Η περιβαλλοντική δίκη: προσφυγές κατοίκων κατά έργων που θίγουν το περιβάλλον (έννομο συμφέρον – προθεσμία)

Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου,
Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ,
Εμπειρογνώμων Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης,
Μεταδιδάκτωρ Δικ. Περιβάλλοντος
info@pgalanislaw.gr , www.pgalanislaw.gr

Αρκετά συνήθεις είναι στην πράξη οι δικαστικές προσφυγές κατοίκων κατά έργων/δραστηριοτήτων που μπορούν να θίξουν το περιβάλλον τους. Συνεπώς, σκοπός του σύντομου εισαγωγικού αυτού άρθρου είναι ακριβώς να θίξει δύο από τα θεμελιωδέστερα ζητήματα που αφορούν το παραδεκτό των ενδίκων αυτών βοηθημάτων: το έννομο συμφέρον του διαδίκου και την προθεσμία.

Νομικές προοπτικές της περιβαλλοντικής προστασίας

Το δικαίωμα στο περιβάλλον είναι συγχρόνως ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό, φέρει δηλ. προεχόντως μικτό χαρακτήρα.  Το άτομο μπορεί να προσβάλει την πράξη έγκρισης του έργου, προστατευόμενο από την προσβλητική ενέργεια αυτή. Για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος απαιτείται έννομο συμφέρον.

Συνήθως προτάσσονται δύο αντιτιθέμενες (εν πολλοίς) οπτικές: Αφενός η ανθρωποκεντρική οπτική, που συντείνει στην προστασία του ζωτικού χώρου των ατόμων λόγω των οικονομικών τους συμφερόντων, αφετέρου η οικολογική, που αποσκοπεί στη διαφύλαξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων και εν γένει προστασία του περιβάλλοντος ως αγαθού έχοντος αξία καθεαυτό αλλά και ως αναγκαίου παράγοντα για την επιβίωση και των μελλουσών γενεών, εντάσσοντάς το στη διαγενεακή προοπτική.

Έννομο συμφέρον και συλλογικές προσφυγές

Ένα ζήτημα που απασχολεί πολλούς πολίτες που έρχονται αντιμέτωποι με περιβαλλοντικές ή πολεοδομικές διαφορές είναι η θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός του, δηλ. το αν έχουν δικαίωμα ο καθένας εξ αυτών να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια ζητώντας την ακύρωση κάποιας πράξης που πιθανολογεί ότι θίγει το περιβάλλον του.

Τα στοιχεία για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος έχουν αντικειμενική υπόσταση γιατί συνδέονται με τις δυνατότητες διαπίστωσης μιας περιβαλλοντικής βλάβης, τα κριτήρια της οποίας τεκμηριώνονται συμφώνως με τα πορίσματα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Το έννομο συμφέρον σύμφωνα με τη διοικητική δικονομία πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς.

Σαφώς, στη νομολογία του ΣτΕ το έννομο συμφέρον στις περιβαλλοντικές διαφορές αντικρίζεται με ευρύτητα. Έτσι:

  1. Εξαρχής χρησιμοποιήθηκε η έννοια της «οικολογικής γειτνίασης» και η ιδιότητα του «περιοίκου».
  2. Έννομο συμφέρον για την προσβολή της διοικητικής πράξης/ παράλειψης αναγνωριζόταν στο φυσικό πρόσωπο που είχε μια έννομη σχέση με το χώρο όπου εκδηλωνόταν η περιβαλλοντική βλάβη, ενώ υπήρξαν και οι αποφάσεις «υπερ-διεύρυνσης». Είναι προφανές πως η ιδιότητα του «περιοίκου» (ΣτΕ 1491/78 κλπ.), με την έννοια της οικολογικής γειτνίασης αρκεί για την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος. Ακόμα και ο πιθανολογούμενος από τα στοιχεία του φακέλου ιδιοκτήτης έχει έννομο συμφέρον.
  3. Η απλώς ανταγωνιστική εταιρεία φαίνεται ότι στερείται του εννόμου συμφέροντος, γιατί η νομολογία του ΣτΕ καταφάσκει τη διεύρυνση μεν αυτού, αλλά όταν το νομικό πρόσωπο είναι ιδιοκτήτης ή έχει τον σκοπό στο καταστατικό του, δικαιολογώντας κάποια σχέση με την περιβαλλοντική διαφορά.
  4. Αρκεί να συμπεριλαμβάνεται η περιβαλλοντική προστασία στο καταστατικό ενώσεων και συλλόγων εχόντων νομική προσωπικότητα, έστω και δευτερευόντως ως σκοπός.
  5. Αναφορικά με τον εκάστοτε Δικηγορικό Σύλλογο, έχει γίνει δεκτή η ύπαρξη εννόμου συμφέροντός του, αφής στιγμής στο καταστατικό του εμπεριέχεται ως σκοπός «η συζήτηση για κάθε θέμα που ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα ή παν γενικότερο ζήτημα…».
  6. Η νομολογία απεφάνθη ότι αρκεί να συμπεριλαμβάνεται η περιβαλλοντική προστασία στο καταστατικό ενώσεων και συλλόγων εχόντων νομική προσωπικότητα, έστω και δευτερευόντως ως σκοπός.
  7. Για την περίπτωση της επίκλησης της ιδιότητας του «Έλληνα πολίτη», η νομολογία απεφάνθη την έλλειψη του απαιτούμενου (ειδικού) εννόμου συμφέροντος προσβολής της πράξης, αφού «δεν προβάλλει ο αιτών ότι ανήκει σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς Έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος».

Συνεπώς, το αν υπάρχει εκάστοτε έννομο συμφέρον προσφυγής, πρέπει να το διαγιγνώσκει εγκαίρως ο εξειδικευμένος δικηγόρος. Ειδάλλως, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος απόρριψης του ενδίκου βοηθήματος λόγω απαραδέκτου.

Στις περιπτώσεις που επιλέγονται συλλογικές προσφυγές κατοίκων κατά εγκρίσεων έργων που βλάπτουν το περιβάλλον τους, η νομολογία έκρινε με μια κάποια αυστηρότητα πως ο μη προσδιορισμός της απόστασης και η μη υπογράμμιση της ακριβούς θέσης του ακινήτου στερούν το έννομο συμφέρον για την προσβολή της έγκρισης του έργου.

Παρά τη διαπιστωμένη στη νομολογία διεύρυνση του εννόμου συμφέροντος στις περιβαλλοντικές διαφορές, διαφαίνονται εντούτοις τάσεις συρρίκνωσης που εντοπίζονται για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος προσβολής των οποίων απαιτείται η ιδιότητα όχι απλώς του κατοίκου της περιοχής ή του γείτονα γενικά, αλλά του όμορου που θίγεται κατά τρόπο άμεσο και αναμφισβήτητο (αφού, σύμφωνα με το οικείο σκεπτικό, το οικιστικό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρηθεί συλλογικό και κοινό όπως το φυσικό). Μάλιστα, το έννομο συμφέρον δεν αναιρείται από την τυχόν εκ μέρους του παραβίαση της πολεοδομικής νομοθεσίας.

Παρομοίως, παρατηρήθηκε νομολογιακή συρρίκνωση και λόγω της μερικότητας, π.χ. κάτοικοι των Κυκλάδων έχουν έννομο συμφέρον μόνο στο μέτρο που η προσβαλλόμενη απόφαση ηλεκτροδότησης αφορά τα δικά τους νησιά, δεδομένου ότι εκτός από την ιδιότητα απαιτείται και κατάφαση συγκεκριμένης βλάβης από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη.

Για την περίπτωση της επίκλησης της ιδιότητας του «Έλληνα πολίτη», η νομολογία απεφάνθη την έλλειψη του απαιτούμενου (ειδικού) εννόμου συμφέροντος προσβολής της πράξης, αφού «δεν προέκυπτε ότι ο αιτών ανήκει σε μια κατηγορία πολιτών με εντονότερο, από τους λοιπούς Έλληνες πολίτες, ενδιαφέρον για τα θέματα της προστασίας του περιβάλλοντος».

Επίσης, τίθεται αριθμητικός περιορισμός (ως 20 αιτούντες), σε όλα τα δικόγραφα που απευθύνονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Το ζήτημα της προθεσμίας – έχω περιθώριο προσφυγής;

Ένα έτερο ζήτημα που απασχολεί έντονα τους ενδιαφερόμενους πολίτες είναι το χρονικό περιθώριο προσφυγής στη (διοικητική) δικαιοσύνη κατά εγκρίσεων έργων/δραστηριοτήτων.

Στις ακυρωτικές διαφορές, η αίτηση ακυρώσεως   ασκείται,   αν  δεν  ορίζεται διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία  εξήντα  ημερών  που  αρχίζει  από  την  επόμενη  της  κοινοποίησης της προσβαλλόμενης πράξης ή της δημοσίευσής  της, αν την τελευταία επιβάλλει ο νόμος ή, διαφορετικά, από τότε που ο  αιτών, έλαβε πλήρη γνώση της πράξης. Σαφώς, ο κανόνας ποικίλλει στην περίπτωση που έχει ασκηθεί διοικητική προσφυγή.

Σύμφωνα με τον Ν. 4014/2011 για την περιβαλλοντική αδειοδότηση («Ανάρτηση ΑΕΠΟ στο διαδίκτυο») τόσο η ΑΕΠΟ όσο και η απόφαση για την ανανέωση, παράταση ισχύος ή τροποποίησής της αναρτώνται υποχρεωτικά σε κατάλληλο διαδικτυακό τόπο εντός μηνός από την έκδοσή της, μάλιστα επί ποινή ακυρότητας. Αν αυτή η ανάρτηση γίνει πλημμελώς ή πέραν του ενός μηνός επέρχεται αυτόματη ακυρότητα της διοικητικής πράξης εκ του νόμου.

Ωστόσο, αυτός ο κανόνας επιδέχεται ερμηνείας και έχει απασχολήσει τα Δικαστήρια.

Για τον λόγο αυτό, πρέπει να μελετάται εξατομικευμένα κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

Βλ. για περισσότερα τα βιβλία μου:




ΚατηγορίεςΑπόψεις

Tags: , , ,

%d