Οι Βασιλίσκοι είναι ένα μικρό γένος πουλιών, το οποίο σήμερα θεωρείται ως ξεχωριστή οικογένεια Regulidae και περιλαμβάνει επτά είδη. Παλιότερα ήταν ταξινομημένο λόγω εξωτερικής ομοιότητας με το γένος Φυλλοσκόποι (Phylloscopus) στην οικογένεια (Sylviidae). Η ονομασία Regulus είναι λατινική και σημαίνει μικρός βασιλιάς ή πρίγκιπας και προέρχεται από τη χαρακτηριστική χρωματιστή κορώνα στα ενήλικα πτηνά.
Οι Βασιλίσκοι συγκαταλέγονται στα μικρότερα στρουθιόμορφα, το μήκος κυμαίνεται από 8 – 11 εκατοστά και ζυγίζει από 6 – 8 γραμμάρια), τα δύο φύλα έχουν το ίδιο μέγεθος. Το κύριο φτέρωμα είναι ανοιχτό λαδοπράσινο. Ζούν στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρασία. Είναι ευκίνητα πουλιά που μετακινούνται συνεχώς στα φυλλώματα των δέντρων και των θάμνων αναζητώντας την τροφή τους. Η διατροφή τους περιλαμβάνει κυρίως ποικιλίες εντόμων και αράχνες. (poulia.info)
Ας δούμε όμως την χαριτωμένη περιγραφή του Βασιλίσκου από τον Κωνσταντίνο Μαρουδή, Τηλεγραφητού Α’ Τάξεως που περιέχεται στο βιβλίο του “Περί της χρησιμότητος των πτηνών”, έκδοσης 1880 από το τυπογραφείο της “ΕΛΛ. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ”
“Πρὶν ἢ σᾶς ὁμιλήσω περὶ τῆς χρησιμότητας τοῦ πτηνοῦ τούτου θὰ σᾶς διηγηθῶ χάριν ἀναψυχῆς ἀνέκδοτόν τι, τὸ ὁποῖον μοὶ διηγήθη ἡ μάμμη μου, ὂταν ἢμην ἀκόμη παιδίον.
Βαρυνθέντα πλέον τὰ πτηνὰ νὰ ζῶσι δημοκρατικῶς, ἀπεφάσισαν νὰ ἐκλέξωσι βασιλέα, καί πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον συνεκρότησαν συνέλευσιν εἰς τὴν μεγάλην πεδιάδα τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας, ἐκεῖ ὃπου, ὡς λέγεται, ὑπάρχει ὁ ἐπίγειος παράδεισος.
Πολλοὶ ἀπαιτηταὶ ἐπαρουσιάσθησαν, καὶ ἓκαστος ἐξ αὐτῶν διισχυρίζετο, ὄτι εἶχε τὰ προσόντα νὰ λάβῃ τὸ στέμμα, ήτοι, ὁ ἀετός διὰ τὴν δύναμιν αὐτοῦ, ἡ στρουθοκάμηλος διὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος αὐτῆς, ἡ χελιδών διὰ τὴν ταχύτητα τῆς πτήσεως, ἡ αηδὼν διὰ τὸ γλυκύτατον ᾂσμα της, τὸ καμίχιον διὰ τὴν μεγάλη του φωνὴν, καὶ ὁ ψιττακὸς, διότι ἔχει τὸ προτέρημα, νὰ μιμῆται τὴν ἀνθρωπίνην φωνήν…Ἡ νοστιμοτέρα ὃμως ὃλων τῶν ἀξιώσεων ἦτο ἡ τῆς γλαυκός, διότι προέτεινεν ὡς τίτλον προσόντος τὸ παράξενον πλεονέκτημα, ὃτι βλέπει τὴν νύκτα.
Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς μεγάλης ταύτης ἐθνικῆς συνελεύσεως τῶν πτηνῶν, ἀφοῦ συνεζήτησαν ἀρκούντως τὸ ζήτημα, ἀφοῦ ἀνέπτυξαν ὃλην αὐτῶν τὴν ρητορικὴν ἱκανότητα καὶ τὴν εὐφράδειαν καὶ μετεχειρίσθησαν ὃλην τὴν πνευματικὴν αὐτῶν εὐφυῒαν, χωρὶς νὰ δυνηθῶσιν ὃπως ἀποφασίσωσιν εἰς τίνα νὰ προσενέγκωσι τὸ στέμμα, ἐγνωμοδότησαν ὃτι: Ἐπειδὴ οἱ βασιλεῖς κατὰ τοὺς νόμους εἶναι ἀνώτεροι τῶν ὑπηκόων αὐτῶν, τὸ σκῆπτρον ἀνήκει εἰς ἐκεῖνον, ὃστις ἤθελε δυνηθῆ νὰ πετάξῃ ὑψηλότερα ὃλων.
Τὸ ἀγωνοθέτημα τοῦτο ἦτο ἀληθῶς ἀντάξιον τῶν ἀρχαίων ἐκείνων ἐτῶν.
Μόλις ἐδόθη τὸ σημεῖον τοῦ ἀγῶνος ὑπὸ μιᾶς γραίας κορώνης, φιλασθένου καὶ ποδαλγοῦ, καὶ ἰδοὺ πάραυτα εἶδός τι νέφους ζῶντος, πυκνοῦ καὶ μέλανος ὣρμησε πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἤτο δὲ τόσον πυκνὸν καὶ μέλαν τὸ νέφος ἐκεῖνο, ὣστε καὶ αὐτὸς ὁ ἣλιος ἐσκοτίσθη ἐπι τινα καιρόν. Ὁ ἀγὼν διήρκεσεν ὀλίγον καὶ ἐπειδὴ μόνος ὁ ἀετὸς ἐφαίνετο ἱπτάμενος ὑψηλότερα ὃλων ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐκτάσεως, οἱ θεαταὶ ἐζητωκραύγασαν ὑπὲρ αὐτοῦ ὡς νικητοῦ. Πλὴν αὐτοστιγμεὶ ἔκτακτον ἐπεισόδιον ἔλαβε χώραν: Τὸ χρυσάνθεμον, ὡς ὠνομάζετο τότε ὁ βασιλίσκος, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχον παρατηρήσει εἰς τὰς ἀρχὰς, ἐφάνη πολὺ ὑψηλοτερα τοῦ ἀετοῦ.
Ἲσως μὲ ἐρωτήσητε πῶς εὑρέθη εἰς τὰ ὓψη τὸ πτηνὸν τοῦτο ὡς ἐκ τῆς σμικρότητος καὶ τοῦ εἲδους αὐτοῦ. Ἀληθῶς το πρᾶγμα εἲναι λίαν πρίεργον ἀλλ’ ἰδοὺ τὶ συνέβη. Ὁ ἀετὸς οὐδαμῶς ὑποπτευθεὶς, ὃτι ἧτο δυνατὸν νὰ εὐρεθῇ ἓτερον πτηνὸν ὃμοιον πρὸς αὐτὸν κατὰ τὴν πτῆσιν καὶ τὴν δύναμιν, ἒφερε μεθ’ ἑαυτοῦ κρεμάμενον ὑπὸ τὴν μίαν τῶν πτερύγων του τὸ χρυσάνθεμον, τὸ ὁποῖον τοιουτοτρόπως κατώρθωσε νὰ οἰκονομήσῃ τὰς δυνάμεις του καὶ νὰ τὰς μεταχειρισθῇ τὴν στιγμὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ προστάτης αὐτοῦ κεκμηκὼς δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὑψωθῆ περισσότερον.
Ὁ ἀετὸς λοιπὸν ἡττήθη, ἡ πανουργία ὑπερίσχυσε τῆς δυνάμεως, ἑπομένως τὸ χρυσάνθεμον ἀνηγορεύθη βασιλεύς. Ἀλλ’ ὃμως ἓνεκα τοῦ μικροῦ ἀναστήματός του ὠνομάσθη βασιλίσκος. Ἀπὸ τῆς ἐποχῆς δὲ ταύτης, κατὰ τὴν διήγησιν τῆς μάμμης μου, ἐφύτρωσεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του ὡραῖον χρυσοῦν στέμμα, ὡς σύμβολον τῆς μεγαλειότητος, τῆς ἐπισημότητος καὶ τῆς ἰσχύος.
Μετὰ τὸ ἀνέκδοτον τοῦτο ἂς ἐπανέλθωμεν εἰς τὸ πτηνόν μας διὰ νὰ μάθωμεν πῶς εἶναι, πῶς διάγει καὶ ποία ἡ χρησιμότης του. Δύο εἲδη βασιλίσκων ὑπάρχουσιν, ὁ κοινὸς βασιλίσκος καὶ ὁ λοφοφόρος βασιλίσκος, ὁ ὁποῖος ὀνομάζεται καὶ βασιλίσκος ὁ πυροκέφαλος ἢ τυραννίσκος, περὶ τοῦ ὁποίου καὶ θὰ πραγματευθῶμεν ἢδη.
Πυροβασιλίσκος, Regulus ignicapillus
Εἶναι ἀληθὲς ὃτι καὶ οἱ δύω βασιλίσκοι ἒχουσι λόφον, ἀλλ’ ὁ λόφος τοῦ προκειμένου βασιλίσκου ἔχει πέριξ αὐτοῦ ταινίαν δίχρουν, τῆς ὁποίας στερεῖται ὁ ἓτερος, κατὰ τὰ λοιπὰ ὃμως χαρακτηριστικὰ ὁμοιάζουσιν. Ἡ δὲ ταινία σύγκειται ἐκ χρώματος μέλανος καὶ λευκοῦ.
Εἲναι δὲ ὁ βασιλίσκος οὗτος τὸ μικρότατον τῶν πτηνῶν μας, καὶ οὐχὶ μόνον ἐκ τοῦ χαρακτηριστικοῦ τούτου δύναται πᾶς τις νὰ τὸν διακρίνη ἐν μέσῳ πληθύος πτηνῶν, ἀλλὰ καὶ διότι ἒχει τὸν λόφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, δῆλον ὃτι τὸ χρυσοῦν στέμμα τοῦ ἀνεκδότου. Τὸ περίεργον δ’ εἶναι, ὃτι τὸν λόφον τοῦτον δύναται νὰ συστέλλη καὶ διαστέλλη κατὰ βούλησιν. Καὶ ἐπειδὴ ὁ λόφος περιβάλλεται, ὡς εἴπομεν, μὲ δίχρουν ταινίαν, παρέχει εἰς τὴν φυσιογνωμίαν του ὓφος δηκτικὸν, ἰδιότροπον καὶ ἀλλόκοτον. Πρὸς τούτοις ἡ στάσις τοῦ μικροσκοπικοῦ τούτου πτηνοῦ εἶναι ὃσον δὐναται τις νὰ φαντασθῇ μεγαλοπρεπὴς και θελκτική.
Ὁ βασιλίσκος διαμένει ἐν Ἑλλάδι χειμῶναι καὶ καλοκαίριον, πλῆν καθ’ ὃλον τὸ διάστημα τοῦ θέρους διατρίβει εἰς τὰ δάση, ἒνθα τρέφεται ἐκ μικρῶν ἐντόμων καὶ ἰδίως ἐκ κωνώπων, οἱ ὀποῖοι ἳπτανται κατὰ πολυάριθμα στίφη ἂνωθι τῶν ἐλῶν, τοὺς συλλαμβάνει δὲ ἐν τῲ ἳπτασθαι, δηλαδὴ εἰς τὸ πτερόν. Περὶ τὰ τέλη ὃμως τοῦ Σεπτεμβρίου πλησιάζει τὰς κατοικίας ἡμῶν καὶ ἒρχεται εἰς τοὺς κήπους, ἒνθα συνήθως βλέπομεν αὐτόν νὰ ζητῇ εἰς διάφορα δένδρα τὴν τροφήν του, συνισταμένην κατὰ τὴν ὥραν ταὺτην τοῦ ἒτους ἐκ τῶν ὠῶν ψυχῶν καὶ ἐκ τῶν λειψάνων μικρῶν ἐντόμων.
Καὶ τὰ δύω εἲδη βασιλίσκων ἀγαπῶσι νὰ ἐνδιατρίβωσιν ἐπὶ τῶν πευκῶν καὶ τῶν ἐλατῶν, ὃπου καὶ κατασκευάζουσι τὰς ὠοειδεῖς φωλεᾶς αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀριστούργημα τέχνης.
Τὰ πτηνὰ ταῦτα φημίζονται διὰ τὴν ἀδηφαγίαν αὐτῶν, βεβαιοῦται δὲ ἐξ ἐπισήμων παρατηρήσεων, ὃτι ἓκαστον δύναται νὰ καταβροχθίσῃ τὴν ἡμέραν περίπου διακοσίας κάμπας, καὶ τὸ ἒτος τρία καὶ ἣμισυ ἑκατομμύρια ὠὰ διαφόρων ψυχῶν μικρῶν ἐντόμων. Ἐκλέγει δὲ ἀκριβῶς ὡς τροφὴν τὰ ἀφθονώτερα καὶ προσφορώτερα ἔντομα ἑκάστης ὣρας τοῦ ἒτους. Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τοῦ φθινοπώρου μέχρι τῆς ἀνοίξεως δὲν ὑπάρχουσιν οἱ ποθηταὶ αὐτῷ κηπόφθειραι καὶ κάμπαι, τρέφεται ἐξ ἐντόμων καὶ λευκοσκωλήκων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται προσκεκολλημένοι ἐπὶ τῶν δένδρων καὶ τῶν θάμνων.
Φυσιολόγος τις ἀναφέρει, ὃτι χάριν μελέτης εἶχε συλλάβει βασιλίσκον, τὸν ὁποῖον ἒθεσεν ἐντὸς μεγάλου κλωβίου, ἐν ᾧ εἶχε καὶ πολλὰ πτηνὰ διαφόρων εἰδῶν. Τί δὲ συνέβη; Μετὰ δίωρον διαμονὴν ἐν τῷ μέσῳ τῶν ξένων καὶ ἑτερογενῶν αὐτῶν πτηνῶν, ὁ βασιλίσκος οὐχὶ μόνον τὰ διέτασσεν, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐκτύπα ὡς τύραννος, καταδιώκων καὶ σιταρήθρας, καὶ σταυρομύτας και χονδρομύτας καὶ πᾶν ἂλλο πτηνόν, εὑρισκόμενον ἐν τῷ κλωβίῳ, καὶ ἐπὶ τέλους εἰς πᾶσαν ἒριδα καθίστατο πάντοτε κύριος τοῦ πεδίου τῆς μάχης.
Ὁ βασιλίσκος εἰς τὴν Ἀφρικὴν συμβαίνει νὰ συνδέῃ στενὰς φιλίας μετὰ τοῦ κροκοδείλου, πρὸς τὸν ὁποῖον χρησιμεύει πολλάκις ὡς φύλαξ, κατὰ τὸν ἀκόλουθον τρόπον. Ὃταν ὁ κροκόδειλος κοιμᾶται, ὁ βασιλίσκος κάθηται ἐκεῖ που πλησίον καὶ ἂν ἴδη, ὃτι ἐχθρός τις ἐφάνη εἰς τὰ πέριξ, καὶ ὃτι οὗτος βαδίζει ἐναντίον τοῦ φίλου αὐτοῦ, τότε ἀμέσως πετᾷ καὶ μεταβαίνει πρὸς αὐτόν, ἀρχίζει νὰ κελαδῇ, νὰ συρίζῃ καὶ νὰ τὸν κεντᾷ διὰ τοῦ ράμφους του. Τοιουτοτρόπως τὸν ἐξυπνᾷ καὶ τῷ γνωστοποιεῖ ὃτι ὀφείλει νὰ φύγῃ. Ἀφοῦ δὲ παρέλθῃ ὁ κίνδυνος, ὁ κροκόδειλος χάριν εὐγνωμοσύνης ἀνοίγει τὸ στόμα του, ὁ δὲ βασιλίσκος εἰσέρχεται ἐν αὐτῷ καὶ ζητεῖ ἐν τῷ μέσῳ τῶν ὀδόντων τοῦ θηρίου τεμάχια κρέατος. Ἀλλ’ ὃταν ὁ κροκόδειλος ἀπαυδὴσῃ κρατῶν τὸ στόμα του ἀνοικτὸν, σφίγγει ἐλαφρὰ τὸν μικρὸν αὐτοῦ φίλον, οὗτος δὲ ἐννοεῖ τὴν αἰτίαν, καὶ ἀμέσως ἐξέρχεται.
Καὶ ἐκ τῶν ἰχθύων ἡ φάλαινα ἒχει φίλον μικρόν τινα ἰχθὺν, τὸν ὁποῖον μεταχειρίζεται ὡς ὁδηγόν. Ὁ μικρὸς οὗτος ἰχθὺς ἀκολουθεῖ πανταχοῦ τὴν φίλην του, αὕτη δὲ τὸν προστατεύει ἐναντίον παντὸς κινδύνου. Καὶ τῷ ὂντι, ἃμα ἡ φάλαινα ἐννοήσῃ, ὃτι ὁ μικρός της φίλος κινδυνεύει, λαμβάνει αὐτὸν εἰς τὸ στόμα της, ἐντὸς τοῦ ὁποῖου ἀναπαύεται οὗτος καὶ κοιμᾶται ἀταράχως, ὡς γιγνώσκων ὃτι εὑρίσκεται εἰς τόπον ἀσφαλῆ. Τὸ δὲ περίεργον εἶναι, ὃτι, ἐνόσῳ ὁ μικρὸς οὗτος ἰχθὺς ἡσυχάζει καὶ κοιμᾶται, τὸ θαλάσσιον τοῦτο θηρίον μένει εντελῶς ἀκίνητον! Ἐὰν δὲ ἐν τῷ μεταξὺ τῆς συμβιώσεως ταυτης συμβῇ, ἓνεκα κακοκαιρίας ἣ ἂλλης τινὸς αἰτίας, νὰ στερηθῇ τοῦ ὁδηγοῦ αὐτῆς, περιπλανᾶται αὓτη χωρὶς νὰ γινώσκῃ ποῦ διεθύνεται, καὶ πολλάκις ἐξωθεῖται, χάνει δηλαδὴ τὰ νερά της, καὶ τότε κατασυντρίβεται εἰς τοὺς βράχους ἢ ἐπικάθηται εἰς ἀβαθῆ ὓδτατα, ἔνθα συλλαμβάνεται ὑπό τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ βασιλίσκος ἒχει δύω βλέφαρα, ἐξ ὧν τὸ κάτω εἶναι διαφανές, δύναται δὲ νὰ διατηρῇ τὸ διαφανὲς τοῦτο βλέφαρον πάντοτε κεκλεισμένον ἢ νὰ τὸ ἀνοίγῃ κατὰ βούλησιν. Τὰ διπλᾶ ταῦτα βλέφαρα εἶναι λίαν χρήσιμα εἰς τὸ πτηνὸν τοῦτο, καθόσον ἂν εἲχεν ἓν μόνον βλέφαρον ἠδύνατο νὰ πλανᾶται πολλάκις ἐντός τῶν βάτων, ὃταν φέρῃ τὴν τροφὴν εἰς τὰ νεογνά του. Διότι πολλακις εἶναι ὑποχρεωμένον νὰ κλείῃ ὃπως μὴ βλάψωσιν αὐτοὺς αἱ ἂκανθαι. Διὰ τῶν δύω ὃμως βλεφάρων δύναται ἀκινδύνως νὰ διέρχηται τὰς βάτους, ἀλλὰ καὶ ἂν ποτε πληγωθῇ, θὰ πληγωθῇ λίαν ἐλαφρῶς.
Βεβαίως εἶναι περίεργον πῶς δύω θηρία τόσον ἰσχυρὰ, τόσον ἐπίφοβα ἐξαρτῶνται ἐκ τοῦ ἐλέους δύω ἀσθενῶν καὶ μικρῶν ὄντων, ἀλλ’ ἐν τῇ δημιουργίᾳ τοῦ Θεοῦ τὸ πᾶν εἶναι μυστήριον!”
ΚατηγορίεςΆγρια Ζωή
Απάντηση