Βιοκλιματικά εξαρτώμενη η παρουσία του Αγριόκουρκου στην οροσειρά Ροδόπης

Αρσενικός Αγριόκουρκος στη Ροδόπη / Φωτό Γ. Γαστεράτος

Ο Αγριόκουρκος είναι ένα είδος ιδιαίτερης σημασίας για την προστασία της φύσης στην Ευρώπη, λόγω της της καθολικής μείωσης των πληθυσμών του σε όλες τις χώρες της ευρωπαϊκής κατανομής του. Παραδόξως, ο Αγριόκουρκος είναι χαρακτηρισμένος ως Μειωμένου Ενδιαφέροντος (Least Consern – LC[1]από την IUCN ενώ οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες τάσεις των πληθυσμών του είναι φθίνουσες (δες χάρτη IUCN – Birdlife).

Το Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης (ΕΠΟΡ) είναι η νοτιότερη περιοχή εξάπλωσης του είδους στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως. Είναι επίσης μία οριακή περιοχή αναφορικά με την βασική οικοφωλιά του είδους, μια ακραία οικοφωλιά, με εκτιμώμενο πληθυσμό 225 – 313 άτομα (Poirazidis et al 1990, Handrinos and Akriotis 1997, Birdlife International 2004, Xirouchakis 2005).

Στο νοτιότερο σημείο της εξάπλωσής του, ο Αγριόκουρκος θεωρείται ως μοναδικό και ιδιαίτερο είδος, μιας κι εμφανίζει χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού που υπήρξε στάσιμος για μεγάλες χρονικές περιόδους, πιθανότατα προερχόμενου από παγετωνικά κατάλοιπα. Αντίστοιχοι τέτοιοι πληθυσμοί στην Ιβηρική Χερσόνησο κατατάσσονται σε ξεχωριστό υποείδος (Bajc et al. 2011, Plachiyski et al. 2018). Ένας διαφοροποιημένος νότιος κλάδος του είδους έχει παραμείνει σε παγετωνικά καταφύγια στην Ιβηρική Χερσόνησο (Κανταβρικά Όρη και Πυρηναία Όρη) και στα Βαλκάνια (Ελλάδα, Βουλγαρία, νότια Καρπάθια στη Ρουμανία), παρουσιάζοντας διαφορετικές οικολογικές προσαρμογές κι εξέλιξη σε σύγκριση με τον βόρειο κλάδο, αλλά και μεταξύ απομονωμένων μεταπληθυσμών του ίδιου κλάδου (Bajc et al. 2011, Velázquez et al. 2017, González et al. 2012).

Οι πληθυσμοί Αγριόκουρκου του νότου είναι ιδιαίτερα κατακερματισμένοι και περιορισμένοι σε ορεινά δάση κωνοφόρων (Storch 2000, Storch 2007, Storch et al. 2006, BirdLife International 2015). Επιπλέον, από την άποψη των ακραίων καιρικών φαινομένων που επενεργούν σαν παράγοντες στρες στην άγρια ζωή και τη βιοποικιλότητα (Bellard et al. 2012), η κλιματική αλλαγή αναμένεται να εξασκήσει μία ακόμη πίεση τόσο στους πληθυσμούς του Αγριόκουρκου όσο και στα ενδιαιτήματά του. Για παράδειγμα, η υπερθέρμανση του πλανήτη και οι συνεπαγόμενες αλλαγές στα κλιματικά δεδομένα, έχουν ήδη αναγνωριστεί ως οι κύριες αιτίες χαμηλής αναπαραγωγικής επιτυχίας του είδους στη Σκωτία (Moss et al. 2001), υπογραμμίζοντας έτσι το σημαντικό ρόλο που παίζει ο κλιματικός παράγοντας στην κατανομή του είδους σε περιφερειακό επίπεδο (Braunisch et al. 2014). Ιδιαίτερα στους νοτιότερους απομονωμένους πληθυσμούς της Μεσογείου, αναμένεται ισχυρότερη πίεση (π.χ. στα Κανταβρικά Όρη και στα Πυρηναία στην Ισπανία, την Οροσειρά Ροδόπης στη νότια Βουλγαρία και τη βορειοανατολική Ελλάδα, González et al. 2010, Bajc et al. 2011, Braunisch et al. 2014, Coppes et al. 2015). Στο πλαίσιο αυτό, η γεωγραφική απομόνωση του πληθυσμού του Αγριόκουρκου στην Οροσειρά της Ροδόπης τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βουλγαρία, η εξελικτική σημασία της για το είδος, όπως και οι χαμηλοί αριθμοί με σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό, απαιτούν επείγοντα μέτρα προστασίας (Plachiyski et al. 2018).

Ενδιαίτημα Αγριόκουρκου στη Ροδόπη / Φωτό Γ. Γαστεράτος

Ο Αγριόκουρκος παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις αναφορικά με την επιλογή ενδιαιτήματος σε όλη την Ευρωπαϊκή του κατανομή, σε διάφορες κλίμακες μικροενδιαιτήματος. Φαίνεται ότι οι βασικές παράμετροι ενδιαιτήματος ποικίλλουν αναφορικά με το ποσοστό κάλυψης μύρτιλου (Storch 1993), τη συγκόμωση (Bollmann et al. 2005, Graf et al. 2009), τις εδαφικές συνθήκες (Braunisch and Suchant, 2007), το υψόμετρο, τον όγκο νεκρής ξυλείας, τις εκτάσεις αποψιλωτικών υλοτομιών και την κάλυψη από νεαρό δάσος κωνοφόρων (Teuscher et al. 2013), ή ακόμη και την αναλογία δασών δυρός (Bañuelos et al. 2008). Ενδεικτικό είναι ότι ο Αγριόκουρκος στα Κανταβρικά Όρη χρησιμοποιεί α-τυπικά ενδιαιτήματα όπως λιβάδια, χερσότοπους ή θαμνότοπους (Velázquez et al. 2017), δείχνοντας σημαντική οικολογική πλαστικότητα στη δίαιτά του και στη χρήση ενδιαιτήματος (González et al. 2012). Ωστόσο παγκοσμίως είναι ένα στενότοπο είδος, αλλά με τοπικού χαρακτήρα ιδιαιτερότητες μέσα στο πλαίσιο της περιορισμένης οικοφωλιάς του (niche). Για τον λόγο αυτό, ο προσδιορισμός των εξειδικευμένων οικολογικών χαρακτηριστικών που είναι σύμφυτοι με κάθε υποπληθυσμό, είναι βασικό κλειδί για την εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών διατήρησης απειλούμενων οριακών πληθυσμών, στο πλαίσιο της υπερθέρμανσης του πλανήτη στα νοτιότερα σημεία της εξάπλωσής του (González et al. 2012). Ιδιαίτερα ο προσδιορισμός των κλιματικών και των περιβαλλοντικών παραγόντων που επιδρούν στην κατανομή και την παρουσία του είδους είναι κρίσιμος για την υιοθέτηση έγκαιρων και αποτελεσματικών μέτρων προστασίας (Plachiyski et al. 2018).

Στην έρευνά μας διερευνήθηκαν οι περιβαλλοντικές συνθήκες και οι ειδικές απαιτήσεις ενδιαιτήματος στην οροσειρά της Ροδόπης που μαζί με τον Λαϊλιά Σερρών αποτελούν τις νοτιότερες περιοχές εξάπλωσης του είδους στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, το είδος απαιτεί μία πολύ στενή οικοφωλιά (niche) που προσδιορίζεται κυρίως από βιοκλιματικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα περιγράφεται ένας αριθμός επιπρόσθετων παραμέτρων ενδιαιτήματος, εντός της στενής αυτής κλιματικής ζώνης.

Ενδιαίτημα Αγριόκουρκου στη Ροδόπη / Φωτό Γ. Γαστεράτος

Βασικές επιδιώξεις της μελέτης μας ήταν: ο προσδιορισμός των κλιματικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που καθορίζουν την κατανομή του Αγριόκουρκου στο ΕΠΟΡ με προϋπόθεση ότι οι βιοκλιματικοί παράγοντες είναι καθοριστικοί για την παρουσία και την κατανομή του είδους, κι ενώ η διαθεσιμότητα ενδιαιτήματος επίσης παίζει ρόλο μέσα στο πλαίσιο της κλιματικά προσδιοριζόμενης οικοφωλιάς 2) ο προσδιορισμός των βέλτιστων έως και των οριακών περιοχών κατανομής ώστε να γίνει δυνατόν να στοχεύσουν εκεί οι δράσεις προστασίας.

Αποτελέσματα

Ο Αγριόκουρκος απαιτεί υγρές τοποθεσίες, με μέση θερμοκρασία το καλοκαίρι όχι πάνω από 10οC. Τέτοιες τοποθεσίες βρίσκονται μόνο στις ψηλότερες υψομετρικά περιοχές του Εθνικού Πάρκου Οροσειράς Ροδόπης. Δείχνει ισχυρή προτίμηση επίσης στις συστάδες ερυθρελάτης (Picea abies) με ελάχιστη δασοκάλυψη 10% στην ενδιάμεση κλίμακα των 100 εκταρίων, ενώ στην αμέσως μεγαλύτερη κλίμακα των 500 εκταρίων επικρατούν τα αμιγή δάση οξυάς (Fagus spp.), ή τα μικτά με πεύκα (Pinus spp.) όπου η βέλτιστη πυκνότητα κυμαίνεται μεταξύ 50% και 80%. Βιοκλιματικοί και περιβαλλοντικοί χάρτες πρόβλεψης παρουσίας, επανακατηγοριοποιήθηκαν σε τέσσερις κλάσεις καταλληλότητας (Διάγραμμα 1), με βάση τρεις τιμές κατώφλια στο Maxent (Minimum Training Presence, Fixed Cumulative Value 5 και Value 10). Η παρακολούθηση της οριακής κλιματικής ζώνης για το είδος και η διασφάλιση κατάλληλων ενδιαιτημάτων σε αυτήν είναι το κλειδί για τη διατήρηση του είδους στο νοτιότερο όριο της εξάπλωσής του.

Διάγραμμα 1: Ολοκληρωμένο διάγραμμα ζωνών καταλληλότητας ενδιαιτήματος του Αγριόκουρκου στο ΕΠΟΡ, σαν αποτέλεσμα συνδυασμένου βιοκλιματικού και περιβαλλοντικού μοντέλου.

Οι πληθυσμοί άγριων ζώων που βρίσκονται στα όρια της εξάπλωσής τους, συχνά εμφανίζονται σε οριακές ή κατακερματισμένες περιοχές, και γίνονται έτσι ευάλωτοι σε μεγαλύτερους κινδύνους εξαφάνισης, τοπικά. Είναι επίσης πιο ευαίσθητοι στις περιβαλλοντικές αλλαγές και στην ενόχληση. Έτσι οι οριακοί πληθυσμοί και τα ενδιαιτήματά τους, είναι μεγάλης σημασίας για την προστασία της άγριας ζωής και της βιοποικιλότητας, πόσο μάλιστα στο άμεσο μέλλον υπό την απειλή της κλιματικής αλλαγής που εξασκεί ήδη πιέσεις πάνω στα είδη (Lesica & Allendorf 1995, Hampe & Petit 2005). Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητο να αναπτυχθούν μοντέλα πρόβλεψης και οριοθέτησης των κατάλληλων βιοκλιματικών και περιβαλλοντικών ζωνών, για μια αποτελεσματική στρατηγική προστασίας (González et al. 2010). Στην έρευνά μας, οι βιοικλιματικές παράμετροι, οι τύποι κάλυψης γης και η βλάστηση αποδείχτηκε ότι είναι οι σημαντικοί άξονες πρόβλεψης της παρουσίας Αγριόκουρκου στο ΕΠΟΡ. Η μεταβλητότητα κλίμακας (10Ha, 100Ha, 500Ha) συντέλεσε επίσης στην ακριβέστερη περιγραφή του ενδιαιτήματος του είδους και στην κατανόηση των κριτηρίων επιλογής ενδιαιτήματος, εστιάζοντας τόσο στα χαρακτηριστικά του μικροενδιαιτήματος, όσο και στην αποτίμηση σε επίπεδο τοπίου (Graf et al. 2005, Storch, 2002).

Ευχαριστίες:

Ευχαριστούμε όλους μας τους συνεργάτες που υποστήριξαν αυτή τη δουλειά κατά την εργασία πεδίου: Λαυρέντης Σιδηρόπουλος, Elizabeth Navarrete, Eugene Shogolev και Ζωή Φουνδουλάκου, όπως επίσης και τον Θεόδωρο Κομηνό, καθώς και τα στελέχη του Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Ροδόπης για τη συνεργασία τους στο πρόγραμμα αυτό. Μέρος της εργασίας πεδίου χρηματοδοτήθηκε στο πλαίσιο του έργου “Εποπτεία και Αξιολόγηση της Κατάστασης Διατήρησης Ειδών και Τύπων Οικοτόπων Κοινοτικού Ενδιαφέροντος στην Ελλάδα του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη» 2007 – 2013. Θα θέλαμε επίσης να ευχαριστούμε και δύο ανώνυμους κριτές που βελτίωσαν σημαντικά το κείμενο με τις παρατηρήσεις τους.

Η πλήρης αναφορά στη δημοσίευση είναι:

Konstantinos Poirazidis, Vasileios Bontzorlos, Panteleimon Xofis, Sylvia Zakkak, Stavros Xirouchakis, Elpida Grigoriadou, Stavros Kechagioglou, Ioannis Gasteratos, Haralambos Alivizatos, Maria Panagiotopoulou, 2019. Bioclimatic and environmental suitability models for capercaillie (Tetrao urogallus) conservation: Identification of optimal and marginal areas in Rodopi Mountain-Range National Park (Northern Greece). Global Ecology and Conservation, Volume 17, 2019, e00526, ISSN 2351-9894, https://doi.org/10.1016/j.gecco.2019.e00526 (http://www.sciencedirect.com/science/article/ pii/S2351989418304268)

____________________________________________
[1] με αιτιολογία 3.1:
This species has an extremely large range, and hence does not approach the thresholds for Vulnerable under the range size criterion (Extent of Occurrence <20,000 km2 combined with a declining or fluctuating range size, habitat extent/quality, or population size and a small number of locations or severe fragmentation). Despite the fact that the population trend appears to be decreasing, the decline is not believed to be sufficiently rapid to approach the thresholds for Vulnerable under the population trend criterion (>30% decline over ten years or three generations). The population size is extremely large, and hence does not approach the thresholds for Vulnerable under the population size criterion (<10,000 mature individuals with a continuing decline estimated to be >10% in ten years or three generations, or with a specified population structure). For these reasons the species is evaluated as Least Concern.

 



ΚατηγορίεςΆγρια Ζωή, Προστατευόμενες περιοχές

Tags: , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αρέσει σε %d bloggers: