![]() |
Του Παναγιώτη Καλλίρη[1], Δασολόγου, Δ/ντή Δασών Κορινθίας |
Ιδρύθηκε το 2002-2004 και τελεί έκτοτε υπό την αιγίδα της Γεν. Δ/νσης Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Δ.Π της Διεύθυνσης Αναδασώσεων Ο.Υ., Τμήμα Αναδασώσεων, του τότε υπουργείου Γεωργίας και σήμερα του ΥΠΕΝ.
Α) Λίγα λόγια για το κυπαρίσσι
Δεν υπάρχει πολίτης που να ζει στην μεσόγειο και να μη γνωρίζει το δένδρο με την χαρακτηριστική μορφή οβελίσκου που ονομάζεται κυπαρίσσι. Η μορφή του και η παρουσία του είναι εύκολα αναγνωρίσιμη σε παλιές γκραβούρες και πίνακες ζωγραφικής, ιστορικές πηγές ακόμη και δημοτικά τραγούδια και παραδόσεις. Επεσήμανε μεσαιωνικούς οικισμούς, μοναστήρια, εκκλησιές, δρόμους, μονοπάτια, πύργους, κάστρα, μνημεία, τόπους μαχών, κήπους υποδηλώνοντας την διαχρονική παρουσία των ανθρώπων στον χώρο. Δηλαδή, δεν αποτελεί απλά ένα χαρακτηριστικό είδος του μεσογειακού τοπίου αλλά ένα χαρακτηριστικό κομμάτι του μεσογειακού πολιτισμού. Οι στέγες[2] του Παρθενώνα και των άλλων αρχαίων ναών, ήταν κατασκευασμένες από ξύλο κυπαρισσιού και κέδρου. Από τα ίδια αυτά είδη ξύλου κατασκευαζόταν και ο σκελετός όλων των κτιρίων της Μινωικής εποχής, όπως τα ανάκτορα της Κνωσού. Οι στόλοι της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και των Φοινίκων είχαν ναυπηγηθεί από ξυλεία Κρητικού κυπαρισσιού. Η κιβωτός του Νώε, όπως αναφέρεται στη Βίβλο, ήταν κατασκευασμένη από κυπαρίσσι του όρους Σιών. Είναι[3] το μοναδικό δένδρο που υπάρχει πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, δίπλα στον Παρθενώνα. Οι μεσογειακοί, κυρίως, λαοί δεν το χρησιμοποίησαν μόνο για να επισημάνουν τα παραπάνω αλλά γνωρίζοντας την μεγάλη προσαρμοστικότητα και αντοχή του αλλά και την μακροβιότητά του το φύτεψαν για να συγκρατήσουν εδάφη, να προστατέψουν φυτείες από παγετούς (ανεμοφράκτες), για να προικίσουν τα παιδιά τους με μελλοντικά δένδρα που θα παρείχαν πολύτιμη ξυλεία για τις στέγες και τα πατώματα των σπιτιών τους και τα ιστία των πλοίων τους.
Αν πιστέψουμε τον θρύλο[4], οι ναυτικοί της αρχαιότητας καταλάβαιναν ότι πλησίαζαν τις ακτές της Κρήτης από τη μυρωδιά του κυπαρισσιού που έφθανε ως τα ανοικτά του πελάγους. Πυκνά δάση από «ευώδη» κυπαρίσσια, όπως τα χαρακτηρίζει ο Όμηρος, κάλυπταν την Κρήτη, την Κύπρο, την Πελοπόννησο. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, ο Κυπάρισσος[5] ήταν ένας όμορφος νέος από την Κέα, γιος του Τήλεφου και εγγονός του Ηρακλή. Ήταν αγαπημένος του Απόλλωνα, αλλά και του Ζέφυρου. Σύντροφό του είχε ένα εξημερωμένο ιερό ελάφι. Μία καλοκαιρινή μέρα, ενώ το ελάφι κοιμόταν ξαπλωμένο στον ίσκιο, ο Κυπάρισσος το σκότωσε από απροσεξία με ένα ακόντιο. Ο νέος γεμάτος απελπισία, θέλησε να πεθάνει. Ζήτησε από τον ουρανό τη χάρη να κυλούν τα δάκρυά του αιώνια. Ο Απόλλωνας μάταια προσπάθησε να μεταπείσει τον αγαπημένο του Κυπάρισσο, αλλά εκείνος απαρηγόρητος ήθελε να δώσει τέλος στη ζωή του. Ο θεός λυπήθηκε τον πονεμένο νέο και αποφάσισε να τον ανακουφίσει από τη δυστυχία του. Έτσι τον μεταμόρφωσε σε κυπαρίσσι από το οποίο αιώνια θα βγαίνουν τα πένθιμα δάκρυα σαν σταγόνες. Η μύτη του κυπαρισσιού που καρφωνόταν στον ουρανό, θα θύμιζε το ακόντιο με το οποίο πέθανε το ιερό ελάφι.
Η φυσική προέλευση του Cupressus sempervirens, του είδους του κυπαρισσιού που χαρακτηρίζει το μεσογειακό τοπίο, είναι μάλλον ασιατική. Στην Ιταλία είναι πιθανόν ότι το μετέφεραν οι Ετρούσκοι που το πήραν από τους Φοίνικες. Η διάδοση του κυπαρισσιού προς τα δυτικά ακολούθησε την ίδια πορεία με τη διάδοση του πολιτισμού και η εξάπλωσή του συμπίπτει σήμερα σε μεγάλο βαθμό με τα παλαιά όρια, τα «limes», της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την αρχαιότητα το κυπαρίσσι είχε πλήρως εγκλιματιστεί στις νέες του πατρίδες και σχημάτιζε πυκνά φυσικά δάση. Σήμερα αυτά τα αρχαία δάση δεν υπάρχουν. Τα κυπαρίσσια κόπηκαν για να δώσουν ξυλεία για τα πλοία Αιγυπτίων, Κρητών, Φοινίκων, Ρωμαίων, Βυζαντινών, Ενετών. Στην Ελλάδα το C. sempervirens συγκροτεί φυσικές συστάδες στα νησιά Κρήτη, Σάμο, Ρόδο, Κω, Σύμη και Μήλο ενώ οι παλιότεροι πληθυσμοί στην Πελοπόννησο και το Ιόνιο θεωρείται ότι έχουν εισαχθεί στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Συναντάται και αναπτύσσεται στην Μεσογειακή Λεκάνη από 0 έως 1750 μ. υψόμετρο (Λευκά όρη της Κρήτης).
Αν και λίαν διαδεδομένο[6] και τόσο ενδιαφέρον δασοπονικό είδος, το κυπαρίσσι με τις δυο χαρακτηριστικές μεσογειακές ποικιλίες του -το πλαγιόκλαδο κυπαρίσσι, το οποίο έχει κλαδιά σχεδόν κατακόρυφα (Cupressus sempervirens var. pyramidalis) και το οριζοντιόκλαδο, το οποίο έχει τα κλαδιά σχεδόν οριζόντια (Cupressus sempervirens var. horizontalis)- δεν είχε μελετηθεί αρκετά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι διαθέσιμες τεχνικές πληροφορίες για την βιολογία του ήταν λιγότερες από άλλα δασοπονικά είδη. Πρωτοπόρος στην έρευνα για το κυπαρίσσι στάθηκε ο Jacpues Ponchet που ξεκίνησε την συγκεκριμένη έρευνα. Από τότε αποκτήθηκε πολλή γνώση. Η ΕΕ συνέδραμε αποφασιστικά με την χρηματοδότηση πολλών προγραμμάτων όπως τα AGRIMED & CAMAR (έλκος του φλοιού και επιλογή ανθεκτικών κλώνων), AIR (αρτίφυτρο έως την πριστή[7] ξυλεία). Εκτός των ερευνητικών επιτευγμάτων και συμπερασμάτων, αποτέλεσμα των συντονισμένων ερευνητικών δράσεων ήταν η έκδοση ενός μοναδικού εγχειριδίου σε Αγγλικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Ελληνικά και Πορτογαλικά με τίτλο «Κυπαρίσσι: Ένα πρακτικό Εγχειρίδιο» (Studio Leonardo, Florence,Italy, Μάρτιος 1999) των Eric Teissier, Du Cros Michel Ducrey, Daniel Barthelemy, Cristian Pichot, Raffaello Giannini, Paolo Raddi, Alain Roques, Jaime Salesluis & Bernard Thibaut. Συντονιστής της Ελληνικής έκδοσης ήταν ο Σωτήρης Ξενόπουλος. Η εργασία αυτή καλύφθηκε από το πρόγραμμα FAIR 3 CT96 1341 Concerted Action με τίτλο «Κυπαρίσσι». Ένα εγχειρίδιο με εκπαιδευτικό χαρακτήρα για την επιλογή, τον πολλαπλασιασμό, την παραγωγή, την φύτευση, την διαχείριση, την προστασία και τις χρήσεις του κυπαρισσιού στις μεσογειακές περιοχές. Το εγχειρίδιο αυτό παρουσιάσθηκε στην διάρκεια σεμιναρίου για το κυπαρίσσι που διεξήχθη στην Φλωρεντία τον Μάρτιο του 1999.
Το κυπαρίσσι είναι φυτό μόνοικο[8] και τα αρσενικά και θηλυκά άνθη βρίσκονται στα άκρα βραχυκλαδίων. Οι ώριμοι κώνοι (κουκουνάρια) είναι ξυλώδεις ή δερματώδεις και τα πενταγωνικού σχήματος καρπόφυλλα τους έχουν συνήθως μια κεντρική ακίδα. Το Cupressus sempervirens έχει εισαχθεί σε όλες τις Μεσογειακές χώρες και πιθανότατα αυτό έγινε κατά την Ρωμαϊκή περίοδο. Εκτός των μεσογειακών ειδών, τα προαναφερθέντα είδη -τα οποία εισήχθησαν πιο πρόσφατα- μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν «εγκλιματισθεί» στην Μεσογειακή περιοχή. Το κυπαρίσσι φαίνεται να μην έχει κάποιες ιδιαίτερες εδαφικές απαιτήσεις και είναι δυνατό να βρεθεί σε πολλούς διαφορετικούς τύπους. Επίσης, η ευαισθησία του στην ξηρασία και στο κρύο ποικίλει πολύ έντονα. Όπως και με τα περισσότερα δασικά είδη, τα κυπαρίσσια είναι καλύτερα προσαρμοσμένα σε γόνιμα, βαθιά, υγρά, καλά αεριζόμενα εδάφη με ουδέτερο pH. Όμως η τραχεία φύση τους τούς επιτρέπει να φύονται και σε ξηρά εδάφη όπου σπάνια συναντώνται άλλα δενδρώδη είδη. Με βάση την ταξινόμηση του Emberger το είδος μπορεί να αναπτυχθεί από την ημίξηρη βιοκλιματική ζώνη με θερμό χειμώνα έως την υγρή βιοκλιματική ζώνη με κρύο και οριακά δριμύ χειμώνα. Η αντοχή στο κρύο του κυπαρισσιού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις θερμοκρασίες που επικρατούν στο εύρος της φυσικής τους εξάπλωσης. Τα μεσογειακά είδη ανθίστανται περισσότερο στο κρύο εφ΄ όσον είναι ενδημικά ορεινών περιοχών όπως το Cupressus sempervirens.
Τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα εκτός από τα υπολείμματα των φυσικών δασών στα ελληνικά νησιά και την Κύπρο, τα κυπαρίσσια αποτέλεσαν καλλιεργούμενο είδος. Χρησιμοποιήθηκαν και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικό φυτό σε τόπους αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας, πάρκα, δρόμους, καθώς και για το καλό τους ξύλο, τα αιθέρια έλαια και τις φαρμακευτικές ουσίες που εξάγονται από αυτό. Η χρήση τους όμως κατέστη προβληματική λόγω της προσβολής τους από τον μύκητα Seiridium cardinale[9] που δεν καταπολεμάται και προκαλεί εκτεταμένες ξηράνσεις σε όλη την χώρα.
Β) Η προσβολή του κυπαρισσιού από τον μύκητα Seiridium cardinal
Το κυπαρίσσι είναι μακρόβιο είδος (sempervirens[10] σημαίνει αειθαλές). Ζει 400 με 500 χρόνια. Εθεωρείτο ως απρόσβλητο[11] από ασθένειες είδος μέχρι το 1928, όταν για πρώτη φορά περιγράφηκε στην Καλιφόρνια της Αμερικής η γνωστή πλέον ασθένεια του έλκους του κυπαρισσιού, που προκαλείται από το μύκητα Seiridium cardinale. Υπάρχουν όμως και άλλα δύο είδη Seiridium (S. Cupressi, S. unicorne) που σχετίζονται με το έλκος του κυπαρισσιού. Το σημαντικότερο από τα τρία αυτά παθογόνα είναι το S. cardinale. Μετά την αρχική καταγραφή στην Καλιφόρνια το 1928, η ασθένεια αναφέρθηκε στη Ν. Ζηλανδία (1933), στη Ν. Αφρική (1944), στην Αυστραλία (1949) και στην Ευρώπη (1944), όπου προκάλεσε σοβαρές ζημιές στις μεσογειακές χώρες. Στην Ελλάδα η ασθένεια μέχρι το 2000 είχε προκαλέσει σοβαρές ζημιές στη ΝΔ Πελοπόννησο, τη Δ. Στερεά Ελλάδα και τα Ιόνια νησιά.
Λόγω της μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής σημασίας και σπουδαιότητας που είχε το κυπαρίσσι για τις μεσογειακές χώρες, η Ε.Ε. χρηματοδότησε τέσσερα κοινά ερευνητικά προγράμματα από το έτος 1982 στα οποία συμμετείχε και η χώρα μας από το 1985. Η κύρια προσπάθεια των προγραμμάτων αυτών ήταν η ανεύρεση, παραγωγή και ανάπτυξη ανθεκτικών στην ασθένεια δένδρων – κλώνων κυπαρισσιού διότι δεν υπάρχει τρόπος αντιμετώπισής της με χημικά μέσα. Στα πλαίσια αυτών ακριβώς των προγραμμάτων το Υπουργείο Γεωργίας με το ΕΘΙΑΓΕ και συγκεκριμένα με το Ινστιτούτο[12] Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών προϊόντων (ΕΘΙΑΓΕ) προσπάθησε σε ένα πολυετές πρόγραμμα να παράξει κλώνους ανθεκτικούς στον μύκητα.
Γ) Ίδρυση του κήπου
Ως κήπος σποροπαραγωγής[13] ορίζεται μια φυτεία από επιλεγμένους κλώνους ή απογόνους επιλεγμένων δένδρων που προορίζεται για μαζική παραγωγή σπόρων και αποτελεί την πιο συνηθισμένη διαδικασία που εφαρμόζεται στην πράξη για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων γενετικά βελτιωμένων σπόρων.
Ο σχεδιασμός, η ίδρυση – εγκατάσταση μιας εξειδικευμένης φυτείας – κήπου και η παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού αποτελεί μια σπονδυλωτή, διαχρονικά σύνθετη και πρωτότυπη δασοτεχνική δραστηριότητα –έργο που αποσκοπεί στον γενετικό έλεγχο του σπόρου και των κλώνων που πρόκειται να παραχθούν μελλοντικά. Δεν υπήρχε προηγούμενο ίδρυσης παρόμοιας φυτείας τα τελευταία 24 πριν το 2002 χρόνια.
Έπειτα από μακρόχρονη έρευνα, σε συνεργασία με ερευνητικά ιδρύματα του εξωτερικού, είχαν βρεθεί και επιλεγεί περισσότεροι από 120 κλώνοι του κοινού κυπαρισσιού (C. Sempervirens) ανθεκτικοί στην ασθένεια. Η παραγωγή ανθεκτικών φυτών είχε γίνει με τον εμβολιασμό των ανθεκτικών κλώνων σε νεαρά σπορόφυτα. Στο πέρας του ερευνητικού προγράμματος[14] το 2002 είχαν παραχθεί 4.000 φυτάρια πολλαπλασιαστικού υλικού, δηλαδή 4000 δενδρύλλια κυπαρισσιού ανθεκτικά στον μύκητα Seiridium cardinale. Τότε, η Διεύθυνση Αναδασώσεων & Ο.Υ. του Υπουργείου Γεωργίας αποφάσισε να ιδρύσει δύο σποροπαραγωγούς κήπους: έναν στην περιοχή του Δασαρχείου Κορίνθου και έναν στο Δασαρχείο Λειβαδιάς[15], εκτιμώντας ότι θα επαρκούσαν να καλύψουν τις ανάγκες σε σπόρους όλης της Ελλάδας.
Το φθινόπωρο λοιπόν του 2002 η Διεύθυνση Αναδασώσεων μας ενημέρωσε για πρώτη φορά ότι έψαχνε να βρει μια κατάλληλη έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην Κορινθία προκειμένου να ιδρύσει μια «Σποροπαραγωγό φυτεία-κήπο» κυπαρισσιού ανθεκτικού στον παραπάνω μύκητα. Συγκεκριμένα μας ενημέρωσε ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη να αξιοποιηθούν τα ήδη έτοιμα κεντρωμένα δενδρύλλια που είχαν ήδη αναπτυχθεί στο φυτώριο της Αμυγδαλέζας Αττικής για να μη χαθεί μια μακρόχρονη ερευνητική προσπάθεια. Αυτό έπρεπε να γίνει άμεσα για να μη καταστραφούν τα δενδρύλλια.
Συγκεκριμένα το Δασαρχείο Κορίνθου έπρεπε να βρει, να οριοθετήσει και να περιφράξει την κατάλληλη έκταση. Στην συνέχεια έπρεπε να συντάξει τις σχετικές μελέτες, να διαμορφώσει και προετοιμάσει τον χώρο και να φυτεύσει τα δενδρύλλια. Μετά να τα προσέχει, να τα ποτίσει τα πρώτα χρόνια και γενικά να τα παρακολουθεί, να τα συντηρεί, δηλαδή να τα φροντίζει και να τα διαχειρίζεται στο διηνεκές. Με απλά λόγια, έπρεπε με τα δενδρύλλια που θα του παραδίδονταν να φτιάξει μια πολύτιμη «τράπεζα» ανεκτίμητου γενετικού υλικού που θα αποκτούσε ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον πέραν της Ελλάδας.
Το προσωπικό του Δασαρχείου Κορίνθου, παρά τον τεράστιο φόρτο εργασίας και των υποχρεώσεων που είχε ανέκαθεν εξ αντικειμένου, αντιλαμβανόμενο την υποχρέωση να μη χαθεί η επιστημονική δουλειά και προσπάθεια τόσων χρόνων αποδέχθηκε την πρόσθετη μεγάλη ευθύνη να ιδρύσει την φυτεία – κήπο. Αμέσως, ξεκίνησε η διερεύνηση διαφόρων πιθανών περιοχών σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου. Μετά, μαζί με τους Δασολόγους Αδαμάντιο Καρώνη, Αναστάσιο Λάζο και Ιωάννη Στάμου της Διεύθυνσης Αναδασώσεων, που μας επισκέφθηκαν για αυτό τον σκοπό, πραγματοποιήθηκαν κοινές επισκέψεις- αυτοψίες στις ήδη επιλεγμένες πιθανές θέσεις.
Τελικά, επιλέχθηκε και προτάθηκε από τους συνάδελφους του Υπουργείου μια σχετικά ευκόλως προσβάσιμη δασικού χαρακτήρα έκταση με ήπια κλίση (έως 10%) 73,5 στρεμ. σε λοφώδη ημιορεινή περιοχή με υψόμετρο (745-798 μ.), έκθεση βορειοανατολική, στην θέση «Κοντογιαννέικα»[16] της Τ.Κ. Σουλίου Δήμου Σικυωνίων Νομού Κορινθίας εκτός αλλά όμορη στα νότια όρια του Αισθητικού δάσους του «Μογγοστού» [17] Κορινθίας. Δασοκοινωνιολογικά η ευρύτερη περιοχή ανήκει στην Θερμομεσογειακή Ζώνη Βλάστησης (Quercetalia ilicis). Εδαφολογικά στην περιοχή συναντούμε ελουβιακούς σχηματισμούς (πηλοί, και ψαμιούχοι πηλοί ερυθρού χρώματος από την αλλοίωση ψαμμιούχων μαργών του Πλειοκαίνου ή του Τυρρηνίου). Πρόκειται για χαρακτηριστικά ερυθρόμορφα μεσογειακά εδάφη (κοκκινιές) με ικανοποιητικό βάθος και μεγάλη γονιμότητα. Πρόκειται για τα καταλληλότερα εδάφη για την εγκατάσταση φυτειών αμπέλου και Κορινθιακής σταφίδας. Κλιματικά και μετεωρολογικά το κλίμα χαρακτηρίζεται μεσογειακό εύκρατο ημίξηρο (Γ. Μαυρομάτης) με ήπιο χειμώνα και μέσο ετήσιο ύψος βροχής από 500 έως 750 χιλιοστ.
Η ευρύτερη περιοχή είχε κηρυχθεί αναδασωτέα δυο φορές με τις 2070/12-11-85 (ΦΕΚ 70 τ Δ’ 12/11/85) απόφαση Νομάρχη Κορινθίας και 1577/21-8-2000 (562 τΔ’ 8/9/00) Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πελοποννήσου μετά από πυρκαγιές), Οι συντεταγμένες του κέντρου της έκτασης είναι 37ο -59΄-28,04΄΄ Β και 22ο-36΄-54,75΄΄Ε.
Πριν καεί η συγκεκριμένη αλλά και η ευρύτερη περιοχή καλυπτόταν από δάσος χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis) με αρκετά διάσπαρτα άτομα πλατύφυλλου πρεμνοφυούς δρυός/ βελανιδιάς (Quercus conferta) με υπόροφο από σκληρόφυλλα αείφυλλα πλατύφυλλα και συγκεκριμένα από τα είδη πρίνος (Quercus coccifera), φυλίκι (Phillyrea latifolia), κουμαριά (Arbutus unedo), γλυστροκουμαριά (Arbutus andrachne), σκίνο (Pistacia lentiscus) κ.α.
Αποτελεί ανέκαθεν κατά τεκμήριο ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου δικαιώματι πολέμου. Για την συγκεκριμένη θέση δεν εγέρθηκαν ποτέ μέχρι σήμερα ούτε διεκδικήσεις ούτε υπήρξαν παρεμβάσεις σε αυτήν.
Το 2018 εν όψει σύνταξης των Δασικών Χαρτών και του Δασολογίου, μετά από πρότασή μας και για την διοικητική ασφάλεια και προστασία του Αισθητικού Δάσους «Μογγοστού», τα όρια του «επικαιροποιήθηκαν» και ασφαλίσθηκαν σε σύγχρονο χαρτογραφικό υπόβαθρο (Ορθοφωτοχάρτη ΕΚΧΑ 2015), με την 288542πε/29-5-2018 απόφαση του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (ΦΕΚ 262/Δ΄/16-7-2018) και σε αυτό φυσικά οριοθετήθηκε και ο σποροπαραγωγός κήπος. Μέχρι σήμερα καμία προσφυγή κατά της παραπάνω πράξης δεν μας έχει κοινοποιηθεί. Στην εργασία αυτή συνέβαλε ουσιαστικά ο Δασολόγος MSc της Δ/νσης Δασών Κορiνθίας κ. Αντώνιος Μιχαλάκης.
Δ) Φύτευση των κυπαρισσιών
Μετά την οριστικοποίηση της τελικής θέσης, συντάχθηκε η πρώτη[18] μελέτη «Ίδρυσης του σποροπαραγωγού κήπου κυπαρισσιού ανθεκτικού στον μύκητα Seiridium cardinale, στη θέση “Κοντογιαννέικα” περιφέρειας του Δήμου Σικυωνίων», που αφορούσε το 1ο στάδιο, δηλαδή την προετοιμασία του εδάφους που εγκρίθηκε με την αριθ. 3750/18-2-2002 απόφαση του Γ.Γ.Π.Π. και υλοποιήθηκε από τον Εργολάβο Πρασίνου Δασολόγο κ. Αθανάσιο Γκίκα. Ακολούθησε η δεύτερη μελέτη, που αφορούσε το 2ο στάδιο την περίφραξη, τις φυτεύσεις και τις πρώτες καλλιεργητικές φροντίδες 3.200 δενδρυλλίων κυπαρισσιού και 300 διαφόρων δένδρων στην περίμετρο, για αισθητικούς λόγους, που εγκρίθηκε με την αριθ. 543/12-3-2003 απόφαση του Γ.Γ.Π.Π. και υλοποιήθηκε από την Εργολάβο Πρασίνου Δασοπόνο κα. Ελευθερία Λιάρη με επιστατεύοντα τον Δασοπόνο Ευάγγελο Μαναρίτσα.
Αφού ξεπεράσθηκαν διάφορα προβλήματα και ετοιμασθήκαμε, την Δευτέρα, 9 Φεβρουαρίου 2004, 3.400 περίπου ειδικά κεντρωμένα δενδρύλλια κυπαρισσιού μεταφέρθηκαν από το δασικό φυτώριο της Αμυγδαλέζας Αττικής. Τις επόμενες ημέρες, δηλαδή 10, 11 & 12 Φεβρουαρίου 2004, φυτεύτηκαν σε αυστηρά καθορισμένο προγραμματισμένο σύνδεσμο και θέσεις 2.900 δενδρύλλια.
Οι εργασίες φύτευσης πραγματοποιήθηκαν με τις οδηγίες και τον λεπτομερή σχεδιασμό (κάνναβο) της κας Δέσποινας Παϊταρίδου, δασολόγου της Δ/νσης Αναδασώσεων και Ο.Υ. του Υπουργείου υπό την σχολαστική και μεθοδική επιστασία του προσωπικού του Δασαρχείου Κορίνθου. Κάθε φυτό και ομάδα φυτών έπρεπε να φυτευτεί σε πολύ συγκεκριμένη προκαθορισμένη θέση του κήπου. Συγχρόνως, κάθε δενδρύλλιο κατεγράφετο ότι φυτεύτηκε στην συγκεκριμένη θέση. Δεν ήταν απλά μια συνηθισμένη αναδασωτική εργασία αλλά μια πολύ σύνθετη απαιτητική και κουραστική διαδικασία. Δασολόγοι, Δασοπόνοι και Δασοφύλακες άντρες και γυναίκες δεν επιτηρούσαν απλά μια εργασία αλλά συμμετείχαν ενεργά. Ξεφόρτωναν δενδρύλλια, ταξινομούσαν, στοίβαζαν σε σειρές, κουβαλούσαν, επέβλεπαν, κατέγραφαν τις φυτεύσεις, διόρθωναν και φύτευαν – για να προλάβουμε – τα δενδρύλλια. Τρεις ημέρες το Δασαρχείο Κορίνθου μετακόμισε σύσσωμο στο βουνό, στην φυτεία. Μια διοικητικός είχε μείνει μόνο στην έδρα για να λειτουργεί το πρωτόκολλο. Όλο το προσωπικό τρεις ημέρες από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα δούλεψε με περίσσιο φιλότιμο και διάθεση για να φυτευτούν έγκαιρα και σωστά όλα τα δενδρύλλια. Και τα κατάφερε. Την επόμενη, αν θυμάμαι καλά, που τελειώσαμε το χιόνι σκέπασε τα πάντα στην περιοχή. Ίσα που προλάβαμε. Τελικά σύμφωνα με την Τελική Επιμέτρηση του έργου και το από 7-12-2004 Πρωτόκολλο Προσωρινής Παραλαβής, φυτεύτηκαν 2.234 βωλόφυτα κυπαρισσιού, που έφτασαν στον κήπο σε καλή κατάσταση. Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και με το από 25-4-2007 Πρωτόκολλο Οριστικής Παραλαβής, που εγκρίθηκε με την 1179/10-6-2007 απόφαση της Δ/νσης Δασών Κορινθίας. Όσα δενδρύλλια δεν φυτεύτηκαν το τριήμερο παραχώθηκαν σε μια θέση στον κήπο για να αντικαταστήσουν πιθανές απώλειες.
Η κατάσταση των φυτών ένα χρόνο περίπου μετά την φύτευση, παρότι αυτή καθυστέρησε λόγω του δριμύτατου χειμώνα που προηγήθηκε αλλά και παρ’όλες τις λίαν αντίξοες καιρικές συνθήκες που ακολούθησαν με πολλές χιονοπτώσεις στην περιοχή και λίαν χαμηλές θερμοκρασίες, καταγράφηκε ως αρίστη. Το ποσοστό επιτυχίας ξεπερνούσε το 95% και παρά την χλωρωτική μορφή μερικών ατόμων και απώλειας 35 φυτών, ο Δρ. κ. Παν. Τσόπελας που είχε επισκεφτεί τότε την φυτεία είχε κρίνει λίαν ικανοποιητική την κατάσταση και του κήπου και των δενδρυλλίων. Την ίδια εντύπωση είχαν σχηματίσει και στην φθινοπωρινή εκείνου του έτους επίσκεψη τους οι υπάλληλοι της Δ/νσης Αναδασώσεων κ. Αναστάσιος Λάζος και η επιστημονική υπεύθυνη του κήπου κα Δέσποινα Παϊταρίδου.
Σποροπαραγωγός κήπος Σουλίου Κορινθίας (Φωτογραφίες: E. Μαναρίτσας)
Ε) Φύτευση Κέδρων του Άτλαντος
Cedrus [19] είναι το λατινικό όνομα για τους αληθινούς κέδρους. C. libani var. brevifolia: Ο Κέδρος της Κύπρου εμφανίζεται στο όρος Τροόδος. Αυτή η ταξινομική βαθμίδα θεωρήθηκε ξεχωριστό είδος από το C. libani λόγω μορφολογικών και οικοφυσιολογικών διαφορών χαρακτηριστικών. Χαρακτηρίζεται από αργή ανάπτυξη, μικρότερες βελόνες και υψηλότερη ανοχή στην ξηρασία και τις αφίδες. Ο κέδρος του Λιβάνου αναφέρεται αρκετές φορές στην εβραϊκή Βίβλο. Οι Εβραίοι ιερείς διατάχθηκαν από τον Μωυσή να χρησιμοποιήσουν το φλοιό του κέδρου του Λιβάνου για τη θεραπεία της λέπρας. Ο Σολομών επίσης προμηθεύτηκε ξύλο κέδρου για να χτίσει το Ναό στην Ιερουσαλήμ. Ο Εβραίος προφήτης Ησαΐας χρησιμοποίησε τον κέδρο του Λιβάνου ως μεταφορά για την υπερηφάνεια του κόσμου, με το δέντρο που αναφέρεται ρητά στον Ψαλμό 92:13 ως σύμβολο των δίκαιων.
Το ξύλο κέδρου είναι πολύτιμο για τους λεπτούς κόκκους, το ελκυστικό κίτρινο χρώμα και το άρωμά του. Είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και άνοσο σε καταστροφές από έντομα. Το ξύλο από το C. libani έχει πυκνότητα 560 kg/m3 ; χρησιμοποιείται για έπιπλα, κατασκευές και χειροτεχνίες. Η ρητίνη κέδρου και το αιθέριο έλαιο κέδρου είναι πολύτιμα εκχυλίσματα από την ξυλεία και τους κώνους του κέδρου. Ωστόσο, οι μελέτες γενετικών σχέσεων δεν αναγνώρισαν το C. brevifolia ως ξεχωριστό είδος, με τους δείκτες να μην διακρίνονται από αυτούς του C. libani. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, σημειώθηκε εκτεταμένη αποψίλωση των δασών και πλέον σώζονται μόνο μικρά απομεινάρια των αρχικών δασών. Η αποψίλωση των δασών ήταν ιδιαίτερα σοβαρή στον Λίβανο και στην Κύπρο. Στην Κύπρο, μόνο μικρά δέντρα έως 25 μέτρα σε ύψος επιβιώνουν, αν και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος κατέγραψε κέδρους ύψους 40 μέτρων εκεί. Έχουν γίνει προσπάθειες σε διάφορες χρονικές στιγμές σε όλη την ιστορία για τη διατήρηση των κέδρων του Λιβάνου. Η πρώτη έγινε από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος δημιούργησε ένα αυτοκρατορικό δάσος και διέταξε να σημειωθεί με χαραγμένες συνοριακές πέτρες, δύο από τις οποίες βρίσκονται στο μουσείο του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού
Ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή το 2005, μετά από πρόταση πάλι του Υπουργείου, αποφασίστηκε να φυτευτούν στην ακάλυπτη από τα κυπαρίσσια μεσαία ζώνη του ήδη διαμορφωμένου κήπου κυπαρισσιού, εμβαδού περίπου 15 στρ., Κέδρα του Λιβάνου (Cedrus libani var. brevifolia). Αφορούσε δενδρύλλια – βωλόφυτα τριών ετών, που είχαν αναπτυχθεί στο Δασικό Φυτώριο της Νέας Χαλκηδόνας, επί του παλιού άξονα Θεσσαλονίκης – Βεροίας, με υπεύθυνη Υπηρεσία τη Δ/νση Αναδασώσεων Θεσσαλονίκης. Γι’ αυτό συντάχθηκε σχετική μελέτη[20] που προέβλεπε τη φύτευση 850 φυτών και εγκρίθηκε με την αριθ. 431/18-2-2005 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ/νσης Δασών της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν με τις οδηγίες της Δ/νσης Αναδασώσεων και Ο.Υ. του Υπουργείου, με ανάδοχο σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, τον ΕΔΕ Δασοπόνο Ευάγγελο Μαναρίτσα. Σύμφωνα με την Τελική Επιμέτρηση του έργου και το από 18-12-2007 Πρωτόκολλο Προσωρινής Παραλαβής φυτεύτηκαν 660 βωλόφυτα κέδρων του Λιβάνου. Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν και με το από 22-6-2009 Πρωτόκολλο Οριστικής Παραλαβής, που εγκρίθηκε με την 1179/10-6-2007 απόφαση της Δ/νσης Δασών Κορινθίας.
ΣΤ) Από το 2005 έως σήμερα
Έκτοτε και έως το 2017 συντάχθηκαν αρκετές μελέτες[21] συντήρησης του σποροπαραγωγού κήπου, που ελλείψει άλλων οδηγιών περαιτέρω χειρισμού, περιορίστηκαν κυρίως τα πρώτα χρόνια, στην απομάκρυνση των άσχετων με τον κήπο δένδρων, θάμνων και φρυγάνων και στα ποτίσματα και μεταγενέστερα μόνο στην απομάκρυνση της αναφυομένης κάθε χρόνο άσχετης βλάστησης, για την προστασία κυρίως από τις πυρκαγιές. Υπενθυμίζουμε ότι η έκταση που αναπτύχθηκε ο κήπος, ήταν δάσος χαλεπίου πεύκης με αρκετά διάσπαρτα άτομα βελανιδιάς που είχε καεί δύο φορές και η βαλανιδιά πρεμνοβλάστανε και ριζοβλάστανε συνεχώς, δημιουργώντας προβλήματα ξήρανσης στα κυπαρίσσια, λόγω της μυκόρριζας που η παρουσία της είναι φυσική στην βαλανιδιά αλλά πρόσβαλε και ξήραινε τα φυτευθέντα κυπαρίσσια. Αυτό ήταν γνωστό στο Υπουργείο Γεωργίας, όταν επιλέχθηκε και προτάθηκε να εγκαταστήσουμε τον κήπο στην συγκεκριμένη έκταση αλλά μάλλον διέλαθε για άγνωστο λόγο. Χρειάστηκε να γίνει μεγάλος αγώνας και προσπάθειες για να απομακρυνθούν υπολείμματα ριζών βαλανιδιάς από τον κήπο στον οποίο πρωτοστάτησαν οι Δασοφύλακες της περιοχής με την προσωπική εργασία και τα γεωργικά τους μηχανήματα που διέθεσαν δωρεάν και ακόμη η προσπάθεια συνεχίζεται.
Δυστυχώς, παρά το τεράστιο ενδιαφέρον και την στενή συνεργασία του υπουργείου την περίοδο της προετοιμασίας και εγκατάστασης του κήπου, έκτοτε και έως σήμερα κανείς από το Υπουργείο δεν ενδιαφέρθηκε για τον κήπο και κανείς δεν τον επισκέφθηκε. Ο μόνος ερευνητής που επισκέφθηκε τον κήπο δύο φορές, ήταν ο συνταξιοδοτηθής πλέον Ερευνητής Δρ κ. Παναγιώτης Τσόπελας, και αυτός εντόπισε και μας υπέδειξε επι τόπου ότι ο λόγος ξήρανσης κάποιων κυπαρισσιών, ήταν η επαφή το ριζικού τους συστήματος με τα υπολείμματα των ριζών της βαλανιδιάς, που προϋπήρχαν στο χώρο και μας σύστησε να εξαφανίσουμε κάθε βαλανιδιά που αναφύεται στον κήπο κοντά στα κυπαρίσσια αλλιώς θα τα χάσουμε όλα.
Σποροπαραγωγός κήπος Σουλίου Κορινθίας (Φωτογραφίες: Παν. Καλλίρης 27.10.2017)
Ζ) Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς εμπορίας και διακίνησης δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού στην Ελλάδα
Είναι γνωστό ότι η χώρα μας ως μέλος της Ε.Ε. έχει την υποχρέωση να προσαρμόζεται προς τις οδηγίες που εκδίδονται από τα αρμόδια όργανα της . Στα πλαίσια αυτά η Ε.Ε. εξέδωσε τη Οδηγία του Συμβουλίου 1999/105/Ε.Κ. σχετικά με την εμπορία του δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού και η χώρα μας την εναρμόνισε στην Ελληνική Νομοθεσία με το ΠΔ 17/2003 (ΦΕΚ 14 τΑ΄27-1-2003)[22]. Με το Διάταγμα αυτό θεσπίστηκαν διατάξεις που εφαρμόζονται στην παραγωγή με σκοπό την εμπορία του δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού στην χώρα μας και στις συναλλαγές με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Για την εφαρμογή του υπ’ οψιν διατάγματος σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 2 συστάθηκαν στα Δασαρχεία ή στις Δ/νσεις Δασών άνευ Δασαρχείων μονάδες επιπέδων γραφείου με τίτλο « Γραφείο Ελέγχου Εμπορίας και Ποιότητας του Δασικού Πολλαπλασιαστικού υλικού». Εκτός όμως από το καθαρά νομικό πλαίσιο της παραγωγής και διάθεσης του πολλαπλασιαστικού υλικού, το παραπάνω Π.Δ. επανακαθόρισε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολλαπλασιαστικού υλικού (γνωστής πηγής, χαρακτηρισμένο, επιλεγμένο, δοκιμασμένου), καθώς και την υποχρεωτική πιστοποίησης του πολλαπλασιαστικού υλικού μετά την συλλογή, επεξεργασία και διάθεσή του (καθαρότητα, ποσοστό βλαστικής ικανότητας, βάρος 1000 καθαρών σπόρων, αριθμός σπόρων που βλαστάνουν). Για την θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 1999/105/ΕΚ η ΕΕ εξέδωσε επιπλέον και τους κανονισμούς της Επιτροπής 1597/2002, 1602/2002, 2301/2002 και 1598/2002. Βλέπε την αριθμ 216956/889/14-6-2011 εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑ «Εθνικός Κατάλογος Βασικού Υλικού» (ΑΔΑ:4Α3Κ0-Β4) και την αριθ. 95841/1158/21-10-2019 Δ/γή ΥΠΕΝ Εγκ του ΥΠΕΚΑΤ “Συλλογή δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού περιόδου 2019-2020.”
Η) Σημασία και αξία του κήπου
Γνωρίζουμε όλοι ότι ο σποροπαραγωγός κήπος ιδρύθηκε για να παράξει ασφαλή και ανθεκτικά στον μύκητα Seiridium cardinale δένδρα – κυπαρίσσια, και σίγουρα από όσα μας είχε πει ο Δρ. Παν Τσόπελας, η σημασία τους να ξεπερνά τα Ελληνικά σύνορα και να απλώνεται σε όλη τη Μεσόγειο και όχι μόνο. Τα δένδρα έχουν μεγαλώσει αρκετά και πολλά από αυτά εδώ και χρόνια είναι γεμάτα με κώνους – σπόρους. Έχουν διαφορετικές μορφές δομή και αποχρώσεις. Θα μπορούσαν, λοιπόν, να προσφέρουν στα φυτώρια ανθεκτικούς σπόρους, αν μπορούσε να οργανωθεί μια τέτοια σποροσυλλογή.
Παρόλα αυτά με την αριθ. 95841/1158/21-10-2019 Δ/γή ΥΠΕΝ “Συλλογή δασικού πολλαπλασιαστικού υλικού περιόδου 2019-2020.” διατάσσονται περιφερειακές Υπηρεσίες να συλλέξουν σπόρους από κυπαρίσσια, από τις περιοχές τους, εκτός φυσικά του σποροπαραγωγού κήπου. Φανταζόμαστε ότι έχει εξασφαλισθεί ότι τα δένδρα που θα αναπτυχθούν στα φυτώρια από τους συγκεκριμένους σπόρους είναι εν δυνάμει ανθεκτικά στην μύκητα Seiridium cardinale. Αλλιώς προς τι η συλλογή ή η παραγωγή από Κρατικά Πιστοποιημένα Φυτώρια και διάθεση δενδρυλλίων κυπαρισσιού;
Το 1996 ανακοινώθηκε επίσημα στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Γενετικής Βελτίωσης Φυτών ( Φλώρινα 2-4 Οκτωβρίου 1996) από την/τους κα & κ.κ. Κ. Μπαμπαλίτη, Κ. Πανέτσος, Α. Σκαλτσογιάννης και Α. Οικονόμου ότι η εκτός από τα κλασικά σπορόφυτα υπάρχει και η δυνατότητα να παραχθούν μαζικά ασφαλή και ανθεκτικά στο Seiridium cardinale φυτά κυπαρισσιού με ιστοκαλλιέργεια. Στην περίληψη της εργασίας που βρήκαμε στο ο διαδίκτυο[23] αναφέρεται ότι στόχος της εργασίας ήταν η εύρεση τρόπου μαζικού πολλαπλασιασμού κλώνων κυπαρισσιού ανθεκτικών στον μύκητα Seiridium cardinale με την μέθοδο της ιστοκαλλιέργειας. Έκφυτα πάρθηκαν από φυτά ηλικίας επτά (7) χρόνων τα οποία είχαν επιδείξει ανθεκτικότητα στον μύκητα. Δεν αναφέρεται στην περίληψη πως επιλέχθηκαν τα συγκεκριμένα φυτά αλλά οι λιαν αξιόλογοι ερευνητές βεβαιώνουν ότι η μέθοδος αυτή είναι εφικτή και στο κυπαρίσσι.
Δεν γνωρίζουμε ποια μέθοδος είναι καλύτερη, αποδοτικότερη, οικονομικότερη και ασφαλέστερη. Άλλωστε η ιστοκαλλιέργεια έχει ανάγκη ανθεκτικούς κλώνους – δένδρα στον μύκητα για να πάρει πρωτογενές ασφαλές υλικό. Η προσωπική μας άποψη είναι ότι δεν αντιστρατεύονται η μια την άλλη αλλά αλληλοσυμπληρώνονται με κοινό στόχο να εξασφαλίσουν ανθεκτικά στον μύκητα κυπαρίσσια για το μέλλον και οι ανθεκτικοί κλώνοι του δικού μας κήπου μπορούν να δώσουν πολύ σημαντικό πρωτογενές υλικό για να φτιάξουμε ανθεκτικά κυπαρίσσια είτε εγγενώς είτε αγενώς.
Σποροπαραγωγός κήπος Σουλίου Κορινθίας (Φωτογραφίες: Παν. Καλλίρης 27.10.2017)
Θ) Επίλογος
Οι Σ. Ξενόπουλος και Π. Τσόπελας στην ειδική ανακοίνωσή τους (Περιοδικό ΓΕΩΡΓΙΑ – Κτηνοτροφία 8 2002) επεσήμαναν ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσουμε την ασθένεια είναι η αξιοποίηση ανθεκτικών κλώνων. Εμείς στο Σούλι της Κορινθίας έχουμε έναν σποροπαραγωγό κήπο κυπαρισσιού από τον οποίο μπορούμε να πάρουμε σπόρους και κλώνους για να φτιάξουμε ανθεκτικά κυπαρίσσια στον μύκητα Seiridium cardinale είτε με σπόρους είτε με ιστοκαλλιέργεια.
Έχουμε έναν κήπο στον οποίο ήδη έχουν αρχίσει να φυτρώνουν σπορόφυτα από τους σπόρους των ήδη υπαρχόντων κυπαρισσιών που σπερμοβλαστάνουν. Τι θα κάνουμε με αυτά, θα τα καταστρέψουμε με την ετήσια συντήρηση ή όχι; Μέχρι σήμερα δεν μας είπε κανείς αν πρέπει να αποκλαδώσουμε τα δένδρα που τα κλαδιά τους ακουμπούν στο χώμα και δεν μπορεί να περάσει ανάμεσά τους ένα μικρό τρακτέρ, να φρεζάρει και να καταστρέψει τα ζιζάνια & τους θάμνους που αναπτύσσονται. Κινδυνεύουν, αν συμβεί μία πυρκαγιά στην περιοχή, να καούν σε μισή ώρα. Υπόψη ότι ο κήπος συνορεύει με δάσος.
Χρειάζεται κάποιος-α ερευνητής/τρια να επισκεφτεί τον κήπο και να μας καθοδηγήσουν στις περαιτέρω εργασίες και χειρισμούς που πρέπει να κάνουμε. Θεωρούμε ότι ήρθε ο καιρός να αξιοποιήσει η Υπηρεσία το δικό της κήπο. Επίσης, να διατεθούν αυξημένες πιστώσεις για την πιο ολοκληρωμένη καλλιέργεια – συντήρηση των δένδρων, των εγκαταστάσεων και της πρόσβασης σε αυτόν και μιας υδατοδεξαμενής και αντλίας με το σχετικό δίκτυο για την αντιπυρική του προστασία. Χρειάζεται, δηλαδή, μια ιδιαίτερη φροντίδα και πιστεύουμε ότι το αξίζει πραγματικά. Δεν είναι μόνο τα κυπαρίσσια αλλά και τα κέδρα του Λιβάνου.
Με το 258944/14-11-2019 έγγραφο μας θυμίσαμε στην κεντρική υπηρεσία το ιστορικό της ίδρυσης του κήπου, εκφράσαμε την αγωνία μας για το μέλλον του και ζητήσαμε επιστημονική βοήθεια και προτάσεις για την περαιτέρω διαχείριση και αξιοποίηση του αλλά μέχρι σήμερα δεν είχαμε καμία ανταπόκριση. Ευχόμαστε τώρα που υπαχθήκαμε στο ΥΠΕΝ κάτι να αλλάξει προς το καλύτερο.
Με την δημοσίευση αυτής της ιστορίας εκτός από την επιθυμία μας να γίνει γνωστή αυτή η προσπάθεια εκφράζουμε το παράπονο της έλλειψης μέχρι σήμερα ουσιαστικού ενδιαφέροντος από την Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου για την διαχείριση και αξιοποίηση ενός ιδιαίτερου σημαντικού έργου της Δασικής Υπηρεσίας. Μόνο ο Δρ Παν. Τσόπελας όπως προαναφέρθηκε έχει επισκεφτεί την φυτεία και μας έχει δώσει συμβουλές. Δυστυχώς κανείς άλλος.
Όλοι όσοι συνεργαστήκαμε για να φτιάξουμε τον συγκεκριμένο κήπο πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να απαξιωθεί το έργο των ειδικών Δασολόγων ερευνητών ή και άλλων ειδικοτήτων που ανάλωσαν πολύ μεγάλη επιστημονική προσπάθεια και κόπο για να εντοπίσουν, διασταυρώσουν και αναπτύξουν τα συγκεκριμένα δενδρύλλια (κλώνους). Πιστεύουμε, επίσης, ότι δεν πρέπει να απαξιωθεί το έργο και όσων άλλων Δασολόγων, Δασοπόνων, Δασοφυλάκων, επιστατών, εργατών ανδρών ή γυναικών με οποιαδήποτε ειδικότητα και σχέση εργασίας εργάσθηκαν για να φτιάξουν αυτά τα φυτά που φυτέψαμε στο συγκεκριμένο κήπο. Ζητώ συγγνώμη αλλά δεν γνωρίζω τα ονόματα τους για να τα αναφέρω. Αν τα ξέρει κάποιος ας συμπληρώσει αυτήν την δημοσίευση. Σε όλους αυτούς χρωστάμε όλοι μας ένα δημόσιο «Εύγε» και ένα «Ευχαριστώ» και με την άδεια σας το εκφράζω για λογαριασμό όλων μας.
Όσον αφορά τον «κήπο» στο Σούλι Κορινθίας δίπλα στο αισθητικό Δάσος του «Μογκοστού[24]» Κορινθίας τίποτα δεν θα είχε συμβεί αν όλοι ανεξαιρέτως που υπηρέτησαν εκείνο το κρίσιμο διάστημα στο Δασαρχείο Κορίνθου από την πρώτη στιγμή δεν υιοθετούσαν την ιδέα και την πρόταση για την ίδρυση του και δεν συνέδραμαν ενεργά προσωπικά και ουσιαστικά ο καθένας με τον δικό του τρόπο στην υλοποίηση του. Θεωρώ υποχρέωση και τιμή να αναφέρω, εκτός των ερευνητών που αναφέρθηκαν, τα ονόματα όλων όσων συνέδραμαν στην ίδρυση του «Σποροπαραγωγού κήπου «Κυπαρισσιού» ανθεκτικού στον μύκητα Seiridium cardinale» (2002-04) και «Κέδρου του Λιβάνου» (2005) στο Σούλι Κορινθίας και είναι οι παρακάτω:
- Δέσποινα Παϊταρίδου, Δασολόγος της Διεύθυνσης Αναδασώσεων & Ο.Υ. του Υπ. Γεωργίας Επιστημονική υπεύθυνη του κήπου και συντονίστρια της φύτευσης.
- Αναστάσιος Λάζος, Αδαμάντιος Καρώνης και Ιωάννης Στάμου Δασολόγοι της Διεύθυνσης Αναδασώσεων & Ο.Υ. του Υπ. Γεωργίας.
- Γεώργιος Μπλάνος, Βασιλική Ρίσκα, Βασίλειος Δελής, Αλέξιος Αδάμ, Κωνσταντίνος Χίνος , Βασιλική Κουλού και ο Ήλιού Ιωάννης[25], όλοι Δασολόγοι του Δασαρχείου Κορίνθου.
- Αλέξανδρα Κατσικαλή, Θέη Μακρή και Ζωή Γεωργομή, Δασοπόνοι του Δασαρχείου Κορίνθου.
- Κολιός Γεώργιος, Ζήμος Κωνσταντίνος, Ραυτόπουλος Ηλίας, Ψυχής Γεώργιος, Αλεξόπουλος Σπύρος, Παπουτσής Ιωάννης, Πυργάκης Γεώργιος, Κάτσικας Γεώργιος, Θαλασσίδης Ανέστης, Περαχωριτης Ιωάννης, Παναγόπουλος Γεώργιος, Τσαφαρά Μαρία και Πάνου Παναγιώτης, Δασοφύλακες του Δασαρχείου Κορίνθου.
- Μπολονάκος Κωνσταντίνος, Παναγόπουλος Βλάσσης, Βαλιμήτης Νικόλαος και Βασιλείου Βασίλειος, οδηγοί του Δασαρχείου Κορίνθου.
- Γεωργία Κονταξή , Βασιλική Κουλούζη , Θεοδώρα Κώτσιου , Χριστάκου Βασιλική, Βασίλειος Σταμέλος και ο Βορτελίνος Ιωάννης[26], όλοι Διοικητικοί του Δασαρχείου Κορίνθου.
- Βασιλόπουλος Δημήτριος εργοδηγός του Δασαρχείου Κορίνθου.
- Δημήτριος Παπαδόπουλος Κλητήρας του Δασαρχείου Κορίνθου.
Κάποιοι από τους παραπάνω δεν είναι πια κοντά μας. Θα είναι όμως πάντα στο μυαλό και την καρδιά μας.
Φυσικά δεν παραλείπω να αναφέρω ότι για την προετοιμασία εγκατάσταση και συντήρηση του κήπου συνέβαλαν ουσιαστικά ως εργολάβοι έργων πρασίνου ο Δασολόγος κ. Αθανάσιος Γκίκας και οι Δασοπόνοι κα. Ελευθερία Λιάρη και κ. Ευάγγελος Μαναρίτσας.
Για την τεκμηρίωση αυτής της μικρής ιστορίας επισυνάπτουμε μερικές φωτογραφίες (του γράφοντος και του κ. Ευαγ. Μαναρίτσα) και μερικά σχετικά αρχεία της υπηρεσίας.
Να είστε όλοι καλά και να προσέχετε.
Παναγιώτης Καλλίρης
————
[1] Το 2002-2004 υπηρέτησε ως α/α Δασάρχης Κορίνθου.
[2] «Το ξύλο κυπαρισσιού ως δομικό προϊόν», Του Ιωάννη Κακαρά, Δασολόγου- Τεχνολόγου ξύλου και ξύλινων κατασκευών kakarasioannis.blogspot.gr 02/02/2015
[3] ΕΛΚΟΣ ΤΟΥ ΦΛΟΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ, Του Δρ Σωτηρίου Ξενόπουλου
Πηγη: http://wwww.minagric.gr/greek/agro_pol/DASIKA/Cupressus/Cupressus.htm.
[4] Η ιστορία του κυπαρισσιού/Το σαράκι των κυπαρισσιών/ 29 Ιουλίου 1997 https://www.tanea.gr/1997/07/29/greece/to-saraki-twn-kyparissiwn/
[5] https://www.mixanitouxronou.gr… Διονύσης Τσανάκας – Σπυρίδων Μπαλάς από wi-fi-votaniki
[6] «Κυπαρίσσι, Ένα πρακτικό Εγχειρίδιο» ΕΕ. Ελληνική έκδοση (Μάρτιος 1999 Stydio Leonardo,Florence,Italy) τών Eric Teissier, Du CrosMichel Ducrey, Daniel Barthelemy, Cristian Pichot, Raffaello Giannini,Paolo Raddi, Alain Roques, Jaime Salesluis & Bernard Thibaut.
[7] Πριστή (δασοπονικός όρος) έτσι αναφέρεται στην ελληνική δασική βιβλιογραφία η πριονιστή ξυλεία
[8] Μόνοικο (ετυμ. μόνο + οίκος) λέγεται το φυτό που στο ίδιο άτομο έχει αρσενικά και θηλυκά άνθη. Αν τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα λέγεται επίσης και μονοκλινές (μία κλίνη – ένα κρεββάτι) δηλ. μόνοικο μονοκλινές. Αν τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη βρίσκονται σε διαφορετικά μέρη (αλλά πάντα στο ίδιο φυτό) λέγεται και δικλινές (δύο κλίνες), δηλαδή μόνοικο δικλινές.
[9] Συμπτώματα: Το πιο εμφανές σύμπτωμα είναι το καφέ χρώμα των κλάδων ή των κορυφών των δένδρων το οποίο είναι δυνατόν να εμφανισθεί οποιαδήποτε εποχή, κυρίως όμως άνοιξη και καλοκαίρι. Η νέκρωση των κλάδων ή της κορυφής είναι αποτέλεσμα ενός περιφερειακού έλκους, το οποίο συνήθως ξεκινά από τραύματα στη βάση των κλαδίσκων ή κλάδων. Στη συνέχεια η νεκρούμενη περιοχή εξαπλώνεται, ο φλοιός σχίζεται και σχηματίζει έλκος με άφθονη εκροή ρητίνης. Τα μεγάλα δένδρα νεκρώνονται από την αθροιστική επίδραση πολλών ελκών. Η νέκρωση επιταχύνεται σε δέντρα που φύονται σε πολύ υγρά περιβάλλοντα και γόνιμα εδάφη. Τα ρητινώδη έλκη του φλοιού είναι το πιο χαρακτηριστικό μακροσκοπικό σύμπτωμα. Ο μύκητας S. cardinale παράγει καρποφορίες του ατελούς σταδίου, τα ακέρβουλα στο νεκρό φλοιό του έλκους. Πηγή: ΕΛΚΟΣ ΤΟΥ ΦΛΟΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ Του Δρ Σωτηρίου Ξενόπουλου http://wwww.minagric.gr/greek/agro_pol/DASIKA/Cupressus/Cupressus.htm
[10] Πηγή: «Το ξύλο κυπαρισσιού ως δομικό προϊόν» Του Ιωάννη Κακαρά, Δασολόγου Τεχνολόγου ξύλου και ξύλινων κατασκευών kakarasioannis.blogspot.gr [02/02/2015] https://dasarxeio.com/2015/02/02/19452/
[11] ΕΛΚΟΣ ΤΟΥ ΦΛΟΙΟΥ ΤΟΥ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΟΥ Του Δρ Σωτηρίου Ξενόπουλου http://wwww.minagric.gr/greek/agro_pol/DASIKA/Cupressus/Cupressus.htm.
[12] Τσόπελας Π., Ξενόπουλος Σωτ. 2002. Το έλκος του φλοιού του κυπαρισσιού. Περιοδικό Γεωργία – κτηνοτροφία 2002.
[13] Επιλογή, ταυτοποίηση και κλονισμός υψηλοαποδοτικών για ρητινη γενοτύπων χαλεπίου Πεύκης (Pinus Halepensis Mill) Μήτρας Κ. Δημήτριος Διδακτορική Διατριβή Α.Π.Θ. Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος. Θεσσαλονίκη, 2011.
[14] Σχετική η αριθ. 109174/1131/4-11-2002 Δ/γή του Υπ. Γεωργίας.
[15] Δεν γνωρίζω να σας πω τι έγινε με την αντίστοιχη φυτεία -κήπο της Λιβαδιάς.
[16] 9,5 χλμ νότια του Ξυλοκάστρου σε ευθεία γραμμή.
[17] Ο «Μογγοστός» Κορινθίας είναι ένα από τα 17 αισθητικά δάση της Ελλάδας.
[18] Συντάκτης της πρώτης και δεύτερης μελέτης ο δασολόγος Παναγιώτης Καλλίρης.
[19] el.wikipedia.org/wiki /Κέδρος_του_Λιβάνου
[20] Συντάκτης της μελέτης ο δασολόγος Παναγιώτης Καλλίρης
[21] Συντάκτης όλων σχεδόν των μελετών συντήρησης είναι ο δασολόγος Γεώργιος Μπλάνος
[22] Σχετική η υπ αριθμ 96865/514/15-4-2003 Δ/γή της Γενικής Δ/νσης Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Δ.Π, Διεύθυνσης Αναδασώσεων Ο.Υ., Τμήμα : Φυτωρίων &Σποροπαραγωγής του Υπουργείου Γεωργίας
[23] 6ο Πανελλήνιο Συνεδρίο της Ελληνικής Επιστημονικής Εταιρείας Γενετικής Βελτίωσης Φυτών ( Φλώρινα 2-4 Οκτωβρίου 1996) http:// www.plantbreeding.gr/assets/pdf/6o_ABS TRACTS.pdf
[24] Το δάσος του Μογγοστού είναι ένα από τα παραγωγικότερα δάση της Ευρώπης με υψηλή απορρόφηση CO2. Τα αποτελέσματα προήλθαν από την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού προγράμματος MEDEFLU-EUROFLUX, “Carbon and water fluxes of Mediterranean forests and impacts of land use/cover changes” (EC Project, ENV4-CT97-0685 DGXII-Environment and Climate) με φορείς υλοποίησης το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Ινστιτούτο Βιοκλιματολογίας Goettingen Γερμανίας. Βλέπε «ΡΟΕΣ CO2 ΣΕ ΦΥΛΛΟΒΟΛΟ ΔΑΣΟΣ ΔΡΥΟΣ» Νικόλαος Προύτσος, Σταύρος Αλεξανδρής, Αριστοτέλης Λιακατάς, Γιώργος Καρέτσος, Παναγιώτης Καλλίρης, Κωνσταντίνα Τσαγκάρη.
[25] Συμμετείχε στην φυτεία των κέδρων
[26] Συμμετείχε στην φυτεία των κέδρων
ΚατηγορίεςΔασικές Μελέτες, Δασική Έρευνα, Δασική Υπηρεσία
Αφήστε μια απάντηση