ΕΣΧΑΔΑ Κασσιώπης – Περιβαλλοντική εκτίμηση σχεδίων και προγραμμάτων

vidra

Στην κρινομένη υπόθεση, επί της οποίας εξεδόθη η υπ΄ αριθ. 3874/2014 [1] απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ζητείται η ακύρωση του από 12.11.2013 προεδρικού διατάγματος με τίτλο: Έγκριση Ειδικού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης του δημοσίου ακινήτου με την ονομασία «Κασσιώπη Κέρκυρας» στην περιοχή Ερημίτης Κασσιώπης Κέρκυρας (ΑΑΠ 406/15.11.2013), με το οποίο εγκρίθηκε: α) το Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης του Δημοσίου Ακινήτου (ΕΣΧΑΔΑ) «Κασσιώπη Κέρκυρας», εκτάσεως 447 περίπου στρ., στη θέση Αρταβάνη (Ερημίτης) περιοχής Αγίου Στεφάνου και β) η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) του ανωτέρω ΕΣΧΑΔΑ [2].

Η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω μείζονος σπουδαιότητος. Οι αιτούντες είναι στο σύνολό τους κάτοικοι της περιοχής, στη δε δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) ΑΕ, στο οποίο ανήκει πλέον κατά κυριότητα το επίμαχο δημόσιο ακίνητο.

Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως δεχόμενο ότι το επίμαχο ΕΣΧΑΔΑ εναρμονίζεται πλήρως με τους στόχους και τις κατευθύνσεις του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού Ιονίων Νήσων. Ειδικότερα έκρινε ότι δεν προσκρούει στην Οδηγία 2001/42/ΕΚ για την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων η μερική ή κατ΄ αρχήν εξέταση ορισμένων επιπτώσεων στο πλαίσιο της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) και η ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας στο πλαίσιο των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που εκπονούνται σε επόμενα στάδια. Στην έννοια της στρατηγικής περιβαλλοντικής εκτίμησης περιλαμβάνεται όχι μόνο η εκπόνηση ΣΜΠΕ, αλλά και η επομένη διαβούλευση επ΄ αυτής. Ζητήματα που δεν αντιμετωπίσθηκαν από τη ΣΜΠΕ κατά τη διαδικασία καταρτίσεώς της και αναδεικνύονται κατά το επόμενο στάδιο της διαβούλευσης, νομίμως αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται από τη ΣΜΠΕ μετά την ολοκλήρωσή της και κατά την έγκρισή της. Είναι δυνατή η εν ταυτώ έγκριση ΣΜΠΕ και σχεδίου ή προγράμματος, υπό τον όρο ότι διασφαλίζεται η πλήρης συμμόρφωση στις απαιτήσεις της εθνικής και ενωσιακής νομοθεσίας. Η ΣΜΠΕ υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο υπό τους ιδίους όρους, που ισχύουν για οποιαδήποτε μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (όπως αιτιολογία, τήρηση ουσιωδών τύπων διαδικασίας, εφαρμογή παραδεκτών επιστημονικών μεθόδων).

Εν προκειμένω από την εξέταση της υπό κρίση ΣΜΠΕ του Ειδικού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης του Δημοσίου Ακινήτου (ΕΣΧΑΔΑ) Κασσιώπης δεν προκύπτει ότι οι πληθυσμοί του υδρόβιου θηλαστικού ενυδρίδα ή βίδρα (lutra lutra) χρησιμοποιούν τον ένδικο υγρότοπο της Βρωμολίμνης ως σταθερό ενδιαίτημα, αλλ΄ η παρουσία της βίδρας εκεί είναι σποραδική – εποχική και σχετίζεται με την αναζήτηση τροφής σε όλη την επικράτειά της, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των υγροτόπων της περιοχής.[3] Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την πρόνοια της υπό κρίση ΣΜΠΕ για την προστασία της Βρωμολίμνης, καταδεικνύουν ότι το υπό κρίση ΕΣΧΑΔΑ δεν βρίσκεται σε αντίθεση προς το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος, την Οδηγία 2001/42/ΕΚ και τους λοιπούς κανόνες κοινοτικού και διεθνούς δικαίου [4], καθ΄ όσον λαμβάνεται η προσήκουσα πρόνοια για την προστασία του συγκεκριμένου είδους μέσα από μία πλήρως τεκμηριωμένη μελέτη.

Ομοίως έγινε δεκτό ότι τόσο η ένδικη ΣΜΠΕ όσο και το ΕΣΧΑΔΑ έχουν προβεί σε πλήρη αξιολόγηση των επιπτώσεων του Σχεδίου στα είδη ορνιθοπανίδας, που διαβιούν στην περιοχή, επιπλέον δε και στη λήψη μέτρων για την αποτροπή ή τον περιορισμό τους. Το υπό κρίση ΕΣΧΑΔΑ, έκρινε περαιτέρω το Δικαστήριο, πως δεν έρχεται σε αντίθεση προς τους υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνες δικαίου της Διεθνούς Συμβάσεως της Βέρνης, της Οδηγίας 92/43ΕΟΚ και της Συμβάσεως της Βαρκελώνης περί προστασίας της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση και του Πρωτοκόλλου της, που μεταξύ άλλων, προστατεύουν και τα λιβάδια Ποσειδωνίας ως οικοτόπους θεμελιώδους σημασίας για την υγεία και παραγωγικότητα των θαλασσίων οικοσυστημάτων, την ανάπτυξη της θαλάσσιας βιοποικιλότητας και την προστασία των παραλιών από φαινόμενα διάβρωσης.

Οι απαιτήσεις της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ και μέσω αυτής και της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, πληρούνται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, με την τήρηση διαδοχικών σταδίων έρευνας των επιπτώσεων του επίμαχου ΕΣΧΑΔΑ στην παράκτια περιοχή, χωρίς η πρακτική αυτή να συνιστά περιγραφή των διατάξεων της Οδηγίας 2001/42/ΕΚ. Η πρόβλεψη αυτή της ΣΜΠΕ και του ΕΣΧΑΔΑ είναι σύμφωνη και με το πρωτόκολλο για την ολοκληρωμένη διαχείριση των παρακτίων ζωνών της Μεσογείου, της Διεθνούς Συμβάσεως της Βαρκελώνης για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και των παρακτίων περιοχών της Μεσογείου, το οποίο αποτελεί μέρος του ενωσιακού (πλέον) δικαίου.

Σοφία Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος
sofiap@nb.org

______________________________

[1] Βλ. ΣτΕ Ολ 3874/2014 (Τμ. Ε΄) σε περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο», τ. 4/2014 σ. 608, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2015.

[2] Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Το ακίνητο, το οποίο αφορά η έγκριση του Ειδικού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης, βρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός ορίων οικισμού καθώς και εκτός Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου. Το παράκτιο τμήμα του ακινήτου καταλήγει στον θαλάσσιο δίαυλο μεταξύ Κέρκυρας και Αλβανίας, ενώ από την ανατολική και βόρεια πλευρά συνορεύει εν μέρει με τη γραμμή παραλίας και πέραν αυτής με τους παράκτιους υγρότοπους της λίμνης Βρωμολίμνης και Άκολης, αντίστοιχα, οι οποίοι με το πδ/γμα για την προστασία των μικρών υγροτόπων (ΑΑΠ 229/19.6.2012) και τον καθορισμό όρων και περιορισμών για την προστασία και ανάδειξή τους, εντάχθηκαν στον περιλαμβανόμενο σε αυτό κατάλογο μικρών νησιωτικών υγροτόπων. Εντός της εκτάσεως του ακινήτου υπάρχει επίσης δασική έκταση, χαρακτηρισμένη με την υπ΄ αριθ. 2143/1.6.1983 πράξη της Διεύθυνσης Δασών Νομαρχίας Κέρκυρας, αποτελούμενη από πέντε τμήματα, τα οποία καλύπτουν τα 275.250 τ.μ. της επιφανείας του. Η υπόλοιπη επιφάνειά του χαρακτηρίζεται ως γεωργική και χορτολιβαδική. Το εν λόγω ακίνητο, κατά την αρχική του έκταση των 489,56 στρ., περιήλθε στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου δυνάμει συμβολαιογραφικής πράξεως παραχώρησης στο Δημόσιο άνευ ανταλλάγματος κληρονομηθέντος ακινήτου για εξόφληση φόρου κληρονομίας. Εν συνεχεία, λόγω των ιδιαίτερα αξιόλογων χαρακτηριστικών του, το ακίνητο εντάχθηκε, όπως ανωτέρω προαναφέρθηκε, στο πρόγραμμα αξιοποίησης της ιδιωτικής περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου και μεταβιβάσθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις αξιοποίησής του, μέσω μακροχρόνιας παραχώρησής του σε επενδυτή, με σκοπό την κάλυψη μέρους του εθνικού χρέους, αλλά και με ταυτόχρονη μέριμνα για την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας. Στη σημερινή του έκταση και όρια, το ακίνητο προέκυψε, μετά από μεταβίβαση προς το ΤΑΙΠΕΔ από το Ελληνικό Δημόσιο πρόσθετης έκτασης 12 περίπου στρ., κειμένης στο μέσο περίπου του ακινήτου, η οποία είχε αρχικά παραχωρηθεί στο Λιμενικό Σώμα και στο Πολεμικό Ναυτικό για τη δημιουργία Ναυτικού Οχυρού. Η πιο πάνω έκταση αποχαρακτηρίσθηκε από χώρος ναυτικού οχυρού με το πδ/γμα 60/2013 (Α΄ 111), με το οποίο και καθορίστηκε νέα έκταση 7,2 στρ. εντός του επίμαχου ακινήτου για τη δημιουργία του ναυτικού οχυρού. Από τη συνολική έκταση των 501 στρ., προωθούνται προς αξιοποίηση εντασσόμενα στο υπό έγκριση Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης, 447 στρ., ενώ εξαιρούνται από το σχέδιο αυτό τα υπόλοιπα 54 περίπου στρέμματα, τα οποία καταλαμβάνονται, αφ΄ ενός μεν από τον αιγιαλό και την παραλία, που έχουν οριοθετηθεί με την υπ΄ αριθ. 62372/11880/19.6.2012 απόφαση του Γεν. Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας και Ιονίου (Δ΄ 632) καθώς και τον υγρότοπο της Βρωμολίμνης (αθροιστικά 47 στρ. περίπου), αφ΄ ετέρου δε από την προαναφερθείσα έκταση των 7,2 στρ. του νέου ναυτικού οχυρού. Περαιτέρω, το επίμαχο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται σε καμία θεσμοθετημένη ζώνη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος βάσει της κείμενης νομοθεσίας και δεν εντάσσεται στο δίκτυο NATURA. Με το εγκριθέν με το προσβαλλόμενο διάταγμα Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης, προκρίνεται μία συγκεκριμένη πρόταση ανάπτυξης της περιοχής, σύμφωνα με την οποία προβλέπονται ξενοδοχειακές χρήσεις και χρήσεις παραθεριστικής κατοικίας. Η πρόταση αυτή στηρίζεται στην από Μαϊου 2012 και Ιανουαρίου 2013 Μελέτη Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου Αξιοποίησης του επίμαχου ακινήτου (εκπονηθείσα από τεχνική ομάδα μεγάλου ομίλου Υπηρεσιών Ακινήτων, η οποία λειτουργεί ως Τεχνικός Σύμβουλος της ένδικης ΑΕΠΕΥ στα πλαίσια σύμβασης που υπεγράφη μεταξύ της τελευταίας και του ΤΑΙΠΕΔ) καθώς και στη συνοδεύουσα το σχέδιο Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Στην τελευταία αυτή μελέτη: 1) περιγράφεται το σχέδιο ανάπτυξης του ως άνω δημοσίου ακινήτου, 2) αναφέρεται η σκοπιμότητα και παρατίθενται οι γενικοί και περιβαλλοντικοί στόχοι υλοποιήσεως του σχεδίου, 3) παρουσιάζονται τα εξετασθέντα εναλλακτικά σενάρια ανάπτυξης, μεταξύ των οποίων και το μηδενικό, 4) αποτυπώνεται η υφιστάμενη κατάσταση του περιβάλλοντος και 5) εξετάζονται οι επιπτώσεις του σχεδίου στο περιβάλλον και συγκεκριμένα, στο κλίμα, στη βιοποικιλότητα της περιοχής, στα ύδατα, στο έδαφος, στην αισθητική του τοπίου, στον πληθυσμό και την υγεία του και στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Την ως άνω Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν απεδέχθη το Περιφερειακό Συμβούλιο Ιονίων Νήσων, το οποίο γνωμοδότησε ομόφωνα αρνητικά, διότι, κατά την άποψή του, η μελέτη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις υπ΄ αριθ. 131-12/2011 και 4-2/2013 αποφάσεις του, με τις οποίες απεφασίσθη να ζητηθεί να υπαχθεί το επίμαχο ακίνητο στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 2 του εφαρμοστικού νόμου του Μεσοπρόθεσμου που αφορά τα εξαιρούμενα αξιοποίησης δημόσια ακίνητα και εν συνεχεία να εκχωρηθεί στον Δήμο Κέρκυρας για την μετατροπή του σε πάρκο αναψυχής, οικολογικού και περιπατητικού τουρισμού. Για την ίδια όμως μελέτη (ΣΜΠΕ) εισηγήθηκε θετικά και μάλιστα, χωρίς διαφοροποιήσεις, η Ειδική Υπηρεσία Περιβάλλοντος (ΕΥΠΕ) της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ). Το προσβαλλόμενο διάταγμα αποτελείται από τέσσερα άρθρα. Με το άρθρο 1 εγκρίνεται το Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης του προαναφερθέντος ακινήτου. Με το άρθρο 2 ορίζεται ως βασικός χωρικός προσδιορισμός του η χρήση παραθεριστικό – τουριστικό χωριό της περ. 4Α της παρ. Β του άρθρου 11 του ν. 3986/2011, όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με την παρ.4δ του άρθρου τρίτου του ν. 4092/2012. Η χρήση αυτή, η οποία και εξειδικεύεται στο ίδιο άρθρο, αναπτύσσεται σε τμήμα του ακινήτου επιφάνειας 182 περίπου στρ., το οποίο συνιστά τη Ζώνη Ι αυτού, ενώ το υπόλοιπο τμήμα του ακινήτου, επιφάνειας 265 στρ. περίπου, περιλαμβάνει τις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως Ζώνη ΙΙ. Στη ζώνη αυτή διατηρείται ο δασικός χαρακτήρας των εκτάσεων και το φυσικό ανάγλυφο και απαγορεύεται κάθε δόμηση. Στο ίδιο άρθρο καθορίζονται οι ειδικότερες χρήσεις γης και οι όροι και περιορισμοί δόμησης. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω ζώνη επιτρέπονται οι χρήσεις παραθεριστικής κατοικίας και ξενοδοχείου, η επιφάνεια του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% της συνολικώς επιτρεπόμενης δόμησης, δηλ. τα 7.280 τ.μ. καθώς και οι υπόλοιπες χρήσεις της περ. 4Α της παρ. Β του άρθρου 11 του ν. 3986/2011, πλην των εγκαταστάσεων γκολφ. Επιτρέπεται επίσης η δημιουργία τουριστικής λιμενικής εγκατάστασης, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 14 Α του ν. 3986/2011, όπως αυτό προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου τρίτου του ν. 4092/2012, ύστερα από τη σύνταξη σχετικής ακτομηχανικής μελέτης και εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της εγκατάστασης. Ο μέγιστος επιτρεπόμενος συντελεστής δόμησης ορίζεται σε 0,2 στο σύνολο της έκτασης της πιο πάνω ζώνης και η μέγιστη επιτρεπόμενη κάλυψη σε 50% της έκτασης της ίδιας ζώνης. Στο ίδιο άρθρο 2 του σχεδίου, προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι που θα δημιουργηθούν μετά την πολεοδόμηση του παραθεριστικού – τουριστικού χωριού πρέπει να ανέρχονται σε 50% τουλάχιστον της προς πολεοδόμηση έκτασης. Με το άρθρο 3 του σχεδίου εγκρίνονται οι όροι, οι κατευθύνσεις και τα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, τα οποία πρέπει να τηρούνται κατά την εφαρμογή του προτεινόμενου ΕΣΧΑΔΑ, σύμφωνα με τη σχετική Στρατηγική Περιβαλλοντική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Τέλος, στο άρθρο 4 του σχεδίου ορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος του παρόντος σχεδίου.

[3] Οι αιτούντες ισχυρίσθηκαν ότι οι υγρότοποι της περιοχής του Ερημίτη, περιλαμβανομένης της «Βρωμολίμνης», αποτελούν ενιαίο σύνολο με τους οικοτόπους της λιμνοθάλασσας «Αντινιώτη», βορειοδυτικά της Κέρκυρας και της λιμνοθάλασσας «Βουθρωτού» στις αλβανικές ακτές, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο δίκτυο NATURA. Τούτο προκύπτει εκ του ότι οι πληθυσμοί του υδρόβιου θηλαστικού ενυδρίδα ή βίδρα (lutra lutra), χρησιμοποιούν τους υγροτόπους της περιοχής του Ερημίτη τόσο ως ενδιαιτήματα όσο και ως «μεταναστευτικούς διαδρόμους» κατά τη μετακίνησή τους από τη λιμνοθάλασσα «Βουθρωτού» προς τη λιμνοθάλασσα «Αντινιώτη». Το θηλαστικό δε αυτό προστατεύεται από πολλές διεθνείς συνθήκες, όπως η Διεθνής Σύμβαση της Βέρνης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, κυρωθείσα με τον ν. 1335/1983 (Α΄ 32), η Σύμβαση του Ρίο για τη βιολογική ποικιλότητα, κυρωθείσα με τον ν. 2204/1994 (Α΄ 59), από την Οδηγία 92/43/ΕΟΚ «Για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (EE L 206), ως είδος υπό αυστηρή επιτήρηση, για το οποίο επιβάλλεται ο καθορισμός ζωνών διατήρησης καθώς και από το πδ 67/1981 (Α΄ 23), ενώ ευρίσκεται και στον «κόκκινο κατάλογο» της Διεθνούς Ένωσης για τη διατήρηση της Φύσης (International Union for Conservation of Nature – IUCN). Επίσης, ισχυρίσθηκαν οι αιτούντες ότι πλήθος μεταναστευτικών πτηνών χρησιμοποιούν τους εν λόγω οικοτόπους κατά τη μετακίνησή τους. Τα αποδημητικά αυτά είδη προστατεύονται τόσο από τα ανωτέρω διεθνή κείμενα όσο και από τη Διεθνή Σύμβαση της Βόννης για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της άγριας πανίδας (κυρωθείσας από τον ν. 2719/1999, Α΄ 106). Κατά τους αιτούντες, το επίμαχο ΕΣΧΑΔΑ προβλέπει: α) ανέγερση κτιρίων συνολικού εμβαδού 36.400 τ.μ., στα οποία περιλαμβάνονται ξενοδοχείο, παραθεριστικές κατοικίες, τουριστικοί λιμένες (μαρίνες, αγκυροβόλια, καταφύγια τουριστικών σκαφών), κτίρια περίθαλψης, αναζωογόνησης (spa), αθλητικές εγκαταστάσεις (γήπεδα, γυμναστήρια), εγκαταστάσεις εστίασης και αναψυχής, εμπορικά καταστήματα, χώροι συνάθροισης του κοινού (κινηματογράφοι, θέατρα), β) τη διαμόρφωση διαδρομών περιπάτου και ποδηλασίας εντός του δάσους, τη διάνοιξη δασικών οδών, την εκτέλεση έργων αντιπυρικής προστασίας και την τοποθέτηση ξύλινων περιπτέρων και υπαίθριων καθιστικών καθώς και γ) τη δημιουργία ελεύθερης ζώνης 50 μ. πέριξ της «Βρωμολίμνης», η οποία εντάσσεται, με τον τρόπο αυτό, στον χωροταξικό – πολεοδομικό σχεδιασμό, καθ΄ όσον αναμένεται μετά βεβαιότητας η αποψίλωση της βλάστησης εντός της ζώνης αυτής. Ως συνέπεια των παρεμβάσεων αυτών στην περιοχή αναμένεται η διαμονή «πολλών χιλιάδων ανθρώπων» στην επίμαχη έκταση, η δημιουργία θορύβου και φωτορρύπανσης και η πραγματοποίηση ψεκασμών για τα κουνούπια. Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τις εντατικές χρήσεις στην περιοχή -ακόμη και μέσα στο δάσος και γύρω από τη «Βρωμολίμνη»- θα απομακρύνουν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτούντων, όχι μόνο τον πληθυσμό τη βίδρας που ενδημεί σε αυτήν, αλλά και τα αποδημητικά πτηνά που επίσης απαντώνται στη «Βρωμολίμνη». Εξ άλλου, κατά τους αιτούντες, η μείωση του πληθυσμού της βίδρας στους υγροτόπους του Ερημίτη θα επιφέρει περαιτέρω υποβάθμιση και των ανωτέρω οικοτόπων κοινοτικής σημασίας, μέσω της αλυσιδωτής εξάλειψης του είδους από όλους τους διασυνδεδεμένους και αλληλεξαρτώμενους υγροτόπους της Κέρκυρας. Το ενδεχόμενο αυτό όμως, σύμφωνα με την αίτηση, καθιστά το ΕΣΧΑΔΑ αντίθετο προς το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος και τους κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος που προστατεύουν τη βίδρα και τα αποδημητικά πτηνά, αφ΄ ενός διότι οι κανόνες αυτοί απαγορεύουν οποιαδήποτε επέμβαση, όπως η επίδικη στους εν λόγω υγροτόπους, αφ΄ ετέρου διότι δεν αξιολογούνται ορθά και στη βάση επιστημονικών δεδομένων οι επιπτώσεις του Σχεδίου στα ανωτέρω προστατευόμενα είδη πανίδας και δεν λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την προστασία τους.

[4] Με το άρθρο πρώτο του ν. 855/1978 (Α΄ 235) κυρώθηκε η υπογραφείσα το 1976 στη Βαρκελώνη «Διεθνής Σύμβασις περί προστασίας της Μεσογείου Θαλάσσης εκ της ρυπάνσεως» μαζί με το παράρτημα και τα πρωτόκολλά της. Στο άρθρο 1 της Συμβάσεως αυτής ως «ρύπανση» ορίζεται «η εισαγωγή από τον άνθρωπον, αμέσως ή εμμέσως, ουσιών ή ενεργείας εις το θαλάσσιον περιβάλλον αι οποίαι έχουν βλαβεράς επιπτώσεις όπως ζημίας διά τους ζώντας οργανισμούς, κινδύνους διά την ανθρωπίνην υγείαν, παρεμπόδισιν των θαλασσίων δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανομένης και της αλιείας, χειροτέρευσιν της ποιότητος των προς χρησιμοποίησιν θαλασσίων υδάτων και υποβάθμισιν των χώρων ψυχαγωγίας» και ως περιοχή της Μεσογείου Θάλασσας «… θεωρούνται τα θαλάσσια ύδατα της περιοχής της Μεσογείου Θαλάσσης συμπεριλαμβανομένων των κόλπων και των θαλασσών οι οποίοι περικλείονται εκ δυσμών υπό του μεσημβρινού του διερχομένου από τον φάρον του Ακρωτηρίου Σπαρτέλ, εις την είσοδον των Στενών του Γιβραλτάρ και εξ ανατολών υπό των νοτίων ορίων των Στενών των Δαρδανελίων μεταξύ των φάρων Μεμέτικ και Κούμκαλέ». Στο άρθρο 4 ορίζεται ότι: «1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα λαμβάνουν μεμονωμένως ή από κοινού όλα τα κατάλληλα μέτρα συμφώνως προς τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως και των πρωτοκόλλων των οποίων συμμετέχουν, διά να προλαμβάνουν, μειούν και καταπολεμούν την ρύπανσιν της Μεσογείου Θαλάσσης και διά να προστατεύουν και προάγουν το θαλάσσιον περιβάλλον αυτής της περιοχής. 2. …». Εξ άλλου, με το άρθρο πρώτο του ν. 1335/1982 (Α΄ 32) κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση που υπεγράφη στη Βέρνη την 19η Σεπτεμβρίου 1979 για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης. Στο άρθρο 1 της Συμβάσεως αυτής ορίζεται ότι: «1. Σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι η εξασφάλιση της διατήρησης της άγριας χλωρίδας και πανίδας και των φυσικών αυτών οικοτόπων, ιδίως των ειδών και των οικοτόπων εκείνων για τη διατήρηση των οποίων απαιτείται συνεργασία μεταξύ περισσότερων Κρατών καθώς και η προώθηση της συνεργασίας αυτής. 2. Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στα είδη εκείνα, συμπεριλαμβανομένων και των αποδημητικών, τα οποία απειλούνται δι΄ αφανισμού ή είναι ευπαθή», στο άρθρο 10 ότι: «1. Επιπλέον των μέτρων των υποδεικνυομένων στα άρθρα 4, 6, 7 και 8 τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της των απαριθμουμένων στα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ και των οποίων η γεωγραφική κατανομή εκτείνεται στο έδαφός τους. 2. …». Στο συνημμένο Παράρτημα ΙΙ, υπό τον τίτλο «είδη πανίδας υπό αυστηρή προστασία», περιλαμβάνεται και η βίδρα (lutra lutra). Εξ άλλου κατά το προηγηθέν πδ/γμα 67/1981 «Περί προστασίας της αυτοφυούς Χλωρίδος και Αγρίας Πανίδος και καθορισμού διαδικασίας συντονισμού και Ελέγχου της Ερεύνης επ΄ αυτών» (Α΄ 23), το οποίο έχει εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρο 19 του ν. 998/1979 «Περί δασών και δασικών εκτάσεων» (Α΄ 289) και δη στο άρθρο 1 ορίζονται τα εξής: «Κηρύσσονται προστατευτέα τα υπό την επιστημονικήν και διεθνή ονομασίαν αναφερόμενα, αντιστοίχως, είδη της Χλωρίδος και αγρίας Πανίδος, εις τους κάτωθι πίνακας Α και Β: …». Στον πίνακα Β περιλαμβάνεται και η βίδρα (lutra lutra). Περαιτέρω, στο άρθρο 3 ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται καθ΄ άπασαν την Επικράτειαν καθ΄ όλην την διάρκειαν του έτους, ο φόνος ή η απόπειρα φόνου η κακοποίησις, ο τραυματισμός ή η καθ΄ οιονδήποτε τρόπο πρόκλησις βλάβης η κατοχή, η σύλληψις, η ταρίχευσις η αγορά η πώλησις η μεταφορά ως και η εξωγωγή εκ της Χώρας των εις τον Πίνακα Β αναφερομένων ειδών της αγρίας πανίδος καθώς και τμημάτων ή παραγώγων αυτών επιφυλασσομένων των υπό των άρθρων 6, 7 και 8 του παρόντος προβλεπομένων εξαιρέσεων. 2. …». Τέλος, στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου «Για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (EE L 206/22.7.1992), όπως ισχύει κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζονται τα εξής: “Ορισμοί- Άρθρο 1: Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως: α) «διατήρηση»: ένα σύνολο μέτρων που απαιτούνται για να διατηρηθούν ή αποκατασταθούν οι φυσικοί οικότοποι και οι πληθυσμοί ειδών αγρίας χλωρίδας και πανίδας σε ικανοποιητική κατάσταση όπως ορίζεται στα στοιχεία ε) και θ)· β) «φυσικοί οικότοποι»: οι χερσαίες περιοχές ή υγρότοποι που διακρίνονται χάριν στα βιολογικά και μη βιολογικά γεωγραφικά χαρακτηριστικά τους, είτε είναι εξ ολοκλήρου φυσικές είτε ημιφυσικές· γ) «φυσικοί οικότοποι κοινοτικού ενδιαφέροντος» … Άρθρο 2: 1. Η παρούσα οδηγία σκοπό έχει να συμβάλει στην προστασία της βιολογικής ποικιλομορφίας, μέσω της διατήρησης των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας στο ευρωπαϊκό έδαφος των κρατών μελών όπου εφαρμόζεται η συνθήκη. 2. Τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία αποσκοπούν στη διασφάλιση της διατήρησης ή της αποκατάστασης σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των φυσικών οικοτόπων και των άγριων ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος. 3. Κατά τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, λαμβάνονται υπ΄ όψη οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές απαιτήσεις καθώς και οι περιφερειακές και τοπικές ιδιομορφίες. Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των ειδών. Άρθρο 3: 1. Συνίσταται ένα συνεκτικό ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο ειδικών ζωνών, επονομαζόμενο «Natura 2000». Το δίκτυο αυτό, που αποτελείται από τους τόπους όπου ευρίσκονται τύποι φυσικών οικοτόπων που εμφαίνονται στο Παράρτημα I και τους οικότοπους των ειδών που εμφαίνονται στο Παράρτημα II, πρέπει να διασφαλίζει τη διατήρηση ή, ενδεχομένως, την αποκατάσταση σε ικανοποιητική κατάσταση διατήρησης, των τύπων φυσικών οικοτόπων και των οικοτόπων των οικείων ειδών στην περιοχή της φυσικής κατανομής των ειδών αυτών. Το δίκτυο «Natura 2000» περιλαμβάνει και τις ζώνες ειδικής προστασίας που έχουν ταξινομηθεί από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 79/409/ΕΟΚ … Στο Παράρτημα Ι «Τύποι φυσικών οικοτόπων κοινοτικού ενδιαφέροντος, των οποίων η διατήρηση απαιτεί τον χαρακτηρισμό περιοχών ως Ειδικών Ζωνών Διατήρησης» και μάλιστα υπό τον χαρακτηρισμό τους ως «τόπων κοινοτικής προτεραιότητας» (επισήμανση με αστερίσκο *), έχουν ενταχθεί τα λιβάδια ποσειδωνίας (εκτάσεις θαλάσσιας βλάστησης με Posidonia – Posidonion oceanicae). Επιπλέον, στο Παράρτημα ΙΙ «Ζωικά και φυτικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος, των οποίων η διατήρηση επιβάλλει τον καθορισμό Ειδικών Ζωνών Διατήρησης», η βίδρα (lutra lutra) περιλαμβάνεται μεταξύ εκείνων των ειδών, για τη διατήρηση των οποίων επιβάλλεται ο καθορισμός ζωνών διατήρησης, χωρίς πάντως να αποτελεί είδος προτεραιότητας. Το ίδιος είδος άλλωστε έχει υπαχθεί και στο Παράρτημα IV «Ζωικά και φυτικά είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος, που απαιτούν αυστηρή προστασία». Τέλος, στο Παράρτημα ΙΙΙ, παρατίθενται τα κριτήρια επιλογής των περιοχών που δύνανται να αναγνωριστούν ως περιοχές κοινοτικού ενδιαφέροντος και να χαρακτηριστούν ως ειδικές ζώνες διατήρησης. Σε συμμόρφωση δε προς την Οδηγία αυτή, κατ΄ επίκληση και του ν. 1650/1986, εκδόθηκε η 33318/30281/28.12.1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημ. Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθν. Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Γεωργίας, Εμπ. Ναυτιλίας και Πολιτισμού «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων (ενδιαιτημάτων) καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας» (Β΄ 1289).


.



ΚατηγορίεςΆγρια Ζωή, Περιβάλλον

Tags: , , , , , , , ,

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: