλισθούν καυσόξυλα δωρεάν από τα δημόσια και υπό εκμετάλλευση Δάση για όλες τις οικογένειες που κατοικούν χειμώνα σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές. Παραλλαγή της πρότασης αποτελεί και η εγκατάσταση κλειστού κυκλώματος θέρμανσης σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, με χρήση του καυσόξυλου ως καύσιμης ύλης.

Διαχειριστικά σχέδια

Διαχειριστικά σχέδια πρέπει να συντάσσονται υποχρεωτικά για όλα τα δασικά οικοσυστήματα, ανεξάρτητα από κάθε είδους οικονομική εκμετάλλευση. Για τον λόγο αυτό, θα πρέπει να αναθεωρηθούν οι τεχνικές προδιαγραφές σύνταξης διαχειριστικών μελετών. Τα προστατευόμενα δάση και δρυμοί καθώς και οι προστατευόμενες φυσικές περιοχές, τα μνημεία της φύσης, τοπία καταφύγια άγριας ζωής αλλά και οι περιοχές του Ευρωπαϊκού Δικτύου NATURA, θα προστατεύονται ως ορίζει η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία.

Η χρηματοδότηση

Η χρηματοδότηση της δασοπονίας πρέπει να γίνεται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό σε ετήσια βάση και να μην υπολείπεται του 80% των πάσης φύσεως ετήσιων εσόδων της, η δε διανομή της χρηματοδότησης πρέπει να γίνεται αποκλειστικά από την Γενική Διεύθυνση Δασών και Φυσικών Πόρων, ύστερα από γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δασικής Πολιτικής. Συμπληρωματικά, η χρηματοδότηση θα γίνεται και από πόρους της ΕΕ, εφόσον είναι διαθέσιμοι.

Άμεσοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι

Στην αρχή κάθε 10ετίας, υποχρεωτικά θα πρέπει να εκπονείται 5ετές πρόγραμμα δασικής ανάπτυξης και 10ετές πρόγραμμα υποδομών για την ανάπτυξη της δασοπονίας τα οποία θα εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο μετά από πρόταση του Υπουργού και γνωμοδότηση του Συμβουλίου Δασών.

Για να προγραμματισθούν όμως επιτυχώς άμεσοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι μέσω της δασικής πολιτικής της χώρας, επιβάλλεται η εφαρμογή της αποτελεσματικής προστασίας της δημόσιας περιουσίας (σχετικές προτάσεις στο Παράρτημα).

ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ  ΤΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Ως γνωστόν, η εν γένει δημόσια περιουσία, αποτελείται από εκτάσεις με ιδιαίτερο νομικό καθεστώς περιέλευσής τους στο Δημόσιο. Οι περισσότερες από αυτές τις εκτάσεις πρέπει να διαχωρισθούν από τις Εθνικές γαίες, ήτοι τις εκτάσεις που περιήλθαν στο Δημόσιο κατά διαχείριση, δυνάμει των επί μέρους συνθηκών προσάρτησης των σταδιακά απελευθερωμένων περιοχών της Χώρας. Εκτάσεις, για παράδειγμα, που περιήλθαν στο Δημόσιο δυνάμει απαλλοτριώσεων, εκτάσεις που περιήλθαν δυνάμει κληροδοτημάτων, εκτάσεις που περιήλθαν εκ δωρεών τρίτων, εκτάσεις δημευθείσες για χρέη ή καταγραφείσες ως αδέσποτες ή ανήκουσες σε λάθρα διαφυγόντες στο Εξωτερικό, ή έχουν περιέλθει στη διαχείριση του Δημοσίου λόγω ειδικών θεσμών (π.χ. εκτάσεις ανταλλαξίμων μουσουλμανικών κτημάτων, εκτάσεις λόγω διαλύσεως των Επιτροπών αποκατάστασης Προσφύγων, κ.λ.π.) δεν μπορούν να εξομοιώνονται – κατατάσσονται στις εθνικές γαίες. Στις εθνικές γαίες, οι τίτλοι του Δημοσίου είναι αυτές καθαυτές οι Συνθήκες και το προηγούμενο καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης, και εξ αυτών εκπορεύεται και το μαχητό τεκμήριο του Δημοσίου.

Άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των Εθνικών γαιών, είναι:

1. Οι Εθνικές γαίες αποτελούν παρακαταθήκη των Ελλήνων, που συνδέεται με την ίδια την σύσταση του Ελεύθερου Ελληνικού Κράτους. Αποτελούν λοιπόν κοινοκτημοσύνη των Ελλήνων που «εν ονόματί τους» την προστατεύει και την διαχειρίζεται το Δημόσιο δια των εκάστοτε εκλεγμένων Κυβερνήσεων. Οι άλλες δημόσιες γαίες, όπως περιγράφονται παραπάνω, αποτελούν περιουσιακά στοιχεία που περιήλθαν στο Κράτος μετά τη σύστασή του και με διαφορετικό τρόπο, είναι εν πολλοίς καταγεγραμμένες και δεν συνδέονται με την ίδια την σύσταση του Ελληνικού Κράτους.

2. Για τον εντοπισμό και την προστασία των εθνικών γαιών, τέθηκαν ευθύς εξ’ αρχής ειδικοί κανόνες δημοσίας τάξεως, που δεν μπορούν να παρακαμφθούν από άλλους γενικούς κανόνες που διέπουν την εν γένει ιδιοκτησία τρίτων.

3. Οι εθνικές γαίες δεν είναι καταγεγραμμένες, ούτε θα μπορούσαν να είναι καταγεγραμμένες, επειδή με την σύσταση του Ελληνικού Κράτους και εφεξής, αυτό που ζητείτο ως αποδεικτέο (προς απόδειξη), ήταν ποιες εκτάσεις μπορούσε το Κράτος να δέχεται ως ιδιόκτητες και όχι ποιες εκτάσεις ήταν Εθνικές. Το ίδιο το Κράτος, επικύρωνε αγοραπωλησίες οθωμανικών κτημάτων, μόνο και μόνο για να προστατεύσει ως μεσεγγυούχο τους αγοραστές. Μέσα από την καταγραφή των ιδιωτικών εκτάσεων, θα προέκυπταν αυτοδίκαια οι Εθνικές γαίες.

4. Η αντίληψη που υιοθετείται τα τελευταία χρόνια από τις οικείες Κτηματικές Υπηρεσίες, είναι ότι σε τηρούμενα βιβλία καταγραφών υπάρχει ένας αριθμός καταγεγραμμένων κτημάτων, και συνεπώς για τα λοιπά κτήματα δεν υπάρχουν ενδείξεις δικαιωμάτων του Δημοσίου, είναι λανθασμένη και στηρίζεται σε άγνοια της νομοθεσίας, η οποία επέβαλε να καταγράφονται υποχρεωτικά σε ειδικά προς τούτο βιβλία, μόνο οι εκτάσεις για τις οποίες υπήρχε καταγγελία τρίτων, ότι δηλ. ενώ ανήκαν στο Δημόσιο, βρίσκονταν «αυθαίρετα» στην κατοχή τρίτων (άρθρα 24 & 25 Α.Ν. 1539/38).

Το γαιοκτητικό ζήτημα

Όσον αφορά στο γαιοκτητικό ζήτημα, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθούν περιληπτικά τα παρακάτω βασικά στοιχεία, τα οποία εν πολλοίς αγνοούνται συστηματικά τόσο από την διοικητική όσο και την δικαστική πρακτική και τούτο επί ζημία του Δημοσίου.

Ως γνωστόν, μετά το τουρκικό ζυγό και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους (βλ. Συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως με τα εξειδικευμένα κείμενα αυτής βάσει των δύο Πρωτοκόλλων του Λονδίνου), οι οθωμανοί πολίτες έπρεπε να εκκενώσουν την ελεύθερη Ελλάδα εντός δύο ετών. Τους επετράπη λοιπόν από τις συμφωνίες που έγιναν, να μεταβιβάσουν σε τρίτους τα όποια δικαιώματα είχαν επί ακινήτων, τις δε γενόμενες αγοραπωλησίες, τις επικύρωναν τόσο η τουρκική πλευρά με τούρκο επιτετραμμένο για τον σκοπό αυτό, όσο και η πλευρά του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους, με εισήγηση της τότε συσταθείσης Ελληνικής Επιτροπής στις δύο επί του Βασιλικού Οίκου Γραμματείες των επί των Οικονομικών και επί των Εξωτερικών. Με αυτήν την πρακτική, επικυρωνόταν ύστερα από ελέγχους, σχετικές αγοραπωλησίες από του 1832-1838. Όμως, δυνάμει του δευτέρου πρωτοκόλλου του Λονδίνου, είχε συμφωνηθεί, ότι όσον αφορά το γαιοκτητικό ζήτημα κατά το μεταβατικό στάδιο, από αυτό της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νέο πλέον καθεστώς του νεοελληνικού Κράτους, αυτό θα επιλυθεί με διαπραγματεύσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος. Αυτό είχε ως συνέπεια, κατά τις επικυρώσεις των αγοραπωλησιών, να τίθεται ως αναγκαία συνθήκη εν κατακλείδι τους – υπόψη μια βασική επιφύλαξη του Δημοσίου, ως αναπόφευκτος όρος, που ήταν σχεδόν πανομοιότυπος σε όλες τις επικυρώσεις και ήταν ό κάτωθι:

«Όσον αφορά τα δικαιώματα του Δημοσίου, εις τας δια ταπίων κατεχομένας εκτάσεις, ο ειρημένος κύριος θέλει υπόκεισθαι εις το όσον ούπω ληφθησσόμενον τελειωτικόν μέτρον.»

Από μέρους του Οθωμανικού Κράτους, ορίσθηκε ως κύριος διαπραγματευτής για το γαιοκτητικό ζήτημα ο Σεκίπ Εφένδης. Η Ελληνική πλευρά από μέρους της όρισε ως διαπραγματευτή την Ελληνική Επιτροπή.

Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, υπογράφηκε το 1835, η πιο κάτω «Συμβίβαση»:

Σ Υ Μ Β Ι Β Α Σ Ι Σ

Της επί των Οθωμανικών κτημάτων Ελληνικής Επιτροπής μετά των απεσταλμένων της Υ. Πόρτας.

Η Ελληνική επιτροπή συνδιαλεχθείσα μετά του επιτρόπου της Πόρτας συνδιετέθη εις τα κατωτέρω:

Α΄ Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει έχει επί των επαρχιών αι οποίαι εσχάτως, δυνάμει του Πρωτοκόλλου της 21 Ιουλίου 1832 έτους, προσετέθησαν εις το Ελληνικόν Κράτος, όλα τα δικαιώματα τα οποία είχεν επ’ αυτών η Οθωμανική κυβέρνησις.

Β΄ Επειδή εκ των οθωμανών, οίτινες ευρίσκονται εις μερικάς των ειρημένων επαρχιών, όσοι θέλουν ν’ αποδημήσουν, έχουν την άδειαν να πωλήσωσι την ήν επί της παρελθούσης εξουσίας είχον υπό κτήσιν και χρήσιν περιουσίαν των, της περιουσίας αυτής η παρελθούσα και μέλλουσα εκποίησις να τρέχη προσαρμοζομένη τω εν πληρεστάτη ενεργεία Σουλτανικώ κανουναμέ.

Γ΄ Τα εντός των ορίων των διαγραφομένων εν τοις ταπουτεμεσσουκλερί ευρισκόμενα και ως παραρτήματα των τσιφλικιών λογιζόμενα χειμάδια, εαρινά δάση και άλλα, να κρατώνται και να είναι υπό χρήσιν κατά τον τύπον εκείνον με τον οποίον ήσαν υπό χρήσιν των εχόντων αυτά επί της οθωμανικής εξουσίας.

Δ΄ Ως προς την εξέτασιν της νομιμότητος των σενετίων, ο επίτροπος της Πόρτας, συμφώνως με την Ελληνικήν επιτροπήν, θέλουν έχει οδηγόν των την δικαιοσύνην και την έννοιαν του κανουναμέ.

Ε΄ Επειδή τα σενέτια των κατά την Αττικήν κτημάτων εχάθησαν εξ αιτίας των περιστατικών του πολέμου, και πιθανόν να ηκολούθησε τούτο και εις άλλα μέρη, αι μαρτυρίαι αξιοτίμων ανθρώπων αμφοτέρων των μερών θέλουν ισχύει προς ανίχνευσιν της αληθείας. Ταύτα εγκριθέντα κοινή γνώμη εγράφη εν τω παρόντι πρωτοκόλλω.

Εν Αθήναις την 28 Μαρτίου 1835

ΔΕΛΙΓΙΑΝΝΗΣ                  ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ             ΛΟΥΚΑΚΗΣ

Κ.Ν. ΛΕΒΙΔΗΣ

Δ.Γ. ΦΕΔΕΡ

Η ανωτέρω Συμβίβασις, εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα της 4(16) Απριλίου 1835, αμφότερες δε ως πράξεις, δημοσιεύθηκαν στο ΦΕΚ αριθ. 15 της 27ης Απριλίου 1838.

Οι ρυθμίσεις της Συμβίβασης αυτής, ήταν το «τελειωτικόν» μέτρο στην από μέρους του Ελληνικού Κράτους επιφύλαξη που ετίθετο στις επικυρώσεις των αγοραπωλησιών οθωμανικών κτημάτων, και επέχουσα θέση αναγκαστικού δικαίου ως εκπορευομένη απ’ ευθείας από την Συνθήκη Ανεξαρτησίας και συνεπώς αποτελούσα στην πραγματικότητα παράρτημά της, δέσμευσε έκτοτε αυτοδίκαια τόσο τους αγοραστές οθωμανικών κτημάτων, όσο και τις τρείς εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική). Στην πραγματικότητα όμως, η Συμβίβασις αυτή αγνοήθηκε και αγνοείται έκτοτε συστηματικά, με αποτέλεσμα στις περιοχές του λεγομένου Παλαιού Βασιλείου (πρώτης ελεύθερης Ελλάδας) να έχει δημιουργηθεί ένα κομφούζιο από εικονικούς τίτλους.

Οι εικονικοί τίτλοι επιχειρείται σήμερα μέσω της κατάρτισης του Εθνικού Κτηματολογίου, να επισημοποιηθούν-αναγνωρισθούν. Το νομικό πλαίσιο όμως που προστατεύει την δημόσια περιουσία, επιβάλλει να εφαρμόζονται πάντα, χωρίς εξαίρεση, όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες για την προστασία της.

Αυτό θα έχει ως συνέπεια να μην καταρτισθεί ποτέ το Εθνικό κτηματολόγιο αλλά και οι δασικοί χάρτες της Χώρας, και τούτο επί ζημία της ανάπτυξης της χώρας αλλά και συσσώρευσης στα δικαστήρια εκκρεμοτήτων σε δίκες, η εκδίκαση των οποίων θα δημιουργήσει τραγική εικόνα για τη χώρα.

Προς αποφυγή αυτού του φαινομένου, επιβάλλεται να θεσπιστεί το ταχύτερο δυνατό, διαδικασία που θα επιλύσει έναντι του Δημοσίου τις διαφορές που ούτως ή άλλως θα προκύψουν στην κτηματογραφική διαδικασία.

Πρόταση

Η διαδικασία που προτείνεται από τον συντάκτη, είναι η διαδικασία άμεσου εξωδικαστικού συμβιβασμού με το Ελληνικό Δημόσιο. Όλα τα ακίνητα που δεν έχουν αλληλουχία τίτλων μεταγεγραμμένων από της συστάσεως των Υποθηκοφυλακείων της Χώρας και δεν έχουν ελεγθεί τεχνικά μέχρι σήμερα όσον αφορά όρια και εμβαδόν, ομαδοποιούνται σε τρείς κατηγορίες.

Α’ Κατηγορία

Γαίες για γεωργικές χρήσεις και χρήσεις δενδροκομίας, για τις οποίες δεν προκύπτει να έχουν παραχωρηθεί από το Δημόσιο στα πλαίσια της αγροτικής ή προσφυγικής νομοθεσίας.

Β’ Κατηγορία

Γαίες για βιοτεχνική, βιομηχανική και τουριστική χρήση.

Γ’ Κατηγορία

Γαίες για οικιστική χρήση κύριας ή παραθεριστικής κατοικίας.

Με συγκεκριμένα κριτήρια ανά κατηγορία, που θα στηρίζονται στην οικονομική και κοινωνική προσφορά τους, αλλά και στην δηλοποίησή τους σε Ε9 ως και στην καταβολή από μέρους των φερόμενων ως ιδιοκτητών τους, ΕΝΦΙΑ, θα παρέχεται στους δηλοποιητές τους εφ’ όσον τα καλύπτουν τα απαραίτητα κριτήρια, η δυνατότητα (προκειμένου να μην αντιδικήσουν με το Δημόσιο), να εξασφαλίζουν μέσω τραπέζης, ειδικό παράβολο εθνογαιόσημου που θα επικολλάται στον επισφαλή τίτλο που διαθέτει. Η επικόλληση του Εθνογαιόσημου, υπέχει θέση εξωδικαστικού συμβιβασμού με το Δημόσιο, θα νομιμοποιεί τον χρήστη στην κτηματολογική διαδικασία και στην χρήση των γαιών και θα είναι ακαταζήτητος δικαστικά είτε ενώπιον πολιτικών είτε ενώπιον ποινικών δικαστηρίων. Τα Εθνογαιόσημα θα είναι απαραχάρακτα, και θα καταχωρούνται σε ειδικό ηλεκτρονικό σύστημα εγγραφών κατά δημοτικό διαμέρισμα.

Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες Αν δεν γίνουν αυτές οι ρυθμίσεις, το Δημόσιο θα πρέπει να «ξεχάσει», επενδύσεις, ανάπτυξη, κτηματολόγιο, δασικούς χάρτες, χωροθετήσεις, χρήσεις γης, περιβαλλοντική προστασία, κ.λ.π.

Επίσης, για να αντιμετωπισθούν τραγελαφικές καταστάσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί σε βάρος του Δημοσίου συμφέροντος, όσον αφορά εκδοθείσες κατά καιρούς δικαστικές αποφάσεις, θα πρέπει να δοθεί η παρακάτω δυνατότητα στους εμπλεκόμενους:

Έχει διαπιστωθεί ότι όταν «ανοίγουν» δίκες μεταξύ του Δημοσίου και τρίτων, για το ζήτημα ιδιοκτησίας εκτάσεων, που από μόνες τους εντάσσονται στην κατά τα ανωτέρω περιγραφείσα κατηγορία των Εθνικών γαιών, πολλές φορές οι δίκες αυτές πραγματοποιούνται κατά τέτοιο τρόπο και με τόσα ελλιπή στοιχεία, που οι εκδοθείσες αποφάσεις κλονίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών για το αδιάβλητο της υπόθεσης ή για την εμπέδωση δικανικής πεποιθήσεως των δικαστών. Π.χ. εκτάσεις που αντιποιήθηκαν ως εθνικά δημόσια δάση, κρίθηκαν τελικά ως ιδιωτικές αγροτικές εκτάσεις, ενώ είναι ορατές στους πάντες ως δάση επί βραχωδών εκτάσεων που ουδέποτε μπορούσαν να δεχθούν συστηματική γεωργική καλλιέργεια.

Εκτάσεις επίσης που κρίθηκαν σε αντιδικία με το Δημόσιο, ως ιδιωτικά δάση, εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι έγινε απόκρυψη στοιχείων, ότι είχε αλλοιωθεί το περιεχόμενο συμβολαίων, ότι είχαν διευρυνθεί τα όρια με πλαστές οροθεσίες κ.λ.π. Στις περιπτώσεις αυτές, το Δημόσιο ως διάδικο, υποτίθεται ότι εξάντλησε τα δικονομικά του επιχειρήματα προκειμένου να αντικρούσει τις αγωγές και να προστατεύσει «χάριν» του Ελληνικού λαού, την κοινοκτημοσύνη (εθνική γη).

Ζημιωμένος λοιπόν είναι μόνο ο Ελληνικός λαός που έχασε τμήμα της κοινοκτημοσύνης του, από πλημμελή θεσμική θωράκισή της, ούτως ώστε Εκτελεστική και Δικαστική εξουσία να μην μπορέσουν να την προστατεύσουν ιδιοκτησιακά. Στις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο να βελτιωθεί εις τρόπον που να μην αφήνει περιθώρια δικαστικής πλάνης.

Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να γίνουν τόσο στο Σύνταγμα όσο και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Κατόπιν των ανωτέρω,

Π Ρ Ο Τ Ε Ι Ν Ε Τ Α Ι

  1. Ελλείψει δασολογίου, οσάκις ανοίγει δίκη (αναγνωριστική ή διεκδικητική), είτε μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων, είτε μεταξύ Δημοσίου και τρίτων, για έκταση που βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, δικονομικά να απαιτείται υποχρεωτικά ξεχωριστή δίκη που θα επιδικάζει τον χαρακτήρα και την φύση της επίδικης έκτασης και ξεχωριστή δίκη που θα αποφαίνεται για το ιδιοκτησιακό ζήτημα της.
  2. Στην επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, να προστεθεί νέα αρμοδιότητα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, έχουσα ως κατωτέρω:

Στη παρ. 1 του άρθρου 100 του Συντ/τος προστίθεται εδάφιο (ζ) που να έχει ως ακολούθως:

(ζ) Η κρίση, αν βάσει στοιχείων που προσκομίζουν και επικαλούνται ενώπιόν του φυσικά πρόσωπα ή Ενώσεις τους, με Ελληνική καταγωγή αυτοί τε και οι πρόγονοί τους από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, επιβάλλεται να ακυρωθούν δικαστικές αποφάσεις τακτικών δικαστηρίων που έκριναν οριστικά και αμετάκλητα εκτάσεις σε αντιδικία με το Δημόσιο, ως ιδιωτικές, ισχυριζομένων ότι έπρεπε να κριθούν Εθνικές.

Στο δεύτερο εδάφιο παρ. 2 του άρθρου 100 του Συντ/τος προστίθεται και η περίπτωση (ζ).

Τέλος, αναφορικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν, ώστε αφ’ ενός μεν να προστατευθούν σημαντικές κατηγορίες δημόσιων γαιών που έχουν εγκαταλειφθεί από μακρού με την υποτιθέμενη διοίκηση και διαχείρισή τους από το Δημόσιο, υπενθυμίζεται ότι σχετικές επισημάνσεις του συντάκτη στο παρελθόν (2009) δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση.

Υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος, δημόσιες γαίες ευρισκόμενες σήμερα σε αυθαίρετο καθεστώς καταλήψεων από τρίτους, να δηλοποιούνται στις κτηματολογικές διαδικασίες, και να παγιωθούν καταστάσεις νομιμοφανών τίτλων υπέρ τους επί ζημία του δημοσίου συμφέροντος.

 

Ελ. Φραγκιουδάκης
Συντ/χος Δασολόγος
Πρώην Γενικός Δ/ντής Δασών του Υπουργείου Γεωργίας

 


.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 05.8.2018

.




ΚατηγορίεςΔασική Πολιτική, Δασική Υπηρεσία

Tags: , , , , , , , , , , , ,

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: