![]() |
Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος |
Περί των ορεινών φρυγανικών εκτάσεων
Το ζήτημα της υπαγωγής των φρυγανικών εκτάσεων στις προστατευτικές διατάξεις του Συντάγματος περί δασών και της δασικής μας νομοθεσίας, έχει απασχολήσει έντονα τη θεωρία και την πράξη τόσο της δασικής όσο και της νομικής κοινότητας στη χώρα μας, όσον αφορά τα ζητήματα που εγείρονται από τις συνέπειες της υπαγωγής αυτής. Το θέμα απασχολεί σημαντική μερίδα διοικουμένων και αρμοδίων υπηρεσιών καθώς μεγάλες, κυρίως νησιωτικές εκτάσεις στην Ελλάδα καλύπτονται από φρυγανώδη βλάστηση. Εν όψει της συζήτησης που έχει ξεκινήσει και πάλι έντονα κατά τις τελευταίες εβδομάδες για το θέμα των φρυγανικών εκτάσεων, στο πλαίσιο των πρόσφατων εξελίξεων στο έργο των δασικών χαρτών, θεωρούμε χρήσιμη μια αναφορά στις θέσεις της νομολογίας των δικαστηρίων[1] για το ζήτημα αυτό.
Συγκεκριμένα, με σειρά αποφάσεων έχει κριθεί ότι στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας υπάγονται και τα εντός ή υπεράνω δασών και δασικών εκτάσεων ορεινά χορτολιβαδικά εδάφη που δεν έχουν ξυλώδη (υψηλή ή θαμνώδη), αλλά ποώδη ή φρυγανώδη βλάστηση, δεδομένου ότι και τα ορεινά αυτά χορτολοβαδικά εδάφη αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα, που συνδέονται με τον δασικό χαρακτήρα των γύρω εκτάσεων και χρήζουν προστασίας (βλ. ΣτΕ 2938/2012 Τμ. Ε’, ΣτΕ 2351/2009 Τμ. Ε’, ΣτΕ 1309/2005 Τμ. Ε’, ΔΕφΑθ 2374/2019 κ.ά.).
Το κριτήριο της οργανικής ενότητας της εκτάσεως
Περαιτέρω, από την επίσης πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, και δη της ολομέλειας αυτού, γίνεται δεκτό ότι το ποσοστό κάλυψης και συγκόμωσης, αλλά και η δυνατότητα απόδοσης δασικών προϊόντων και λοιπά συναφή κριτήρια είναι αντισυνταγματικά και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον χαρακτηρισμό εκτάσεως ως δάσους ή δασικής. Μόνο επιτρεπτό κριτήριο, που λαμβάνεται θεμιτά υπ’ όψιν, για τον χαρακτηρισμό ορισμένης εκτάσεως στη χώρα μας ως δάσους ή δασικής, είναι η «οργανική ενότητα» αυτής, που επιτρέπει την ανάπτυξη σε αυτήν της αναγκαίας «δασικής βιοκοινότητας», η οποία και μόνο δύναται να αποδώσει στην έκταση τον χαρακτήρα δασικού οικοσυστήματος, που χρήζει προστασίας κατά το Σύνταγμα και τον νόμο (ΣτΕ Ολ 33/2013).
Επομένως, κρίσιμη για την απόδοση του χαρακτήρα του δάσους ή της δασικής εκτάσεως σε ορισμένη έκταση είναι η κατά τα ανωτέρω «οργανική ενότητα» της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλαστήσεως, η οποία προκύπτουσα διά των ειρημένων διασυνδέσεων της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας, προσδίδει -μόνη αυτή- στην έκταση την ιδιαίτερη ταυτότητά της ως δασικού οικοσυστήματος. Εφ’ όσον υπάρχει η ενότητα αυτή υφίσταται η αντικειμενική προϋπόθεση της έννοιας του δάσους ή της δασικής εκτάσεως, τεκμαίρεται δε, ως αυτονόητη και αυταπόδεικτη, η συνυπάρχουσα θεμελιώδης λειτουργία παντός δασικού οικοσυστήματος που συμβάλλει στην ισορροπία του δασικού περιβάλλοντος (ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ Ολ 33/2013, ΣτΕ 842/2014, ΣτΕ 2937/2014, ΔΕφΠατρών 44/2015 κ.ά.).
Διευκρινίζεται δε ότι το άρθρο 3 του ν. 998/1979 δεν θέτει περισσότερες αθροιστικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας του δάσους, αλλά μόνο μία, την οργανική ενότητα αυτού, ώστε εάν αυτή υπάρχει, έπεται κατ’ ανάγκη η συμβολή του δάσους ή της δασικής εκτάσεως στη φυσική και βιολογική ισορροπία (ΑΕΔ 2/1999, ΣτΕ Ολ 33/2013, ΣτΕ 842/2014, ΣτΕ 2937/2014).
Επομένως, με βάση την ανωτέρω πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δασικό οικοσύστημα προκύπτει από την οργανική ενότητα, ήτοι τη λειτουργική αλληλεπίδραση όλων των ειδών αγρίων ξυλωδών φυτών εντός αυτού, καθώς και από την ύπαρξη και αλληλεπίδραση ζωικών ειδών και οργανισμών που διαβιούν σε αυτό ως σύνολο. Προκειμένου συνεπώς να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, αν μία έκταση έχει ή όχι χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως, πρέπει κατά τα ανωτέρω, να ερευνάται με επιστημονικά κριτήρια, αν από τη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση του συνόλου των οργανισμών, που αναπτύσσονται και διαβιούν σε αυτήν, προκύπτει η έννοια της αναγκαίας δασοβιοκοινότητας, ήτοι της οργανικής ενότητας που της εξασφαλίζει τον χαρακτήρα του «δασικού οικοσυστήματος».
Εφ’ όσον δε η προϋπόθεση αυτή πληρούται, η έκταση έχει ως εκ τούτου χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως και προστατεύεται αναλόγως από τη δασική νομοθεσία, η δε επ’ αυτής χλωρίδα εμπίπτει άνευ άλλης διατυπώσεως στην έννοια της δασικής βλαστήσεως, ακριβώς για τον λόγο ότι συνιστά βασική παράμετρο και στοιχείο που συναποτελεί, από κοινού με τους λοιπούς αλληλεπιδρώντες οργανισμούς, την έννοια του οικείου δασικού οικοσυστήματος.
Επομένως, προκειμένου να χαρακτηρισθεί ως δάσος ή ως δασική η κρίσιμη κάθε φορά έκταση, θα πρέπει να εξετάζεται ως σύνολο αλληλεπιδρώντων οργανισμών που συγκροτούν την αναγκαία βιοικοινότητα του οικείου ενιαίου οικοσυστήματος, η δε μεμονωμένη διαπίστωση της υπάρξεως ενός συγκεκριμένου είδους βλαστήσεως εντός της εκτάσεως, ακόμα και αν αυτό έχει εκ των προτέρων χαρακτηριστεί ως «δασικό», δεν αρκεί από μόνη της, για να θεμελιώσει με την αναγκαία ασφάλεια την υπαγωγή της εκτάσεως στην προστασία που παρέχει το Σύνταγμα και ο νόμος για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας μας.
Τούτο βέβαια σε καμία περίπτωση δεν αποκλείει, όπως άλλωστε προβλέπει και η παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/79, ότι και οι φρυγανώδεις εκτάσεις, οι οποίες μάλιστα στην Ελλάδα αφθονούν, δεν δύνανται να συνιστούν φυσικά οικοσυστήματα υπαγόμενα στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, εφ’ όσον κάθε φορά πληρούνται τα κριτήρια της οικείας επιστήμης και των σχετικών διατάξεων του νόμου που επιβάλλουν την υπαγωγή αυτή. Διευκρινίζεται δε ότι στην περίπτωση αυτή, οι φρυγανικές εκτάσεις που προστατεύονται δεν χαρακτηρίζονται ως δασικές, αλλ’ απλώς και μόνον υπάγονται στο προστατευτικό καθεστώς που προβλέπει ειδικά για αυτές η δασική νομοθεσία.
Χορτολιβαδικές εκτάσεις
Ως χορτολιβαδικές θεωρούνται οι εκτάσεις που βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανωμάλων εδαφών και συγκροτούν φυσικά οικοσυστήματα αποτελούμενα από φρυγανική (μη ξυλώδη), ποώδη ή αυτοφυή βλάστηση ή από δασική μεν βλάστηση, που δεν συνιστά όμως δασοβιοκοινότητα. Βραχώδεις ή πετρώδεις θεωρούνται οι εκτάσεις επί των οποίων κυριαρχούν οι βραχώδεις ή πετρώδεις εξάρσεις επί του εδάφους και βρίσκονται επί ημιορεινών, ορεινών και ανωμάλων εδαφών. Ως πεδινές χορτολιβαδικές εκτάσεις (μη ορεινές ή ημιορεινές και μη κείμενες επί ανωμάλων εδαφών) θεωρούνται οι εκτάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος ή της βλάστησης της παρ. 1 και των οποίων, σωρευτικά, το υψόμετρο δεν υπερβαίνει τα 100 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, η δε μέση κλίση της εδαφικής επιφάνειας δεν υπερβαίνει το 8% και η μέγιστη εδαφική κλίση δεν ξεπερνά το 12% επί του συνόλου της εδαφικής επιφάνειας (ΣτΕ ΠΕ 16/2016). Οι εκτάσεις και των δύο ως άνω περιπτώσεων α’ και β’ της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979 εμπίπτουν στην προστασία του νόμου αυτού «περί προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων», εφ’ όσον δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές με έναν από τους τρόπους του άρθρου 10 του ν. 3208/2003 και δεν εμπίπτουν στις λοιπές εξαιρέσεις του νόμου που ακολουθούν στις διατάξεις των παρ. 6 επ. του άρθρου 3. Επισημαίνεται δε ότι από τον όρο της μη προηγουμένης αναγνωρίσεως των εκτάσεων αυτών ως ιδιωτικών, εξαιρέθηκαν τα δάση της Σολυγείας, Ειδυλλίας, Σαλαμίνος και Σκύρου με το άρθρο 15 του ν. 3208/2003.
Όπως είδαμε ότι έχει κριθεί, οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, δηλαδή οι εκτάσεις οι οποίες δεν έχουν ξυλώδη (υψηλή ή θαμνώδη), αλλά ποώδη ή φρυγανώδη βλάστηση, όταν περιβάλλονται από δάση ή δασικές εκτάσεις υπάγονται, κατ’ άρθρο 3 παρ. 3 του ν. 998/1979, όπως ισχύει, σε ιδιαίτερο καθεστώς, αντίστοιχο προς αυτό των δασικών εκτάσεων, διότι, σύμφωνα και με τα διδάγματα της οικείας επιστήμης, αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα που χρήζουν προστασίας (ΣτΕ 1309/2005). Αντιθέτως, χορτολιβαδικές εκτάσεις ευρισκόμενες επί πεδινών εδαφών, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 3 παρ. 6 περ. β’ του ιδίου ν. 998/79, δεν υπάγονται στο καθεστώς των δασικών εκτάσεων (ΣτΕ 4724/2012 σκ. 5 Τμ. Ε’, ΔΕφΑθ 2374/2019). Ωστόσο, έχει γίνει δεκτό ότι ήταν πλημμελώς αιτιολογημένη απόφαση δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία έκρινε ότι το επίδικο ακίνητο ενέπιπτε στην κατηγορία των χορτολιβαδικών εκτάσεων της παρ. 6β’ του άρθρου 3 του ν. 998/1979, και άρα εξαιρείτο της δασικής προστασίας του νόμου αυτού, για τον λόγο ότι παρέλειψε να αξιολογήσει, αν η έκταση βρισκόταν σε οργανική ενότητα με όμορη δασική έκταση (ΣτΕ 681/2011 Τμ. Ε’).
Επίσης έχει κριθεί ότι δεν ασκεί επιρροή στη δασική μορφή του ακινήτου το γεγονός ότι ορισμένα τμήματά του κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη (ΑΠ 266/2010).
Η επιρροή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εκτάσεων
Όπως έχει κριθεί[2], εκτάσεις σε επικλινή, άγονα και πετρώδη εδάφη νησιών των Κυκλάδων αποτελούμενες από κέδρους, αγριοκυπάρισσα, σχοίνους και φρύγανα, που χρονολογούνται από αμνημονεύτων χρόνων, έχουν δασικό χαρακτήρα. Εφ’ όσον δε στις εκτάσεις αυτές δεν υφίσταται ίχνος καλλιέργειας ή ιδιωτικής εκμετάλλευσης, πεζούλας ή περίφραξης, ουδέποτε δε διέθεταν ήμερο δένδρο, αλλά λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους δεν υπάγονταν στην κατοχή κανενός, ούτε και άσκησε ποτέ κανείς ιδιώτης επ’ αυτών διακατοχικές πράξεις, οι δασικές αυτές εκτάσεις ήταν, επί Τουρκοκρατίας, δημόσιες γαίες, μετά δε την απελευθέρωση περιήλθαν ως αδέσποτα στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο έκτοτε τις νέμεται και τις διαχειρίζεται ως δημόσια περιουσία διά της αρμοδίας δασικής υπηρεσίας του (ΑΠ 363/2017 Τμ. Γ’ Πολιτικό).
Και ναι μεν η εν λόγω απόφαση, προερχομένη από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που είναι δικαστήριο πολιτικό, επιλύει ένα ιδιοκτησιακό θέμα στην περιοχή των Κυκλάδων που δεν αφορά τα επί της ουσίας νόμιμα κριτήρια για την τυχόν υπαγωγή ή μη ορισμένης εκτάσεως στη δασική νομοθεσία, ωστόσο η απόφαση αυτή παρέχει σημαντικό σκεπτικό, λαμβανομένου υπόψη ότι τα ιδιοκτησιακά ζητήματα των εν λόγω εκτάσεων σχετίζονται άμεσα με την τυχόν πλήρωση της προϋποθέσεως του α’ εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 998/1979, δυνάμει της οποίας η μη αναγνώριση ορισμένης χορτολιβαδικής εκτάσεως ως ιδιωτικής με έναν από τους νομίμως προβλεπομένους τρόπους, προκρίνεται ως προϋπόθεση της υπαγωγής της στο προστατευτικό των δασών και δασικών εκτάσεων καθεστώς του ως άνω νόμου.
____________________________________
Υποσημειώσεις:
[1] Κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος (όπως αντικαταστάθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001): «Η Διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της Διοίκησης». Συναφώς το άρθρο 50 παρ. 4 του προεδρικού δ/τος 18/1989 (Α’ 09.01.1989) «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας», ορίζει ότι: «Συνέπειες απόφασης. … 4. Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου, ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό. Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα, υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση».
[2] Σχετ. βλ. Σ. Παυλάκη, «Δημόσιος δασικός χαρακτήρας φρυγανικών εκτάσεων στις Κυκλάδες», σε: https://dasarxeio.com/2017/08/09/47614/
ΚατηγορίεςΔασικά Οικοσυστήματα, Δασικοί Χάρτες, Νομοθεσία
Απάντηση