Επί Ασπαλάθων: η συνέχεια
«Ἡ φύσις μηδὲν μήτε ἀτελὲς ποιεῖ, μήτε μάτην»
Κωνσταντίνος Δημόπουλος
Τέως Γενικός Διευθυντής Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος
Έντονη κριτική και αντικρουόμενες απόψεις προκάλεσε η τελευταία γνωμοδότηση του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών (ΤΣΔ) για το θέμα του ασπάλαθου. Ας κάνουμε μία σύντομη αναδρομή στην ιστορία του πολύκροτου αυτού θέματος, το οποίο διχάζει τον κλάδο μας, με μία πιο ψύχραιμη οπτική.
Η απόφαση αυτή αποτελεί τη δεύτερη σε χρονική σειρά σημαντική και ουσιώδη για το δασικό οικοσύστημα, εκδοθείσα μετά από γνωμοδότηση του ΤΣΔ το έτος 2019. Ας ανατρέξουμε στην τότε απόφαση του ίδιου Συμβουλίου, η οποία εκδόθηκε ύστερα από ερωτήματα που τέθηκαν για το θέμα των φρύγανων στα νησιά του Αιγαίου, μετά την πρώτη ανάρτηση των δασικών χαρτών. Τότε, δόθηκε η εντολή από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου να θεωρούνται από τις αρμόδιες επιτροπές οι εκτάσεις με φρυγανική βλάστηση ως εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, με άμεση συνέπεια την αντίδραση των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών, που είδαν να αποτυπώνονται με πράσινο χρώμα ολόκληρα νησιά, συνεπώς και οι ιδιοκτησίες τους εν συνόλω.
Με τη γνωμοδότηση αυτή, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ιστορική, δόθηκε η αντικειμενική ερμηνεία για τις περιπτώσεις στις οποίες δύναται μια φρυγανική έκταση να χαρακτηριστεί δασικού χαρακτήρα. Κάτι ανάλογο έγινε και με την τωρινή, παρόλο που η ένταση των μονόπλευρα εκφρασθέντων αντιδράσεων δεν είναι η ίδια.
Με την παρούσα απόφαση δεν «εξαφανίζεται» ούτε «διαγράφεται» ο ασπάλαθος από τα δασικά είδη που διδαχθήκαμε στη σχολή μας. Αντιθέτως, ξεκαθαρίζεται πως οι αγροτικές εκτάσεις, στις οποίες λόγω εγκατάλειψης της αγροτικής δραστηριότητας εγκαταστάθηκε σε βάθος χρόνου μόνο το είδος του ασπάλαθου, δεν μπορούν να αποτελέσουν βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές), άρα να πληρούν την προϋπόθεση της ύπαρξης οργανικής ενότητας όπως απαιτείται από το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος και την ερμηνευτική του δήλωση, όπως και από το Προεδρικό Διάταγμα 32/2016 (Α΄ 46). Το ίδιο ισχύει και για τις χορτολιβαδικές και βραχώδεις εκτάσεις, όταν αναπτύσσονται σε αυτές μόνο φρύγανα και ασπάλαθος.
Άλλωστε, το Σύνταγμα ρητώς προστατεύει τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, και όχι άλλου είδους εκτάσεις, με άλλα χαρακτηριστικά. Πώς μπορεί λοιπόν η απλή ύπαρξη μόνο ασπαλάθου σε πρώην αγροτικές εκτάσεις, με καθαρά επιστημονικά κριτήρια, να θεωρηθεί πως αρκεί για την πλήρωση της ανωτέρω προϋπόθεσης, όπως προείπαμε, η οποία και αφορά τα συνταγματικώς προστατευόμενα δάση και τις δασικές εκτάσεις;
Χρόνια τώρα, είναι γνωστό πως υπάρχουν δύο τεχνοκρατικές προσεγγίσεις (ιδεολογικές «σχολές» θα λέγαμε) στον κλάδο μας, αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικά των νησιών των Κυκλάδων και της Κρήτης. Με δεδομένη την εξάντληση της φέρουσας ικανότητας του τοπικού περιβάλλοντος από την οικοδομική δραστηριότητα, υπήρξαν ενίοτε συνάδελφοι (των οποίων η δράση δεν εξαντλήθηκε στο επιστημονικό τους έργο, αλλά οι εν λόγω άσκησαν και Διοίκηση), οι οποίοι μέσω της ανάδειξης των φρυγανικών συστημάτων ως δασικών εκτάσεων και των λεγόμενων «δασών των ασπαλάθων» προσπάθησαν να σταματήσουν το κύμα της οικοδομικής ανάπτυξης, σε μία εν είδει «σταυροφορία» κατά τομέων πέραν της επιστημονικής τους κατάρτισης και της επαγγελματικής τους αρμοδιότητας. Με άλλα λόγια, ένα μέρος των συναδέλφων προσπάθησε να ερμηνεύσει ένα ζήτημα καθαρά χωροταξικό και σχετικό με τις εκάστοτε χρήσεις γης χρησιμοποιώντας καθαρά δασικά κριτήρια, και μάλιστα με ακραία διασταλτικό τρόπο. Με τον τρόπο αυτό το μόνο που κατάφεραν τελικά ήταν να βάλουν τη Δασική Διοίκηση απέναντι στην κοινωνία και την πολιτεία να προσπαθεί να βρει τρόπους να λύσει τα τεχνητά αδιέξοδα.
Ας μη λησμονούμε πως, έχοντας υπόψη τον ευρύτερο χωροταξικό σχεδιασμό, είναι εντελώς διαφορετική η διαδικασία καθορισμού περιοχών δόμησης και η διαδικασία καθορισμού και οριοθέτησης δασών και δασικών εκτάσεων, με διαφορετικά κριτήρια από φορείς και αρμόδιες αρχές, των οποίων δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ή αλληλοεπικάλυψη.
Εν συνεχεία, στις περιοχές αυτές, η ίδια η ΦΥΣΗ διαχρονικά επέλεξε, με βάση τις εκάστοτε περιβαλλοντικές – κλιματικές συνθήκες, να μην καταλαμβάνονται από υψηλά δάση ή αραιή δασική βλάστηση, αλλά να είναι κατάλληλες για την άσκηση γεωργικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Κατά την άποψή μου, απαιτείται τέτοιου είδους εκτάσεις να απολαμβάνουν προστασίας αντίστοιχης των χαρακτηριστικών τους, η οποία προστασία προφανώς πρέπει να αντιστοιχεί και να είναι ανάλογη της πραγματικής κατάστασης της περιοχής, καθώς δεν προκύπτει πως υπάρχει σε τέτοιου είδους εκτάσεις δάσος ή δασική έκταση το οποίο πρέπει να ενταχθεί σε προστατευτικό καθεστώς. Φυσικά, το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι άλλο ζήτημα, το οποίο δεν μας αφορά στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Το ουσιώδες λοιπόν, είναι να μην προβάλλεται προσχηματικά ο σκοπός της προστασίας του δάσους και της δασικής έκτασης (και μάλιστα σε περιοχές όπου διαχρονικά οι κλιματικές – περιβαλλοντικές αλλά και κοινωνικές συνθήκες έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, που ακριβώς για αυτόν το λόγο χαρακτηρίζεται από τη μοναδικότητά του), ως η προμετωπίδα μίας άκρως μαξιμαλιστικής δασικής πολιτικής, η οποία χρωματίζεται από δήθεν στοιχεία «επιστημονικότητας», αλλά η δασική επιστήμη να συνεπικουρεί με αντικειμενικότητα το έργο της Δημόσιας Διοίκησης, η οποία προσπαθεί στην καθημερινή της πράξη να λύσει χρόνια προβλήματα που ταλανίζουν τις κοινωνίες των πολιτών, σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς να προσφεύγει στην χρήση άκριτων κριτηρίων, τα οποία δε συνάδουν με την δασική πραγματικότητα.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 20.04.2021
ΚατηγορίεςΑπόψεις, Δασικά Οικοσυστήματα, Δασική Υπηρεσία, Δασικοί Χάρτες, Νομοθεσία
Απάντηση