Πολεοδομικές επεκτάσεις περιοχών της Αττικής

Σοφία Ε. Παυλάκη,
Δικηγόρος

Οι πρόσφατες εγκρίσεις και αναθεωρήσεις γενικών πολεοδομικών σχεδίων των περιοχών της Λαυρεωτικής, του Ωρωπού και της Λυκόβρυσης Ν. Αττικής, πέραν του μη νομίμου καθορισμού τους με υπουργικές αποφάσεις, παρακάμπτοντας έτσι τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραβιάζουν την αρχή της απαγόρευσης πολεοδομικών επεκτάσεων των περιοχών της Αττικής (αρχή της «συμπαγούς πόλεως» που επιβάλλει το νέο ΡΣΑ) και τους συνταγματικά κατοχυρωμένους κανόνες του πολεοδομικού κεκτημένου και του ορθολογικού σχεδιασμού. Παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας και του Συντάγματος εντοπίζονται και σε σχέση με τις διατάξεις τους για τη χωροθέτηση μονάδων ΑΠΕ στο περιβάλλον της Αττικής και την αυθαίρετη θεώρηση απροσδιορίστων εκτάσεων δασικού χαρακτήρα ως «δασικών θυλάκων», με συνέπεια την ένταξή τους στο σχέδιο πόλεως.

Δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μεταξύ άλλων, τρεις υπουργικές αποφάσεις δυνάμει των οποίων εγκρίθηκαν νέα ή αναθεωρήθηκαν υφιστάμενα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια εντός του Νομού Αττικής. Συγκεκριμένα:

α) Με την υπουργική απόφαση ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/26921/1163/29.3.2024 (ΦΕΚ Δ’ 193/29.3.2024) εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) Χωρικής Υποενότητας Κοιλάδας Ωρωπού (ΔΚ Νέων Παλατίων, ΔΚ Σκάλας Ωρωπού, ΔΕ Συκαμίνου, Χαλκουτσίου και ΤΚ Ωρωπού) του Δήμου Ωρωπού Ν. Αττικής και η περιβαλλοντική έγκρισή του.

β) Με την υπουργική απόφαση οικ. ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/24288/1051 (ΦΕΚ Δ’ 194/29.3.2024) αναθεωρήθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) της Δημοτικής Ενότητας Λυκόβρυσης του Δήμου Λυκόβρυσης – Πεύκης Ν. Αττικής και περιβαλλοντική έγκρισή του, και

γ) Με την υπουργική απόφαση ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/33207/1421/28.3.2024 (ΦΕΚ Δ’ 191/29.3.2024) αναθεωρήθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) της Δημοτικής Ενότητας Λαυρεωτικής και εγκρίθηκε Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) της Δημοτικής Ενότητας Αγίου Κωνσταντίνου του Δήμου Λαυρεωτικής Ν. Αττικής και η περιβαλλοντική έγκρισή του.

Οι ως άνω αναθεωρήσεις και εγκρίσεις νέων ΓΠΣ, πέραν του μη νόμιμου καθορισμού τους με υπουργικές αποφάσεις και όχι με προεδρικά διατάγματα, όπως θα έπρεπε, παρακάμπτοντας έτσι τον έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, πραγματοποιήθηκαν κατ’ επίκληση της εκτιμώμενης πληθυσμιακής εξέλιξης των Δημοτικών Ενοτήτων που αφορούν, με απώτατο χρονικό ορίζοντα το έτος 2036, και προβλέπουν επαναπροσδιορισμό χρήσεων γης, καθορισμό νέων χρήσεων και πολεοδομικές επεκτάσεις που ενσωματώνουν στον πολεοδομικό σχεδιασμό ευρύτατες περιοχές των αφορούντων δήμων για τις οποίες θεσπίζουν ακόμα και περιβαλλοντικά επαχθέστατες χρήσεις σε περιοχές ή σε επαφή με περιοχές αυστηρά προστατευόμενες ή ρητά εξαιρετέες, σε κάθε περίπτωση, από την ένταξή τους σε οποιαδήποτε μορφή πολεοδομικού σχεδιασμού[1].

Α. Απαγόρευση ένταξης δάσους, δασικής ή αναδασωτέας έκτασης σε πολεοδομικό σχεδιασμό

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι θεσπισθείσες ρυθμίσεις περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, περιοχές εκτός πολεοδόμησης – ειδικής προστασίας (ΠΕΠ) στις οποίες εντάσσονται δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις με επιτρεπόμενες χρήσεις και εγκαταστάσεις της δασικής νομοθεσίας, χώροι διημέρευσης και υπαίθριας (και) δασικής αναψυχής, Ζώνες Προστασίας Ορεινών Όγκων Λαυρεωτικής, περιαστικό πράσινο, ρέματα, παρόχθια οικοσυστήματα και οικολογικοί διάδρομοι, ακτογραμμή, υγρότοποι α’ προτεραιότητας, αρχαιολογικοί χώροι, προστατευόμενη γεωργική γη υψηλής παραγωγικότητας κ.ά.

Οι νέες διατάξεις, επιχειρώντας να εντάξουν στον πολεοδομικό σχεδιασμό ευρύτερες εκτάσεις του εξωαστικού χώρου, καταλήγουν, μεταξύ άλλων, να καθορίζεται το καθεστώς που διέπει δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις με υπουργικές αποφάσεις του πολεοδομικού δικαίου, ενώ φτάνουν μέχρι και του σημείου να προσδιορίζεται με αυτές ακόμα και η σχετική δικαιοδοσία των οικείων Δασαρχείων Λαυρίου, Πεντέλης και Καπανδριτίου.

Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι οι επίμαχες διατάξεις είναι οικολογικά επαχθέστατες -αν όχι ολέθριες- για τα τοπικά δάση και τους προστατευόμενους οικοτόπους, που αφορούν, αφού οι επιχειρούμενες πολεοδομικές επεκτάσεις ευρύτατων εκτάσεων της Αττικής που θεσπίζουν, περιλαμβάνουν τον καθορισμό πάσης φύσεως επιβαρυντικών χρήσεων στον εξωαστικό χώρο που, ουσιαστικά, καταργείται (ενδεικτικά: εμπορικών κέντρων, βιομηχανικών ζωνών, ενεργειακών εγκαταστάσεων, αυτοκινητοδρόμων και συγκοινωνιακών δικτύων και υποδομών του σύγχρονου πολεοδομικού κέντρου κ.ά.).

Οι θεσπισθείσες -ειδικά με την υπουργική απόφαση για τον Ωρωπό (ΦΕΚ Δ’ 193/2024, σελ. 2555) επεκτάσεις προβαίνουν περαιτέρω σε μία απολύτως αυθαίρετη ερμηνεία του όρου του «δασικού θύλακα»,επιχειρώντας -με μία καταχρηστική «αξιοποίηση» της σχετικής νομολογίας του Ε’ Τμήματος ΣτΕ- να εμφανίσουν ευρύτερες περιοχές δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων ως δυνάμενες να ενταχθούν σε πολεοδομικό σχεδιασμό, θεωρούμενες έστω και ως «δασικοί θύλακες».

Συγκεκριμένα, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ότι δασικοί θύλακες, ήτοι περιορισμένες (και όχι ευρείες, όπως εν προκειμένω), εκτάσεις στο όριο των σχεδίων πόλεων δύνανται να ενταχθούν σε αυτό αποκλειστικά και μόνο κατ’ εξαίρεση και όχι κατά κανόνα (όπως επιχειρείται με τις θεσπισθείσες ως άνω διατάξεις), διατηρώντας υποχρεωτικά αναλλοίωτο τον δασικό χαρακτήρα τους και χαρακτηριζόμενοι ως κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου χωρίς ν’ αποσυνδέονται από τη δασική νομοθεσία και χωρίς να εξομοιώνονται με τους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου τους οποίους η Διοίκηση δύναται ν’ αναδιατάσσει με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, όπως προδήλως κινδυνεύει να συντελεστεί εν προκειμένω[2].

Πέραν αυτού, με την οικεία διατύπωση της ως άνω υπουργικής απόφασης, σύμφωνα με την οποία: «Κατά την κύρωση των δασικών χαρτών, εκτάσεις που περιλαμβάνονται στις προς πολεοδόμηση περιοχές και εμπίπτουν στις διατάξεις της δασικής … νομοθεσίας, δεν αλλάζουν χαρακτήρα αλλά παραμένουν ως “θύλακες”»,αποδίδεται εμμέσως χαρακτηρισμός σε εκτάσεις δασικής μορφής από τον, αναρμόδιο προς τούτο, υπουργό περιβάλλοντος και ενέργειας.

Καθίσταται επομένως σαφές ότι η ευρεία δυνατότητα ένταξης δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων σε πολεοδομικό σχεδιασμό ως «δασικών θυλάκων», που καθιερώνεται με το νέο ΓΠΣ του Ωρωπού, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να εξομοιωθεί με την -όλως εξαιρετική και μεμονωμένη- περίπτωση της ένταξης δασικών θυλάκων σε σχέδια πόλεως, που αναγνωρίζουν η δασική νομοθεσία και η νομολογία του ΣτΕ. Ορίζεται δε, σε κάθε περίπτωση, από τη νομολογία ότι η ανάγκη ενότητας του πολεοδομικού σχεδιασμού παρέχει μεν στη Διοίκηση την ευχέρεια να εντάξει σε σχέδιο πόλεως δασικούς θύλακες, που περιβάλλονται από πόλεις ή οικισμούς, αλλά δεν επιβάλλει την ένταξή τους σε αυτό, ιδίως μάλιστα όταν ειδικές συνθήκες αναγόμενες στην έκταση, στη θέση τους κ.λπ. (όπως εν προκειμένω), υπαγορεύουν την παραμονή τους εκτός σχεδίου πόλεως (ΣτΕ 1980/2017 κ.ά.).

Β. Παραβάσεις των αρχών του ορθολογικού σχεδιασμού και του πολεοδομικού κεκτημένου

Οι θεσπισθείσες ως άνω διατάξεις των νέων υπουργικών αποφάσεων περί εγκρίσεως νέων ή αναθεωρήσεων υφισταμένων ΓΠΣ δήμων της Αττικής, είναι επίσης μη νόμιμες και ακυρωτέες και για τον λόγο ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές του ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού και του πολεοδομικού κεκτημένου που επιτάσσει το Σύνταγμα (άρθ. 24 παρ. 2).

Συγκεκριμένα, η αρχή του «πολεοδομικού κεκτημένου», έχοντας ως συνταγματικό έρεισμα τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 Συντ., ορίζει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν δύναται να μεταβάλλει τις εκάστοτε ισχύουσες πολεοδομικές ρυθμίσεις με τρόπο που επιφέρει επιδείνωση του υφισταμένου φυσικού ή οικιστικού περιβάλλοντος, δυνάμενος μόνο να επεμβαίνει στον βαθμό που βελτιώνει το υφιστάμενο επίπεδο περιβαλλοντικής προστασίας[3]. Η τήρηση της συνταγματικής αυτής επιταγής, υπόκειται στον οριακό έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή, ο οποίος οφείλει, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, να σταθμίζει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κατά πόσον υποβαθμίζεται το περιβάλλον (ΣτΕ 301/2002 κ.ά.).

Κατά δε τη θέσπιση χωροταξικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων, τόσο η Διοίκηση όσο και ο κοινός νομοθέτης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα και τις εφαρμογές των επιστημών της χωροταξίας και της πολεοδομίας, αλλά και κάθε άλλης επιστήμης που αφορά τη συγκεκριμένη ρύθμιση (ΣτΕ Ολ 415/2011). Επομένως, νομοθετική ρύθμιση με τέτοιο περιεχόμενο είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, μόνον εφ’ όσον έχει ψηφισθεί μετά από εκτίμηση ειδικής επιστημονικής μελέτης η οποία έχει λάβει υπόψη και ενσωματώσει τα διδάγματα και τους κανόνες όλων των σχετικών επιστημών (συμπεριλαμβανομένης της επιστήμης της δασολογίας), υποχρέωση που, είναι προφανές, ότι δεν τηρήθηκε εν προκειμένω.

Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μιχ. Δεκλερής: «Η αρχή του βιωσίμου αστικού περιβάλλοντος σημαίνει ότι και η ζωή των ανθρώπων στους οικισμούς πρέπει να είναι βιώσιμη, αλλά και τα οικοσυστήματα που τους στηρίζουν πρέπει να είναι επίσης βιώσιμα. Τούτο επιτυγχάνεται, μεταξύ άλλων, με τον κανόνα της μη επιτρεπτής επιδείνωσης των όρων δόμησης και με τη διασφάλιση του αστικού πρασίνου ως της ελάχιστης εκείνης βιόσφαιρας που είναι απαραίτητη για την υγεία των κατοίκων των πόλεων»[4].

Στη νομολογία, θεμέλιο της αρχής του «πολεοδομικού κεκτημένου» θεωρείται η απόφαση 10/1988 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυνάμει της οποίας έγινε δεκτό ότι με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του Συντάγματος θεσπίζονται, εντός του πλαισίου της υπό της παρ. 1 του ιδίου άρθρου προβλεπομένης προστασίας του περιβάλλοντος, τα κριτήρια της χωροταξικής αναδιάρθρωσης της Χώρας, της πολεοδομικής ανάπτυξης των πόλεων και οικιστικών εν γένει περιοχών, ήτοι η εξυπηρέτηση της λειτουργικότητας και ανάπτυξης των οικισμών και η εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβίωσης των κατοίκων.

Για την τήρηση των ως άνω κριτηρίων, κατά την άσκηση της συναφούς ρυθμιστικής αρμοδιότητας του Κράτους, επιβάλλεται σε αυτό η λήψη μέτρων που συντελούν στην αναβάθμιση του οικιστικού περιβάλλοντος προς τον σκοπό της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, πάντως δε απαγορεύεται η λήψη μέτρων που επιφέρουν επιδείνωσή του. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν δύναται να θεωρηθεί ως -σύμφωνο με το Σύνταγμα- κριτήριο ορθολογικού πολεοδομικού σχεδιασμού η επίκληση της «εκτιμώμενης πληθυσμιακής εξέλιξης των Δημοτικών Ενοτήτων», στην οποία στηρίζονται οι εξεταζόμενες υπουργικές αποφάσεις που καθίστανται, και για τον λόγο αυτό, μη νόμιμες, αντισυνταγματικές και ακυρωτέες.

Γ. Απαγόρευση πολεοδομικών επεκτάσεων περιοχών της Αττικής

Επεκτάσεις πολεοδομικού σχεδιασμού ή θέσπιση νέων σχεδίων εντός Αττικής δεν επιτρέπονται ούτε από το ισχύον νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας (νέο ΡΣΑ – ν. 4277/2014, ΦΕΚ Α’ 156/1.8.2014) που διέπει τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό της Αττικής στο σύνολό της και υιοθετεί, στην παρ. 2 του άρθρου 5 αυτού, την «αρχή της συμπαγούς πόλεως» σύμφωνα με την οποία η κάλυψη των οικιστικών αναγκών και ο εν γένει πολεοδομικός σχεδιασμός επιδιώκονται και εξαντλούνται εντός της ήδη θεσμοθετημένης αστικής γης, χωρίς περαιτέρω πολεοδομικές επεκτάσεις, με σκοπό τον αποκλεισμό της θυσίας περιαστικού και εν γένει εξωαστικού χώρου.

Επομένως, τα νέα ή αναθεωρημένα ως άνω ΓΠΣ, που αφορούν τις περιοχές της Λυκόβρυσης, της Λαυρεωτικής και του Ωρωπού Ν. Αττικής, προσκρούουν στον κανόνα της «συμπαγούς πόλεως», που θέτουν οι διατάξεις του ισχύοντος νέου ΡΣΑ, οι οποίες είναι δεσμευτικές για τη δημόσια διοίκηση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τη νομοθεσία και τη νομολογία του ΣτΕ[5]. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι και η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4280/2014 (στην οποία παραπέμπει το άρθρο 60 του ν. 998/1979 περί απαγόρευσης ένταξης δάσους σε σχέδιο πόλεως), καθιερώνει ρητά την υποχρεωτική εφαρμογή των κανόνων και αρχών του νέου ΡΣΑ σε ολόκληρη την περιοχή της Αττικής.

Δ. Μη νόμιμη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ

Αξιοσημείωτες είναι ορισμένες ακόμη παράμετροι των νέων υπουργικών αποφάσεων, δυνάμει των οποίων εγκρίθηκαν ή αναθεωρήθηκαν τα ως άνω ΓΠΣ, σε σχέση με τις οποίες επίσης διαπιστώνονται σοβαρές παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας που αφορά τις εγκαταστάσεις ΑΠΕ ειδικά σε περιοχές της Αττικής.

Συγκεκριμένα, με τις διατάξεις ειδικά της υπουργικής απόφασης που αφορά το ΓΠΣ της Λαυρεωτικής (ΦΕΚ Δ’ 191/2024) προβλέπεται χωροθέτηση εγκαταστάσεων βιοαερίου βόρεια των εγκαταστάσεων της πρώην ΠΥΡΚΑΛ αλλά και φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων εντός της Ειδικής Ζώνης Διατήρησης GR3000005 Σούνιο – Νησίδα Πατρόκλου και Παράκτια Θαλάσσια Ζώνη, η οποία περιβάλλεται από τους τύπους οικοτόπων 9320 «Δάση ελιάς και χαρουπιάς» και 9540 «Μεσογειακά πευκοδάση και ενδημικά είδη πεύκων της Μεσογείου». Ομοίως προβλέπεται η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών μονάδων σε «διαθέσιμες μεγάλες Δημοτικές Εκτάσεις» οι οποίες, ωστόσο, δεν προσδιορίζονται ως προς τον ειδικότερο χαρακτήρα, τα οικολογικά χαρακτηριστικά και την έκτασή τους.

Η ρύθμιση αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 17 του νέου ΡΣΑ το οποίο απαγορεύει ρητά την εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ σε ζώνες προστασίας ορεινών όγκων της Αττικής, η δε μόνη εξαίρεση που εισάγει, υπό όρους, όσον αφορά τη δυνατότητα εγκατάστασης φωτοβολταϊκών μονάδων, εφ’ όσον τούτο επιτραπεί από τα προεδρικά διατάγματα προστασίας των περιοχών που αφορούν, καθιστά δυνατή την εγκατάσταση αποκλειστικά και μόνο μικρής έκτασης φωτοβολταϊκών μονάδων (και όχι απροσδιόριστης έκτασης, όπως γίνεται με τις εξεταζόμενες διατάξεις). Η δε σχετική εξουσιοδότηση τροποποίησης των οικείων προεδρικών διαταγμάτων, στον βαθμό που δύναται να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στο οικείο περιβάλλον κατά παρέκκλιση από τις επιταγές του Συντάγματος και την κείμενη νομοθεσία, μη νομίμωςδόθηκε με τις εν λόγω υπουργικές αποφάσεις, ενώ έπρεπε να είχε δοθεί με διάταξη τυπικού νόμου και εμπεριστατωμένη, πλήρη αιτιολογία[6].

Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι όσα υποστηρίζονται ως άνω για τις εξεταζόμενες υπουργικές αποφάσεις δυνάμει των οποίων εγκρίθηκαν ή αναθεωρήθηκαν τα ΓΠΣ περιοχών της Αττικής, ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τα υπόλοιπα τέσσερα, νέα ή αναθεωρημένα, με υπουργικές αποφάσεις της ίδιας ημερομηνίας, ΓΠΣ δήμων της Θεσσαλονίκης, για την περιοχή της οποίας ισχύουν οι διατάξεις του δικού της Ρυθμιστικού Σχεδίου (ΡΣΘ – ν. 1561/1985, ΦΕΚ Α’ 148).

Σχετικά:

– «Πήραν ΦΕΚ επτά νέα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια για Αττική και Θεσσαλονίκη», https://www.flash.gr/piran-fek-epta-nea-genika-poleodomika-schedia-gia-attiki-kai-thessaloniki-929471

– «Επτά νέα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια για Αττική και Θεσσαλονίκη», https://ypen.gov.gr/epta-nea-genika-poleodomika-schedia-gia-attiki-kai-thessaloniki/

[1] Από τον συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 7β’ και 11-13 του άρθρου 7 του ν. 4447/2016 (ΦΕΚ Α’ 241/23.12.2016), τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΤΠΣ) (όπως αποκαλούνται πλέον από τις διατάξεις του τα πρώην Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια), εγκρίνονται, αναθεωρούνται και τροποποιούνται κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου. Επομένως η μεν έγκριση των ΤΠΣ (πρώην ΓΠΣ) γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων (για δε τις μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αρμόδιο όργανο για τη γνώμη του προηγούμενου εδαφίου είναι το Συμβούλιο Μητροπολιτικού Σχεδιασμού), η δε αναθεώρηση ή τροποποίηση των ΓΠΣ, που ίσχυαν κατά τη θέση σε ισχύ του ν. 4447/2016, γίνεται κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού που παραπέμπουν στις καταργηθείσες διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2508/1997, ενώ ισχύοντα κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4447/16 ΓΠΣ δύνανται να τροποποιούνται σημειακά μέχρι την έγκριση των Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του ν. 2508/1997 (Α’ 124) που επίσης καταργήθηκαν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Ολ 3661/2005 κ.ά.), η έγκριση και τροποποίηση πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακας και η θέσπιση, με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα, πάσης φύσεως όρων δόμησης μπορούν να γίνονται μόνο με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Και ναι μεν από τον κανόνα αυτόν εξαιρείται η έγκριση Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, ως πρώτου σταδίου πολεοδομικού σχεδιασμού μιας περιοχής, η οποία μπορεί να γίνεται με υπουργική απόφαση, ωστόσο ακόμα και όλως εντετοπισμένες τροποποιήσεις πολεοδομικών σχεδίων παύουν να διατηρούν τον ειδικότερο χαρακτήρα που τους επιτρέπει να συντελούνται με πράξη διάφορη του προεδρικού διατάγματος, όταν αφορούν προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, λόγω της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα σημασίας των ως άνω περιοχών, οπότε οι σχετικές ρυθμίσεις πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να διενεργούνται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος.

[2] ΣτΕ 1848, 4772, 4876/2013, 838, 3369-70, 4925/2014, 88/2016, 3792/2001, 487/2007, 3745/2004, 3562/2008, 1980/2017.

[3] ΣτΕ Ολ 10/1988, 1159/1989, 3236/1995, 415/2011, ΣτΕ 301/2002, Σ. Παυλάκη, «Αστικό και Περιαστικό Πράσινο – Νομοθετικό πλαίσιο – Νομολογία», εκδ. Νομόραμα, Αθήνα 2019, σελ. 34επ.

[4] Μ. Δεκλερής, «Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως – Γενικές Αρχές», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 220-226.

[5] Άρθ. 4 ν. 1515/1985, όπως κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 11 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (ΚΒΠΝ – πδ/γμα της 14/7/1999, ΦΕΚ Δ’ 580/27.7.1999), ΣτΕ Ολ 2355/2017, ΣτΕ ΠΕ 146/2022 κ.ά.

[6] Ειδικά δε για την περιοχή της Λαυρεωτικής, που συνδέεται άμεσα με το ευρύτερο καθεστώς προστασίας του Υμηττού (το οποίο αποσιωπάται πλήρως από την εν λόγω υπουργική απόφαση), οποιαδήποτε σχετική πρόβλεψη στο καθεστώς προστασίας του Υμηττού θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δεκτό ότι αφορά το προ του πδ/τος του 2011 καθεστώς, ήτοι εκείνο του πδ/τος του 1978 (που είναι ούτως ή άλλως απολύτως ασύμβατο με εγκαταστάσεις ΑΠΕ), αφού το προεδρικό διάταγμα του 2011 για την προστασία του Υμηττού θα πρέπει να θεωρείται ότι ακυρώθηκε στο σύνολό του, και όχι αποσπασματικά ή εν μέρει, επειδή ο μοναδικός λόγος ακυρώσεώς του αφορούσε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας έκδοσής του (ήτοι την παράλειψη εκπόνησης στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων) που μόνο στο σύνολό του δύναται να το αφορά, σύμφωνα με τη θεωρία του διοικητικού και διοικητικού δικονομικού δικαίου και τη νομολογία του ΣτΕ. Σχετ. Σ. Παυλάκη, «Νομικό πλαίσιο για τον Υμηττό», https://dasarxeio.com/2024/04/02/135020/



ΚατηγορίεςΑπόψεις, Δόμηση - Αυθαίρετα

Tags: , , , ,

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading