![]() |
Νικόλαος Μπόκαρης, Δασολόγος – Περιβαλλοντολόγος, Μέλος Δ.Σ ΓΕΩΤ.Ε.Ε Αντιπρόεδρος Δ.Σ. Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων |
Με αφορμή τις πρόσφατες Δασικές Πυρκαγιές στην Αττική (Υμηττό που επεκτάθηκε στην περιοχή των δήμων Γλυφάδας, Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης, Πεντέλη που επεκτάθηκε στο Ντράφι, και τους οικισμούς Ανθούσα, Διώνη και Δασαμάρι και στη Δυτική Αττική που απείλησε περιοχές στα Mέγαρα και το Αλεποχώρι) έρχονται και εφέτος στην επιφάνεια ζητήματα που αφορούν στην αποτελεσματικότητα του Κρατικού Μηχανισμού τόσο σε επίπεδο πρόληψης (για την αποτροπή των περιστατικών) όσο και σε επίπεδο καταστολής (για το αν υπάρχει η δυνατότητα αποτελεσματικής διαχείρισης περιστατικών “μικτών πυρκαγιών”, κάτω από ακραίες συνθήκες.
Αναγνωρίζουμε όλοι (ειδικοί και μη) τις δυσκολίες αντιμετώπισης αυτών των εδικών περιστατικών τα οποία δεν εξελίσσονται αμιγώς μέσα στα δάση αλλά επεκτείνονται σε όμορες αγροτικές περιοχές ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό, σε οικόπεδα ή χώρους πρασίνου, καταστρέφοντας περιουσίες και θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές πολιτών.
Με το άρθρο αυτό δεν προτιθέμεθα να υπεισέλθουμε στη διερεύνηση των αιτίων που προκάλεσαν τις προαναφερόμενες καταστροφές, ούτε στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των αρμοδίων Πυροσβεστικών και λοιπών Υπηρεσιών, το οποίο είναι έργο των αρχών που το έχουν αναλάβει.
Εκτιμούμε όμως, σαν έλληνες πολίτες που ενδιαφέρονται για τα δάση και κυρίως σαν ειδικοί επιστήμονες που λόγω της εκπαίδευσης και της πολύχρονης ενασχόλησής μας με την διαχείριση, ανάπτυξη και προστασία τους, ότι μπορούμε να αξιολογήσουμε με δίκαιο τρόπο και να κατανοήσουμε τις αδυναμίες του επιχειρησιακού δόγματος που εφαρμόζεται (δυστυχώς χωρίς επιτυχία) αλλά και την πραγματική διάσταση των προβλημάτων που υπάρχουν τόσο στον τομέα της πρόληψης – προκαταστολής των δασικών πυρκαγιών, όσο και στον τομέα της καταστολής τους.
Η πρόληψη των πυρκαγιών (δηλαδή οι προκατασταλτικές δράσεις – έργα πριν ξεσπάσει μια δασική πυρκαγιά) και η δασοπυρόσβεση (άμεση αναγγελία και επέμβαση, αποτελεσματική δράση χερσαίων δυνάμεων, συνδυαστικά με τα εναέρια μέσα) αποτελούν αλληλένδετες διαδικασίες που η μια αποτελεί συνέχεια της άλλης.
Αν αυτό δεν γίνει κατανοητό σε επίπεδο πολιτικής (για τη λήψη αποφάσεων) και σε επίπεδο διοίκησης (για την αναπροσαρμογή των σχεδιασμών), τότε θα βλέπουμε τις δασικές πυρκαγιές να επαναλαμβάνονται στα ίδια μέρη, με την ίδια καταστρεπτική εξέλιξη, προκαλώντας πλήρη οικολογική υποβάθμιση όσο αφορά στα δασικά οικοσυστήματα, (που χάνουν τα δασικά χαρακτηριστικά τους και μετατρέπονται σε υποβαθμισμένες δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις) και θα μεταφέρονται στις πόλεις και τους οικισμούς προκαλώντας μεγάλες ζημιές σε σπίτια και υφιστάμενες υποδομές.
Σημειώνεται ότι σε δημόσιες τοποθετήσεις θεσμικών φορέων (ΓΕΩΤ.Ε.Ε, Π.Ε.Δ.Δ.Υ) έχει διατυπωθεί η άποψη ότι είναι απαραίτητο να αλλάξει το ισχύον θεσμικό και νομικό πλαίσιο για τη δασοπυρόσβεση.
Ο νόμος 4662/2020 για το μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων και αντιμετώπισης κινδύνων, ρυθμίζει θέματα συντονισμού κλπ αλλά δεν απαντά σε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα. Ποιός θα κάνει τη δουλειά στο δάσος, προληπτικά πριν ξεσπάσει μια δασική πυρκαγιά και ποιος θα επιχειρεί συντονισμένα και αποτελεσματικά στο δάσος που καίγεται.
Ο νόμος 2612/1998 κρατά δέσμια τη Δασική Υπηρεσία σε ένα υποβαθμισμένο και ανενεργό ρόλο, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή ακόμα και στο αντικείμενο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, για την οποία είναι υπεύθυνη «στα χαρτιά».
Δεν μπορούμε να συζητάμε σοβαρά για πρόληψη των δασικών πυρκαγιών όταν η Δασική Υπηρεσία, αποκλείεται ρητά (από τον προαναφερόμενο νόμο) «από την έκδοση σχετικών πυροσβεστικών κανονισμών και διατάξεων, την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέματα πυροπροστασίας του δάσους, την οργάνωση περιπόλων, όπου και όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, την επιτήρηση των δασών με επίγεια και εναέρια μέσα, την κατανομή των πυροσβεστικών δυνάμεων, τη συνεργασία με άλλες αρχές και φορείς, τη φύλαξη της περιοχής όπου εξερράγη πυρκαγιά για τυχόν αναζωπυρώσεις και η αρμοδιότητά της νομικά εξαντλείται στις ενέργειες που περιγράφονται στο άρθρο 21 του ν.998/1979 (ΦΕΚ Α΄ 289)». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είναι αρμόδια για την εκτύπωση φυλλαδίων φιλοδασικού περιεχομένου.
Το αντικείμενο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, υπό τους όρους που θέτει ο ν.2612/1998 για τη δασική υπηρεσία, ουσιαστικά δεν υφίσταται. Παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει σε διοικητικό επίπεδο (έκδοση ΚΥΑ περί συνεργασίας κλπ) το πρόβλημα των αρμοδιοτήτων παραμένει. Οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού (όσο τουλάχιστον αφορούν στη Δασική Υπηρεσία) πρέπει να αλλάξουν και να καθοριστεί το νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο οι δασικές Υπηρεσίες θα εκτελούν συγκεκριμένο «έργο πρόληψης» που θα περιλαμβάνει και τις απαραίτητες προκατασταλτικές δράσεις.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά σαν κοινωνία για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και να μην αναζητάμε μετά από καταστροφικές πυρκαγιές υπευθύνους μεταξύ των υπηρεσιών του Κράτους και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πρέπει να συζητήσουμε υπεύθυνα για όλο το πλαίσιο και τις δράσεις πρόληψης, να στηρίξουμε σαν κοινωνία τις πολιτικές προστασίας των δασών και να αξιοποιήσουμε το ανθρώπινο δυναμικό, τους πόρους και τα μέσα που διαθέτουμε, ξεπερνώντας πρώτα και κύρια τις εξαιρέσεις που θέτει, κατά τον πλέον παράδοξο τρόπο, ο ν.2612/1998 για τη δασική υπηρεσία .
Δεν μπορεί επί παραδείγματι να διαθέτουν σήμερα πυροσβεστικά οχήματα όλοι οι φορείς, (αυτοδιοικητικοί, περιβαλλοντικοί, Μ.Δ.Π.Π του ΟΦΥΠΕΚΑ, ακόμα και οι εθελοντές) και να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις δασοπυρόσβεσης και να εξαιρείται από αυτή τη δυνατότητα η δασική υπηρεσία.
Δεν μπορεί η υπηρεσία αυτή που έχει την αρμοδιότητα διαχείρισης, προστασίας και ανάπτυξης των δασών, να αποκλείεται από την οργάνωση και λειτουργία ενός δικτύου ενεργών πυροφυλακείων που θα λειτουργεί αποτρεπτικά και προληπτικά και να μην έχει τη δυνατότητα διασποράς δικών της πυροσβεστικών μέσων, μέσα στα δάση, που θα εντοπίζουν άμεσα και θα κάνουν την πρώτη επέμβαση στα περιστατικά πυρκαγιών ή να μην αξιοποιεί το δασικό ανθρώπινο δυναμικό (Δασικούς Συνεταιρισμούς κλπ)
Δεν μπορεί να μην υπάρχουν ενιαία αντιπυρικά σχέδια με χωρική αναφορά στο επίπεδο του δασαρχείου, (δασικές μελέτες που θα περιλαμβάνουν όλα τα πυρολογικά και επιχειρησιακά χαρακτηριστικά της περιοχής που θα εφαρμόζονται), τα οποία θα αποτελούν την βάση επιχειρησιακής οργάνωσης και συντονισμένης δράσης όλων των δυνάμεων πολιτικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων και του πυροσβεστικού σώματος και της δασικής Υπηρεσίας.
Για τους παραπάνω λόγους και επειδή οι πυρκαγιές υπαίθρου αφορούν ένα σύνολο χρήσεων γης που συνδέονται λειτουργικά η μια με την άλλη και φτάνουν από τα παραγωγικά διαχειριζόμενα δάση και τις προστατευόμενες περιοχές μέχρι τις υποβαθμισμένες δασικές ή χέρσες εκτάσεις, τις αγροτικές καλλιέργειες και τον αστικό ιστό (οικισμοί, εκτός σχεδίου δόμηση κλπ), αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών θα πρέπει να τις «συγκρατήσουμε» επιχειρησιακά μέσα στα δάση, μακριά από τις πόλεις και τους οικισμούς και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με την εμπλοκή της δασικής υπηρεσίας, η οποία θα αναλάβει το έργο αυτό αποκλειστικά στο χώρο ευθύνης της, με δικά της μέσα και προσωπικό.
Το Πυροσβεστικό σώμα μπορεί να έχει σαν επιχειρησιακή προτεραιότητα την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της περιουσίας των πολιτών και την προστασία των πόλεων και των οικισμών αλλά με τα δάση «η μάχη του έχει χαθεί» ή μάλλον, είναι μια μάχη που δε δόθηκε ποτέ με αξιώσεις αποτελεσματικότητας.
«Αφήστε» λοιπόν τη Δασική Υπηρεσία να ασχοληθεί αποκλειστικά με την πυροπροστασία των δασών, διαθέτοντας της τους απαραίτητους πόρους και το προσωπικό που είναι απαραίτητο για την οργάνωση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού εποπτείας των δασών, πρόληψης των πυρκαγιών αλλά και πρώτης επέμβασης μέσα στα δάση για τον περιορισμό των ζημιών από τις πυρκαγιές.
Το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας αλλά και οι Συνδικαλιστικές Οργανώσεις των δασικών υπαλλήλων και η κίνηση «πρωτοβουλία για τα δάση» με επιστολές τους έχουν ζητήσει από την Κυβέρνηση, αλλά και όλες τις πολιτικές δυνάμεις, να διαμορφώσουν τις πολιτικές για την προστασία των δασών αποδεχόμενες το Συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών, για την προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος (που στην πραγματικότητα σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους) αλλά και την ανάγκη της αναδιοργάνωσης των δασικών υπηρεσιών που αποτελούν, λόγω του γνωστικού αντικειμένου και των ασκούμενων αρμοδιοτήτων τους, το βασικότερο συντελεστή για την οργάνωση της δασοπροστασίας της Χώρας.
Περιμένουμε να δούμε επιτέλους να ολοκληρώνεται η σημαντική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε από την Κυβέρνηση πέρσι τον Αύγουστο και αφορά στην αναδιοργάνωση των δασικών υπηρεσιών και στην υπαγωγή τους στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που καθυστερεί αναιτιολόγητα με άμεση επίπτωση στην εύρυθμη λειτουργία τους καθώς και τις προσλήψεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού (δασολόγων και δασοπόνων) που παρά το ότι εξαγγέλθηκαν επίσημα, ακόμη δεν έχουν προκηρυχθεί.
Περιμένουμε ακόμη πιο σημαντικές πρωτοβουλίες από την Πολιτεία που θα αφορούν στο νομικό και θεσμικό πλαίσιο για τη δασοπροστασία της Χώρας οι οποίες θα επιτρέψουν μια διαφορετική και πιο αποτελεσματική διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, τόσο με την οργάνωση της πρόληψης που θα πρέπει να έχει καθορισμένο περιεχόμενο και δράσεις, όσο και της καταστολής των πυρκαγιών μέσα στο δάσος πριν πάρουν διαστάσεις και επεκταθούν καταστροφικά στις πόλεις, με πλήρη αξιοποίηση και συμμετοχή των Δασικών Υπηρεσιών.
Επισημαίνουμε δε ότι στα ίδια συμπεράσματα κατέληξαν και όλες οι επιτροπές (Διακομματική Επιτροπή της Βουλής για τα δάση, Μόνιμη Επιτροπή Περιβάλλοντος της Βουλής, Επιτροπή Goldammer), που αποτύπωσαν την υφιστάμενη κατάσταση σε ό,τι αφορά την πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα, κατέγραψαν τις αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού και κατέθεσαν προτάσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών στο μέλλον.
ΚατηγορίεςΑπόψεις, Δασική Υπηρεσία, Πυρκαγιές - Αναδασώσεις
Απάντηση