Κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στη λίμνη Βιστωνίδα

Βιστωνίδα

Η απόφαση υπ΄ αριθ. 197/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης εκδόθηκε επί της υποθέσεως αναγνώρισης της κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου σε εδάφη της περιοχής της λίμνης Βιστωνίδας – Νταλιάνη και έκανε αναλυτικά δεκτά τα ακόλουθα.

Με τη διάταξη του άρθρου 18 παρ. 2 του Συντάγματος ο Συντακτικός νομοθέτης θέλησε να αποδεσμεύσει από το αυστηρό καθεστώς προστασίας της ιδιοκτησίας του άρθρου 17 τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες, λόγω της ειδικής φύσεώς τους και της μεγάλης τους αξίας για την εθνική οικονομία και το περιβάλλον, που χρήζει προστασίας, για τον λόγο αυτό έχει υπαγάγει τους χώρους αυτούς σε ειδικό καθεστώς, που ρυθμίζεται ελεύθερα από τον νομοθέτη. Επομένως, για τις λιμνοθάλασσες και τις μεγάλες λίμνες τα σχετικά με την ιδιοκτησία θέματα ρυθμίζονται μόνο με νόμο και δεν μπορούν ν΄ αποτελέσουν αντικείμενο δικαιοπραξιών αναγνώρισης, σύστασης, μετάθεσης και αλλοίωσης εμπραγμάτων δικαιωμάτων.

Όχθη μεγάλης λίμνης υφίσταται κάθε φορά που χερσαία ζώνη περιστοιχίζει σημαντική συλλογή γλυκέων ή υφαλμύρων υδάτων και βρέχεται από τις μεγαλύτερες, αλλά συνήθεις αναβάσεις των υδάτων τους, η οποία δεν επικοινωνεί με τη θάλασσα. Αιγιαλός υφίσταται κάθε φορά που χερσαία ζώνη βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της, κατ΄ αναλογία δε και λιμνοθάλασσα, δηλαδή αλμυρή ή υφάλμυρη και αβαθή έκταση, η οποία έχει περιορισμένη επικοινωνία με τη θάλασσα, είτε λόγω της ύπαρξης στενών λωρίδων γης στο άνοιγμά της είτε λόγω χωρισμού της από αυτή με στενή λωρίδα γης.

Τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κοινής χρήσεως, είναι ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και επομένως, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσεως κατά κυριότητα ή κατά νομή από οποιονδήποτε τρίτο, του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή ή οιονεί νομή ή κατοχή, αλλ΄ ιδιόρρυθμο δικαίωμα, που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με τη διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ μόνο σε περίπτωση παρακωλύσεως ή αποβολής από τη χρήση του κοινοχρήστου πράγματος. Αποκτούν δε την ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος: α) από τον νόμο με τον χαρακτηρισμό τους ως κοινοχρήστων από εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα σχεδίου πόλεως, β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά) ή με παραίτηση από την κυριότητα, για την οποία απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλομένη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλομένη σε μεταγραφή, αφού περιέχει κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα κατά το προϊσχύσαν Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από Κοινότητα ή Δήμο ή από τους δημότες τους μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφ΄ όσον η αρχαιότητα στην ως άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμία εκ των οποίων εκτείνεται σε 40 έτη και είχε συμπληρωθεί πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα.

Η κυριότητα αυτή του Δημοσίου, στην οποία ο Αστικός Κώδικας υπάγει τα δημόσια κτήματα, κατά την κρατούσα άποψη, την οποία και το Δικαστήριο έκρινε ορθότερη και δέχθηκε, είναι η κυριότητα του αστικού δικαίου, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει και όταν αυτά παύσουν να υπηρετούν την κοινή χρήση, δηλαδή παύσουν τα κοινής χρήσεως πράγματα να είναι εκτός συναλλαγής. Επί των κοινοχρήστων πραγμάτων δεν χωρεί εκποίηση, ανταλλαγή ή συμβιβασμός εκ μέρους του Δημοσίου ή των ΟΤΑ, αλλ΄ επιτρέπεται μόνο παραχώρηση ιδιαιτέρων ιδιωτικών δικαιωμάτων, εφ΄ όσον αυτά δεν αναιρούν την κοινοχρησία και εφ΄ όσον η παραχώρηση προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου. Επομένως σχετική δικαιοπραξία μεταβιβάσεως είναι κατ΄ άρθρο 174 ΑΚ εξ αρχής άκυρη. Αντίθετα, όταν η κυριότητα κοινοχρήστου ανήκει σε ιδιώτη, η κοινή χρήση δεν συνεπάγεται απαγόρευση διάθεσης, δεν κωλύεται δηλαδή ο ιδιώτης να μεταβιβάσει την κυριότητά του σε άλλον, εφ΄ όσον δεν περιορίζεται η κοινή χρήση.

Ο αιγιαλός συνιστά κοινόχρηστο δημόσιο κτήμα, αποτελεί δηλαδή φυσική δημόσια κτήση, για δε την ένταξή του στη δημόσια κτήση δεν απαιτείται διοικητική πράξη, αλλ΄ είναι δημόσιο κτήμα σύμφωνα με γενική και αφηρημένη επιταγή του νόμου. Ο αιγιαλός, ως κοινής χρήσεως πράγμα που ανήκει στο Δημόσιο, είναι εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτος χρησικτησίας, εκτός αν λόγω προσχώσεων στην ακτή ή υποχώρησής του στη θάλασσα, απέβαλε την ιδιότητά του αυτή, επειδή έπαυσε ο για την κοινή χρήση προορισμός του, οπότε εξακολουθεί, και μετά την πρόσχωση, ν΄ ανήκει στο Δημόσιο, περιερχόμενος όμως εφ΄ εξής στην ιδιωτική περιουσία του.

Τα κοινόχρηστα και δη τα κοινά σε όλους πράγματα περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Δημοσίου και δεν μπορούσαν, ως ανεπίδεκτα συναλλαγής, ν΄ αποκτηθούν σε αυτά εμπράγματα δικαιώματα ιδιωτικής κτήσεως. Εν όψει του ότι το Οθωμανικό Δίκαιο αγνοούσε την έννοια του νομικού προσώπου, επομένως οι Μονές δεν αναγνωρίζονταν ως υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ορίσθηκε κατ΄ άρθρο 3 παρ. 6 ν. 2508/1920, ότι τα ακίνητα, των οποίων τη διαχείριση, ως πραγμάτων που ανήκουν σε αυτές, είχαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι αρχές και επιτροπές των Ορθοδόξων Κοινοτήτων ή των επί μέρους ιδρυμάτων, που υπάγονται σε αυτές, στα οποία περιλαμβάνονται και τα παντός είδους νομικά πρόσωπα, των οποίων ακινήτων τις προσόδους οι ανωτέρω αρχές, επιτροπές, ιδρύματα και νομικά πρόσωπα διέθεταν για την εξυπηρέτηση κάποιου από τους σκοπούς που μνημονεύονται στον νόμο αυτό, μεταξύ των οποίων και οι κοινωφελείς, αναγνωρίζονται ως περιουσίες τους που έχουν αποκτηθεί νομίμως και αν ακόμη οι τίτλοι τους έχουν εκδοθεί στο όνομα ιδιωτών ή αν εμφιλοχωρεί κάποια ακυρότητα κτήσεως κατά τον Οθωμανικό Νόμο λόγω ελλείψεως ικανότητας προς κτήση από το αποκτών νομικό πρόσωπο ή λόγω του ανεπίδεκτου μεταβιβάσεως του ακινήτου με πράξη αιτία θανάτου ή για μη τήρηση των νομίμων διατυπώσεων κατά τη μεταβίβαση.

Με τη διάταξη επομένως αυτή του άρθρου 3 παρ. 6 ν. 2508/1920 έπαψε να υπάρχει εξ υπαρχής ανικανότητα των εν γένει χριστιανικών καθιδρυμάτων, επομένως και των νομικών προσώπων, ν΄ αποκτήσουν κυριότητα, η οποία υπήρχε στο παρελθόν σύμφωνα με το καθεστώς, το οποίο ίσχυε επί Τουρκοκρατίας (ανυπαρξία νομικών προσώπων), η κτήση όμως αυτή της κυριότητας από τα πιο πάνω ιδρύματα και νομικά πρόσωπα δεν επερχόταν αμέσως από τον νόμο, αλλά μετά την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου αυτού και τη, μετά από τη νόμιμη συλλογή και εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων, αναγνώρισή της με αποφάσεις των αρμοδίων κατ΄ άρθρο 11 Επιτροπών.

Προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σε αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφ΄ όσον η τριακονταετής νομή αυτών, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915. Αντιθέτως δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου, με την επιφύλαξη όσων ισχύουν για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ) από εκείνον που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία κατ΄ άρθρο 78 του Οθωμανικού Νόμου «περί Γαιών».

Οι πράξεις του Υπουργού των Οικονομικών, που εκδίδονται κατόπιν αποδοχής ή απορρίψεως, κατά περίπτωση, της σχετικής γνωμοδοτήσεως του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας, οι οποίες είναι μονομερείς διοικητικές πράξεις, που δεν εκδίδονται κατ΄ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας ούτε αποβλέπουν στην άμεση θεραπεία συγκεκριμένου δημοσίου σκοπού, αλλ΄ εκδίδονται στο πλαίσιο ιδιωτικής διαφοράς, δεν γεννούν διοικητικές διαφορές, αλλ΄ ιδιωτικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, διότι εκδίδονται στα πλαίσια διαφοράς με αντικείμενο την ύπαρξη και αναγνώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, η δε εκ μέρους του Υπουργού Οικονομικών αποδοχή της γνωμοδοτήσεως του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων υπέρ της αποδόσεως του αιτουμένου από τον ιδιώτη ακινήτου ως ανήκοντος σε αυτόν, δεν δημιουργεί τίτλο κτήσεως κυριότητας εκ μέρους του Δημοσίου ούτε η σχετική διαδικασία έχει διαπλαστικό (μεταβιβαστικό της κυριότητας) χαρακτήρα. Σε περίπτωση που αποδειχθεί παράνομη ή εσφαλμένη ανακαλείται κατ΄ εφαρμογή των γενικώς ισχυόντων περί ανακλήσεως των διοικητικών πράξεων με αναδρομική ενέργεια. Σε περίπτωση δε μη ανακλήσεως ή μη νομίμου ανακλήσεως μπορεί να θεωρηθεί ως εξώδικη ομολογία της κυριότητας και πάντως η τελική κρίση περί κυριότητας ανήκει στα αρμόδια προς τούτο πολιτικά Δικαστήρια, τα οποία δεν δεσμεύονται από το περιεχόμενο της σχετικής υπουργικής απόφασης.

Η Βιστωνίδα – Νταλιάνη είναι υδροβιότοπος με μεγάλο σε έκταση υδάτινο οικοσύστημα με ορνιθολογικό και ενάλιο πλούτο, στο νότιο τμήμα της είναι υφάλμυρη λιμνοθάλασσα, ενώ στο υπόλοιπο τμήμα της είναι λίμνη και εμπίπτει στην κατηγορία των μεγάλων λιμνών, καθ΄ όσον έχει δημιουργηθεί και τροφοδοτείται από αέναη εισροή υδάτων, που προέρχονται από τρεις ποταμούς, έχει μεγάλη επιφάνεια, περίμετρο, μήκος και πλάτος και είναι μία από τις μεγαλύτερες σε έκταση λίμνες της Ελλάδος, τέταρτη σε έκταση μετά την Τριχωνίδα, τη Βόλβη και τη Βεγορίτιδα, απορριπτομένου του ισχυρισμού της ενάγουσας, ότι υπήρξε διαχρονικώς ιδιωτική λίμνη. Οι επίδικες τρεις νησίδες, όπου είναι κτισμένες οι εκκλησίες του Αγίου Νικολάου και της Παντάνασσας και Αντά Μπουρού ευρίσκονται στο νότιο τμήμα της λίμνης, που είναι υφάλμυρη λιμνοθάλασσα, δηλαδή περιβρέχονται οι δυο μικρότερες από τα ύδατα της λιμνοθάλασσας και η τρίτη (Αντά Μπουρού) στο ανατολικό, βόρειο και δυτικό μέρος της από τα ύδατα της λιμνοθάλασσας και στο νότιο μέρος της, της θάλασσας του Αιγαίου Πελάγους. Τμήματα της ξηράς της επίδικης παραλίμνιας εδαφικής έκτασης εφάπτονται εν μέρει με τα ύδατα της λιμνοθάλασσας και εν μέρει με τα ύδατα της θάλασσας του Αιγαίου Πελάγους.

Προσφυγή σε διαιτησία είχε εν προκειμένω προβλεφθεί μόνο για την περίπτωση αμφισβητήσεων ή διενέξεων εξ αφορμής των όρων και στοιχείων της ένδικης συμβάσεως, ως προς την παραχώρηση της κατοχής της λίμνης προς την ενάγουσα για ιχθυοτροφική εκμετάλλευση. Η ένδικη διαφορά όμως δεν έχει ως αντικείμενο τον τρόπο και τους όρους της ιχθυοτροφικής εκμετάλλευσης της λίμνης μεταξύ των διαδίκων, αλλά το ιδιοκτησιακό της καθεστώς και δη το δικαίωμα κυριότητας επ΄ αυτής, επομένως δεν μπορεί να υπαχθεί στις διαφορές, για τις οποίες ισχύει η ως άνω ρήτρα διαιτησίας.

Οι ένδικες συμβάσεις ανταλλαγής κρίθηκε ότι είναι άκυρες, κατ΄ άρθρο 174 ΑΚ, λόγω της ιδιότητας των μεταβιβασθέντων για την ως άνω ανταλλακτική αιτία παραλιμνίων εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας από την ενάγουσα Ιερά Μονή Αγίου Όρους στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, καθ΄ όσον απεδείχθη ότι οι παραλίμνιες εκτάσεις της λίμνης ανήκαν, κατά τον χρόνο της ανταλλαγής, στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και για τον λόγο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοσθούν ως προς αυτές (συμβάσεις ανταλλαγής), λόγω της ως άνω ακυρότητας, οι διατάξεις του άρθρου 361 ΑΚ, περί ελευθερίας των συμβάσεων.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενάγουσας – εκκαλούσας ότι οι ένδικες συμβάσεις ανταλλαγής εμπεριέχουν σύμβαση συμβιβασμού, πέραν του ότι δεν έχουν τηρηθεί οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για την έγκυρη σύναψη τέτοιας σύμβασης (συμβιβασμού) εκ μέρους του εναγομένου – εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, ήτοι προηγούμενη γνωμοδότηση ΝΣΚ και έγκριση από Υπουργό Οικονομικών, στην προκειμένη περίπτωση στα ένδικα συμβόλαια ανταλλαγής ουδεμία δικαιοπρακτική δήλωση περί συμβιβασμού εμπεριέχεται ούτε μπορεί να συναχθεί, αφού με αυτές αντηλλάγησαν ακίνητα ίσης αξίας χωρίς να συντρέχει αμοιβαία υποχώρηση των μερών, όπως απαιτείται για τον συμβιβασμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 871 ΑΚ. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας – εκκαλούσας ότι οι επίδικες συμβάσεις ανταλλαγής εμπεριέχουν συμβατική διευθέτηση της ιδιοκτησιακής διαφοράς των παραλιμνίων εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας (άρθρο 361 ΑΚ), άλλως σύμβαση συμβιβασμού (άρθρο 871 ΑΚ), άλλως εξώδικη ομολογία (άρθρο 352 παρ. 2 ΑΚ), είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Επομένως οι καταρτισθείσες με τα ένδικα συμβόλαια ανταλλαγής υποσχετικές συμβάσεις ανταλλαγής των ενδίκων ακινήτων και οι εμπράγματες συμβάσεις μεταβιβάσεως της κυριότητας των σε αυτές αναφερομένων ακινήτων από την ενάγουσα Ιερά Μονή στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο και από το τελευταίο στην ενάγουσα, είναι άκυρες, διότι η κυριότητα των παραλιμνίων εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας – Νταλιάνη δεν ανήκε στην ενάγουσα Ιερά Μονή, αλλά καθ΄ ολοκληρίαν στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ως δημοσίων κτημάτων, με αποτέλεσμα να είναι άκυρες, λόγω της ως άνω ιδιότητάς τους (παραλιμνίων εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας) κατ΄ άρθρο 174 ΑΚ οι ενοχικές συμβάσεις ανταλλαγής, λόγω δε της ακυρότητας των συμβάσεων ανταλλαγής, ελλείψει έγκυρης (νόμιμης) ανταλλακτικής αιτίας, καθίστανται άκυρες και οι εμπράγματες συμβάσεις ανταλλαγής των ενδίκων ακινήτων.

Επομένως, η ενάγουσα Ιερά Μονή ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί των επιδίκων εδαφικών τμημάτων, με παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο. Οι επίδικες εδαφικές εκτάσεις, είτε ως ανέκαθεν και κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής εδάφη (λιμναίες όχθες και εκτάσεις, αιγιαλός λιμνοθάλασσας και θάλασσας), είτε ως ανέκαθεν δημόσιες γαίες, ανήκουν στην κυριότητα του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, είναι δε ανεπίδεκτες χρησικτησίας.

Με το σκεπτικό επομένως αυτό απερρίφθη η κρινομένη αγωγή ως προς το αίτημα περί αναγνωρίσεως της ενάγουσας Ιεράς Μονής ως κυρίας των ενδίκων εδαφικών τμημάτων: α) νησίδας Αντά Μπουρού 1.720 στρ., β) νησίδας 2,10 στρ., όπου είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, οι εγκαταστάσεις και οι βοηθητικοί του χώροι και γ) νησίδας 0,4 στρ., όπου είναι κτισμένος ο Ιερός Ναός της Παναγίας Παντάνασσας, στην περιοχή λίμνης Βιστωνίδας – Νταλιάνη.

Σόφη Παυλάκη, Δικηγόρος
sofiap@nb.org


________________________________

Βλ. το πλήρες κείμενο της απόφασης ΤρΕφΘράκης 197/2015 σε περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 4/2015 (www.nbonline.gr).

Το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά η απόφαση αποτελείται από τις διατάξεις των άρθρων:
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο (βρδ): Πανδέκτης: ν. 3 παρ. 2 Πανδ. 43.7, 93 βασ. Ββ ν. 96, ν. 112 πανδ. (50.16), 1 παρ. 4, 7 Πανδ. (43, 14), 13 Πανδ. (47.10), 23 παρ. 1, Πανδ. (8.3), 69 Π. (18.1), 4 παρ. 6, Π. (50.15), 8 παρ. 1 Κώδ. (7.39), 9 παρ. 1 Βασ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) [κατ΄ άρθ. 51 Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικος (ΕισΝΑΚ): έχουν εφαρμογή για τον πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα χρόνο]
Νεότερα νομοθετικά κείμενα: άρθρα 12, 68, 73, 80, 81 (§ 1α΄), 106, 150, 179 (εδάφ. β΄), 182, 191 (§ 2), 215 (§ 1), 216 (§ 1), 225, 240, 242 (§ 1), 254, 269 (§ 2 εδάφ. γ΄), 281, 294, 296-297, 299-301, 304 (§§ 1α΄, 2), 309 (εδάφ. α΄-β΄), 352, 498 (§ 2), 502 (§ 2), 513 (§ 1β΄), 522, 525 (§ 1), 527 (αριθ. 3), 529, 534-535, 553 (§ 1β΄) Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), 6, 23 ν. 3400/1927, 22 παρ. 1-2 ν. 3693/1957 (όπως τροπ. με υα 134423/8.12.1992, που εκδόθηκε κατ΄ εξ/ση άρθ. 5 § 12 ν. 1738/1987), 1 (§§ 1, 4), 2 (§ 1) ν. 2971/2001 (Α΄ 285/2001), 57, 157, 173-174, 200, 352 (§ 2), 361, 369, 871, 966-968, 1033, 1192 Αστικού Κώδικα (ΑΚ), 51, 55 ΕισΝΑΚ, 47, 132, 1237, 1248, 1254, 1614, 1660 Οθωμανικού Αστικού Κώδικα (ΟθΑΚ) έτους 1285 (1869) (ισχύς στις Νέες Χώρες μέχρι της εισαγωγής της Ελληνικής Αστικής Νομοθεσίας – ν. 147/1914), 15 νόμου της 10.7.1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», 3, 9, 19, 30, 68, 71, 78, 122, 132 νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856) «Περί γαιών», Συνθήκη Ειρήνης της 14-27.11.1919 (ν. 2433/1920), Συνθήκη των Σεβρών της 10.8.1920, άρθρο 60 (§ 1) Συνθήκης της Λωζάνης (νδ της 25.8.1923), 5 (§ 1), 18 (§§ 1-2), 100Α΄ Συντάγματος, 1 κδ της 9-24.8.1932 (ν. 5351/1932 περί αρχαιοτήτων), βδ 18/30.11.1833 (Περί ενοικιάσεως ελών και βαλτωδών γαιών), βδ της 3-15.12.1833 (βοσκότοποι), άρθρα 5 ν. 1740/1987, άρθρα 2 (§ 1), 4, 8-9, 10 (§ 6), 12, 25 αν 1539/1938 (περί προστασίας δημοσίων κτημάτων), 90 πδ 284/1988, 2 (§ 1β΄, δ΄) ν. 973/1979, υα 3822/25.1.2005, κυα 16651/26.7.2006, υα 1098315/6443/Α0010/3.10.2008, υα 1007690/610/Α0010/5.2.1999, υα 1064538/5928/Α0010/5.8.2002, υα 1051266/10611/Α0010/ΠΕ/4.6.2003, άρθρα 2, 6-7 ν. 3086/2002 (Οργανισμός ΝΣΚ), 21 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔιαδ), 18 (§ 2) ν. 2344/1940, 2 ν. 147/1914 (όπως τροπ. με άρθ. 9 ν. 262/1914), 3 (§§ 1 εδάφ. β΄, 6), 11 (§ 1), 14 (§ 1), 15 (§ 1), 16, 19 (§§ 1-2), 21 (§ 1) ν. 2508/1920, ν. της 26.10-6.11.1856 (περί μεταγραφής κ.λπ.), άρθρο 21 ν. της 21.6-3.7.1837 (περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων), ν. ΔΞΗ/1912, 21 νδ της 22.4-26.5.1926, 2 αν 263/1968, αν της 16-19.11.1935 (Α΄ 568/19.11.1935), βδ της 7.8.1940, αν 1924/1951, νδ 191/19-20.1.1974 (Συνθήκη Ραμσάρ, Α΄ 350/20.1.1974), κυα 44549/17.10.2008 (Δ΄ 497/17.10.2008), 188 νδ της 10-16.9.1926 (Καταστατικός Χάρτης Αγίου Όρους – ΚΧΑΟ), άρθρα 72 ν. 6448/1935, 1 αν 16-19.11.1935 (Α΄ 568/19.11.1935), βδ της 7.8.1940, ν. 1924/1951 (Α΄ 243/31.8.1951, που κυρώθηκε με ν. 2113/1952, Α΄ 126/7.5.1952), νδ 420/1970 (Αλιευτικός Κώδικας – Α΄ 27/31.1.1970), ν. 2040/1992, ν. 2469/1997, νδ της 8.4.1924, νδ 271/14.7.1941 (Α΄ 234/14.7.1941 περί αυθεντικής ερμηνείας του από 8/10 Απριλίου 1924 νδ/τος), υα 60950/30.5.1930, άρθρα 4 (§ 1) Συντακτικής Πράξης 58/26/27.6.1945 (Α΄ 163/27.6.1945), 9 αν 476/19.7.1945 (Α΄ 192/19.7.1945).

dasarxeio.com

.

.

logo_dokimastiko



ΚατηγορίεςΝομοθεσία

Tags: , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading