Επιστροφή ενισχύσεων για επενδύσεις στην προστασία του περιβάλλοντος
Σόφη Ε. Παυλάκη, Δικηγόρος
sophiepavlaki@gmail.com
«Heavenly fruits» του Vladimir Kush
Για την αφαίρεση από το ποσό του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού των άρθρων 2 και 3 ν. 3220/2004 και την εξαίρεση από την υποχρέωση επιστροφής του άρθρου 47 ν. 3614/2007 των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τη διενέργεια επενδύσεων στην προστασία του περιβάλλοντος κατά τα άρθρα 5 παρ. 3 περ. ε΄ υποπερίπτωση 1 εδάφ. v του ν. 2601/1998 και 3 παρ. 1 περ. ε΄ υποπερ. i του ν. 3299/2004, απαιτείται προηγούμενος χαρακτηρισμός των εν λόγω επενδύσεων ως επενδύσεων «που αφορούν σε προστασία του περιβάλλοντος».
Αρμόδια αρχή για τον έλεγχο συμμόρφωσης των επιχειρήσεων που σχημάτισαν το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004, προς την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως διά της καταβολής συμπληρωματικού φόρου εισοδήματος, που επιβάλλεται με το άρθρο 47 του ν. 3614/2007, είναι η αρμόδια για τον έλεγχο των δηλώσεων φόρου εισοδήματος αρχή. Κατά την άσκηση της προβλεπομένης από το άρθρο 47 ν. 3614/2007 αρμοδιότητάς της η φορολογική αρχή ελέγχει και τη συνδρομή των προϋποθέσεων εξαιρέσεως από την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως, μεταξύ των οποίων και η υπαγωγή των δαπανών επενδύσεων στις διατάξεις των ν. 2601/1998 και 3299/2004.
Από την αμφισβήτηση των πράξεων της φορολογικής αρχής κατά τον προσδιορισμό του οφειλομένου κατ΄ άρθρο 47 ν. 3614/2007 φόρου εισοδήματος (ως επιστρεπτέας ενισχύσεως), προκαλούνται διοικητικές διαφορές ουσίας που υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Δεν συνιστά όμως διοικητική διαφορά ουσίας η διαφορά που ανακύπτει από την αμφισβήτηση προηγουμένων πράξεων άλλων οργάνων που απαιτούνται από τη νομοθεσία περί επενδύσεων (όπως οι ν. 2601/1998 και 3299/2004) για τον χαρακτηρισμό των επενδύσεων ως επενδύσεων που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος. Οι πράξεις αυτές διατηρούν τη δικονομική αυτοτέλειά τους έναντι των πράξεων της φορολογικής αρχής και προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με την απόφαση 64/2016[1] του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε αίτηση ακυρώσεως αποφάσεων του Διευθυντή της Δ/νσης Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Θορύβου (ΔΕΑΡΘ) (Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος ΥΠΕΧΩΔΕ), κατά το μέρος που έγινε δεκτό ότι ορισμένες επενδύσεις της αιτούσας εταιρείας δεν αποτελούσαν «επενδύσεις προστασίας του περιβάλλοντος».
Σύμφωνα με την απόφαση, με τα άρθρα 2 και 3 του ν. 3220/2004 σε συνδυασμό με το άρθρο 39 του ν. 3427/2005 παρασχέθηκε στις επιχειρήσεις του άρθρου 3 του ν. 2601/1998, ανεξαρτήτως της κατηγορίας βιβλίων που τηρούν και του τόπου εγκατάστασής τους, η δυνατότητα σχηματισμού από τα κέρδη των χρήσεων [2] «ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού» για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ποσοστό έως 35% επί των συνολικών (εμπροθέσμως δηλωθέντων) αδιανέμητων κερδών τους. Ακολούθως όμως με το άρθρο 47 του ν. 3614/2007 ορίσθηκε ότι το ως άνω «ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων» συνιστά απαγορευμένη κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και φορολογείται ως εισόδημα. Το ύψος της ενισχύσεως που πρέπει να επιστραφεί, προσδιορίσθηκε, με τον νόμο, στο ισόποσο του φόρου από τον οποίο απηλλάγη η επιχείρηση που σχημάτισε το ειδικό αποθεματικό των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004, εξαιρέθηκαν όμως από την υποχρέωση επιστροφής διά της καταβολής φόρου τα ποσά που αντιστοιχούσαν σε δαπάνες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από τις επιχειρήσεις που έτυχαν απαλλαγής για ποσό φόρου εισοδήματος άνω των 100.000 ευρώ και εμπίπτουν στις διατάξεις των ν. 2601/1998 και 3299/2004 περί επενδύσεων.
Για την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών περί της επιστροφής της ενισχύσεως και των εξαιρέσεων από την υποχρέωση επιστροφής, αφαιρούνται από το ποσό του σχηματισθέντος αφορολόγητου αποθεματικού οι εξαιρούμενες κατά τον νόμο δαπάνες και το προκύπτον υπόλοιπο υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με τον συντελεστή που ίσχυε κατά το οικονομικό έτος, από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό, ορίσθηκε δε περαιτέρω ότι οι επιχειρήσεις που υπάγονται στις ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου 47 του ν. 3614/2007, υποχρεούνταν να υποβάλουν μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2007 ειδική συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους, με την οποία δήλωναν το ποσό του αποθεματικού που υπέκειτο σε φορολογία και τον προκύπτοντα φόρο εισοδήματος μετά των τόκων. Περαιτέρω προβλέφθηκε η βεβαίωση του οφειλομένου, βάσει της ειδικής συμπληρωματικής δηλώσεως, συνολικού ποσού φόρου και τόκων από την αρμόδια ΔΟΥ και η καταβολή του εντός ορισμένης προθεσμίας, ορίσθηκε δε ότι οι υποβληθείσες ειδικές συμπληρωματικές δηλώσεις ελέγχονταν υποχρεωτικά από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές, το δε προκύπτον από τον έλεγχο συνολικό ποσό θα έπρεπε να βεβαιωθεί και να καταβληθεί εντός των τασσομένων από τον νόμο προθεσμιών.
Αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της συμμορφώσεως των επιχειρήσεων, οι οποίες σχημάτισαν το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004, προς την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως διά της καταβολής συμπληρωματικού φόρου εισοδήματος που επιβάλλεται με το άρθρο 47 του ν. 3614/2007, ορίσθηκε η αρμόδια για τον έλεγχο των δηλώσεων φόρου εισοδήματος αρχή. Κατά την άσκηση της προβλεπομένης από το άρθρο 47 του ν. 3614/2007 αρμοδιότητάς της η φορολογική αρχή ελέγχει και τη συνδρομή των προϋποθέσεων εξαιρέσεως από την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως, μεταξύ των οποίων και η υπαγωγή των δαπανών επενδύσεων στις διατάξεις των ν. 2601/1998 και 3299/2004, αποτελεί δε προϋπόθεση για την εξαίρεση (ήτοι για την αφαίρεση των πραγματοποιηθεισών δαπανών επενδύσεων από το ποσό του σχηματισθέντος ειδικού αποθεματικού) η προηγούμενη έκδοση τυχόν πράξεων άλλων αρχών, οι οποίες απαιτούνται από τους ν. 2601/1998 και 3299/2004 για την υπαγωγή επενδύσεων στο καθεστώς της φορολογικής απαλλαγής (άρθρα 6 παρ. 27 και 8 παρ. 24 περ. δ΄ ν. 2601/1998, 7 παρ. 20 ν. 3299/2004, 1 παρ. 3 της υα 1100384/11194/Β 0012/9.11.2006).
Επομένως, για την αφαίρεση από το ποσό του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004 και την εξαίρεση από την υποχρέωση επιστροφής του άρθρου 47 του ν. 3614/2007 δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τη διενέργεια επενδύσεων στην προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια της νομοθεσίας περί επενδύσεων (άρθρα 5 παρ. 3 περ. ε΄ υποπερίπτωση 1 εδάφ. v του ν. 2601/1998 και 3 παρ. 1 περ. ε΄ υποπερ. i του ν. 3299/2004), απαιτείται προηγούμενος χαρακτηρισμός των εν λόγω επενδύσεων ως επενδύσεων «που αφορούν σε προστασία του περιβάλλοντος» από το Υπουργείο ΠΕΧΩΔΕ (νυν ΥΠΕΝ), κατά τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 16 του ν. 2601/1998 και 5 παρ. 14 περ. α΄ του ν. 3299/2004. Οι εκδιδόμενες κατ΄ εφαρμογή των τελευταίων αυτών διατάξεων πράξεις χαρακτηρισμού δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 περ. ε΄ υποπερ. 1 εδάφ. v του ν. 2601/1998, κατά την οποία για τον χαρακτηρισμό επενδύσεων ως αφορωσών σε προστασία του περιβάλλοντος γνωμοδοτεί το ΥΠΕΝ και προκύπτει και από τις διατάξεις του ν. 3299/2004 και της εκδοθείσας κατ΄ εξουσιοδότησή του υα 1100384/11194/Β 0012/9.11.2006.
Εν προκειμένω, με αίτησή της έτους 2007 προς το ΥΠΕΧΩΔΕ η αιτούσα ανώνυμη εταιρεία υπέβαλε πίνακα δώδεκα (12) επενδύσεων περιόδου 2004-2007, για τη διενέργεια των οποίων είχε σχηματίσει κατά τους ισχυρισμούς της ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων του άρθρου 2 ν. 3220/2004, ζήτησε δε τον χαρακτηρισμό τους ως «επενδύσεων προστασίας του περιβάλλοντος», με την έννοια του περιορισμού της ρύπανσης εδάφους, υπεδάφους, υδάτων και ατμόσφαιρας, ώστε να εφαρμοστούν σε αυτές τα φορολογικά κίνητρα του ν. 2601/1998 (άρθρο 5 παρ. 3 εδάφ. ε1) και του ν. 3299/2004 (άρθρο 4 παρ. 1β΄), δοθέντος ότι με το άρθρο 47 του μεταγενέστερου ν. 3614/2007 το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών ανακτά το αποθεματικό που σχημάτισαν οι επιχειρήσεις, αλλά δίδει τη δυνατότητα αναδρομικής ένταξης μέρους των επενδύσεων αυτών σε αφορολόγητο αποθεματικό των αναπτυξιακών ν. 2601/1998 και 3299/2004. Από τις ως άνω επενδύσεις της αιτούσας οι οκτώ πρώτες ενέπιπταν στις διατάξεις του ν. 2601/1998 και οι υπόλοιπες στις διατάξεις του ν. 3299/2004. Επί της αιτήσεως εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή της Δ/νσης Ελέγχου Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης και Θορύβου του ΥΠΕΧΩΔΕ, με την οποία έγινε δεκτό ότι ορισμένες από τις επενδύσεις του ανωτέρω πίνακα δεν αποτελούσαν επενδύσεις προστασίας του περιβάλλοντος. Κατά της πράξεως εκείνης η αιτούσα άσκησε ενώπιον της ίδιας ως άνω διοικητικής αρχής αίτηση θεραπείας, με την οποία ζήτησε τον χαρακτηρισμό των απορριφθέντων επενδύσεων ως «επενδύσεων προστασίας του περιβάλλοντος», επί της οποίας εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή της ως άνω υπηρεσίας.
Έγινε επίσης δεκτό από το Δικαστήριο ότι από την αμφισβήτηση πράξεων της φορολογικής αρχής κατά τον προσδιορισμό του οφειλομένου κατ΄ άρθρο 47 του ν. 3614/2007 φόρου εισοδήματος ως επιστρεπτέας ενισχύσεως, με τις οποίες ελέγχεται και η συνδρομή των προϋποθέσεων εξαιρέσεως από τη φορολογία των δαπανών επενδύσεων που εμπίπτουν στους ν. 2601/1998 και 3299/2004, προκαλούνται διοικητικές διαφορές ουσίας και ως εκ τούτου, οι πράξεις αυτές υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Δεν συνιστά όμως κατά την άποψη του Δικαστηρίου διοικητική διαφορά ουσίας η διαφορά, η οποία ανακύπτει από την αμφισβήτηση τυχόν απαιτουμένων κατά τη νομοθεσία περί επενδύσεων (όπως οι ν. 2601/1998 και 3299/2004), για τον δυνάμει προηγουμένων πράξεων άλλων οργάνων χαρακτηρισμό επενδύσεων ως επενδύσεων που αφορούν προστασία του περιβάλλοντος. Και τούτο, διότι η διαφορά αυτή δεν συνάπτεται προς συγκεκριμένη φορολογική υποχρέωση συνδεόμενη με φορολογητέα ύλη ατομικά ορισμένη, αφού οι σχετικές πράξεις χαρακτηρισμού εκδίδονται κατ΄ ενάσκηση αρμοδιότητας προβλεπομένης από τη νομοθεσία για την υπαγωγή επενδυτικών σχεδίων σε καθεστώς ενισχύσεως εν γένει και όχι ειδικά για την εφαρμογή της ενισχύσεως της φορολογικής απαλλαγής.[3] Επομένως οι πράξεις αυτές διατηρούν τη δικονομική αυτοτέλειά τους έναντι των πράξεων της φορολογικής αρχής και υπάγονται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας και μάλιστα του Δ΄ Τμήματός του.[4]
——– ♦ ——–
[1] ΣτΕ 64/2016 σε: περιοδικό «Περιβάλλον & Δίκαιο» τ. 2/2016 σ. 320.
[2] Αφορά κέρδη των χρήσεων 2003 και 2004 (οικονομικά έτη 2004 και 2005).
[3] Βλ. και ΣτΕ Ολ 834/2010, ΣτΕ 4603/2012, ΣτΕ 236/1998 κ.ά.
[4] Βλ. σχετ. άρθρο 4 § 1 περ. β΄ του πδ/τος 361/2001 «Κατανομή σε τμήματα των υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας» (Α΄ 244), εν όψει των οριζομένων στη διάταξη του άρθρου 110 παρ. 14 εδαφ. δεύτερο περ. α΄ του ν. 4055/2012, η οποία καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος της (2.4.2012) υποθέσεις. Ωστόσο, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, εφ΄ όσον ο χαρακτηρισμός επενδύσεων, για τις οποίες έχει σχηματισθεί ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό των άρθρων 2 και 3 του ν. 3220/2004, ως επενδύσεων που αφορούν σε προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί προϋπόθεση για την εξαίρεση των σχετικών δαπανών από τη φορολογία εισοδήματος κατ΄ άρθρο 47 ν. 3614/2007, η ανακύπτουσα διαφορά από την προσβολή των πράξεων, με τις οποίες η Διοίκηση αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό ορισμένων επενδύσεων της αιτούσας, συναπτομένη ευθέως με τις συγκεκριμένες ατομικές φορολογικές υποχρεώσεις της αιτούσας που απορρέουν από την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 ν. 3614/2007, είναι φορολογική και ως εκ τούτου, οι ένδικες πράξεις υπόκεινται σε προσφυγή ουσίας ενώπιον του κατά τόπον και καθ΄ ύλην αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 368/2007, 1625/2001, 2100/1989) και όχι σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του ΣτΕ.
.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 08.12.2016
ΚατηγορίεςΝομοθεσία, Περιβάλλον
Απάντηση