Τραγικός θάνατος από πτώση πεύκου στο Ηράκλειο: θα κινητοποιήσει προς ένα «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Αστικά Δέντρα»;

Βραχυχίτωνας που έπεσε λόγω θυελλωδών ανέμων στην Οδό Σταδίου στις 3/12/2013, τραυματίζοντας ελαφριά διερχόμενο μοτοσυκλετιστή. Φωτό: ilias provopoulos

Αναστασιάδης Μιχάλης,
Γεωπόνος MSc, Προϊστ. Τμ. Πρασίνου Τ.Υ. ΕΚΠΑ, πρώην Τ.Υ. & Προϊστ. Περιβάλλοντος & Πρασίνου Δ. Σπάρτης.
Διαχειριστής κλειστής ομάδας επαγγελματιών (στο fb) «Ασφάλεια Λειτουργικών Δένδρων».

Το τραγικό γεγονός του θανάτου του 51χρονου Παναγιώτη Μητρέλου από πτώση πεύκου στο Ηράκλειο, έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη. Και έχει συνταράξει όλους όσοι με την εργασία τους διακονούν τα αστικά δέντρα. Ελπίζουμε αυτό το τραγικό γεγονός να οδηγήσει την ελληνική πολιτεία να ασχοληθεί επιτέλους έστω και λίγο σοβαρά με το θέμα «Αστικό Δέντρο».

Είναι βέβαιο ότι η Δικαιοσύνη θα διερευνήσει σε βάθος τα αίτια του δυστυχήματος και την απόδοση ευθυνών. Ελπίζουμε ότι τα φυσιολογικά αίτια που οδήγησαν στην απώλεια στατικότητας και την πτώση του δέντρου θα μπορέσουν να διαγνωστούν από τους κατάλληλους επιστήμονες, εφόσον τα σημαντικά πειστήρια (τμήματα κορμού πλησίον του λαιμού, λαιμός και ριζόμπαλα, χώρος γύρω από το ριζικό σύστημα, κλπ) διατηρηθούν ασφαλή για τους σχετικούς τεχνικούς ελέγχους.

Κρίνοντας από τον τρόπο πτώσης του δέντρου, θεωρούμε βέβαιο ότι θα διερευνηθούν μεταξύ άλλων και η τυχόν παλαιότερη αποκοπή στηρικτικών ριζών κατά τη διενέργεια τομών στο οδόστρωμα για τη διέλευση δικτύων, η πιθανότητα στραγγαλισμού του λαιμού του δέντρου από κυκλικές ρίζες (γνωστότατο πρόβλημα στατικότητας για όσους ασχολούνται με τα δέντρα) λόγω επιχώσεων ή άλλων κακών συνθηκών στο χώρο ανάπτυξης του ριζικού κόμβου, η τυχόν ανεύρεση και τυπολογική ταυτοποίηση σήψεων του λαιμού ή των κεντρικών ριζών και ποσοτικοποίηση του υπολειπόμενου ξύλου, κ.ά.

Πιθανόν η δικαστική διαδικασία να υπεισέλθει και στο ερώτημα εάν τα ανωτέρω αίτια θα μπορούσαν, και με ποιόν τρόπο, να είχαν διαπιστωθεί εγκαίρως. Εάν δηλαδή όντως υπήρχε η σχετική δυνατότητα αλλά και εμπειρία και τεχνολογία και με ποιους διαθέσιμους πόρους θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί αυτό για κάθε δέντρο του Δήμου για το οποίο υπήρχε ενδιαφέρον διερεύνησης.

Αν και σε αντίστοιχες δικαστικές διαδικασίες χωρών «της Δύσης» πάντα τίθεται και το ερώτημα εάν το προϋφιστάμενο σύστημα ελέγχων των Αστικών Δέντρων ήταν επαρκές, δεν έχουμε τέτοια ελπίδα στην προκείμενη περίπτωση, λόγω του τρόπου που είναι δομημένο το ελληνικό νομικό και δικαιακό σύστημα. Και όμως, τούτο ακριβώς θα έπρεπε να είναι το κύριο ερώτημα που θα έπρεπε να απαντιέται μετά από τέτοια δυστυχήματα: «Είναι επαρκές το πρόγραμμα διαχείρισης των Αστικών Δέντρων μας; Τι πρέπει να διαφοροποιήσουν οι διαχειριστές αυτών ώστε τα Αστικά Δέντρα να είναι ταυτόχρονα επωφελή και πιο ασφαλή για τους πολίτες;».

Ο δημόσιος συγκλονισμός που προκάλεσε το συγκεκριμένο δυστύχημα οδήγησε σε πλειάδα δημοσιεύσεων στα ΜΜΕ και στα Κοινωνικά Δίκτυα, πολλές εκ των οποίων ήταν δυστυχώς άστοχες ή ατεκμηρίωτες. Άλλα δημοσιεύματα «δικαίωναν» τα (κάκιστα και για τη στατικότητα των δέντρων) αυστηρά κλαδέματα ως λύση που δήθεν θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί, άλλα «καταδίκαζαν» σε κοπή συλλήβδην όσα πεύκα έχουν περάσει μια συγκεκριμένη ηλικία, άλλα διέκριναν τα δέντρα σε «δασικά» και «αγροτικά» (λες και τα δέντρα υπακούν σε διαφορετικούς κανόνες φυσιολογίας αναλόγως του που φύονταν κατά τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους…), άλλα συνέχεαν την ενδεχόμενη ύπαρξη εμποδίου για λεωφορεία με την επικινδυνότητα του δέντρου, άλλα ζητούσαν επιτακτικά τη θανάτωση όποιου δέντρου τους φαινόταν ψηλό και …κουνιόταν στον άνεμο ή όποιου δέντρου είχε κουφάλα, κοκ. Όλα αυτά, αν και λανθασμένα, είναι εν πολλοίς αναμενόμενα λόγω της άγνοιας και της ελλιπούς ενασχόλησης στη χώρα μας με τα Αστικά Δέντρα.

Σε όλες τις αναπτυγμένες και σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες (αλλά όχι ακόμα στην Ελλάδα), έγινε συνείδηση τα τελευταία 20 – 50 χρόνια ότι το επιστημονικό αντικείμενο των Αστικών Δέντρων, δηλαδή όσων δέντρων αναπτύσσονται σε περιβάλλον με έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες, έχει τόσο σημαντικές ιδιαιτερότητες που το καθιστούν διακριτό. Ένα σημαντικό κομμάτι της «ιδιαιτερότητας» του αντικειμένου, είναι η ανάγκη να επιτυγχάνεται ο εξής διττός στόχος της ύπαρξης των Αστικών Δέντρων: αφενός να ευημερούν και να μακροημερεύουν σύμφωνα με τη φυσιολογία τους ώστε να προσφέρουν στην ανθρώπινη κοινωνία, αφετέρου να είναι ασφαλή για τους ανθρώπους με τους οποίους συμβιώνουν.

Έτσι, παγκοσμίως το επιστημονικό αντικείμενο των Αστικών Δέντρων αποτελεί μια «γέφυρα» που αξιοποιεί διάφορες επιστήμες και τεχνικές γνώσεις της Γεωπονίας και Δασολογίας: Βιολογία φυτών (συμπεριλαμβανόμενων Μορφολογίας, Ανατομίας, Φυσιολογίας, Βοτανικής ταξινόμησης), Φυτοκοινωνιολογία, Μικροβιολογία – Μυκητολογία – Φυτοπαθολογία, Εντομολογία – Ζωολογία, Εδαφολογία, Μετεωρολογία, Ιδιότητες ξύλου, Μηχανική: αντοχή υλικών & αεροδυναμική, Τεχνικές έργων διαμόρφωσης τοπίου – Landscaping, Μηχανήματα – εργαλεία – μέσα ατομικής προστασίας κηποτεχνίας & δασοκομίας, κ.ά. Οι επαγγελματίες που διαχειρίζονται Αστικά Δέντρα είναι γεωπόνοι, δασολόγοι, κ.ά. και έχουν οργανωθεί σε κάθε κράτος διακριτά, ως Δενδροκόμοι. Αυτές οι επαγγελματικές τους οργανώσεις παράγουν κλαδικά Πρότυπα και Προδιαγραφές. Τα ερευνητικά ιδρύματα διεξάγουν εξειδικευμένες σχετικές ερευνητικές εργασίες. Οι κλαδικοί φορείς και τα ερευνητικά ιδρύματα εκπαιδεύουν χειριστές και διαχειριστές Αστικών Δέντρων, οι οποίοι διαπιστεύονται μέσα από θεσμοθετημένες διαδικασίες πιστοποίησης. Και τα κράτη ή δημόσιοι φορείς έχουν θεσπίσει ειδικές κανονιστικές διατάξεις ή νόμους που άπτονται του Αστικού Δέντρου σε όλον τον κύκλο ζωής του, από το σπόρο ως τη διαχείριση του νεκρού. Στόχος όλου αυτού του πλαισίου, παντού, είναι η επίτευξη του «διττού στόχου» που προαναφέρθηκε.

Στην Ελλάδα ελάχιστα από τα παραπάνω έχουν γίνει έως τώρα. Τούτο το κείμενο συντάσσεται με την ελπίδα ότι ο πρόσφατος αδόκητος και τραγικός θάνατος θα κινητοποιήσει τους φορείς (όπως το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο ΓΕΩΤΕΕ, την ΚΕΔΕ, κ.ά.) και την πολιτεία να ασχοληθούν με το ζήτημα Αστικό Δέντρο για την επίτευξη του «διττού στόχου».

Παρά την ένταση που είναι διάχυτη σήμερα, δυστυχώς η ιστορία μας δείχνει ότι είναι φρόνιμο να μην είμαστε πολύ αισιόδοξοι για θετικές αλλαγές στο μέλλον. Αν και δεν είναι συχνά τέτοια περιστατικά και δυστυχήματα, δηλαδή που να έχουν συμβεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να επικρατούν έντονα καιρικά φαινόμενα, τούτο δεν είναι το πρώτο που γίνεται στη χώρα μας (και, να σημειωθεί, έχουν συμβεί και συμβαίνουν σε όλες τις χώρες – δεν αποτελούμε εξαίρεση). Μια καταγραφή βάσει των σχετικών δημοσιευμάτων, των πιο σοβαρών περιπτώσεων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, είναι η εξής:

  1. Στις 16/8/2010, στον περίβολο της Παναγίτσας στο Κιάτο (σε χώρο ευθύνης της Εκκλησίας), κατά τη διάρκεια εκδήλωσης, έπεσε μεγάλος βραχίονας Πεύκου, τραυματίζοντας πολύ σοβαρά ένα έφηβο κορίτσι.
  2. Στις 27/7/2014, στην πλατεία των Κομποτάδων Λαμίας, έπεσε τμήμα μεγάλου ιστορικού Πλάτανου, σκοτώνοντας ένα παιδί.
  3. Στις 9/7/2016, στον επαρχιακό δρόμο Άργους-Κουτσοποδίου, έξω από το Άργος, έπεσε βραχίονας μεγάλου Ευκαλύπτου, σκοτώνοντας διερχόμενο μοτοσυκλετιστή. Και, τέλος,
  4. Στις 18/8/2022, στη Λεωφόρο Δημοκρατίας στο Ηράκλειο, έπεσε μεγάλο Πεύκο, σκοτώνοντας τον άτυχο σταθμευμένο μοτοσυκλετιστή.

Αυτή είναι μάλλον και η συνολική αποτίμηση θανάτων από αιφνίδιες πτώσεις δέντρων και τμημάτων τους σε συνθήκες καλοκαιρίας, τα τελευταία 12 χρόνια στην Ελλάδα. Οι μαθηματικές, στατιστικές, πιθανότητες θανάτου είναι εξαιρετικά μικρές σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλον φυσικό κίνδυνο: 0,25 απώλειες στα 10 εκατομμύρια πληθυσμού ανά έτος. Αυτή η διαπίστωση ίσως είναι χρήσιμη για να προστατεύσει τα Αστικά Δέντρα από άσκοπη σφαγή σαν αντίδραση στο πρόσφατο δυστύχημα όμως καθόλου δεν παρηγορεί ούτε τους οικείους των θυμάτων ούτε τους πολίτες ούτε όσους διακονούν τα αστικά δέντρα. Η ανθρώπινη «αντίληψη της διακινδύνευσης» (risk perception) δεν έχει σχέση μόνο με το μέγεθος των απωλειών αλλά και με ποιοτικά στοιχεία του κινδύνου, όπως το αν η πηγή του κινδύνου θεωρείται άγνωστη ή ανεξέλεγκτη.

Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες –πλην Ελλάδας- έχει αποτελέσει μέλημα της πολιτείας η μέριμνα για τη θέσπιση ενός συγκροτημένου πλαισίου συνολικής διαχείρισης των Αστικών Δέντρων, μέσω του οποίου ο κίνδυνος αυτός να περιορίζεται, να καταστεί λιγότερο ανεξέλεγκτος.

Αντίθετα, στην Ελλάδα, υπάρχουν ελάχιστες διάσπαρτες διατάξεις ή θεσπίσεις, που συχνά είναι αδόκιμες ή θεσπισμένες από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τίποτα για τα Αστικά Δέντρα, και οι οποίες συνολικά οδηγούν σε μία κατεύθυνση ταχείας υποβάθμισης του υπάρχοντος πληθυσμού και αύξησης του κινδύνου των υφιστάμενων δέντρων.

Οι δε Δήμοι, που είναι οι μεγαλύτεροι (αλλά σε καμία περίπτωση οι μόνοι) διαχειριστές Αστικών Δέντρων, πορεύονται στο ζήτημα μόνο βάσει της τυχόν εμπειρίας που έχει αποκτηθεί σε βάθος χρόνου εντός του Δήμου, με πρακτικά μηδαμινή υποστήριξη ή καθοδήγηση από την πολιτεία ή άλλους φορείς. Ακόμα και στους Δήμους με οργανωμένη διακριτή υπηρεσία πρασίνου (κάτι μειοψηφικό στους 325 Δήμους της χώρας), η υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση σε σχέση με τις ανάγκες είναι κανόνας χωρίς εξαίρεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη», στη δημοσιευμένη καταγραφή που έκανε η ΚΕΔΚΕ περί επάρκειας διαφόρων ειδικοτήτων προσωπικού, δεν περιέλαβε καν το γεωτεχνικό προσωπικό – προφανώς η Ένωση των Δήμων δεν αντιλαμβανόταν το 2010 τη σημασία του Αστικού Πρασίνου!

Σε αυτές τις συνθήκες, και χωρίς θεσμική καθοδήγηση και στήριξη, οι υπεύθυνοι για το Πράσινο οι οποίοι διαχειρίζονται Αστικά Δέντρα γνωρίζουν ότι κάθονται σε «ηλεκτρική καρέκλα». Διότι αυτά που λείπουν από μία σύγχρονη, «αξιοπρεπή» οργάνωση της διαχείρισης των Αστικών Δέντρων, είναι… σχεδόν τα πάντα.

Ένα πλήρες πλαίσιο, ένα «Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αστικών Δέντρων», θα έμοιαζε με αυτό που υπάρχει π.χ. για τις οδούς, δηλαδή να έχει θεσπίσει ή υιοθετήσει το κράτος διατάξεις για το πώς α) μελετάς, β) φτιάχνεις ή εμπορεύεσαι τα υλικά,  γ) κατασκευάζεις (φυτεύεις, κλπ), δ) προστατεύεις από αλλότριες επεμβάσεις, ε) ελέγχεις την κατάσταση από πλευράς υγείας και ασφάλειας, στ) διαχειρίζεσαι (συντηρείς, βελτιώνεις την κατάσταση, κλπ) και, τέλος, ζ) διαχειρίζεσαι τα φυτικά υπολείμματα και τα νεκρά Αστικά Δέντρα.

Τέτοια πλαίσια υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις χώρες που θεωρούμε ισότιμες. Ο λόγος βέβαια είναι ότι τα Αστικά Δέντρα είναι τα πιο πολύτιμα στοιχεία του «αστικού εξοπλισμού»: ωφελούν ποικιλότροπα την κοινωνία, συνεισφέροντας ακόμα και σε οικονομικούς όρους πολλά περισσότερα από όσα απορροφούν. Είναι οι μόνες επενδύσεις στις πόλεις, των οποίων η αξία (όπως και να υπολογιστεί αυτή) όσο μεγαλώνουν αυξάνεται αντί να μειώνεται. Και είναι τα μοναδικά στοιχεία των αστικών αναπλάσεων και εξωραϊσμών που -υπό την προϋπόθεση της ορθής διαχείρισης- μπορούν να είναι κλιματικά θετικά (δηλαδή στον κύκλο ζωής τους να δεσμεύονται περισσότερα αέρια θερμοκηπίου απ’ όσα απελευθερώνονται).

Στην Ελλάδα όμως, λείπουν βασικά πράγματα, όπως:

  • Δέσμευση συγκεκριμένων και επαρκών ποσών χρηματοδότησης υπέρ του αστικού πρασίνου: για παράδειγμα οι δαπάνες των Δήμων για το αστικό πράσινο δεν προκύπτουν από σταθερά ανταποδοτικά έσοδα αλλά από τα εκάστοτε διαθέσιμα χρηματικά υπόλοιπα. Έτσι, το ύψος τους επαφίεται στις εκάστοτε πολιτικές προτεραιότητες και δεν μπορεί να υπάρξει μακροχρόνιος σχεδιασμός (τον οποίο βεβαίως μακρόβια ζωντανά πλάσματα όπως τα δέντρα τον χρειάζονται…)
  • Στελέχωση των σχετικών με το αντικείμενο οργανικών μονάδων, με υπαλλήλους κατάλληλης εκπαίδευσης. Σήμερα δεν είναι λίγες οι υπηρεσίες με αρμοδιότητα (και) το πράσινο, χωρίς γεωτεχνικούς υπαλλήλους, δηλαδή χωρίς ιδέα για το τεχνικό και επιστημονικό αντικείμενο (!)
  • Απογραφή, γεωχωρική απεικόνιση και καταγραφή και τήρηση ιστορικού των Αστικών Δέντρων ευθύνης του κάθε φορέα («Δενδρολόγια») ώστε να γίνεται οργανωμένα η συνολική και μακροχρόνια διαχείρισή τους (με απλά λόγια, σήμερα σχεδόν κανένας φορέας δεν ξέρει ποια και πόσα δέντρα διαχειρίζεται, πόσο μάλλον το ιστορικό τους). Οι σχετικές εργασίες (που είναι απαιτητικές σε κόπο και μέσα), μέχρι σήμερα δεν έχουν ενταχθεί καν ως δυνατότητα ή προτεραιότητα στα διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης των Δήμων…
  • Τεχνικές Προδιαγραφές για τις εργασίες εγκατάστασης Πρασίνου (επιλογή κατάλληλων ειδών συμπεριλαμβάνοντας τις αναμενόμενες αλλαγές λόγω της κλιματικής κρίσης, καταλληλότητα τόπου/είδους, αξιολόγηση ποιότητας φυτικού υλικού, χωματουργικές εργασίες και εκσκαφές, προετοιμασία εδάφους και χώρου ανάπτυξης ριζικού συστήματος, φυτεύσεις, αρδεύσεις, διαχείριση έως την επιτυχή εγκατάσταση δηλαδή έως και 5 έτη από τη φύτευση –που περιλαμβάνει και τα κλαδέματα μόρφωσης, κλπ) οι οποίες να είναι καθολικής εφαρμογής, δηλαδή να έχουν ισχύ ανεξάρτητα εάν οι σχετικές εργασίες γίνονται στα πλαίσια έργου ή παροχής υπηρεσίας. Σήμερα υπάρχουν ορισμένες Τεχνικές Προδιαγραφές (ΕΤΕΠ ΕΛΟΤ) που καλύπτουν μερικώς και όχι άρτια κάποια από τα θέματα, όμως εφαρμόζονται υποχρεωτικά μόνο τα δημόσια έργα και έχουν παραχθεί χωρίς συμμετοχή του επαγγελματικού κλάδου που καλείται να τα εφαρμόζει (κάτι πρωτόγνωρο παγκοσμίως για Τεχνικές Προδιαγραφές!)
  • Τεχνικές Προδιαγραφές και δεσμευτικές υποχρεώσεις διαχείρισης των ριζών, για όσους κάνουν έργα ή εργασίες κοντά σε δένδρα, οι οποίες θα τις προστατεύουν από βλάβες με κίνδυνο την μεταγενέστερη απώλεια της ασφάλειάς τους. Σήμερα οι τομές, για παράδειγμα, γίνονται ανεξέλεγκτα (μόνο «το οδόστρωμα» ενδιαφέρει), ακρωτηριάζονται στηρικτικές ρίζες μεγάλων δένδρων, αυτά πέφτουν μετά από χρόνια σε κάποιον άνεμο και … αναζητείται ευθύνη από τις υπηρεσίες πρασίνου…
  • Επαρκείς Τεχνικές Προδιαγραφές καθολικής και υποχρεωτικής εφαρμογής για τις εργασίες κλάδευσης.
  • Εκπαίδευση στο αντικείμενο των δέντρων, και υποχρεωτική πιστοποίηση, των εργαζόμενων στο πράσινο / διαχειριστών Αστικών Δένδρων. Σήμερα οι σχετικές εργασίες θεωρούνται… ανειδίκευτου εργάτη (!)
  • Απαίτηση δενδροκομικής πιστοποίησης για τις εργασίες κλάδευσης υψηλών δέντρων. Σήμερα γίνονται από ανειδίκευτους εργάτες με ένα αλυσοπρίονο, και δυστυχώς θεωρούνται τέτοιες από την πολιτεία…
  • Θέσπιση δόκιμων νομικών διαδικασιών σε σχέση με τα Αστικά Δέντρα, σε συνεργασία με τον ενδιαφερόμενο επαγγελματικό κλάδο. Για παράδειγμα, σήμερα οι σχετικές διαδικασίες για τις κοπές (θανατώσεις) είναι αδόκιμες, γραφειοκρατικές, ακριβές, άστοχες και ούτε κατά διάνοια δεν επιτυγχάνουν το επιδιωκόμενο από τον νόμο, δηλαδή την προστασία του πληθυσμού των Αστικών Δέντρων.
  • Ενθάρρυνση και χρηματοδότηση της εφαρμοσμένης έρευνας. Σήμερα η σχετική έρευνα που έχει γίνει είναι αξιοθαύμαστη αλλά λίγη (για παράδειγμα, στα θέματα ασφάλειας αστικών δέντρων έχουν γίνει στην Ελλάδα μόλις 2 διατριβές: μία θεωρητική και μία εφαρμοσμένη – η οποία δυστυχώς δεν παρήγαγε αξιοποιήσιμα αποτελέσματα). Είναι μάλιστα εξαιρετικά επιτακτική η ανάγκη έρευνας για την αντιμετώπιση ορισμένων πάρα πολύ καταστροφικών ξενικών εχθρών & ασθενειών (σκαθάρι στις Μουριές, ασθένεια στα Πλατάνια, κ.ά.) που επεκτείνονται ραγδαία στη χώρα.
  • Θέσπιση ενός συγκροτημένου πλαισίου αξιολόγησης και διαχείρισης της κατάστασης των δένδρων από πλευράς ασφαλείας, όπως υπάρχει στις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ. Το πλαίσιο αυτό απαρτίζεται από α) τεχνικά εγχειρίδια διάγνωσης προβλημάτων που αποτελούν πηγή διακινδύνευσης, β) σχετική εξειδικευμένη τεχνική εκπαίδευση γεωτεχνικών ή και πιστοποιημένων δενδροκόμων, γ) συγκεκριμένες οδηγίες περιοδικών ελέγχων ασφαλείας των χιλιάδων δένδρων για τα οποία έχει ευθύνη ο κάθε φορέας (π.χ. με οδηγίες ζωνοποίησης όπως εφαρμόζει η Ιταλία και το Χονγκ Κονγκ), δ) συγκεκριμένες μεθόδους και τεχνικές αξιολόγησης κινδύνων, ε) συγκεκριμένες και έγκυρες νομικά μεθοδολογίες αξιολόγησης και ιεράρχησης του βαθμού διακινδύνευσης (δηλαδή ενδεχόμενης επικινδυνότητας).
    Σε αυτό το θέμα, η σύγκριση του απόλυτου κενού που υπάρχει για τα Αστικά Δέντρα, σε σχέση με το υπερ-πλήρες νομικό, θεσμικό, τεχνικό και χρηματοδοτικό καθεστώς που υπάρχει για τις «επικίνδυνες οικοδομές», είναι συγκλονιστική…

Θα έλεγε κανείς ότι η ύπαρξη θανατηφόρων δυστυχημάτων θα κινητοποιούσε την πολιτεία να μεριμνήσει για τη συντονισμένη επίλυση τουλάχιστον κάποιων από τα παραπάνω.

Κάτι που βέβαια θα απαιτούσε χρόνια για να ολοκληρωθεί. Αλλά που θα μπορούσε να ξεκινήσει, φερειπείν, με τη θέσπιση ενός θεσμικού πλαισίου ενθάρρυνσης και παροχής κατευθύνσεων και συνεργασίας με τους σχετικούς με το ζήτημα φορείς (αυτό είναι που παρατηρείται παγκοσμίως: πολλά από τα παραπάνω ζητήματα δεν τα αναλαμβάνει το κράτος αλλά οι ενδιαφερόμενοι φορείς, με την ενεργητική υποστήριξη και ενθάρρυνση του κράτους).

Όμως η μοναδική γνωστή πολιτειακή αντίδραση από όλα τα ανωτέρω δυστυχήματα, προκλήθηκε από τον θάνατο στο Άργος το 2016. Συγκεκριμένα, ο βουλευτής Αργολίδας Ι. Ανδριανός κατάθεσε στη Βουλή την υπ’ αριθ. 6928/12-07-2016 ερώτηση, προς 4 Υπουργεία, ρωτώντας: «Με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες θα σχεδιαστεί άμεσα η συνολική συντονισμένη αντιμετώπιση του κινδύνου ατυχημάτων από την πτώση κλαδιών δέντρων με κοινές κατευθυντήριες γραμμές… για να αποφευχθούν στο μέλλον ανάλογα τραγικά γεγονότα…;» Η απάντηση της πολιτείας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη: τα Υπουργεία Περιβάλλοντος, Μεταφορών & Δικτύων, καθώς και το Αγροτικής Ανάπτυξης, δήλωσαν αναρμόδια. Το Υπουργείο Εσωτερικών απάντησε ότι αναμένει στοιχεία από την Αποκεντρωμένη Διοίκηση. Και κάπου εκεί ολοκληρώθηκε η συντονισμένη (μη) «αντιμετώπιση του κινδύνου» από το κράτος.

Το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε σωρεία ακραίων και κακών «κλαδεμάτων» (ακρωτηριασμών) που γνωρίζουμε ότι θα οδηγήσουν με βεβαιότητα σε ασθένειες των δέντρων και αύξηση του κινδύνου, ίσως σχετίζεται με αυτήν την συντονισμένη μη-αντιμετώπιση από το κράτος.

Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς εάν είναι «έξω από τον χορό» πόσο δεν ασχολείται η ελληνική πολιτεία με το Αστικό Δέντρο. Αυτό πιθανώς να μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε 2 παράγοντες:

  • Τον πολύ πρόσφατο μετασχηματισμό του πληθυσμού μας σε αστικό. Τα δέντρα στις περισσότερες πόλεις μας, έχουν μία ιστορία ελάχιστων δεκαετιών. Και μόλις τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει σε ηλικίες που -για δέντρα- είναι ωριμότητας. Μόλις τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι τα αστικά δέντρα δεν είναι «δωρεάν» αλλά θέλουν κάποια προσοχή και φροντίδα για να μας ανταποδίδουν.
    Έτσι, δεν επενδύονταν χρήματα στα δέντρα (π.χ. για κλαδέματα μόρφωσης σχήματος, που είναι πολύ σημαντικά), ούτε από ιδιώτες ούτε από δημόσιους φορείς. Κατά ευθεία συνέπεια αυτού, δεν αναπτύχθηκε ακόμα στην Ελλάδα αρκετά ευρύς κλάδος επαγγελματιών του Αστικού Δέντρου, δηλαδή Δενδροκόμων.
    Δεδομένης της απουσίας επαρκών αμοιβών, ούτε η γνώση ούτε η εμπειρία ενθαρρύνονται και αναπτύσσονται επαρκώς. Για παράδειγμα, μία από τις πιο απαιτητικές εργασίες σε γνώση και ικανότητες, αλλά και μια από τις πλέον επικίνδυνες, αυτή του κλαδέματος υψηλών δένδρων, θεωρείται «ανειδίκευτου εργάτη» και είναι εντελώς αρρύθμιστη – αξίζει να θυμόμαστε πόσες πρόχειρες πινακίδες «ΚΟΠΙ ΨΙΛΟΝ ΔΕΝΔΡΟΝ» συναντάμε στις πόλεις μας…
  • Η διάρθρωση της γραφειοκρατίας όπως είναι δομημένη, είναι αδύναμη να αντιμετωπίσει ένα ζήτημα που ξεπερνάει τις αρμοδιότητες ενός Υπουργείου.
    Για να ευημερήσουν εκεί που φυτεύονται τα Αστικά Δέντρα και για να γίνονται σεβαστά κατά την υλοποίηση τεχνικών έργων και για να εκπαιδεύονται και πιστοποιούνται όσοι τα διαχειρίζονται και για να οργανωθούν και εφαρμόζονται συστηματικά προγράμματα ελέγχου ασφάλειάς τους και για να υπάρξουν οργανωμένα προγράμματα ανάπτυξης και εμπλουτισμού του πληθυσμού τους, χρειάζεται η ενεργητική εμπλοκή και συνεργασία πεδίων αρμοδιοτήτων που εντάσσονται σε τουλάχιστον 4 Υπουργεία.
    Χρειάζεται εμπλοκή τουλάχιστον των: ΥΠΕΝ (για τους κανόνες κατά την πολεοδόμηση και τον αστικό σχεδιασμό, αλλά και σε ό,τι αφορά τα δασικού χαρακτήρα πάρκα και άλση), ΥΠΟΜΕΔΙ (για τους κανόνες κατά τη διενέργεια τεχνικών έργων και εδαφικών τομών πλησίον δέντρων, καθώς και για την τιμολόγηση έργων, εργασιών και προμηθειών), ΥΠΑΑΤ (διότι διαθέτει τον εξειδικευμένο ερευνητικό φορέα που μπορεί να αξιοποιηθεί για τα Αστικά Δέντρα, τον ΕΛΓΟ Δήμητρα) και, βέβαια, το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο μεριμνά για την τήρηση κανόνων από την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
    Αυτού του είδους και επιπέδου συνεργασία δεν έχει επιτευχθεί ακόμα.

Ίσως αυτό το 3o θανατηφόρο δυστύχημα που έγινε την τελευταία 12ετία, κινητοποιήσει τους φορείς και την πολιτεία. Τα τελευταία χρόνια κάτι κινείται στην κατεύθυνση αυτή, χωρίς όμως να είναι επαρκές.

Μόλις πρόσφατα, το 2021, η Π.Ε.Ε.Γ.Ε.Π. (Πανελλήνια Ένωση Επαγγελματικών Γεωτεχνικών & Επιχειρήσεων Πρασίνου) που είναι ο δραστήριος συλλογικός φορέας των απασχολούμενων με το αστικό πράσινο γεωπόνων & δασολόγων, εντάχθηκε ως μέλος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δενδροκομίας (European Arboricultural Council – EAC), τον συλλογικό φορέα Δενδροκόμων στην Ευρώπη. Και έχει διοργανώσει μια σειρά από σχετικές με το Αστικό Δέντρο ημερίδες και σεμινάρια.

Από την άλλη πλευρά, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο (ΓΕΩΤΕΕ) -το οποίο ας μην ξεχνάμε ότι είναι ΝΠΔΔ που εποπτεύεται από το ΥπΑΑΤ- μένει να αφυπνιστεί από τη θεσμική αμηχανία που φαίνεται να του προκαλεί το θέμα των Αστικών Δένδρων και το Αστικού Πρασίνου εν γένει, ως αντικείμενο το οποίο ναι μεν ασκούν επαγγελματικά πάρα πολλά μέλη του (Γεωπόνοι & Δασολόγοι) αλλά δεν εντάσσεται ως αρμοδιότητα σε κανένα Υπουργείο από αυτά με τα οποία παραδοσιακά συνεργάζεται στενά. Αποτέλεσμα αυτής της αμηχανίας είναι κάποια παρατηρούμενα φαινόμενα υφαρπαγής οικονομικού αντικειμένου από τεχνικούς που δεν κατέχουν καθόλου το γνωστικό αντικείμενο (π.χ. εκθέσεις επικινδυνότητας δέντρων από μηχανικούς, μία παγκόσμια πρωτοτυπία που υπερβαίνει τα όρια του «ακραίου»). Είναι όμως το ΓΕΩΤΕΕ ο κύριος θεσμικός επιστημονικός (και, ιδιαίτερα, διεπιστημονικός) φορέας που μπορεί να συνεισφέρει στην θωράκιση του αντικειμένου στη χώρα. Έχει τη δυνατότητα και τα μέσα, μπορεί να κινητοποιηθεί στην κατεύθυνση ενός «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Αστικά Δέντρα».

Το ίδιο ισχύει και για την ΚΕΔΕ, που έχει και αρμοδιότητα και δυνατότητα κινητοποίησης για το ζήτημα της ορθολογικής, συνολικής, διαχείρισης των Αστικών Δέντρων ευθύνης των Δήμων. Τα οποία άλλωστε είναι «κλειδί» για την ποιότητα ζωής των πολιτών και ιδιαίτερα ενόψει της ανάγκης να επιτευχθούν κλιματικά φιλικές και θερμικά άνετες πόλεις στον αιώνα της κλιματικής κρίσης.

Από τη μεριά του, ο κάθε Δήμος (ιδιαίτερα οι ελάχιστοι με στιβαρές υπηρεσίες πρασίνου), έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει με όποιον τρόπο έχει διαθέσιμο στην καλύτερη διαχείριση των αστικών του δέντρων. Για παράδειγμα με την ανάπτυξη «Δενδρολογίων», με την αποφυγή κλαδεμάτων ακρωτηριασμού των δέντρων ευθύνης του (που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε ασθένειες, επικινδυνότητα, θανάτους δέντρων, αύξηση των θερινών θερμοκρασιών, μείωση της ποιότητας ζωής των πολιτών), με τη θέσπιση κανόνων προστασίας των ριζών κατά τη διενέργεια τομών στις οδούς, με τη θέσπιση μελετημένων Κανονισμών Πρασίνου, κ.ά. Οι δυνατότητες αυτενέργειας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι μεγάλες, όσο και αν απουσιάζει παντελώς η σχετική παροχή κατευθύνσεων και οδηγιών από την πολιτεία…

Η πολιτεία; Είναι τέτοια η αμηχανία μας μπροστά στην παλαιότερη δήλωση «αναρμοδιότητας» των Υπουργείων, που δεν ξέρουμε σε τι να ελπίζουμε. Το ελάχιστο που θα μπορούσε να γίνει, είναι η σύσταση ενός ειδικού για το ζήτημα του Αστικού Πρασίνου γραφείου στο Υπ. Εσωτερικών (όπως υπάρχει για τις Παιδικές Χαρές), κατάλληλα στελεχωμένου με επαρκές τεχνικά και επιστημονικά γεωτεχνικό προσωπικό, ώστε να αρχίσει κάπως να συντονίζεται το κράτος με την τοπική αυτοδιοίκηση.

Εάν κάποιος ενδιαφερθεί «εκεί στα υψηλά κλιμάκια», ελπίζουμε το παρόν κείμενο να αποτελέσει χρήσιμο βοήθημα ως προς το τι χρειάζεται να γίνει. Και, σε κάθε περίπτωση, μία υπόδειξη ότι παρήλθε προ πολλού ο χρόνος της αδράνειας.

 

*το άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του αρθρογράφου και δεν δεσμεύει τον φορέα στον οποίο εργάζεται.

————❖❖❖————



ΚατηγορίεςΑπόψεις, Κηποτεχνία - Έργα Πρασίνου

Tags: , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

%d