Γράφει ο Νικόλαος Μπόκαρης*
Η σημερινή παρέμβαση γίνεται με αφορμή την δημοσίευση του νέου Οργανογράμματος του Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας αλλά και εξαιτίας της γενικότερης συζήτησης που έχει ανοίξει τόσο σε συνδικαλιστικό επίπεδο όσο και μεταξύ πολιτικών και διοικητικών στελεχών των συναρμόδιων Υπουργείων για τα οργανογράμματα των Δασικών Υπηρεσιών.
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για τον ελλειμματικό τρόπο που αντιμετωπίζει αρκετά χρόνια τώρα η πολιτεία (η εκάστοτε Κυβέρνηση) τις Δασικές Υπηρεσίες, τόσο σε κεντρικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο και αυτό έχει αποτυπωθεί τόσο στα υπάρχοντα οργανογράμματα, όσο και στην πραγματική κατάσταση λειτουργίας τους .
Ασφαλώς λοιπόν δεν είναι μόνο το θέμα των Οργανογραμμάτων που ήρθε τώρα στην επιφάνεια με αφορμή την πρόσφατη δημοσίευση του οργανογράμματος του Υ.Π.ΕΝ., άλλα μαζί και με αφορμή αυτό, έρχονται στην επιφάνεια και παρεμπίπτοντα οργανωτικά ζητήματα που έχουν αφετηρία στον Οργανισμό του Υπουργείου ή των εποπτευόμενων δασοπολιτικά από αυτό Δασικών Υπηρεσιών και καταλήγουν στον πολίτη μέσα από την υλοποίηση πολιτικών που αφορούν στα δάση και το φυσικό περιβάλλον. Το σημαντικότερο και το ζητούμενο από τη λειτουργία ενός δημόσιου φορέα όπως οι δασικές Υπηρεσίες, είναι να υλοποιεί απρόσκοπτα πολιτικές για το περιβάλλον και τη δημόσια περιουσία οι οποίες να καταλήγουν στον πολίτη είτε σαν μορφή παρεχόμενης υπηρεσίας που συνδέεται με τα άυλα αγαθά που προσφέρει το δάσος, είτε σαν μορφή ασφάλειας δικαίου για τον κάθε πολίτη που έχει συνταγματικό δικαίωμα στην προστασία του δάσους (ως δημοσίου αγαθού) αλλά και εξασφάλισης της λειτουργικής ασφάλειας των έργων και των υποδομών που συνδέονται με την ανάπτυξη της Υπαίθρου.
Στη βάση που προαναφέρθηκε και προκειμένου να υλοποιηθούν πολιτικές στο δάσος, δηλαδή για να μπορέσει να υπάρξει μεταφορά από το ένα επίπεδο διοίκησης στο άλλο της επιστημονικής γνώσης και των απαραίτητων εντολών (κατανοητών και ελέγξιμων) αλλά και των απαραίτητων οικονομικών πόρων για την υλοποίηση των μέτρων δασικής πολιτικής στο δάσος, είναι πολύ σημαντική η σχέση – επικοινωνία της Κεντρικής Διοίκησης (δηλ. των θεματικών Υπουργείων) που εκφράζει/ζουν την ασκούμενη πολιτική, με την Περιφερειακή Δασική Διοίκηση που υλοποιεί στην πράξη την πολιτική και η οποία εξαρτάται άμεσα από τον τρόπο οργάνωσης των Δασικών Διοικητικών Δομών.
Επομένως με αφορμή το οργανόγραμμα του Υ.Π.Ε.Ν επαναφέρεται πολιτικά και το θέμα της πολιτικής υπαγωγής του Δασικού Τομέα (Δασικής Υπηρεσίας), με καθετοποιημένο τρόπο σε ένα Υπουργείο. Αυτή η κάθετη διάρθρωση είναι αναγκαστική προϋπόθεση, αν θέλουμε να συγκροτήσουμε ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό Διοικητικό Τομέα, ο οποίος να μπορεί να υλοποιήσει πολιτικές διαχείρισης, προστασίας και ανάπτυξης των δασών στην πράξη και πολιτικές που θα αφορούν όλους τους πολίτες. Στη χώρα μας που τα δάση έχουν σε μεγάλο ποσοστό δημόσιο χαρακτήρα, το ίδιο το κράτος, όπως προβλέπεται συνταγματικά από το άρθρο 24 του Συντάγματος, πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητες δασοπροστασίας με τις δικές του (κρατικές) διοικητικές δομές και να διασφαλίζει ότι αυτές θα ασκούνται με τον πιο σύγχρονο, αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο. Ο δημόσιος χαρακτήρας των ελληνικών δασών σε πολύ μεγάλο ποσοστό τους επί του συνόλου της έκτασής που καταλαμβάνουν, είναι η σημαντικότερη διαφορά της Χώρας μας από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σε ότι αφορά στη δασοπροστασία και αυτή η διαφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς επιβάλλει την ύπαρξη δημόσιων υπηρεσιών με αυτές τις αρμοδιότητες..
Σαν πρώτο και αναμενόμενο βήμα σε πολιτικό επίπεδο είναι η λήψη κεντρικής πολιτικής απόφασης για την αναδιοργάνωση του Δασικού Τομέα και η κάθετη υπαγωγή του σε ένα Υπουργείο. Με τη σύσταση μιας Γενικής Γραμματείας Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, ώστε να υπάρχει υπεύθυνος πολιτικός προϊστάμενος του Τομέα, αλλά και οριοθετημένη διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια με πόρους που θα προέρχονται από τα δάση και θα διατίθενται για την εφαρμογή μέτρων δασικής πολιτικής σε αυτά. Αυτό είναι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξαν στο παρελθόν διακομματικές και τεχνικές επιτροπές που ανέλυσαν και εξέτασαν τα προβλήματα της δασοπονίας σε σχέση με τα αντικείμενα που εξυπηρετούσε και αξιολόγησαν την αποτελεσματικότητα των υπαρχουσών δομών .
Τα προαναφερόμενα πορίσματα συνέδεσαν την κάθετη οργάνωση και την σύγχρονη λειτουργία του Τομέα (στην οποία κατέληγαν), με την αποτελεσματικότερη άσκηση των κρατικών αρμοδιοτήτων μέσα στο δάσος (εποπτεία, έλεγχοι, δασικές πυρκαγιές κλπ), την ανάγκη αύξησης των δημοσίων εσόδων από τη δασική παραγωγή (διαχείριση δασικού λήμματος και φυσικών πόρων επ΄ ωφελεία του κράτους) και την εξασφάλιση της δυνατότητας να υλοποιούνται απρόσκοπτα οι δραστηριότητες διαχείρισης και δασοπροστασίας, χωρίς τα γνωστά σήμερα γραφειοκρατικά κολλήματα και την τεράστια εσωτερική γραφειοκρατία που δεν επιτρέπει στις Υπηρεσίες να πάρουν “ανάσα” στην κυριολεξία, στερώντας τες από την όποια αξιοπιστία είχαν, έναντι των πολιτών ή των πιστωτών τους που συνεργάζονταν μαζί της, ακόμα και μεταξύ των υπαλλήλων της που παραμένουν απλήρωτοι για δεδουλευμένες εργασίες που έχουν προσφέρει, προκαλώντας πολύ μεγάλα προβλήματα στην αποτελεσματικότητά τους.
Στην ίδια λογική της αποτελεσματικότητας των Δασικών Υπηρεσιών και της αποκατάστασης του κύρους και της αξιοπιστίας της Δασικής Διοίκησης (που συνδέεται συνεπώς με το οργανόγραμμα που θα ισχύσει), εμπίπτει και το θέμα των δασικών χαρτών. Ένα θέμα που έτσι όπως εξελίσσεται τείνει να επισκιάσει όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες, μιας και ο φόρτος εργασίας που προκάλεσε η σωρεία τροποποιήσεων της νομοθεσίας, οι διαδοχικές εγκύκλιοι και οι αναθεωρήσεις του “τι και πώς” καταγράφεται στους χάρτες, έχουν δημιουργήσει μια τεράστια “διοικητική περιπέτεια” που εμπλέκει, φέρνοντας τους απέναντι, τους πολίτες από τη μια πλευρά και τις υπηρεσίες από την άλλη. Αυτή η αντιπαράθεση είχε και νομικά και λογικά ερείσματα και ήταν επόμενο να προκαλέσει σωρεία προσφυγών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από θιγόμενους πολίτες, επιμελητήρια και συλλογικότητες, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή των «οικιστικών πυκνώσεων», για τις οποίες ήδη έχει εκδοθεί απόφαση από το Ε΄ τμήμα του Σ.τ.Ε για την παραπομπή τους στην ολομέλεια του ΣτΕ, λόγω της μη έκδοσης Π.Δ και λόγω της αντισυνταγματικότητας του ορισμού τους. Σημειώνεται ότι από τις δηλωθείσες ως οικιστικές πυκνώσεις όπως διαφαίνεται από το χαρακτήρα τους καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα, ότι σε πολλές περιπτώσεις και σε κανένα στάδιο του δασικού χάρτη, δεν έγινε ουσιαστικός έλεγχος από κάποιο φορέα ή υπηρεσία, για το αν τηρούνται οι κανόνες ορισμού τους ώστε να ακολουθήσει η εξαίρεσή τους από το δασικό χάρτη.
Τελευταία δε βλέπουμε και σοβαρότατες επιστολές από την ευρωπαϊκή επιτροπή προς τη χώρα μας για το θέμα της αλλαγής χρήσης σε δάση και δασικές εκτάσεις, με τις εκχερσώσεις που έγιναν παράνομα σε αυτές προ και μετά το έτος 1975 και μέχρι το έτος 2007, με τις οποίες επιστολές αμφισβητείται ευθέως η διαδικασία που έχει ακολουθηθεί από το ΥΠΕΝ για την εξαγορά ή τη χρήση τους.
Στην ίδια λογική με τα παραπάνω εντάσσεται και η «πολιτική αμφιθυμία» που παρατηρείται σε επίπεδο δυσκολίας λήψης αποφάσεων για την οργάνωση του Δασικού Τομέα. Είναι γνωστό ότι αυτή η «πολιτική αμφιθυμία» συνδέεται “εξωγενώς” με τρίτους φορείς οι οποίοι διεκδικώντας “ζωτικό χώρο”, δηλαδή ουσιαστικές αρμοδιότητες διαχείρισης στα δασικά οικοσυστήματα, οι οποίες ασκούνται από τις δασικές Υπηρεσίες και έχουν οικονομικό ή άλλο ενδιαφέρον. Αυτή η «πολιτική αμφιθυμία» δεν συμβάλλει στο να απαντηθεί το βασικό ερώτημα «ποια ακριβώς δημόσια υπηρεσία θέλουμε να προστατεύει τα φυσικά χερσαία οικοσυστήματα πως να είναι οργανωμένη και τι να εξυπηρετεί κοινωνικά» .
Μαζί με τον παραπάνω προβληματισμό επανέρχεται στην επιφάνεια το θέμα των σχέσεων των υπηρεσιών Φυσικού Περιβάλλοντος με τις Δασικές Υπηρεσίες. μια σχέση που πέρασε και περνά και σήμερα σε διάφορα στάδια … Μια σχέση στην οποία όπως φαίνεται «έχει το πάνω χέρι» αυτός ο φορέας που βρίσκεται πλησιέστερα στην πολιτική ηγεσία (εξουσία) .
Όλα τα παραπάνω μπορεί κάποιος να “τα δει” αν αναγνώσει προσεκτικά τις αλλαγές που έγιναν στο Οργανόγραμμα του ΥΠΕΝ καθώς και στην κινητικότητα που έχει αρχίσει να παρατηρείται (συσκέψεις, συζητήσεις ανάμεσα στους Συντονιστές Διοίκησης και τις πολιτικές ηγεσίες των συναρμόδιων Υπουργείων κλπ) για τα οργανογράμματα των δασικών Υπηρεσιών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων..
Ας δούμε λοιπόν τα παραπάνω ένα προς ένα ….
Στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας το οργανόγραμμα που ίσχυε ήταν αποτέλεσμα συνδικαλιστικών και προσωπικών παρεμβάσεων συναδέλφων που μέσα σε ακραίες συνθήκες μπόρεσαν και κράτησαν τον Τομέα (σε πείσμα κάποιων που τον ήθελαν κουτσουρεμένο να λειτουργεί σε επίπεδο κάποιων Διευθύνσεων).
Για να διατηρηθεί το παλιό οργανόγραμμα σε επίπεδο αριθμού δομών χωρίς περικοπές, έγιναν και στην παρούσα πολιτική συγκυρία, πολλές παρεμβάσεις (συνδικαλιστικές) όπως παρεμβάσεις έγιναν και προκειμένου να διευθετηθούν και άλλες άστοχες προβλέψεις όπως πχ στο θέμα της κάλυψης των θέσεων ευθύνης από κλάδους “γενικώς ΠΕ” και όχι συγκεκριμένα (όπως ζητούσε η Π.Ε.Δ.Δ.Υ και η Γενική Δ/νση Δασών) από ΠΕ Γεωτεχνικούς- Δασολόγους.
Το θετικό με το Οργανόγραμμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας είναι ότι διατηρήθηκαν αριθμητικά οι υφιστάμενες δομές (Γενική Δ/νση Δασών – επιμέρους Δ/νσεις και Τμήματα) και διευθετήθηκε, έστω και έμμεσα, το θέμα με την κάλυψη θέσεων ευθύνης.
Το αρνητικό είναι πώς στη διαδικασία υποβολής των προτάσεων μας για το νέο οργανόγραμμα αντιμετωπιστήκαμε με μεγάλη και ανεξήγητη «δυσανεξία» από την πολιτική ηγεσία του Υ.Π.Ε.Ν. Αυτή η γνωστή προκατάληψη ότι εκφραζόμαστε συντεχνιακά και στηρίζουμε ένα «δασικό συντεχνιασμό», δε βοηθά για την πλήρη και ισότιμη ενσωμάτωση του Δασικού Τομέα στο ΥΠΕΝ.
Στην πραγματικότητα εμείς αντιμετωπιζόμαστε συντεχνιακά στο ΥΠΕΝ . Δηλαδή συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχυρίζονται κάποιοι παράγοντες του ΥΠΕΝ και αυτό είναι μια από τις βασικές αιτίες που βλέπουμε να “ροκανίζονται αρμοδιότητες” ή να εξαλείφονται από το νέο Οργανισμό κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά του που συνόδευαν τις δομές τις Γενικής Δ/νσης Δασών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξάλειψη από το οργανόγραμμα όρων όπως «το αγροπεριβάλλον» ή το «φυσικό περιβάλλον» ή και η σκόπιμη χρήση του όρου “διαχείριση” στις αρμοδιότητες και άλλων διευθύνσεων, ενώ είναι γνωστό ότι η τουλάχιστον η διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων αποτελεί αρμοδιότητα αποκλειστικά του Τομέα. Επιπλέον τούτων, είδαμε την αναίτια μεταφορά ενός τμήματος από μια Δ/νση (Δ/νση Διαχείρισης) σε άλλη (Δ/νση Προστασίας), χωρίς αυτό να αποτελεί αίτημα της διοίκησης και συνεπώς χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο.
Τέλος ακόμα και για το έργο των Δασικών Χαρτών και του Δασολογίου που υποτίθεται είναι έργα πολιτικής και διοικητικής προτεραιότητας, θεωρούμε ότι στο νέο οργανόγραμμα δεν υπάρχει η αντίστοιχη αντιμετώπιση. Έτσι το τμήμα δασικών χαρτών που είχε συσταθεί με πρόσφατο νόμο της ίδιας Κυβέρνησης, εξαλείφτηκε από το νέο Οργανόγραμμα και από ότι αντιλαμβανόμαστε «χρησιμοποιήθηκε αριθμητικά» για να μην υπάρχει υπέρβαση του συνολικού αριθμού των δομών στο ΥΠΕΝ προκειμένου να μπορέσει να δημιουργηθεί μαζί με το τμήμα Βιοποικιλότητας και Προστατευόμενων περιοχών, μια νέα Δ/νση «Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος και Βιοποικιλότητας».
Κλείνοντας αυτή την παρέμβαση διατυπώνουμε την εκτίμηση ότι στο νέο οργανόγραμμα του ΥΠΕΝ, η Γενική Δ/νση Δασών και οι υφιστάμενες Δ/νσεις δεν αντιμετωπίστηκαν από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ με την ευαισθησία που απαιτεί η ιστορία του τομέα, η ιδιαιτερότητά του και η βάση επιστημονικής λειτουργίας του.
Αν πραγματικά η Κυβέρνηση ενδιαφέρεται να παράγει ουσιαστικό έργο σε αυτόν τον νευραλγικό τομέα της δημόσιας διοίκησης, αν θέλει να δει το έργο των δασικών χαρτών να ολοκληρώνεται, όπως τουλάχιστον διατυπώνεται δημόσια, θα πρέπει να αντιμετωπίσει πιο αποφασιστικά το θέμα της οργάνωσης και της λειτουργίας των Δασικών Υπηρεσιών.
Τονίζουμε την ανάγκη να προχωρήσει άμεσα σε πολιτικό επίπεδο ο προγραμματισμός προσλήψεων μονίμου επιστημονικού προσωπικού, όπως έχει ήδη συζητηθεί με τεχνικά κλιμάκια των “θεσμών” και να λυθούν άμεσα με πολιτική παρέμβαση τα τεράστια γραφειοκρατικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Δασικές Υπηρεσίες, (πληρωμές δαπανών, δεδουλευμένα προηγούμενων ετών κλπ).
Είναι απαραίτητο επίσης να ξεκαθαριστεί πολιτικά το εύρος των κρατικών αρμοδιοτήτων που πρέπει να ασκούνται από δημόσιες αρχές και να στηριχθούν έμπρακτα οι υπηρεσίες αυτές αφήνοντας στην άκρη τους πειραματισμούς με τα διάφορα Ν.Π.Ι.Δ ή και τους Φορείς Διαχείρισης, που αντί να λύνουν θέματα ουσιαστικής άσκησης κρατικών αρμοδιοτήτων ουσιαστικά επιτείνουν τη σύγχυση και την αμφισβήτηση.
Στην ίδια λογική επίσης πρέπει να προχωρήσει άμεσα το θέμα της κάθετης διάρθρωσης των δασικών Υπηρεσιών και της υπαγωγής τους σε ένα Υπουργείο για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο Τομέας, και να συνεισφέρει στην Εθνική Οικονομία.
Βασική προϋπόθεση για όλα αυτά είναι τα οργανογράμματα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και των Δασικών Υπηρεσιών να εξασφαλίζουν την απαραίτητη δυνατότητα και δυναμική στον Τομέα για να λειτουργήσει.
Τα οργανογράμματα πρέπει να συνδέουν τις Κεντρικές και Περιφερειακές δομές, ιεραρχικά. οικονομικά και δασοπολιτικά, ώστε να μπορέσουν να υλοποιούν τους στόχους και τη δασική στρατηγική και να γίνουν το όχημα για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα αφορά στην ποιότητα και στην αποτελεσματικότητα των Υπηρεσιών που ασκούν κρατικές αρμοδιότητες .
_____________
*Ο Ν. Μπόκαρης είναι δασολόγος, Πρόεδρος ΔΣ ΠΕΔΔΥ και Μέλος ΔΣ ΓΕΩΤΕΕ
.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 13.11.2017
.
ΚατηγορίεςΔασική Πολιτική, Δασική Υπηρεσία
Απάντηση