Κείμενο του Σπύρου Μελά* που δημοσιεύτηκε στις 3 Αυγούστου 1965, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» (αρ. φύλλου 6407).
Το σωματείο των κυνηγών παρακάλεσε τα δίκαννα, τις επαναληπτικές καραμπίνες, να μην παίρνουν φωτιά πριν χαράξει καλά, γιατί έτσι διώχνουν το κυνήγι πριν της ώρας και το χαλούν. Οι κυνηγοί όμως δεν τα σηκώνουν αυτά. Το τουφεκίδι αρχίζει τρεις ώρες πριν φέξει. Ξυπνήσαμε. Τα πεύκα, μέσα στο σκοτάδι, καθώς τα αναδεύει ο άνεμος, ίσκιοι πελώριοι, λαός γιγάντων σ’ επανάσταση εναντίον αγνώστου τυράννου. Μπαμ! Μπουμ! Μα τι χτυπούν; Τι βλέπουν;…
Τίποτα, μια υποψία φτερού, ένα θρόισμα που μόλις μαντεύουν. Ο ρωμηός φαίνεται και στο κυνήγι, όπως το κρασί του, στον έρωτα του, σ’ όλα. Αβάσταχτος, πειθαρχία μηδέν, και απόλυτη περιφρόνηση του άλλου. Κάποτε πέρασαν ένα δικηγόρο για τρυγόνι και τον γέμισαν σκάγια. Άλλη φορά ξαπλώσανε νεκρό έναν κυνηγό πούχε κάμει το λάθος να κουνηθεί στο καρτέρι που φύλαγε. Ο ειδικός θεός της Ελλάδας παραστέκει και στα κυνήγια, ειδεμή δεν θα είχε μείνει ρουθούνι. Η αλήθεια είναι πως η νύχτα στους πευκιάδες είναι πολύ προκλητική, γεμάτη από ήχους υποβλητικούς, η αιθέρια στρατιά που περνάει γίνεται πολύ αισθητή. Κάθε φορά, που κλαρώνει ένα τρυγόνι και προπάντων όταν κάνει φτερό, οι κυνηγοί τ’ ακούνε μέσα στην σιωπή της νύχτας, σιμά τους, σαν απάνω στη μύτη τους. Είναι τέτοια ησυχία, που ακούω κάθε ένα μικρό – πολλοί παίρνουν και τα αγοράκια τους στο κυνήγι, για να τα εκπαιδεύσουν! – να ρωτάει χαμηλά το γονιό του:
– Να… βήξω, πατέρα; (Φοβάται μη διώξει τα τρυγόνια, τη στιγμή π’ αρχίζει το τουφεκίδι).
Νιώθουν το κυνήγι να περνάει λίγα μέτρα απ’ την κάννη τους. Χρειάζονται δυνατά νεύρα για να συγκρατηθούνε. Αυτό προ πάντων που γαργαλίζει φοβερά τα ντουφέκια είναι κάτι παράξενες φωνές, όμοιες με τον παγωνιών, κάτι κραξίματά μεταλλικά, κοφτά, σαν προστάγματα. Είναι οι τρυγονοσούρτες, πουλιά μεγάλα, πάνω – κάτω σαν πελαργοί, και κάμποσο μυστηριώδη, που παίζουν ρόλο αξιωματικών αρχηγών στις μεγάλες μεταναστεύσεις των τρυγονιών. Οι κυνηγοί τους λένε τσικνιάδες. Τι διάφορο έχουν αυτά τα πουλιά να υπηρετούνε τα τρυγόνια με τόσους κόπους και με κίνδυνο τη ζωή τους; Δεν ξέρω.
Μα είναι πιστά στην αποστολή τους, όσο δε στάθηκε ποτέ πιλότος. Βάζουνε στη μέση τα τρυγόνια, ο πιο δυνατός μπαίνει στο κεφάλι κι’ οι άλλοι στα πλάγια, έτοιμοι να πάρουνε στα φτερά τους τα κουρασμένα. Οι τρυγονοσούρτες ξέρουνε καλά τους ψηλούς δρόμους του αιθέρα, τους καιρούς, τους ανέμους κι’ ακολουθούν αλάθευτα δρομολόγια. Οι κυνηγοί λύσουνε για αυτούς, καυχιόνται άμα χτυπήσουνε κανένα, όπως κάποιος στη μάχη, όταν σκοτώσει στρατηγό και τον δείχνουνε με περηφάνια. Είδα έναν τέτοιο κάποτε. Τον πέταξε πάνω στο τραπέζι του εξοχικού καπηλειού, μέσα στον πευκιά, ενός Κορωπιώτης κυνηγός, μ’ ατέλειωτες μουστάκες.
– Να… πράγμα!…
Το πουλί, καφετί παρδαλό, με μεγάλη μύτη, με δυνατά φτερά, όρνιο σωστό, ήτανε βαριά λαβωμένο στο στήθος. Το είχε σκοτώσει σε μια ράχη. Οι τρυγονοσούρτες, βαρείς και δυσκολοκίνητοι, παίρνουν τα ψηλώματα, όταν τα τρυγόνια κατακαθίζουν σε κανένα σύδεντρο. Προχωρημένα φυλάκια, περιμένουν να ξεκουραστεί η φάλαγγα για να μπούνε πάλι μπροστά και να ξακολουθήσουνε το δρόμο τους. Οι φωνές τους αντιλαλούνε μέσα στη νύχτα, σαν προσταγές, σαν ειδοποίηση που και πως πρόκειται να γίνει η νέα συνάντηση. Κι’ αν μπορείτε κρατήστε τους κυνηγούς. Κάθε κραξιά και τουφεκιά. Δέομαι στις αιώνιες δυνάμεις να γλιτώνουν απ’ αυτή την θεομηνία.
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ
________________
* Ο Σπύρος Μελάς (1882-1966) ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, δραματουργός, σκηνοθέτης και ιδρυτής θιάσων, εκδότης και ακαδημαϊκός. Για πολλά χρόνια υπήρξε τακτικός αρθρογράφος του περιοδικού “Κυνηγετικά Νέα” όπου και δημοσιεύτηκε πλήθος κυνηγετικών άρθρων του.
ΚατηγορίεςΘήρα
Αφήστε μια απάντηση