Του Γιάννη Πικραμμένου*
Ο Νομικός (Μικές) Πικραμμένος σαν τέλειωσε την τότε Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, νεότατος ανθυπίατρος υπηρέτησε στην παραμεθόριο της Θράκης. Δεν πρέπει να υπήρξε γιατρός στα χρονικά που να πήρε πτυχίο σε μικρότερη ηλικία από τον πατέρα μου, γιατί είχε τελειώσει νωρίς το Σχολαρχείο στο “Νικηφόρειο”, στο νησί της Καλύμνου.
Εγκαταστάθηκε λοιπόν, σε ένα απομακρυσμένο πομακοχώρι της Ξάνθης, τον Εχίνο, μαζί με την μητέρα του Μαρία και την αδερφή του Καλοτίνα. Ήταν σχεδόν νεαρό παιδί ακόμη, μα είχε στην εποπτεία του μια ευρεία περιοχή κι έπρεπε να μεριμνά και να παρέχει τις υπηρεσίες του για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε στρατιωτικά φυλάκια των συνόρων μα και στους κατοίκους διάσπαρτων χωριών της Οροσειράς της Ροδόπης.
Έτσι ήταν οι αρμοδιότητες που ’χε. Του τύχαν και πολύ δύσκολα περιστατικά που έπρεπε να τ’ αντιμετωπίσει μόνος, στις ανύπαρκτες υποδομές ενός τοτινού χωριού. Μέχρι και μια δύσκολη γέννα Σαρακατσάνας έκαμε, της πρωτοκόρης αρχιτσέλιγκα, μέσα στη μεγάλη καλύβα τους, ψηλά στο βουνό. Μια ολόκληρη ιστορία είν’ κι αυτή μ’ όλα τα εθιμοτυπικά των Σαρακατσάνων και τις χαρές και το φαγοπότι π’ ακολούθησε. Γιατί κι κόρη σώθηκε που κινδύνεψε να πεθάνει και το μωρό ήταν αγόρι. Φαντάζεστε τι έγινε!
Εκείνη την εποχή – στα τέλη της δεκαετίας του ΄30 – κτίζονταν τα οχυρά και όλοι ένοιωθαν στο πετσί τους το κρύο αγιάζι του Πολέμου, που ερχόταν από μακριά. Το κρύο έτσι κι αλλιώς ερχόταν νωρίς στον Εχίνο και σ’ όλη την περιοχή. Σύντομα πριν καλά-καλά έρθει ο Δεκέμβρης εμφανίζονταν το χιόνι. Κι όταν λέμε χιόνι, εννοούμε τη δύσκολη πλευρά της λέξης. Τα πάντα ήταν σκεπασμένα και παγωμένα από δαύτο. Η επικοινωνία διακόπτονταν και τα περισσότερα μέρη απομονώνονταν ή στην καλύτερη περίπτωση, ήταν δυσπρόσιτα.
Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον βρέθηκε ο Μικές λοιπόν, αφού σπούδασε στην Αθηνά, και που το ΄χε σκάσει με καΐκι μικρός απ’ το νησί, όπως κάναν πολλά παλληκάρια τότες, γιατί τα Δωδεκάνησα ήταν υπό Ιταλική Κατοχή και δε θέλαν να υπηρετήσουν στο Στρατό του Μουσολίνι. Κι έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια είχε βρεθεί από μια Κάλυμνο, όπου το χιόνι σπάνιο είναι, να περιδιαβαίνει στα κάτασπρα τοπία της Ροδόπης.
Τεράστιες ήταν και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε στις πολλές πολυήμερες διαδρομές με συνοδεία του νοσοκόμου του, με οπλισμό, καβάλα στ’ άλογα και με τα μουλάρια ν’ ακολουθούν με τα εφόδια. Μέσα σε μέτρα χιόνι! Και τα βράδια, πιο πέρα απ’ τη φωτιά που ανάβανε, για να λαγοκοιμηθούν, οι λύκοι κοπαδιαστοί να καραδοκούν ολούθε. Εκείνη την εποχή τα βουνά ήταν γιομάτα απ’ αυτά τα ζωντανά, που με τα χιόνια έφταναν μέχρι και τα χωριά. Έφταναν μέχρι τις μάντρες και τα καλντερίμια. Κι ήταν αγριεμένα απ’ την πείνα που τα ’δερνε τα έρμα, κι ήταν γι’ αυτό κι επικίνδυνα.
Πείνα έδερνε όμως και τους ντόπιους εκείνα τα χρόνια. Και πόσο μάλιστα όταν τα χωριά σκεπάζονταν από ένα μέτρο χιόνι και βάλε… Για να αναφερθούμε λοιπόν και στη φωτογραφία, ο νεαρός Μικές ήταν απ’ τους λίγους που είχαν δικαίωμα να φέρουν όπλο, γιατί απαγορεύονταν η οπλοκατοχή λόγω της “παραμεθορίου”. Έτσι λοιπόν εκ των πραγμάτων είχε αναλάβει το κυνήγι των αγριογούρουνων. Με παγάνα που έκαναν οι χωρικοί. Το αγριογούρουνο μετά το παίρνε ο χασάπης που είχε κι ένα υποτυπώδες καφενείο – μαγέρικο, και το κρέμαγε έξω σε μια πίσω αυλή. Ψυγείο δεν υπήρχε τότες, μα και δεν χρειάζονταν. Το κρύο το κοκκάλωνε το σφαχτό. Από κείνο το κρέας μπορούσε να φάει όποιος από τους κατοίκους ήθελε, χωρίς να πληρώσει. Το σφάγιο όμως έμενε εκεί πολύ καιρό μες σε κρύο υπό το μηδέν, κοκαλιασμένο, γιατί οι Πομάκοι Μωαμεθανοί γαρ! Μα και που πείναγαν οι έρμοι. Ε, κρυφά μπορεί κάποιοι «ν’ αμάρτησαν» ρίχνοντας κανά κοψίδι στη “ζούλα” πάνω στο μαντέμι της ξυλόσομπας, που ’καίγε νυχθημερόν. Γιατί η πείνα πια δεν αντέχονταν…
Εξαιρετικός ιχνηλάτης που μετείχε στα κυνήγια αυτά, ήταν κι ο “γκέκας” της φωτογραφίας, πάνω στο γιοφύρι του χωριού. Το σκυλί είχε τ΄ όνομα του: Ταρζάν. Τον ξέραν όλοι τον Ταρζάν. Το λάτρευε τούτο το σκυλί. Και το αγαπούσαν όλοι. Μόνο που δε μίλαγε, μου ’λεγε ο πατέρας μου.
Τον Ταρζάν τον είχε δωρίσει κουτάβι στον πατέρα μου ο αντίστοιχος Βούλγαρος Στρατιωτικός Ιατρός που υπηρετούσε στα Βουλγαρικά συνοριακά φυλάκια. Τον είχε βοηθήσει ο πατέρας μου ν’ αντιμετωπίσει ένα δύσκολο περιστατικό ενός Βούλγαρου στρατιώτη, παρ’ όλες τις αυστηρές διαταγές μη επικοινωνίας που υπήρχαν, γιατί ως γνωστόν οι σχέσεις Ελλάδος και Βουλγαρίας ήταν ιδιαίτερα τεταμένες εκείνη την εποχή. Για να τον ευχαριστήσει του έκαμε και το τραπέζι, αλλά σα δοκίμασε την πρώτη μπουκιά ο πατέρας μου κάηκαν τα σωθικά του από την καυτερή σάλτσα. Μέχρι που σκέφτηκε ότι ήθελαν να τον δηλητηριάσουν. Τελικά, όμως, διεπίστωσε τις αγαθές προθέσεις του Βούλγαρου γιατρού και γύρισε στον Εχίνο με το κουτάβι.
Ο Ταρζάν αποδείχτηκε εξαιρετικό κυνηγιάρικο. Και για τους λαγούς που υπεραφθονούσαν στην περιοχή του χωριού, αλλά και για το δύσκολο κυνήγι των αγριόχοιρων. Πέρα απ’ αυτό όμως διαισθανότανε τα πάντα, και καταλάβαινε πότε θα ξεκινούσαν για πορεία και τους ξύπναγε όλους από νωρίς, και στην ώρα που έπρεπε, λες και ήξερε το πρόγραμμα της ημέρας ενός παραμεθόριου γιατρού μέσα στο χιόνι.
Όταν ήρθε η μετάθεση – λίγο πριν κηρυχθεί ο πόλεμος – τον άφησε σε ένα φίλο του Πομάκο, που μαζί πήγαιναν παγανιά κυνήγι. Δάκρυσε όταν το άφησε. Το σκυλί έσπασε την αλυσίδα και πήρε στο κατόπι, για χιλιόμετρα, το αυτοκίνητο που κατευθύνονταν προς την Ξάνθη.
Τελευταία φορά που τον είδε.
Μπροστά ανοίγονταν ένας δρόμος με τα μαύρα σύννεφα του πολέμου να γίνονται όλο και πιο ορατά. ■
————-
*Το κείμενο και η φωτογραφία δημοσιεύτηκαν από τον κ. Πικραμμένο στην ομάδα του facebook «Παλιές φωτογραφίες Καλύμνου, Old photos of Kalymnos».
ΚατηγορίεςΘήρα
Απάντηση