Ελεύθερος χώρος: ο μεγάλος απών

«Αθήνα μου, αγάπη μου για πάντα, δεν είναι καταπληκτικό,
δεντράκια ερωτευμένα στη βεράντα, στο ένα τετραγωνικό».

Στ. Κραουνάκης, «Αθήνα μου», 2014

Η έλλειψη ελεύθερων χώρων στις σύγχρονες πόλεις καθιστά δυσχερή ή και εντελώς ανέφικτη για αρκετούς συμπολίτες μας, τη δυνατότητα άσκησης που παρέχεται κατ΄ εξαίρεση στο πλαίσιο των εκτάκτων μέτρων που έχουν επιβληθεί για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Το πρόβλημα κατέστησε περισσότερο επίκαιρη από ποτέ τη συζήτηση για βιώσιμες πόλεις βάσει ενός σχεδιασμού που θα εστιάζει, μεταξύ άλλων, στην πρόβλεψη, στη δημιουργία και διατήρηση επαρκών και κατάλληλων κοινόχρηστων χώρων πρασίνου και αναψυχής.

Σοφία Ε. Παυλάκη,
Δικηγόρος

Απρ. 2020

Στο πλαίσιο της λήψης εκτάκτων μέτρων για την αποφυγή εξάπλωσης στη χώρα μας του κορωνοϊού επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα άσκησης του κοινού με την έξοδο σε χώρους εκτός κατοικίας συνήθως για πεζοπορία, τρέξιμο, ποδηλασία κ.ά. Ήδη δε από τις πρώτες ημέρες της εφαρμογής των μέτρων έχουν καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις πολιτών που επιθυμούν να κάνουν χρήση της σχετικής ευχέρειας πλην όμως η περιοχή τους στερείται ελεύθερων χώρων κατάλληλων προς τούτο. Το πρόβλημα που ανέκυψε κατέστησε περισσότερο επίκαιρη από ποτέ τη συζήτηση για τη σοβαρή έλλειψη, σε αρκετές περιοχές, κοινοχρήστων χώρων πρασίνου και αναψυχής και έθεσε εκ νέου στο προσκήνιο το αίτημα για την πρόβλεψη, τη δημιουργία, την προστασία και ανάδειξή τους.

Και ναι μεν η χώρα μας, με τα έως και σήμερα δεδομένα, χάρη στην έγκαιρη λήψη μέτρων και στη συνακόλουθη συμμόρφωση των πολιτών, φαίνεται πως κατάφερε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον κίνδυνο διασποράς του Covid-19 σε σχέση με τα ζοφερά μεγέθη που σημειώνονται σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ωστόσο η πρόβλεψη και διατήρηση ελεύθερων χώρων αστικού πρασίνου στις σύγχρονες πόλεις και στους οικισμούς εξακολουθεί να παραμένει απογοητευτικά ένα πεδίο αρμοδιότητας και δράσης των αυτοδιοικητικών και εν γένει κρατικών υπηρεσιών, στο οποίο αποδεικνύεται καθημερινά ότι δεν έχουμε επιτύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα..

Ειδικά για την Αθήνα, της οποίας το τοπίο και ο αστικός ιστός υπέστησαν βίαιη και ολοκληρωτική αλλοίωση και υποβάθμιση από την εντατική αστυφιλία και από μία ολέθρια πολιτική δόμησης που ακολουθήθηκε συστηματικά καθ’ όλο τον προηγούμενο αιώνα έως και τις μέρες μας, η διατήρηση και ανάδειξη των χώρων πρασίνου της ανάγεται σε πράξη χρέους και ζωτικής σημασίας για την ίδια της τη φυσιογνωμία, τη λειτουργία και την υπόσταση.

Το δίκαιο αποδίδει στο αστικό πράσινο εμφαντική σημασία, ώστε επεξέτεινε αμείωτη στα άλση και τα πάρκα εντός οικιστικού ιστού τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προστασία που παρέχεται στα δάση και τις δασικές εκτάσεις της χώρας. Άμεση συνέπεια της εξομοίωσης αυτής είναι η υπαγωγή πάρκων και αλσών στο σύνολο των προστατευτικών περί δασών διατάξεων του Συντάγματος και της δασικής μας νομοθεσίας.

Γίνεται επομένως δεκτό ότι άλση και πάρκα που βρίσκονται σε κοινόχρηστο χώρο εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, αποτελούν μέρος του φυσικού κεφαλαίου και εξομοιώνονται με τα δασικά οικοσυστήματα,[1] η δε αυξημένη συνταγματική προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων επεκτείνεται και σε εκτάσεις που καλύπτονται από δασική βλάστηση, η οποία δημιουργήθηκε με φυσικό ή τεχνητό τρόπο, πλησίον ή και εντός οικιστικών περιοχών ή σχεδίων πόλεων, δηλαδή στα αστικά άλση και πάρκα.[2]

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επέκταση της συνταγματικής και νομοθετικής προστασίας των δασών και δασικών εκτάσεων στα άλση και πάρκα, είναι οι σχετικές εκτάσεις να βρίσκονται σε κοινόχρηστο χώρο χαρακτηρισμένο από το οικείο ρυμοτομικό σχέδιο ως «άλσος» ή ως «πάρκο» ή γενικά ως «κοινόχρηστο χώρο πρασίνου».[3]

Σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 117 παρ. 3 του Συντάγματος προστασία των δασών και δασικών εκτάσεων έχει την έννοια της προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων «ως έχουν»,[4] γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι δεν επιτρέπεται μεταβολή της χρήσεως ή του προορισμού των εντός σχεδίου πόλεως πάρκων και αλσών. Ισχύει επομένως ο κανόνας ότι άλση και πάρκα σε κοινόχρηστο χώρο εντός εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου δεν πρέπει να μειώνονται ούτε να αλλάζει ο προορισμός τους και να αναιρείται η λειτουργία τους με την πρόβλεψη εντός αυτών άλλων χρήσεων και λειτουργιών πλην εκείνων που υλοποιούν και υποβοηθούν την απόλαυση του πρασίνου.[5]

Γίνεται περαιτέρω δεκτό ότι πράξεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των εξουσιοδοτικών διατάξεων του νδ/τος της 17ης Ιουλίου – 16ης Αυγούστου 1923 (Α’ 228) «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους ..», δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνουν ρυθμίσεις αντίθετες με τις διατάξεις του ν. 998/1979 και ειδικότερα δεν δύνανται να μεταβάλλουν την κατά προορισμόν χρήση πάρκων ή αλσών, εντός εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, με τη μετατροπή τους, έστω και εν μέρει, σε οικοδομήσιμους χώρους.

Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για πάρκα ή άλση, τα οποία δεν χαρακτηρίζονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως χώροι κοινοχρήστου πρασίνου, αλλ’ έχουν αποκτήσει «εν τοις πράγμασι» τέτοιον χαρακτήρα[6] καθώς και για τμήματα πάρκων και αλσών, τα οποία είναι μερικώς ή ολικώς ασκεπή ή ακάλυπτα ή βραχώδη, συνδέονται όμως οργανικά με το σύνολο του πάρκου ή άλσους, υπό την έννοια ότι συμβάλλουν στη διατήρηση της φυσικής ισορροπίας του και στην αποστολή του.[7]

Το αντικείμενο του δικαιώματος στο περιβάλλον καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον υπό ευρεία έννοια «ζωτικό χώρο» του ανθρώπου, ήτοι κάθε στοιχείο, το οποίο κρίνεται απαραίτητο για την ελεύθερη και ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του καθώς και τα περιβαλλοντικά αγαθά, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι κοινόχρηστοι χώροι πόλεων και οικισμών και οι κοινόχρηστοι χώροι αστικού και περιαστικού πρασίνου.[8]

Παράλληλα, οι συνταγματικού επιπέδου αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και του πολεοδομικού κεκτημένου, εγγυώμενες ότι οποιαδήποτε επέμβαση ή άλλη δράση στο περιβάλλον ή τροποποίηση του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού θα διασφαλίζει στο διηνεκές την προστασία του περιβάλλοντος χάριν και των επερχομένων γενεών, απαγορεύουν τη μείωση ή κατάργηση κοινοχρήστων χώρων πρασίνου με τη συνακόλουθη επιδείνωση των όρων διαβίωσης των κατοίκων. Τυχόν δε σχετική προσβολή συνιστά παράνομη προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, λόγω ματαίωσης της δυνατότητας χρήσης και απόλαυσης του αστικού πρασίνου ως περιβαλλοντικού αγαθού, που αποτελεί βασικό στοιχείο του ζωτικού χώρου του ανθρώπου και συμβάλλει στην εξασφάλιση υγείας, ποιότητας ζωής και αισθητικής.

Το δικαίωμα στο περιβάλλον, ως κατ’ εξοχήν κοινωνικό δικαίωμα, συνεπάγεται την υποχρέωση του Κράτους όχι μόνο να απέχει από οποιαδήποτε επέμβαση στον χώρο της ελευθερίας των ατόμων, αλλά και να προβαίνει, διά των αρμοδίων υπηρεσιών του, σε θετικά μέτρα και παροχές που διασφαλίζουν και υλοποιούν το περιεχόμενο της προστασίας του δικαιώματος προς τους πολίτες.[9] Περαιτέρω, το δικαίωμα στο περιβάλλον προστατεύει ένα αγαθό, το οποίο λαμβάνει υπ’ όψη και τη μέλλουσα ανθρωπότητα, δημιουργώντας στο παρόν συνθήκες που επιτρέπουν τη διατήρηση και ανάπτυξή της.[10]

Σε αναφορά με τους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου και αναψυχής, ως στοιχείων του περιβάλλοντος, η προστασία που παρέχεται από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία έχει την έννοια του σχεδιασμού και της διαφύλαξής τους μέσω της λήψεως των αναγκαίων μέτρων και της αειφορικής διαχείρισής τους, προκειμένου να καθίσταται δυνατή στο διηνεκές η αέναη εκπλήρωση του σκοπού τους, ήτοι η ελεύθερη και ακώλυτη χρήση και απόλαυση του πρασίνου από το κοινό. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου αποτελούν «χώρους τεχνητώς δημιουργηθέντος υποκατάστατου φυσικού περιβάλλοντος», η δε πολεοδομική λειτουργία τους έγκειται προεχόντως στην αναψυχή των επισκεπτών τους, συνεπεία της κατά «την προσωρινή παραμονή τους επαφής με το περιβάλλον».[11]

Καθίσταται επομένως σαφές ότι οι κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου, καίτοι στοιχεία και μεγέθη του κατ’ εξοχήν αστικού, δομημένου χώρου, αντιμετωπίζονται από το δίκαιο, χάριν της σπουδαίας λειτουργίας του πρασίνου και της αναψυχής που επιτελούν, και ως αυτούσια συστήματα φυσικού κεφαλαίου εντός του οικιστικού ιστού. Διαθέτουν επομένως διττό χαρακτήρα ως στοιχεία τόσο του φυσικού όσο και του οικιστικού περιβάλλοντος, που ενεργοποιεί, κατά τούτο, ολόκληρο το φάσμα της συνταγματικά προβλεπόμενης προστασίας του άρθρου 24.

Γίνεται επίσης παγίως δεκτό ότι εντός των κοινοχρήστων χώρων πρασίνου επιτρέπονται αποκλειστικά και μόνο κατασκευές απαραίτητες για την επιτέλεση της λειτουργίας τους ως χώρων πρασίνου και αναψυχής, δηλαδή μη κτηριακές κατασκευές, οι οποίες απλώς διευκολύνουν την επαφή του κοινού με το φυσικό περιβάλλον, οι δε κτηριακές εγκαταστάσεις επιτρέπονται όλως κατ’ εξαίρεση και σε ελάχιστο ποσοστό της εκτάσεως των κοινοχρήστων χώρων.[12] Έχουν ακόμα κριθεί ασύμβατες και ανεπίτρεπτες με τη συνταγματικά προστατευόμενη ζωτική λειτουργία των κοινοχρήστων χώρων πρασίνου στη σύγχρονη πόλη άλλες, παράλληλες χρήσεις τους που αποκλείουν, αλλοιώνουν ή επηρεάζουν δυσμενώς την κατά τον κύριο προορισμό τους χρήση τους.

Η διατήρηση των χώρων πρασίνου και αναψυχής αποτελεί πλέον ύψιστη προτεραιότητα για την προστασία της ποιότητος του αστικού περιβάλλοντος, ούτως ώστε ακόμα και η απώλεια ελάχιστης τέτοιας εκτάσεως να λογίζεται ως ανεπίτρεπτη επιδείνωση του οικιστικού περιβάλλοντος. Και ναι μεν δύναται ο νομοθέτης, στο πλαίσιο αστικών αναπλάσεων, να προβαίνει σε αναδιάταξη κοινοχρήστων χώρων πόλεων και οικισμών, μόνον όμως υπό τον απαράβατο όρο ότι από τις εν λόγω αναπλάσεις δεν μειώνεται η έκταση των χώρων αυτών, γεγονός που υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστή.[13]

Σήμερα, η διαρκής υποβάθμιση του αστικού χώρου, ως συνέπεια της ρύπανσης του περιβάλλοντος και της αυξανόμενης ανάγκης εξασφάλισης δομημένων εκτάσεων, καθιστούν το αστικό και περιαστικό πράσινο ολοένα και περισσότερο ευάλωτο, το περιορίζουν, το απαξιώνουν και το απειλούν, με επαχθέστατες συνέπειες για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, την αισθητική του τοπίου και τη λειτουργικότητα του δημοσίου χώρου εν γένει.

Σε άμεση αναφορά με τις σκέψεις αυτές, γίνεται πλέον όλο και περισσότερο σαφές ότι στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όπου οι ρυθμοί της καθημερινότητας, η αθρόα συνύπαρξη ανθρώπων, η αισθητική υποβάθμιση, το κυκλοφοριακό χάος και οι οικιστικές πιέσεις δημιουργούν ένα τοπίο ασφυκτικό, οι κοινόχρηστοι – ελεύθεροι χώροι πρασίνου, αναψυχής και πολιτισμού, στον αστικό και περιαστικό χώρο, λειτουργούν ως «ανάσες ζωής».

Γενικότερα ο σύγχρονος βίος στα μεγάλα αστικά κέντρα καθιστά ολοένα και περισσότερο επιτακτικό το αίτημα για «ανθρώπινες» πόλεις, που θα ανταποκρίνονται, από απόψεως σχεδιασμού, δυνατοτήτων και υποδομών, όχι μόνο στις σημερινές απαιτήσεις για κατοικία, εργασία και συναλλαγές, αλλά και στην καίρια και πρωταρχικής σημασίας ανάγκη του ανθρώπου για απόλαυση υγιούς και βιώσιμου περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο θα μπορεί να διαβιώνει και να αναπτύσσεται αρμονικά και δημιουργικά.

Ως εκ τούτου, παραμένει περισσότερο καίριο από ποτέ το αίτημα για τη θέσπιση και κατοχύρωση ενός αποτελεσματικότερου πλαισίου διαχείρισης και προστασίας του αστικού και περιαστικού μας περιβάλλοντος και πρασίνου. Καθίσταται δε άνευ αξίας οποιαδήποτε συζήτηση για «βιώσιμες πόλεις», στον βαθμό που δεν εστιάζει στην πρόβλεψη κοινοχρήστων χώρων πρασίνου και αναψυχής και στερείται της μέριμνας και του απαραίτητου σχεδιασμού για την προστασία, τη διατήρηση και τη διαχείρισή τους.

Ευχή όλων ας είναι, η εμπειρία που θα μας αφήσει η αντιμετώπιση της δοκιμασίας που περνά η χώρα μας από τον κίνδυνο του κορωνοϊού, να αποτελέσει αφορμή για την υιοθέτηση περισσότερο φιλικών για το περιβάλλον και τον άνθρωπο αποφάσεων και επιλογών, όπως ο σχεδιασμός πόλεων με επαρκείς και κατάλληλους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου και αναψυχής.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] ΣτΕ 2301/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ, ΣτΕ 1261/2018 ΤΝΠ ΔΣΑ. Σχετ. και Σ. Παυλάκη: «Αστικό και περιαστικό πράσινο (Νομοθετικό πλαίσιο – Νομολογία)», εκδ. Νομόραμα, 2019.

[2] ΣτΕ 974/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ Ολ 677/2010 ΔιΔικ 2010 σ. 933, ΣτΕ Ολ 3144/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 4376/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 1261/2018 σε: https://nomosphysis.org.gr/

[3] ΣτΕ 4384/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 2723/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 4468/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 2145/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 3792/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 838/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 3562/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 1589/1999 Αρμ 1999 σ. 866, ΣτΕ ΠΕ 58/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 131/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ 246/2000 ΤΝΠ Νόμος.

[4] ΣτΕ 838/2014 ΤΝΠ Νόμος.

[5] ΣτΕ Ολ 3144/2004 ό.π., ΣτΕ 4468/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΣτΕ Ολ 1764/1977.

[6] ΣτΕ 1118/1993 Αρμ 1994 σ. 732.

[7] ΣτΕ 4376/2015 ό.π., ΣτΕ 1118/1993 ό.π.

[8] Μ. Δεκλερής, «Το Δίκαιο της Βιωσίμου Αναπτύξεως – Γενικές Αρχές», 2000, σ. 634.

[9] Α. Οικονόμου, «Περιβάλλον και Αστική ευθύνη του Δημοσίου», ΠερΔικ τ. 1/2016 σ. 6.

[10] Γ. Σιούτη, «Η Συνταγματική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος», 1985, σ. 17 επ.

[11] ΣτΕ 787/2016 ΠερΔικ τ. 4/2016 σ. 754.

[12] ΣτΕ 787/2016 ό.π.

[13] ΣτΕ 2242/1994 ό.π.


.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 17.04.2020

.




ΚατηγορίεςΑπόψεις, Επικαιρότητα, Κηποτεχνία - Έργα Πρασίνου

Tags: , , , , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αρέσει σε %d bloggers: