![]() |
Παναγιώτης Γαλάνης, Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ, Εμπειρογνώμων Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης, Μεταδιδάκτωρ Δικ. Περιβάλλοντος info@pgalanislaw.gr , www.pgalanislaw.gr |
Η μελέτη αυτή συνιστά ένα συμπίλημα αναλύσεων για θέματα που αφορούν το τρίπτυχο: οικονομία – δίκαιο – πολιτική περιβάλλοντος και ενέργειας, που είναι ταυτοχρόνως επίκαιρα αλλά και διαχρονικά. Εξετάζονται: σύγχρονες εννοιολογήσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, η σχέση πλούτου και ανάπτυξης με το περιβάλλον, η sharing economy ως μορφή οικονομικής δράσης και η σχέση της με το δίκαιο και την ψυχολογία του περιβάλλοντος και τέλος η σχέση πανδημίας και ενεργειακής μετάβασης, καθώς και η γενικότερη επίδραση της πανδημίας στα οικονομικά του περιβάλλοντος υπό μία διεπιστημονική θεώρηση.
1. Εισαγωγή: η βιώσιμη ανάπτυξη ως έννοια-κλειδί.
Η αναγκαιότητα για τη νομική προστασία του περιβάλλοντος κατέστη εμφανής, όταν εμφανίστηκε η αντίληψη και η πραγματικότητα της βλάβης στην οικονομία λόγω βλάβης στο περιβάλλον. Το ίδιο κατέστη σαφές και με την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Ειδικά σε σχέση με την οικονομία, γίνεται σαφής η αλληλεπικάλυψή τους, ενώ είναι χαρακτηριστική αφενός η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και αφετέρου η οικονομική ανάλυσή του.
Κατεξοχήν πεδίο με το οποίο καταπιάνονται τα οικονομικά του περιβάλλοντος είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, έννοια οικονομική, αλλά και νομική. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, της βιωσιμότητας ή της αειφορίας συνεπάγεται τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει τη (μακροπρόθεσμη, προφανώς) διατήρησή τους και προς χάριν των μελλουσών γενεών, βλ. Διάσκεψη ΗΕ και του Ρίο[1]. Είναι μία σύγχρονη θεώρηση της ανάπτυξης. Συστατικά αυτής της μορφής της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι η ορθολογική και βιώσιμη χρήση και διατήρηση των φυσικών πόρων και η ενσωμάτωση της παραμέτρου της περιβαλλοντικής προστασίας στις πολιτικές και τις αποφάσεις, αλλά και η ενδογενεακή ισότητα. Η βιωσιμότητα επιτυγχάνει μια ισόρροπη στάθμιση. Ο συγκερασμός όλων των επιμέρους παραμέτρων αποτελεί τον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης[2].
Συγγενείς με αυτή αρχές είναι η αρχή της βιώσιμης δραστηριότητας ή του έργου, όπως και η αρχή της ήπιας ανάπτυξης στα ευπαθή οικοσυστήματα (π.χ. ακτές)[3], όπως και ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας των οικοσυστημάτων, αλλά και της διατήρησης της ικανότητας ανασύστασης/αποκατάστασης του φυσικού κεφαλαίου, όπως και η αρχή του περιβαλλοντικού κεκτημένου[4].
Στην ελληνική έννομη τάξη, η αρχή της αειφορίας ταυτίζεται με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης. Ωστόσο, αποτελούν στην πραγματικότητα απλώς παρεμφερείς, όχι πανομοιότυπες έννοιες. Πρέπει να γίνει η εξής ορολογική επισήμανση: η έννοια της βιωσιμότητας αναφέρεται σε γενικούς οικονομικούς δείκτες για την υλική ευημερία των ατόμων, ενώ η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης παραπέμπει στη διαρκή παραγωγή και εκμετάλλευση των πόρων[5]. Κατ’ άλλη θέση, η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εξισορροπεί μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων της περιβαλλοντικής προστασίας και της κοινωνικοικονομικής ανάπτυξης[6].
Το ζήτημα της επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται στον πυρήνα των αναζητήσεων τόσο των οικονομικών, όσο και του δικαίου περιβάλλοντος.
Οι οικονομικές θεωρίες σταδιακώς προώθησαν την περιβαλλοντική διάσταση εμπλουτίζοντας τις θεωρητικές τους κατασκευές και οικοδομώντας έναν σύγχρονο κλάδο της οικονομίας, τα Οικονομικά του Περιβάλλοντος. Αυτός ο κλάδος ερείδετο στη νεοκλασική θεώρηση, ωστόσο η αξιοσημείωτη ποικιλία νέων προσεγγίσεων εμπλούτισαν την οπτική του και έθεσαν τη συζήτηση υπό νέα, καινοτόμο βάση[7].
2. Μπορούμε να ομιλούμε για ανάπτυξη, χωρίς οικονομική ευμάρεια και πλούτο; Το περιβάλλον στην εξίσωση.
Ανάπτυξη και οικονομική ενδυνάμωση – Η διείσδυση της περιβαλλοντικής διάστασης στο δίπτυχο πλούτος-ανάπτυξη: μια γενική εισαγωγή
Η ανάπτυξη ως αίτημα και ως πιθανότητα συνδέεται παραδοσιακά με την αύξηση του πλούτου, τουλάχιστον από τους υποστηρικτές της. Η διάσταση της προστασίας του περιβάλλοντος διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στο πρόβλημα της σχέσης ανάπτυξης-ευημερίας / πλούτου. Ο σεβασμός για το περιβάλλον, τη βιωσιμότητα και την οικονομική ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο τμήμα στην ίδια αλυσίδα[8]. Η επαναδιαπραγμάτευση αυτών των παραγόντων, με την εξέταση μιας πληθώρας θεωριών και ερευνών είναι πασιφανής στη βιβλιογραφία.
Οι περισσότερες χώρες σήμερα χαρακτηρίζονται από αναποτελεσματικότητα και σπατάλη φυσικών πόρων, ακόμη και μη ανανεώσιμων. Το αποτέλεσμα της άμετρης συμπεριφοράς αυτής είναι η κατάχρηση των φυσικών πόρων και η επιβάρνυση των μελλοντικών γενεών από αυτό, ώστε να γίνεται λόγος βασίμως για «διαγενεακή εκμετάλλευση»[9]. Τον 20ο αιώνα, με την παγίωση της ανάγκης για προστασία του περιβάλλοντος, αναπτύχθηκαν οικολογικοί και οικονομικοί προβληματισμοί, αλλά χωρίς, ταυτόχρονα, σταθερή πολιτική βούληση σε διεθνές επίπεδο.
Η στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη με στόχο τη μείωση της κλιματικής αλλαγής, την πιο βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων κ.λπ. είναι σημαίνουσα. Τα κριτήρια αξιολόγησης των μέτρων που λαμβάνονται προέρχονται τόσο από το νομικό οπλοστάσιο όσο και από τις καθαρά οικονομικές αρχές. Η προστασία του περιβάλλοντος περιλαμβάνει την κρατική ισχύ που αλληλεπιδρά με τις αγορές παγκοσμίως[10].
Έχοντας αναφέρει όλα τα παραπάνω, η ανάλυσή μας θα δώσει έμφαση στον αγώνα των οικονομικών θεωριών και θα δώσει ένα συμπέρασμα μιας πολιτικής φιλοσοφίας, άμεσα εφαρμοστέου στα οικονομικά.
Οι Κεϋνσιανές θεωρίες ως βάση
Αρχικά, τέθηκε το ζήτημα των κεϋνσιανών οραμάτων, βάσει των προβλέψεων του Keynes για ταχεία ανάπτυξη έως το 2030. Στο δυτικό κόσμο, όπου διαδόθηκε για πρώτη φορά η ιδέα ενός «κράτους πρόνοιας», που γεννήθηκε με τη Μεγάλη Ύφεση του 1929 και εξαπλώθηκε στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Βρετανό οικονομολόγο J. M. Keynes, για να εξομαλυνθεί η οικονομική κατάσταση στα φιλελεύθερα κράτη, το κράτος πρέπει να λάβει μέτρα για να φροντίσει τους οικονομικά και κοινωνικά αδύναμους πολίτες[11]. Οι ιδέες του Keynes, σε συνδυασμό με την επιτυχία του οικονομικού προγράμματος New Deal στις Ηνωμένες Πολιτείες, οδήγησαν στην υιοθέτηση κοινωνικών πολιτικών από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενόψει της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτές οι απόψεις ορθώς τίθενται ως βάση.
Μετα-κεϋνσιανές θεωρίες και το πρόβλημα του χρόνου εργασίας
Ωστόσο, η απόλυτη εμμονή με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αγοράς και την ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση, δεν προσφέρει ικανοποιητικές λύσεις, αλλά προκαλεί στρεβλώσεις και αποτελεί κατά το μάλλον ή το ήττον τρόπο εκτίμησης και αντιπαράθεσης ορισμένων μορφών εξουσίας και των συμφερόντων που κείνται πίσω τους[12]. Ο στόχος του εργατικού δυναμικού σε πλήρη απασχόληση, που πρέπει να συνιστά μια μακροχρόνια στρατηγική των κρατών, διαφοροποιεί επίσης τους ρόλους στην κοινωνία και την οικονομία όσον αφορά την κατανομή και την άσκηση εξουσίας.
Οι μετα-κεϋνσιανές θεωρίες βασίζονται αρχικά σε ανταγωνιστικούς μηχανισμούς υποκίνησης και αποδοχής της κυριαρχίας των προτιμήσεων, αλλά υποστηρίζουν επίσης την ύπαρξη κρατικής παρέμβασης και ρυθμιστικών ενεργειών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις (βλ. κάτωθι)[13]. Είναι προφανές ότι η παρέμβαση και ο κανονιστικός ρόλος του κράτους, εκτός από την αποτελεσματικότητα (ελαχιστοποίηση του κόστους επεξεργασίας, κ.λπ.), θα πρέπει επίσης να εξυπηρετεί τις αρχές της διαγενεακής δικαιοσύνης, της βιωσιμότητας και της δημοκρατίας[14].
Στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες για περισσότερα από 30 χρόνια, παρά τη σημαντική οικονομική ανάπτυξη, η προσπάθεια επίτευξης του στόχου της πλήρους απασχόλησης απέτυχε παταγωδώς. Οι μετα-κεϋνσιανές αιτίες αποσταθεροποίησης, όπως ανισορροπίες (στις κεφαλαιαγορές) λόγω αδυναμίας βελτίωσης της ακαμψίας της αγοράς, διαρθρωτικής ανεργίας, δημογραφικής στασιμότητας κ.λπ. θα μπορούσαν να αναφερθούν ενδεικτικώς. Αυτό το μοντέλο υποθέτει επίσης ότι η ζήτηση για προϊόντα προστασίας του περιβάλλοντος αυξάνεται παγκοσμίως, λ.χ. πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας στη Γερμανία βασίζονται άμεσα στο περιβάλλον. Ωστόσο, η προστασία του κλίματος από μόνη της δεν μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα της ανεργίας[15]. Δεν υπάρχουν έτοιμες, αυτόματες και οριζόντιες λύσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης, αλλά είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια ολοκληρωμένη και συνεκτική, ολιστική πολιτική, τα επιμέρους μέτρα της οποίας θα πρέπει να συντονίζονται και να προσδιορίζονται ως σύνολο. Οι τομεακές συνεργασίες και δράσεις δεν πρέπει να αντικαταστήσουν τη συνολική και εκτεταμένη στρατηγική.
Συμβολή των Οικονομικών του Περιβάλλοντος[16]
Οι ευκαιρίες μιας συσχέτισης μεταξύ του οικολογικού εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης, μέσω τεχνολογικών και διαρθρωτικών καινοτομιών, δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν και, πάντως πρέπει να διευρυνθούν. Τα περιβαλλοντικά οικονομικά βασίζονται στη θεωρία της «αριστοποίησης» του Pareto που συνιστά μια καθαρή θεωρία της αποτελεσματικότητας[17].
Οι νεοκλασικές θεωρίες (που ισχύουν επίσης για τις κεϋνσιανές παραλλαγές), προσανατολίζονται και βασίζονται στην ύπαρξη συνεχούς ανάπτυξης. Σε παρόμοιες προτιμήσεις, ωστόσο, θεωρητικά είναι δυνατόν να έχουμε και να λειτουργούμε συστήματα αγοράς, χωρίς απαραίτητα διεύρυνση της κατανάλωσης.
Ο ρόλος του κράτους και της παγκόσμιας αγοράς
Το κράτος, ως μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη αρχή, πρέπει να παρέμβει στα οικονομικο-οικολογικά γεγονότα μέσω του σχηματισμού θεσμών, κανονισμών, νόμων κ.λπ. Προσδιορίζονται τρεις θεωρητικές τάσεις, οι οποίες εκφράζονται στο πλαίσιο της ΕΕ για την ερμηνεία της «καλύτερης λύσης» από το κράτος.
1. Προτιμητέα είναι η ελάχιστη προσαρμογή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα, η πιο απλή.
2. Καλύτερη λύση είναι ο εξυπνότερος κανονισμός
3. Η οικονομική επιρροή ενίοτε οδηγεί σε απορρύθμιση. Οι ειδικές πιέσεις στον περιβαλλοντικό τομέα διαδραματίζουν καίριο μεν ρόλο, αλλά το πιο σημαντικό είναι η υιοθέτηση ενός ευρύτερου φάσματος μέτρων υπό κρατική εποπτεία. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην αρχή της πρόληψης και του στρατηγικού σχεδιασμού έναντι της καταστολής[18].
Μια πολιτικοφιλοσοφική πρόταση του συγγραφέα, αντί ενός συμπεράσματος
Στη σύγχρονη Πολιτική Φιλοσοφία, ο J. Rawls προσέφερε την ενεργοποίηση της θεωρίας του Κοινωνικού Συμβολαίου, πιστεύοντας ότι η συμβατική παράδοση δείχνει μια εναλλακτική αντίληψη της δικαιοσύνης, η οποία είναι η καταλληλότερη βάση για τη λειτουργία του δημοκρατικού κράτους[19]. Ο Rawls αποκλείει τυχαίους παράγοντες: οι κοινωνικές ανισότητες δικαιολογούνται υποκειμενικά βάσει μιας αποδεκτής ερμηνείας του αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Για τον Rawls, όλα τα σημαντικά κοινωνικά αγαθά (ελευθερία, ευκαιρίες, εισόδημα, ανάπτυξη, πλούτος, αυτοσεβασμός κ.λπ.) πρέπει να διανέμονται ισότιμα, εκτός εάν μια άνιση διανομή ωφελεί τελικά αυτόν που αδικείται από τη διανομή. Σύμφωνα με τη γνώμη του Rawls, η οποία ισχύει επίσης πλήρως για το θέμα που συζητήθηκε, υπάρχουν δύο αρχές δικαιοσύνης[20]:
- Ο καθένας διαθέτει τα γνωστά αστικά και πολιτικά δικαιώματα που προστατεύονται από τα σύγχρονα Συντάγματα και αναπτύσσει ένα αίσθημα δικαιοσύνης και ηθικής στους ανθρώπους[21].
- Οι κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις πρέπει να πληρούν δύο προϋποθέσεις: Πρώτον, πρέπει να συνδέονται με θέσεις προσιτές σε όλους και υπό συνθήκες δίκαιης και ίσης ευκαιρίας, και δεύτερον, πρέπει να ωφελούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα λιγότερο προνομιούχα μέλη της κοινωνίας. Αυτή η δεύτερη προϋπόθεση είναι η λεγόμενη αρχή της διαφοράς, μια ισχυρά εξισωτική αρχή[22].
Συμπερασματικά, με αυτή τη δεύτερη αρχή, ο Rawls δηλώνει απολύτως ότι όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ πλούσιου και φτωχού, τόσο χειρότερη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η θέση των τελευταίων, ανεξάρτητα από το εάν φαίνεται να έχει βελτιωθεί σε απόλυτους όρους[23]. Αυτή η λύση μπορεί να δώσει έμφαση στη σταδιακή εξάλειψη των ανισοτήτων, συνδυάζοντας τη νομική και οικονομική προσέγγιση.
3. Οικονομία διαμοιρασμού (sharing economy), δίκαιο περιβάλλοντος και περιβαλλοντική συνήθεια: μεταξύ ψυχολογίας, δικαίου, πολιτικής και οικονομικών περιβάλλοντος
Πρόλογος: Sharing economy και κίνητρα περιβαλλοντικής συμπεριφοράς: ένα σύνθετο σύστημα σχέσεων
Η Sharing economy ορίζεται ως ένα φαινόμενο με το οποίο οι καταναλωτές παρέχουν σε άλλους καταναλωτές προσωρινή πρόσβαση σε ενσώματα και αχρησιμοποίητα ενσώματα πάγια (πιθανώς έναντι αμοιβής)[24]. Η έννοια της κατανομής αναφέρεται αποκλειστικά σε συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών ή άλλων ομοτίμων (καταναλωτής σε καταναλωτή ή ομότιμος), εξαιρουμένων των αντίστοιχων συναλλαγών μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (επιχείρηση προς καταναλωτή). Αυτό το μοντέλο παλαιόθεν απέσπασε το ενδιαφέρον της ΕΕ[25].
Επομένως, πρέπει να εξεταστεί πώς ένας μεγάλος αριθμός παραγόντων, όπως οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά κίνητρα βοηθούν τους ανθρώπους να συμμετάσχουν στην ανταλλαγή από ομοτίμους[26].
(I) Εφαλτήριο για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη
Αρχικά θεωρείται ως ερευνητική υπόθεση ότι η πράξη της ανταλλαγής θα μπορούσε γενικά να χρησιμεύσει ως ενοποιητικός δεσμός ανθρώπων και εφαλτήριο για την ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη, η οποία αποτελεί μια διάσταση της εξελικτικής ψυχολογίας[27]. Έμφαση δίνεται στον μηχανισμό της κοινωνικοποίησης που γεννιέται με απεριόριστες δυνατότητες συμπεριφοράς, τρόπους συμπεριφοράς, ενώ έχει κανονιστικό χαρακτήρα και διατηρεί κοινωνική σταθερότητα και σταθερούς δεσμούς[28].
Σε αυτό το σημείο, αναφερόμαστε στη θεωρία του Rotter για την «έδρα ελέγχου» που θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Ο τελευταίος αποδέχεται ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τα γεγονότα πέρα από τον έλεγχό μας, μελετώντας έναν εσωτερικό παράγοντα που ρυθμίζει την ανθρώπινη συγκέντρωση, το «αναμενόμενο αποτέλεσμα»[29]. Οι παράγοντες μπορούν έτσι να χωριστούν σε δύο μεγάλες ομάδες: α) εσωτερικές: εξηγούν τα γεγονότα ως προερχόμενα από εσωτερικούς παράγοντες. Οι άνθρωποι που εκπροσωπούνται από εσωτερικούς παράγοντες δεν πείθονται εύκολα και έχουν ισχυρότερα κίνητρα για επίτευξη του στόχου του. Είναι καλύτερα προετοιμασμένοι π.χ. στις φυσικές καταστροφές, ενώ στο πεδίο ενδιαφέροντός μας φροντίζουν εκ των προτέρων την ενοποίηση των κοινωνικών τους σχέσεων, τις οποίες θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για ισορροπημένη ανάπτυξη ενώ β) εξωτερικές: ερμηνεύουν τα γεγονότα ως επηρεασμένα από ανεξέλεγκτους εξωτερικούς παράγοντες, π.χ. τυχαιότητα. Η κατηγορία β) είναι λιγότερο πιθανό να υιοθετήσει κοινές συμπεριφορές οικονομίας, καθώς θεωρεί ότι τα γεγονότα εξαρτώνται από τη μοίρα[30], μπορεί εύκολα να υποτεθεί.
(II) Το οικονομικό κίνητρο παραμένει κυρίαρχο
Φυσικά, το κίνητρο για ισορροπημένη ψυχολογική ανάπτυξη δεν στερεί τους ανθρώπους από το κυρίαρχο οικονομικό κίνητρο αυτής της μορφής οικονομικής δράσης. Εάν κάποιος δανείζεται ή ενοικιάζει ένα εργαλείο από έναν γείτονα, μπορεί να εξοικονομήσει χρήματα σε σύγκριση με την επιλογή να αγοράσει ένα τρυπάνι. Όμως, για παράδειγμα, για την κοινή χρήση εργαλείων, τα οικονομικά κίνητρα αναμένεται να είναι υψηλότερα για τον χρήστη από ό, τι για τον πάροχο. Δεν αναμένονται διαφορές στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά κίνητρα μεταξύ χρηστών και παρόχων και αυτό είναι ζωτικής σημασίας, διότι τείνει να ενσωματώσει τη sharing economy σε ένα γενικότερο σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης[31].
Ενδιαφέρουσα για την παραπάνω ανάλυση είναι η διάκριση μεταξύ «κοινής χρήσης» και «ψευδο-χρήσης» ή συνεταιριστικής κατανάλωσης. Η πραγματική κοινή χρήση συνδέεται με το δανεισμό που προκαλείται από κοινωνικές ανησυχίες και την ψευδομερισμό με ενοίκιο κυρίως για οικονομικό κέρδος. Αυτή η διάκριση είναι ζωτικής σημασίας για το οικονομικό κίνητρο. Η αλλαγή των οικονομικών κινήτρων πρέπει να προωθείται επαρκώς με διαφορετικά μοντέλα παρέμβασης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής συμπεριφοράς, π.χ. επαναχρησιμοποιώντας ήδη χρησιμοποιημένα αντικείμενα κ.λπ. Μπορεί να παρατηρηθούν ορισμένες διαφορές κατά τη σύγκριση κινήτρων για τη χρήση και την προμήθεια αγαθών. Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, αυτή η ασυμφωνία μπορεί να σχετίζεται με τα μεγαλύτερα άμεσα οικονομικά οφέλη από την κοινή χρήση αυτού του αγαθού για τους χρήστες σε σύγκριση με τους παρόχους. Πρώτον, η παροχή εργαλείων είναι ως επί το πλείστον περιβαλλοντική και κοινωνική[32]. Ένα παρόμοιο μοτίβο ισχυρότερων οικονομικών κινήτρων για τους χρήστες παρατηρείται για την κοινή χρήση αυτοκινήτων και διαδρομών, αν και οι διαφορές είναι μικρότερες. Ταυτόχρονα, για διαμονή και διανομή γευμάτων, δεν υπάρχει σχεδόν καμία διαφορά στα κίνητρα μεταξύ χρηστών και παρόχων. Τέλος, υπάρχει διαφορά στα οικονομικά κίνητρα μεταξύ χρηστών και παρόχων. Οι χρήστες καθοδηγούνται περισσότερο από οικονομικά κίνητρα από τους παρόχους. Ένας πιθανός μηχανισμός πίσω από αυτήν την ασυμφωνία έχει περιγραφεί στο παρελθόν: για πολλά αντικείμενα, οι χρήστες μπορούν να εξοικονομήσουν σχετικά μεγάλο χρηματικό ποσό, νοικιάζοντας αντί να τα αγοράσουν. Ωστόσο, για τους παρόχους τα οικονομικά οφέλη από την ενοικίαση του ακινήτου τους είναι συχνά μικρά σε σύγκριση με την τιμή αγοράς του ακινήτου[33].
Οι κοινωνικοί και δημογραφικοί παράγοντες διαδραματίζουν αναμφισβήτητα βασικό ρόλο. Για αυτές τις διαφορές μεταξύ (α) τομέων της κοινής οικονομίας, (β) κοινωνικο-δημογραφικών ομάδων και (γ) χρηστών και παρόχων θα πρέπει – σωστά – να εξεταστούν.
(III) Οι περιβαλλοντικές συνήθειες πίσω από τη sharing economy
Στον διάλογο για τη sharing economy, τα υποτιθέμενα περιβαλλοντικά οφέλη τονίζονται εύλογα, παράλληλα με τα οικονομικά οφέλη που συνοδεύουν. Δυνητικά, η κατανομή της οικονομίας μπορεί, ως εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο, να συμβάλει στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Και αυτό πραγματοποιείται, κατά την άποψη του συγγραφέα, με την ανάπτυξη της λεγόμενης υποτιθέμενης περιβαλλοντικής συνήθειας, σύμφωνα με τη σύγχρονη γνωστική-συμπεριφορική άποψη της προσωπικότητας[34].
Οι συνήθειες ορίζονται ως γνωστικά κατασκευάσματα που καθορίζουν αυτόματα τις μελλοντικές συμπεριφορές συνδέοντας συγκεκριμένα σήματα / υπαινιγμούς με (αλυσίδες) προτύπων συμπεριφοράς[35]. Θα συζητήσουμε πρώτα το θεωρητικό υπόβαθρο των συνηθειών και θα περιγράψουμε πώς οι συνήθειες επηρεάζουν την επεξεργασία των πληροφοριών, ενώ τα δύο άλλα χαρακτηριστικά που συνδέονται στενά με αυτές είναι η επιτυχία και ο αυτοματισμός.
Eπιτυγχάνονται οι στόχοι και η συμπεριφορά οδηγεί στις επιδιωκόμενες συνέπειες – η πιθανότητα να επαναληφθεί η συμπεριφορά την επόμενη φορά που αντιμετωπίζεται η ίδια κατάσταση. Αυτή η διαδικασία που περιγράφεται από τον Triandis (1977) μπορεί τελικά να οδηγήσει σε ανταλλαγή μεταξύ εσκεμμένης συμπεριφοράς και φυσιολογικής συμπεριφοράς[36].
Πολλές περιβαλλοντικές συμπεριφορές μπορούν να θεωρηθούν (έκφραση) συνήθειας, επειδή εφαρμόζονται ευρέως στις καθημερινές μας συνήθειες. Δεν είναι όλες οι περιβαλλοντικές συνήθειες απαραίτητα «επιβλαβείς συνήθειες». Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να έχουμε τη συνήθεια να σβήνουμε το φως όταν αφήνουμε ένα δωμάτιο ή έχουμε συνηθίσει να μοιράζουμε εργαλεία ή αυτοκίνητα. Ωστόσο, εάν οι άνθρωποι σχηματίζουν προ-περιβαλλοντικές προθέσεις[37], οι συνήθειες συχνά εναντίον τους και ως εκ τούτου είναι ακούσιες. Η αλλαγή της συνήθους συμπεριφοράς είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο έργο, το οποίο αποδεικνύεται αποτελεσματικό επειδή πολλές καθιερωμένες τεχνικές παρέμβασης φαίνεται να είναι αποτελεσματικές[38].
Ερμηνεία της οικονομικής συμπεριφοράς – Θεωρίες κινήτρου και κατανομή της οικονομίας
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε αποδεικνύει σαφώς την εφαρμογή των ατομικών θεωριών του κινήτρου στην ανθρώπινη συμπεριφορά.
Θεωρίες προσωπικότητας
1) Η ψυχοδυναμική θεωρία του S. Freud. Ο τελευταίος διατύπωσε μια ολοκληρωμένη θεωρία που ερμηνεύει πολλές πτυχές της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς και όχι μόνο μια θεωρία του κινήτρου[39]. Η θεωρία του δεν ισχύει εδώ, γιατί δεν υπάρχει καμία υπόδειξη για το ασυνείδητο μυαλό.
2) Η φαινομενολογική θεωρία του C. Rogers. Ο Rogers χρησιμοποίησε την έννοια της αυτοπραγμάτωσης: δεν πίστευε ότι καθοριζόταν από ασυνήθιστες παρορμήσεις. Ένιωσε ότι η διαδικασία της προσωπικότητας είναι μια τάση προς τα εμπρός, μια τάση αυτοπραγμάτωσης. Η εξέλιξη ως έννοια περιλαμβάνει την τάση μείωσης των αναγκών. Η θεωρία του είναι άμεσα εφαρμόσιμη στη sharing economy, λόγω του οικονομικού κέρδους που μπορεί να αποφέρει[40].
3) Οι βασικές θεωρητικές απόψεις των θεωριών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας είναι οι εξής:
- Οι άνθρωποι έχουν ένα ευρύ φάσμα προδιάθεσης και την τάση να συμπεριφέρονται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Στην περίπτωσή μας, οι άνθρωποι στο παρελθόν δεν ήταν πιθανό να υιοθετήσουν συμπεριφορές οικονομίας κοινής χρήσης.
- Υπάρχει άμεση αντιστοιχία μεταξύ της εκτέλεσης των συναλλαγών από ένα χαρακτηριστικό και της κατοχής του.
- Η ανθρώπινη συμπεριφορά και η προσωπικότητα είναι ιεραρχικές. Ο Eysenck υποστήριξε ότι στο απλούστερο επίπεδο, μπορούν να μελετηθούν από την άποψη συγκεκριμένων αντιδράσεων. Μερικοί άνθρωποι τείνουν να κάνουν γενικές συνήθειες, όπως η κοινή χρήση οικονομικών συνηθειών[41].
4) Ο A. Maslow (1954) έγινε δεκτός ως η κύρια πηγή κινήτρου αυτο-ενεργοποίηση / αυτοπραγμάτωση (δεν αναφέρεται, αλλά έρχεται ως προφανής συνέπεια), αλλά και η ύπαρξη πολλών άλλων κινήτρων και διαμόρφωσε ένα σύστημα κινήτρων που είναι ταξινομούνται ανάλογα με τη δύναμή τους στο σχηματισμό συμπεριφοράς[42].
Διαπολιτισμική διάσταση
Το ζήτημα, ωστόσο, αφορά, σύμφωνα με τη μελέτη μας, έναν άλλο τομέα της Ψυχολογίας, αυτόν της Διαπολιτισμικής Ψυχολογίας. Μεταξύ των ενδεικνυόμενων μεθοδολογιών, προτείνεται η προσέγγιση των κοινωνικών επιστημών, η οποία εξετάζει τη συμπεριφορά σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών δομών, αλλά και την προσαρμογή των ατόμων στα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο τομέας σχετίζεται στενά με την ανθρωπολογία και τα οικονομικά (συμπεριφορική οικονομική). Οι πολιτισμικές διαφορές μπορούν να γίνουν κατανοητές από την άποψη των πολιτιστικών διχοτομών, οι οποίες αντικατοπτρίζονται άμεσα στον τομέα της οικονομίας[43]. Δεν αγκαλιάζουν όλοι τη sharing economy, ούτε από περιβαλλοντική άποψη[44].
Το πρόβλημα της κοινής οικονομίας σχετίζεται με τον κολεκτιβισμό (συνήθεια κοινής οικονομίας) έναντι του ατομικισμού (φροντίδα του προσωπικού εγώ), οι οποίες είναι οι πιο μελετημένες έννοιες σε αυτόν τον τομέα. Ο ατομικισμός ερμηνεύεται συνήθως ως μια περίπλοκη συμπεριφορά που βασίζεται στο συμφέρον, στο επίπεδο των «ισχυρών δεσμών» (μεταξύ μελών της οικογένειας και στενών φίλων) και σε αυτό των «αδύναμων δεσμών». Οι άνθρωποι σε συλλογικές κουλτούρες καθοδηγούν την ατομική συμπεριφορά, η οποία σύμφωνα με τον Triandis υπόκειται σε πιο λεπτομερή κατανόηση. Ο ίδιος Εξετάζει τις κάθετες και οριζόντιες διαστάσεις του κολεκτιβισμού και του ατομικισμού[45]. Οι άνθρωποι επικοινωνούν είτε ως εργοδότες είτε ως υπάλληλοι, ή ως ηγέτες ή ως μέντορες και αυτό συμβαίνει επίσης στην κατανομή της οικονομίας[46]. Ο δε Nisbett μίλησε για τις πολιτιστικές αξίες της νοημοσύνης: Τα πιο πολύτιμα χαρακτηριστικά κάθε διαδικασίας είναι αποτελεσματικές αναλυτικές δεξιότητες. Ορισμένες κοινωνίες δίνουν έμφαση στην κριτική λογική και τις γνωστικές ικανότητες διαφορετικές από τις δυτικές. Έτσι εξηγείται η εστίαση πολλών ανθρώπων στην κανονική κατανομή της οικονομίας, που συνδέεται με την ευφυΐα τους[47].
Κριτική και αντίθετες προτάσεις
(Ι) Η παιδαγωγική περιβαλλοντική διάσταση και μια πρόταση εφαρμογής: περιβαλλοντική εκπαίδευση και sharing economy
Η οικολογική κρίση δεν αντιμετωπίζεται μόνο με θεσμικά και τεχνικά μέτρα, και τα περιβαλλοντικά προβλήματα δεν δημιουργούνται από τις ιδιοτροπίες των φυσικών φαινομένων, αλλά ως αποτέλεσμα κοινωνικοπολιτισμικών επιλογών.
Η sharing economy, ιδίως στον τομέα της περιβαλλοντικής της συνιστώσας, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μάθησης και εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τη L. Sauvé, υπάρχουν τρεις διαστάσεις της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης[48]:
1. η «περιβαλλοντική» που στοχεύει να επιφέρει αλλαγές στο περιβάλλον, ενώ χρησιμοποιεί μέσα ενημέρωσης και ευαισθητοποίηση του κοινού. Στόχος της είναι να ευαισθητοποιήσει τον μαθητή για τη σχέση ανθρώπου-περιβάλλοντος, να αλλάξει στάση και να καλλιεργήσει την ευθύνη.
2. η «αναπτυξιακή» που στοχεύει στην πρόκληση αλλαγών στον μαθητή και ιδιαίτερα στη συμπεριφορά του, μέσω της ανάπτυξης μιας στενότερης σχέσης και του σχηματισμού μιας προσωπικότητας που ενδιαφέρεται για την αειφόρο ανάπτυξη και υιοθετεί παρόμοιες πρακτικές στην καθημερινή του ζωή[49].
3. η «εκπαιδευτική» που στοχεύει στην αλλαγή και τον επαναπροσδιορισμό ολόκληρης της εκπαιδευτικής διαδικασίας[50].
Μια πρόταση είναι η ενσωμάτωση της οικονομίας στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, με τους παραπάνω στόχους. Το πώς θα γίνει αυτό είναι ένα ζήτημα που αφορά την εκπαιδευτική πολιτική και εκφεύγει της παρούσης.
(II) Η νομική διάσταση: αόρατη, αλλά κομβική
Στην παρούσα ανάλυση, αν και ο ρόλος της ψυχολογίας είναι εμφανής, ο ρόλος του νόμου περιθωριοποιείται σοβαρά. Ο νόμος δεν πρέπει να απουσιάζει από τη «ρύθμιση» αυτής της μορφής οικονομίας, αλλά από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να περικυκλώνει την επικείμενη ανάπτυξη της κοινής οικονομίας.
Ωστόσο, ειδικότερα, για παράδειγμα, τα ενοίκια και οι υπηρεσίες απειλούν την ασφάλεια και την ιδιωτική ζωή των καταναλωτών και τον GDPR. Μπορούν επίσης να προκαλέσουν συμβατική αδικία. Αυτό το στοιχείο δεν αναφέρεται ανεξάρτητα ούτε σχετίζεται με τον φόβο της υιοθέτησης κοινών πρακτικών οικονομίας[51].
Από πλευράς δικαίου περιβάλλοντος, η sharing economy δεν μπορεί σαφώς να επιβληθεί διά νόμου, διότι θα φέρει αυτός επεμβατικό και κυρωτικό χαρακτήρα, πλην όμως δύνανται να χρησιμοποιηθούν συστήματα κινήτρων για την επιβράβευση τέτοιων συνηθειών. Το ζήτημα συμπλέκεται με όσα θα εκτεθούν κάτωθι για τα μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας, τους φόρους και τις επιδοτήσεις, οπότε δεν κρίνεται σκόπιμο να προσεγγιστεί εγγύτερα εδώ.
(III) Με στόχο την «μεγάλη επαναφορά» της οικονομίας
Όλο και περισσότερο η λεγόμενη «μεγάλη επαναφορά» (economy reset) της οικονομίας συζητείται παγκοσμίως. Αυτή η πρωτοβουλία επαναφοράς, όπως παρουσιάζεται στο WEF, είναι ένας τύπος ευκαιρίας για τη διαμόρφωση της ανάκαμψης: Μια πρωτοβουλία που προσφέρει πληροφορίες για την ενημέρωση όλων εκείνων που καθορίζουν τη μελλοντική κατάσταση των παγκόσμιων σχέσεων, την κατεύθυνση των εθνικών οικονομιών, τις προτεραιότητες των κοινωνιών, τη φύση των επιχειρήσεων και τα μοντέλα και τη διαχείριση των παγκόσμιων κοινών. Έχει διαπιστωθεί από τον Αρχηγό του ΟΗΕ ότι τώρα είναι η ώρα να διαπιστώσουμε ότι εκτός από την Οικονομία, η Φύση χρειάζεται επίσης «διάσωση». Ξεπερνώντας την πανδημία, διορθώνοντας την οικονομία μπορούμε επίσης να αποτρέψουμε την κλιματική αλλαγή και να αποκαταστήσουμε τον πλανήτη[52]. Τα τρισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται για την επανάκμψη από την πανδημία είναι χρήματα που δανείζουμε από τις μελλοντικές γενιές. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτούς τους πόρους για να κλειδώσουμε τις πολιτικές που τους επιβαρύνουν σε έναν σπασμένο πλανήτη. Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά: «Ήρθε η ώρα να κτυπήσετε τον «πράσινο διακόπτη». Έχουμε την ευκαιρία να μην επαναφέρουμε απλώς την παγκόσμια οικονομία, αλλά να την μετατρέψουμε μέσω καινοτόμων και πράσινων οικονομικών πρακτικών[53].
4. Η πανδημία ως ευκαιρία επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων των Οικονομικών του Περιβάλλοντος.
Τα οικονομικά του περιβάλλοντος ουδέποτε υπήρξαν κλάδος μονοδιάστατος και περιχαρακωμένος. Αντιθέτως, η «διάτρητη» όπως θα τη χαρακτήριζα φύση του αντικειμένου τους εκπορεύεται από πληθώρα παραγόντων που εισχωρούν τρόπον τινά ανταγωνιστικά και διεκδικούν τη «μερίδα του λέοντος» στον οικονομικό προβληματισμό. Ως τέτοιος εξωγενής παράγων μείζονος σημασίας προβάλλει και η πρόσφατη πανδημία που μετέβαλε άρδην βεβαιότητες και κατέρριψε θέσφατα πάλαι ποτέ εδραιωθέντα. Ο τομέας των οικονομικών του περιβάλλοντος δεν θα εδύνατο να τεθεί εκτός της ρυθμιστικής επίδρασής της.
Η κρατούσα θέση αναφορικά με την επίδραση της πανδημίας στο περιβάλλον φαίνεται πως επικεντρώνεται στην απομείωση των βλαβερών εκπομπών στην ατμόσφαιρα[54]. Βεβαίως, επιμέρους πτυχές του περιβαλλοντικού αγαθού φαίνεται, επίσης, πως διακυβεύονται, π.χ. με την αύξηση των στερεών αποβλήτων (μασκών κλπ.).
Η ολοένα αυξανόμενη σχετική εμπειρική βιβλιογραφία δεν υποτιμά τις συνέπειες της πανδημικής κρίσης στην πολιτική οικονομία και τα οικονομικά του περιβάλλοντος, αλλά αντιθέτως συμφύρει αυτές με επιμέρους άλλες πτυχές της ακολουθούμενης (ή ακολουθητέας) πολιτικής σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, ήτοι στους στόχους, τις οραματικές της πρωτοβουλίες, τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες αυτής, αλλά και στην αξιολόγηση ex post των ωφελημάτων της για το περιβάλλον και την οικονομία, αλλά και για τη βιώσιμη συλλήβδην ανάπτυξη[55], όπως θα διαφανεί κάτωθι.
Η διάκριση (περιβαλλοντικής) κανονικότητας και έκτακτων συνθηκών[56] υιοθετείται και παρ’ ημίν (διότι στη σχετική βιβλιογραφία γίνεται λόγος για τα τρέχοντα ευκαιριακά περιβαλλοντικά ωφελήματα εν σχέσει και με το μέλλον) και χωρίς αυτή, η ασφάλεια και η βεβαιότητα δικαίου (ως στοιχεία του κράτους δικαίου) θα διακυβεύονταν. Το Συνταγματικό Δίκαιο ουδέποτε υπήρξε δίκαιο στατικό. Αντίθετα, πάντοτε οι πηγές του ερμηνεύονται δυναμικά, ενώ ισχύουν τα κοινά ερμηνευτικά εργαλεία του δικαίου, προσαρμοσμένα, όμως, στην ιδιαιτερότητα του κλάδου αυτού. Στην εκτύλιξη του συνταγματολογικού προβληματισμού, τα οικονομιά του περιβάλλοντος λαμβάνουν προέχοντα ρόλο και σχετίζονται με τα επιβληθέντα μέτρα.
Ορισμένα κριτήρια, πάντως, θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της συνταγματικότητας των όποιων μέτρων ελήφθησαν:
- Πρώτον, το έκτακτο και το επείγον της κατάστασης, που υπήρξε και όλως ασυνήθιστη συνθήκη, συνεπώς στην επιστήμη επαφίετο να διαλευκάνει τα ληπτέα μέτρα, τα οποία συνιστούσαν και εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος. Η επιστήμη δηλ. τα τεκμηρίωσε σύμφωνα με τους κανόνες της (lege artis).
- Δεύτερον, ο προσωρινός τους χαρακτήρας και η επιβολή τους χωρίς εμφανείς και προδήλως αδικαιολόγητες διακρίσεις σε όλη την επικράτεια και σε βάρος σχεδόν του συνόλου του πληθυσμού.
- Τρίτον, η διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφία τάχθηκαν υπέρ του περιορισμού αυτών των δικαιωμάτων, υπό σαφείς, πάντως όρους. Βεβαίως, ειδικώς για το δικαίωμα στο περιβάλλον ερωτάται (αναπαντήτως!) πώς ένα δικαίωμα -που δεν μπορεί ούτε επί καταστάσεως πολιορκίας να ανασταλεί – δύναται επί της παρούσης κατάστασης να ανασταλεί;, δεδομένου ότι το άρθρο 24 Σ δεν συμπεριλαμβάνεται στα άρθρα με δικαιώματα που αναστέλλονται. Όπως παρατηρεί η Ι. Καμτσίδου, η ελληνική νομολογία έχει κληροδοτήσει το εργαλείο της κατάστασης ανάγκης, που επιτρέπει την βραχεία παρέκκλιση από τις συνταγματικές επιταγές, χωρίς να μεταβάλλει το θεμέλιο της πολιτικής εξουσίας ή να απομειώνει τους περιορισμούς που το δίκαιο επιβάλλει στους φορείς της. Η αναγωγή σε αυτήν μπορεί να εξασφαλίσει την ταχεία επιστροφή στη συνταγματική κανονικότητα με όρους που ταιριάζουν σε μια συντεταγμένη πολιτεία[57].
.
Εξειδικεύοντας τις επιδράσεις της πανδημίας στα οικονομικά του περιβάλλοντος: διαστασιολόγηση των συνεπειών των επελθόντων και σχεδιασθέντων πολιτικών στην οικονομία και το περιβάλλον εν συνόλω
Ι. Γενικώς: Μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας
Η περιβαλλοντική προστασία εμπλέκει την κρατική εξουσία σε διάδραση με την αγορά. Σκοπείται ο σχεδιασμός της περιβαλλοντικής δράσης, μέσω σταθμίσεων. Τα μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας μπορούν σχηματικώς να διακριθούν σε μέτρα κρατικής ρύθμισης και σε μέτρα αυτορρύθμισης[58]. Αγορά χωρίς ρύθμιση δεν μπορεί να εξελιχθεί. Βεβαίως, τα μέτρα δεν απαιτείται πάντοτε άμεσα να έχουν περιβαλλοντικό πρόσημο, αλλά η περιβαλλοντική πολιτική διαχέεται στις λοιπές πολιτικές, με άμεσο ή έμμεσο περιβαλλοντικό όφελος. Έτσι και στην περίπτωση της πανδημίας, τα μέτρα για τη δημόσια υγεία επιδρούν παντοιοτρόπως στο περιβάλλον.
Τα νομικά μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να είναι αποτελεσματικά, ελαστικά και αποδεκτά από τους πάντες, όπως έγινε ανέκαθεν δεκτό, προκειμένου να επέλθει το αναμενόμενο όφελος.
Είθισται, επιπρόσθετα, η διάκριση των μέτρων κρατικής ρύθμισης σε άμεσα και έμμεσα μέτρα.
- Τα άμεσα μέτρα λειτουργούν μεμονωμένα στα πλαίσια της στρατηγικής προστασίας κάποιου ενδιαφέροντος τομέα, π.χ. της δημόσιας υγείας. Δεν απαιτούν τη συνέργεια του ρυθμιστικού τους υποκειμένου ή της υπό ρύθμιση κοινότητας. Ρυθμίζουν γενικές συνθήκες και περιγράφουν αναλυτικές συνθήκες στις μεμονωμένες περιπτώσεις[59] και είναι νομοθετικά ή διοικητικά. Κατά συναφή άποψη, τα άμεσα μέτρα θεωρούνται άμεσης παρέμβασης. Στην περίπτωση της πανδημίας, η απαγόρευση κυκλοφορίας και το lockdown επέφεραν οριζόντια αποτελέσματα και στον περιβαλλοντικό τομέα.
- Τα έμμεσα μέτρα αλληλεπιδρούν στο πλαίσιο συνολικής οικονομικής και οικολογικής πολιτικής. Συναντώνται εδώ εργαλεία της αγοράς, δημοσιονομικά εργαλεία, οικονομικά εργαλεία κινήτρων κλπ. Τα χρηματοδοτικά οικονομικά εργαλεία προβλέπουν τη χρηματοδότηση προγραμμάτων. Εδώ εντάσσονται γενικώς: το πλαίσιο ευθύνης, οι περιβαλλοντικές εισφορές, τα συστήματα κινήτρων, οι μηχανισμοί οικονομικής στήριξης, η περιβαλλοντική πληροφόρηση οι δημόσιες συμβάσεις, η διαχείριση κρατικής περιουσίας, η εκπόνηση ΜΠΕ. Κατά συναφή άποψη, τα έμμεσα μέτρα θεωρούνται έμμεσης ή ήπιας παρέμβασης[60]. Πρόκειται για «έμμεσα» μέτρα επηρεασμού της συμπεριφοράς του δυνητικού ρυπαίνοντα ακριβώς με έμμεσο τρόπο, απαιτώντας τη συνέργεια της υπό ρύθμιση κοινότητας. Έχουν προληπτικό και ελεγκτικό χαρακτήρα. Στοχεύουν στην ελάχιστη παρέμβαση στην παραγωγική διαδικασία, χωρίς εφαρμογή άμεσης πίεσης στα ρυθμιστικά αντικείμενα. Είναι πιο φιλικά στην αγορά και λαμβάνονται σταδιακά, βάσει της εμπειρίας. Στοχεύουν στο «πρασίνισμα» της αγοράς, αφού είναι γεγονός πως αφορούν την οικονομική και τεχνολογική εξέλιξη. Βεβαίως, υπάρχουν και άμεσα μέτρα στηριζόμενα στον οικονομικό μηχανισμό, π.χ. πρόστιμα. Σκοπείται, πάντως, εν γένει η προώθηση των «καθαρών τεχνολογιών» και των «φιλοπεριβαλλοντικών προϊόντων».
ΙΙ. Βασικά διεθνολογικά ζητήματα απτόμενα των οικονομικών του περιβάλλοντος με αφορμή την πανδημία
Η παγκόσμια διάσταση της πανδημίας αποτελεί τη «λυδία λίθο» των ερμηνειών στις οποίες προβαίνουν οι οικονομολόγοι του περιβάλλοντος. Οι κάτωθι έννοιες είναι κρίσιμες για τη θεωρητική διαπλοκή οικονομίας στη μετά-covid εποχή με την περιβαλλοντική προστασία:
1) Παγκοσμιοποίηση: ασφαλές κριτήριο για την κατανόηση του καθορισμού των γεωγραφικών ορίων ενός κράτους είναι η εδαφική διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής της κυρίαρχης εντός του νεοσύστατου κάθε φορά κράτους κοινωνικής ομάδας. Γι’ αυτό και με την «παγκοσμιοποίηση» του μεγάλου κεφαλαίου περί τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, το στοιχείο της επικράτειας είναι εκείνο από τα στοιχεία του παραδοσιακού αστικού κράτους που «σχετικοποιείται» περισσότερο. Έτσι, είθισται η έννοια του «εθνικού κράτους» εντός της γεωγραφικής επικράτειας να επιστρατεύεται ως πολιτική και επιστημονική ορολογία, ενώ συγχρόνως αποκτά «διεθνιστικό» πρόσημο στις σχέσεις του κράτους με τα άλλα, όπου δρα συνάπτοντας συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» με σκοπό την ευχερέστερη διακίνηση κεφαλαίων[61], υπηρεσιών και προϊόντων (εδώ, λ.χ. τα εμβόλια). Χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης είναι η αυξανόμενη αλληλεξάρτηση μεταξύ των οικονομιών. Η εν λόγω διάσταση πολιτικών γίνεται εμφανέστατη σε θέματα όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ενώ μεγάλη επιρροή έχει ασκήσει και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και στα οικονομικά του περιβάλλοντος, ωστόσο, η έννοια της επικράτειας σχετικοποιείται[62].
2) Ελεύθερη αγορά-εμπόριο, κίνηση κεφαλαίων και προστατευτισμός: Εκτιμάται ότι η πανδημία θα οδηγήσει σε μείωση στο παγκόσμιο εμπόριο μεταξύ 13 και 32%, μια μείωση που ξεπερνά εκείνη που προκαλείται από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2008–2009. Είναι σημαντικό οι μετα-πανδημικές κυβερνήσεις να μην επιστρέψουν σε περαιτέρω προστατευτικές πολιτικές αλλά στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενισχύει τις προοπτικές για ευεργετικό εμπόριο. Η εσωστρέφεια της τωρινής κρατικής πολιτικής, δικαιολογημένη (λίγο ή πολύ) από την ανάγκη αντιμετώπισης της πανδημίας, πρέπει μελλοντικά να αντικατασταθεί από μία ολιστική θεώρηση της ανάπτυξης, στο πρίσμα της βιώσιμης ανάπτυξης[63], η οποία διαπερνά οριζόντια όλες τις πολιτικές.
3) Εξωτερικότητες και συνεργασία: Η πανδημία κατέδειξε ότι οι παγκόσμιες εξωτερικότητες (ήτοι ιδίως η κλιματική αλλαγή, οι ασθένειες κλπ.) είναι αντιμετωπίσιμες πληρέστερα από κοινού, προκειμένου να αποφευχθεί το «φαινόμενο του λαθρεπιβάτη»[64]. Η αναδειχθείσα διάσταση της συνεργασίας για τον μετριασμό των συνεπειών των φαινομένων αυτών επιβάλλει τη λήψη μέτρων από κοινού στο μέλλον, χωρίς να επιβάλλονται οριζόντια μέτρα άνευ διαβουλεύσεων[65].
4) Ανισότητα, ασυμμετρίες του συστήματος[66]Για τους ελευθεριστές θεωρητικούς, δίκαιο είναι ό,τι διασφαλίζει στα άτομα να κάνουν τις επιλογές τους στην ελεύθερη αγορά με ελάχιστη έως ανύπαρκτη, κρατική παρέμβαση. Ο ελευθερισμός, ωστόσο, είναι τρωτός, αφής στιγμής δεν εξασφαλίζει σε όλους επαρκή μέσα για να απόλαυση των βασικών ελευθεριών τους, και αυτό επιτρέπει την υπερβολικές ανισότητες όσον αφορά την κατοχή πλούτου και την άσκηση εξουσίας. Πρόκειται για μια πολιτική φιλοσοφία που καθορά το κράτος ως αυστηρά περιορισμένο, δραστηριοποιούμενο ουσιαστικά αμιγώς στην παροχή προστασίας δια της αστυνομίας κλπ.[67] Αν υιοθετηθεί αυτή η προσέγγιση στα οικονομικά του περιβάλλοντος εν προκειμένω, η πράσινη ανάπτυξη μετά την πανδημία δεν πρόκειται να επέλθει, με την ελάχιστη κρατική παρέμβαση.
ΙΙΙ. Σημεία τομής οικονομίας, δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος στο υπό κρίση θέμα
Η ανάλυση θα έμενε ελλιπής, αν δεν προέβαινε στη συνεξέταση οικονομίας – δικαίου και πολιτικής περιβάλλοντος υπό το πρίσμα των κάτωθι εννοιών:
(1) Αρχή αναλογικότητας
Σύμφωνα με την συνταγματικής περιωπής αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του δικαιώματος πρέπει να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και stricto sensu αναλογικός. Αναγκαίο σημαίνει ότι δεν υπάρχει άλλο μέτρο εξίσου αποτελεσματικό και λιγότερο επαχθές σε ένταση, έκταση ή διάρκεια για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού[68]. Κατάλληλο είναι το μέτρο όταν είναι πρόσφορο, δηλαδή ικανό να οδηγήσει στην πραγματοποίηση του προβλεπόμενου από το νόμο σκοπού. Τέλος, η αναλογικότητα stricto sensu προϋποθέτει ότι επιτυγχάνεται εύλογη σχέση μεταξύ μέτρου και επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή τα μειονεκτήματα της ρύθμισης δεν υπερβαίνουν τα πλεονεκτήματα αυτής[69]. Τα λαμβανόμενα μέτρα οικονομικής πολιτικής (π.χ. φόροι, βλ. κάτωθι) θα πρέπει να είναι αναγκαία απολύτως στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατάλληλα για την άσκηση περιβαλλοντικής διακυβέρνησης και αναλογικά stricto sensu. Άρα, de facto λίγα μέτρα θα κατορθώσουν να περάσουν το κατώφλι του «τεστ» αναλογικότητας.
Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. το άρθρο 25 του ελλ. Συντάγματος), ο ιδιώτης αναμένει εύλογα τη διατήρηση της σταθερότητας και προβλεψιμότητας των πραγματικών και νομικών καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί και αξιώνει τη μη αιφνίδια και απρόβλεπτη μεταβολή τους[70]. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη αλλά κάμπτεται σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών στις οποίες στηρίχθηκαν τα συμβαλλόμενα μέρη και οι οποίες καθιστούν την εφαρμογή των υποχρεώσεών τους ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό ακριβώς αναδεικνύει τον χαρακτήρα της νέας κρίσης αυτής ως μεταβάλλουσας άρδην και απροόπτως τις συνθήκες και εφαρμόζεται ευθέως στον τομέα της επίδρασης τυχόν επιπλέον φόρων ή περιορισμών στα ατομικά δικαιώματα προς εδραίωση και επίρρωση της περιβαλλοντικής προστασίας στη μετά-covid εποχή και προς άμβλυνση τυχόν αρνητικών συνεπειών που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της πανδημίας, π.χ. μία πιθανή επιβολή υποχρέωσης στα εργοστάσια που παρασκεύαζαν μάσκες να αναλάβουν το κόστος απορρύπανσης[71].
Ταυτόχρονα, όταν εμφιλοχωρούν τέτοια γεγονότα εξαιρετικού χαρακτήρα, νομίμως επιδιώκεται επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων ιδιώτη – κράτους σε θέματα απτόμενα και του περιβάλλοντος βάσει της ρήτρας rebus sic standibus, η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου pacta sunt servanda[72]. Με βάση τα ως άνω, μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο περιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών δεν παραβιάζει τα άρθρα 5§1 και 25§1 Σ. καθώς ήταν αναγκαίος και πρόσφορος για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης με τα πλεονεκτήματα του μέτρου να είναι σαφώς πολλαπλά εξυπηρετώντας σκοπό δημοσίου συμφέροντος (την περιβαλλοντική προστασία)[73].
(2) Προβληματική στάθμιση ανάμεσα στην ανάκαμψη από την πανδημία και στην κάλυψη πρωταρχικών αγαθών
Η στάθμιση που καλούνται τα κράτη να υλοποιήσουν τόσο κατά, όσο και μετά την πανδημία αναφέρεται στα δικαιώματα της αξίας του ανθρώπου με την ειδικότερη έκφραση της υγείας και της ζωής του και στο δικαίωμα στο περιβάλλον. Η «σύγκρουση» αυτή δικαιωμάτων αφορά άμεσα στην οικονομία που απ’ αυτή την άποψη διαδραματίζει ρόλο «ενδιάμεσου».
Η ανθρώπινη αξία, ως μητρικό δικαίωμα υπερισχύει κάθε άλλου αγαθού, τουλάχιστον στη δυτική σκέψη. Η δε ανάκαμψη από την επαχθή πανδημία σε οικονομικό επίπεδο δέον όπως συμπεριλάβει στην εξίσωση την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Όταν αυτό το δίπολο (ανάκαμψη-άνθρωπος) τίθεται σε πρώτο πλάνο, το περιβάλλον ως δικαίωμα κοινωνικό (που αξιώνεται από το Κράτος) τίθεται αν όχι εν αμφιβόλω, πάντως σε επόμενο στάδιο σκέψης. Και πόσο μάλλον όταν δεν θεωρείται – εν προκειμένω αυστηρά! – ότι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας διασφαλίζει άμεσα και απροϋπόθετα την ανθρώπινη υγεία, εκτός ολίγων εξαιρέσεων[74].
(3) Συζητήσεις με άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη
Η μείωση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα καταδεικνύει ακριβώς την πρόοδο στον τομέα της επίτευξης του στόχου της συμφωνίας των Παρισίων να περιοριστεί η θέρμανση στους 1,5 ◦C. Τούτου παρέπεται ότι η συζήτηση για την ανάπτυξη παραμένει ζωηρή, με το κίνημα του degrowth να δικαιώνεται. Αναζητώντας, πάντως, παγκοσμίως μία νέα πράσινη συμφωνία, τονίζεται ότι η απλή αύξηση της κατανάλωσης ως μέρος οποιουδήποτε σχεδίου τόνωσης της οικονομίας είναι πιθανό να επιδεινώσει την υπάρχουσα κατάσταση ως προς τα περιβαλλοντικά προβλήματα.
Τα κριτήρια επιλογής των μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας στον άξονα της επίτευξης της βιώσιμης ανάπτυξης (γενικώς, αλλά και μετά την πανδημία) είναι:
- Νομικά: βάσει ιδίως του ενωσιακού δικαίου, αξιολογούνται τα μέτρα και οι πολιτικές ιδίως ως προς τη συμβατότητά τους με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» και την αρχή της αναλογικότητας, όπως και τις επιμέρους περιβαλλοντικές ενωσιακές αρχές[75].
- Οικονομικά: αυτά δεν αρκεί να συνάδουν με το Σύνταγμα, αλλά πρέπει να συνάδουν και με τις αρχές της οικονομικής απόδοσης, της ανταγωνιστικότητας, της προσφορότητας, της αποτελεσματικότητας. Πρέπει να συνεκτιμάται το διοικητικό κόστος και η αποδοχή από την αγορά[76]. Η αποτελεσματικότητα ενός μέτρου εκτιμάται βάσει της προστασίας του περιβάλλοντος και της ορθολογικής χρήσης των φυσικών πόρων, αλλά και των δυνατοτήτων διασυνοριακής προώθησης.
- Κοινωνικά: ένα μέτρο περιβαλλοντικής προστασίας οφείλει να συνάδει με την κοινωνική πολιτική, την κοινωνική συνοχή και την απονομή της δικαιοσύνης[77]. Αυτό ιδίως στο εδώ ενδιαφέρον πεδίο καθίσταται πρωτεύον αλλά και αμφιλεγόμενο, γιατί δεν είναι διόλου σαφές ποιος και με ποιο κριτήριο θα κρίνει το επωφελές κοινωνικά μέτρο. Αν αυτό κριθεί με αμιγώς οικονομικά κριτήρια, ελλοχεύουν οι κίνδυνοι να ληφθούν μέτρα που συνιστούν «θρυαλλίδα» στις κοινωνικές κατακτήσεις, π.χ. η υπέρμετρη επιβάρυνση των μικρομεσαίων λόγω του lockdown και τα πιθανά περιβαλλοντικά οφέλη αυτής μολαταύτα συνιστούν κρίσιμο παράδειγμα.
(4) Οικονομικά εργαλεία και αειφόρος ανάπτυξη στη μετά-covid εποχή
Στα οικονομικά συστήματα, προέχον είναι το στοιχείο των επιθυμιών ή αναγκών των πολιτών, ενώ πληθώρα διαμαχών των οικονομολόγων στα οικονομικά συστήματα σχετίζονται με το θέμα της αποτελεσματικότητας και της δημοκρατικότητας της οικονομίας[78]. Η συζήτηση σχετίζεται με το μείγμα των αγαθών και υπηρεσιών στην κοινωνία στην μετά την πανδημία εποχή.
Για τη συμβατική οικονομική θεωρία, στοιχεία της επιτυχίας θεωρούνται η συλλογή πληροφοριών για τη διαμόρφωση του κοινωνικού στόχου και η διοχέτευση της ατομικής δράσης προς τον κοινωνικό στόχο με αποτελεσματικόττηα. Οι οικονομικοί θεσμοί ορώνται ως εργαλεία δράσης. Η αγορά στέλνει «πληροφορίες» για τη ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών. Οι αγορές για πολλούς έχουν αδυναμίες διαχείρισης των φυσικών πόρων, ενώ το δημόσιο αγαθό κινδυνεύει να μείνει απροστάτευτο[79]. Η συμβατική οικονομική θεωρία υπάγει φυσικούς πόρους και περιβάλλον σε ταυτόσημη λογική με όλα τα αντικείμενα. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις του κόσμου; Αν ναι, το σύστημα θα ήταν ευαίσθητο στις επιθυμίες όλων. Οι κρατικές υπηρεσίες αναπληρώνουν το κενό με «εντολές»[80]. Το δε δίκαιο περιβάλλοντος αντικρίζεται ενίοτε ως «εμπόδιο» προσέλκυσης επενδύσεων. Η συζήτηση αυτή για τη θέση των συμβατικών οικονομικών θεωριών στην μετά την πανδημία εποχή αναφορικά με το περιβάλλον καθίσταται δραματικά επίκαιρη. Αν επιβληθούν επιπλέον περιορισμοί και μέτρα στις επιχειρήσεις που είναι ήδη πληγείσες σε ένα μεγάλο βαθμό από την πανδημία, ενδέχεται να προκληθούν παράπλευρες απώλειες. Αν πάλι αφεθούν οι πραγματικές καταστάσεις χωρίς νομική ρύθμιση, τότε δύνανται να οδηγήσουν σε άμετρη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, χωρίς ορίζοντα μεταβολών προς την πράσινη μετάβαση στο εγγύς μέλλον.
Έξυπνοι τρόποι, λοιπόν, θεωρούνται η λήψη υπόψη των καταναλωτικών προτιμήσεων και η επιλογή του πλέον φτηνού τρόπου αντιμετώπισης της ρύπανσης[81]. Τα οικονομικά εργαλεία συνιστούν υποκατηγορία θεσμών κατάλληλων για την περιβαλλοντική διαχείριση. Αλλά δεν υπάρχουν a priori σωστοί θεσμοί διαχείρισης των πόρων. Οι αγορές περιβαλλοντικών πόρων είναι εποπτευόμενες αγορές στην υπηρεσία. Οι καινοτόμοι αυτοί τρόποι δέον όπως υιοθετηθούν και προταθούν από τους οικονομολόγους στην εποχή μετά την πανδημία.
IV. Άξονες της οικονομολογικής σκέψης και πιθανοί αναφυόμενοι κίνδυνοι
Τα ήδη εξαχθέντα ερευνητικά πορίσματα στο βραχύ χρονικό διάστημα από την έκρηξη της πανδημίας ως και τη συγγραφή των πρώτων μελετών σε όλες τις επιστήμες για το θέμα, τυποποιήθηκαν βιβλιογραφικώς τα κάτωθι πορίσματα για τον οικονομολόγο του περιβάλλοντος, τα οποία αφενός συνιστούν πάγιες γραμμές σκέψης του, αφετέρου ταυτοχρόνως υπάγουν αυτές στις σημερινές απαιτήσεις:
Ο οικονομολόγος, λοιπόν, του περιβάλλοντος κρίνεται σκόπιμο:
- Να ακροβατεί ανάμεσα στο παρόν και το μέλλον, στο βραχυπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο αναφορικά με την επιβίωση του ανθρώπου, αλλά εντός του περιβάλλοντος (ανθρωποκεντρική, πλην όχι άμετρη θεώρηση)[82].
- Να λαμβάνει υπόψη τα αντιπαλόμενα εκάστοτε συμφέροντα.
- Η μακροοικονομική συζήτηση να εστιάζει στο εάν οποιαδήποτε επένδυση είναι πληθωριστική ή εάν η κρίση θα προκαλέσει μια περίοδο αποπληθωριστικής πίεσης όταν οι κυβερνήσεις παρίστανται ικανές να συνεχίσουν με τη διαδικασία αποπληρωμής του δημόσιου χρέους τους με μικρή συνέπεια[83].
- Να εστιάζει αμιγώς στα βασικά μέρη μιας πολιτικής υπό υλοποίηση και όχι στα ασήμαντα.
- Να εκμεταλλεύεται την πληθώρα των οικονομολογικών τεχνικών (π.χ. οικονομετρία κλπ.) ως ευκαιρία διαλόγου μεταξύ τους και όχι αλληλοαποκλεισμού.
- Έμφαση πρέπει να δίδει μεν στην επανάκαμψη του εμπορίου και της ελεύθερης αγοράς, αλλά απαιτείται η «σωστή» οικονομική πολιτική για να επιτευχθούν οφέλη, ιδίως στην περίπτωση των εξωτερικοτήτων.
- Να ερμηνεύει με ρεαλιστικό τρόπο τις όποιες ανησυχίες και φόβους αναφυούν στην πορεία, αλλά και να κατορθώσει να μετατρέψει τις όποιες στάσεις και ιδέες σε πραγματική κοινωνικοοικονομική αλλαγή.
- Να αποπειράται να διαγνώσει το κοινωνικοοικονομικό κόστος μιας τέτοιας μετάβασης, ιδίως στο μεταίχμιο από την πανδημία στη μετέπειτα «κανονικότητα» (;) καθώς και να αποφανθεί για τον τρόπο που θα μπορούσε κάποιος να σχεδιάσει την κατάλληλη μετάβαση που θα ελαχιστοποιούσε το κόστος.
Στη δόμηση της οικονομολογικής θεώρησής του, κρίσιμο ρόλο θα διαδραματίσουν οι ακόλουθες σκέψεις:
- Τα χρήματα που δαπανώνται για πράσινες επενδύσεις ερωτάται αν παρέχουν οικονομικά οφέλη για να λειτουργήσουν ως γενικό κεϋνσιανό ερέθισμα
- Τα χρήματα που δαπανώνται σε επενδύσεις για φυσικό αέριο/πετρέλαιο κλπ. σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του πετρελαίου επιδρούν αρνητικά στον ανταγωνισμό, επειδή οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι ακριβότερες
- Οι πτωχές χώρες που ευθύνονται ελάχιστα για την κλιματική αλλαγή τελικώς σηκώνουν και το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος[84]
- Η διάσταση των εκτός συναλλαγής πραγμάτων δεν πρέπει να παροράται από τον οικονομολόγο στη σταθμιστική του λογική
- Η κρατική πολιτική πρέπει να εξεταστεί και να χαραχτεί όχι μόνο με άξονα την πράσινη μετάβαση, αλλά και το δίκαιο της όλης διαδικασίας αυτής. Και τούτο, ενώ παράλληλα συρρικνώνονται τα κρατικά έσοδα.
- Ναι μεν υφίσταται προθυμία χρηματοδότησης μιας πράσινης επένδυσης μετά την πανδημική κρίση, ωστόσο ερίζεται ακριβώς το τι εστί «πράσινο» (ήτοι η χάραξη των ορίων).
- Το χάσμα ΕΕ-ΗΠΑ και υπόλοιπου κόσμου δεν πρέπει να παραβλέπεται[85].
- Η ανισότητα, όπως προεκτέθηκε, οξύνει το πρόβλημα και δεν βελτιστοποιεί την πράσινη μετάβαση[86], συνεπώς η μείωση των ανισοτήτων πρέπει να αποτελεί δικαιο-οικονομική προτεραιότητα, ως συνταγματική υποχρέωση.
V. Κατιδίαν περιβαλλοντικά μέτρα
Η συζήτηση για τα διδάγματα στα οικονομικά του περιβάλλοντος από την πανδημία θα έμενε καχεκτική, αν δεν συνοδευόταν από την πρόταση συγκεκριμένων μέτρων για την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης μετά την πανδημία.
Τα μέτρα αυτά, βάσει συμπάντων των ως άνω θα μπορούσαν να είναι:
Α) Η χορήγηση κινήτρων με κρατική χρηματοδότηση στην πράσινη ανάπτυξη επισφραγίζει τη συμμετοχή του κράτους με εγγυητική-παροχική λειτουργία και ταυτόχρονα ενισχύει την ιδιωτική πρωτοβουλία με ευεργετικά περιβαλλοντικά αποτελέσματα. Αυτή δύναται να αφορά δύο τομείς: ίδρυση εξαρχής κάποιας επιχείρησης ή υποστήριξή της στη μετά την πανδημία εποχή ώστε να αντεπεξέλθει στα πιθανά κόστη της και τις επιβαρύνσεις, με την ενθάρρυνσή της να υιοθετήσει φιλοπεριβαλλοντικές συμπεριφορές.
Β) Οι περιβαλλοντικοί φόροι επαγγέλλονται στην κάλυψη του κενού δημιουργηθέντος από την πανδημική κρίση. Με την επιβολή τους, θα αναβληθεί οποιαδήποτε αρνητική επίδραση στον ανταγωνισμό (από τους υψηλότερους φόρους) και, ως εκ τούτου, μειώνονται οι δυνατότητες για διαρροή άνθρακα που θα προέκυπτε από μετεγκατάσταση επιχειρήσεων σε λιγότερο αυστηρά ελεγχόμενες χώρες (φορολογικούς παραδείσους) για να αποφύγουν την καταβολή φόρου άνθρακα[87].
Γ) Πανδημία και μέτρα για την ενεργειακή μετάβαση: μία επιτρεπόμενη αναλογία; Επ’ αφορμή της πανδημίας (που φαίνεται αρχικώς πως επέδρασε θετικά στο περιβάλλον), τίθεται εμφατικά το ερώτημα της σχέσεως περιβάλλοντος και οικονομικής ανάπτυξης σε μία μελλοντική βάση, αφού η διατήρηση των θετικών συνεπειών στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα, απαιτεί τη διαμόρφωση και υλοποίηση κατάλληλης ενεργειακής πολιτικής που μπορεί να συνοψιστεί σε τέσσερα βασικά σημεία:
α) αντικατάσταση πηγών ενέργειας με άλλες που εκπέμπουν λιγότερο και δεν οξύνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου με ταυτόχρονη προστασία των υπαρχουσών τεχνολογιών μηδενικού άνθρακα (π.χ. πυρηνική ενέργεια), αλλά και με έμφαση σε νέες πηγές ενέργειας και παροχή κινήτρων έρευνας και ανάπτυξης σε τομείς συναφείς της ενέργειας, π.χ. μεταφορές, βιομηχανία κλπ: η θέση αυτή παρίσταται ρεαλιστική και ήδη αποτυπώνεται στην ενωσιακή (στις Οδηγίες) και εθνική νομοθεσία. Υπάρχει αναγκαιότητα πρόβλεψης ενεργειακής διασύνδεσης ορισμένων περιοχών και υποχρέωση πρόβλεψης αυτής σε χωρικό σχεδιασμό[88].
β) εφαρμογή νέων αυστηρών προτύπων προς περιστολή των εκπομπών, χωρίς όμως, μείωση της συνολικής ανάπτυξης, όπως το LEED για τα οικοδομικά υλικά: η πρόταση αυτή προϋποθέτει την τεχνολογική ανέλιξη.
γ) πληρέστερη και αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση τεχνολογιών και υποδομών καθαρής ενέργειας για την τόνωση της οικονομίας, χωρίς παράλληλη επαύξηση εκπομπών, με τον εκσυγχρονισμό των μετασχηματιστικών ενεργειακών υποδομών και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
δ) λαμβάνοντας υπόψη τον διασυνοριακό και διεθνή χαρακτήρα των εκπομπών, έμφαση πρέπει να δοθεί και στις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες των κρατών, που θα περιλαμβάνουν μια ανταλλαγή τεχνογνωσίας κλπ. άποψη που είναι απολύτως εύστοχη.
Όλες οι προτάσεις συμπλέουν με την αειφόρο ανάπτυξη και την τριπλή συνιστώσα της (οικονομία – κοινωνία – οικολογία)[89], ενώ έμφαση δίνεται και στη διατήρηση και επαύξηση των θέσεων εργασίας, αλλά και στην προστασία της βιομηχανικής δράσης, με μια λογική μάλλον οικολογικής οικονομικής και στη συλλογική και προληπτική δράση, που στον τομέα του περιβάλλοντος είναι sine qua non προϋπόθεση προστασίας και ανάδειξής του.
Όπως, όμως, επισημαίνει ο καθηγητής της Νομικής Ν. Αλιβιζάτος, η αρχή της πρόληψης βλάβης (που αποτελεί μητρική αρχή του ενωσιακού δικαίου περιβάλλοντος), στην περίπτωση της πανδημίας μπορεί – αναλόγως και με τη χρήση της – να οδηγήσει σε έκπτωση των δημοκρατικών κεκτημένων και σε περιορισμό του πυρήνα των δικαιωμάτων των απορρεόντων εκ του Συντάγματος[90], αν γίνει κατάχρησή της. Συνεπώς, προβληματική φαίνεται η αναλογία πανδημίας – περιβαλλοντικής πολιτικής, όσο και αν στη βάση της η σκέψη του συγγραφέα φαίνεται ορθή.
Συγκεντρωτικά συμπεράσματα
1) Η αμφισβήτηση των πάλαι ποτέ κραταιών οικονομικών δραστηριοτήτων, όπως και των εν γένει προπυργίων της προ-πανδημίας δραστηριότητας (λ.χ ο τουρισμός για την Ελλάδα) τονίζει πως δεν υφίστανται στεγανά και «άβατα» στην οικονομία[91].
2) Η προβληματική στάθμιση ανάμεσα στην ανάκαμψη από την πανδημία και στην κάλυψη πρωταρχικών αγαθών οράται διεπιστημονικά, αφού εμπλέκει και τη νομική επιστήμη που αποτελεί αρωγό στον οικονομολόγο. Γίνεται δεκτό πως το de lege δικαιικό σύστημα δεν πρέπει να παραβλέπει το παράλληλο de facto αξιακό σύστημα[92]. Ως αντίπαλες δυνάμεις στην κρατούσα θεώρηση πολλάκις προβάλλονται η κοινωνική δικαιοσύνη, η οικονομική ευημερία και η οικολογική ισορροπία, άποψη εντελώς σχηματική και παρωχημένη, ιδίως εν καιρώ πανδημίας. Όπως επισημαίνεται, η δυσκολία για την ένταξη της οικολογικής δικαιοσύνης στη νομική και οικονομική συστηματική ερείδεται στο ότι η οικολογική δικαιοσύνη αναλύεται στους άξονες του χώρου (ευθύνη για το περιβάλλον) και του χρόνου (ευθύνη για τις μέλλουσες γενεές)[93] και στην εγγενή δυσχέρεια ακριβούς εκάστοτε οριοθέτησης της περιβαλλοντικής ζημίας.
3) Τα άμεσα περιβαλλοντικά οφέλη δεν θα πρέπει να αποτελούν εφαλτήριο ή προάγγελο μιας μακροπρόθεσμης περιβαλλοντικής υποχώρησης στη χάραξη πολιτικής. Ελπίζεται ότι η πανδημία θα τονίσει τα πιθανά κόστη μίας απραξίας αναφορικά με την κλιματική αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, αυτό συμπλέει με την αξίωση υψηλής (και όχι ύψιστης) περιβαλλοντικής προστασίας στην ΕΕ. Στην ΕΕ τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να υιοθετηθεί λογική κατάργησης (de-regulation) και αναρρύθμισης (re-regulation)[94].
4) Οι ερευνητικές (εμπειρικές) «ατασθαλίες» (;) των οικονομολόγων του περιβάλλοντος[95] συνιστούν αφορμή εξέτασης όλων των παραμέτρων της πανδημικής κρίσης στο περιβάλλον και δεν ιεραρχούνται.
5) Η έγκαιρη, στοχευμένη, αποφασιστική πολιτική, τόσο με χαρακτήρα up to bottom, όσο και το αντίστροφο. Είθισται η θεωρητική διάκριση των λαμβανόμενων μέτρων σε de lege κανονιστικό σύστημα και de facto ρυθμιστικό σύστημα. Η θέσπιση μέτρων στη μετά την πανδημία εποχή δεν πρέπει να λησμονεί την ανάγκη αφενός στήριξης της πραγματικής οικονομίας, αφετέρου τις συνταγματικές και ενωσιακές «κόκκινες» γραμμές περιβαλλοντικής προστασίας.
6) Στην εθνική δικαιοταξία και οικονομική πραγματικότητα, εντοπίζουμε και αξιολογούμε άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά:
- Την αξιοποίηση των φυσικών πόρων με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη, η οποία δείχνει επιταχυνόμενη τα τελευταία έτη.
- Την ύπαρξη επαρκούς πλαισίου περιβαλλοντικής πληροφόρησης με στοιχεία μετρήσεων για τον ρόλο της πανδημίας στο περιβάλλον.
- Τον ρόλο δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που καλείται εκ νέου να διαδραματίσει ρόλο «βοηθού» στην ανάκαμψη.
Ήδη από τον αιώνα του Κοινωνικού Συμβολαίου και τον J. Locke, έγινε αποδεκτή η αποδοχή της αξιολογικής προτεραιότητας των δικαιωμάτων του ατόμου έναντι των δημοσίων ή ιδιωτικών καθηκόντων του. Τα σημερινά κράτη στους συνταγματικούς ιδίως χάρτες τους μετατρέπονται σε κράτη πρόληψης της προσβολής. Η πρόληψη πρέπει να υπηρετείται από τον οικονομολόγο του περιβάλλοντος, όπως του επιβάλλεται εκ της θέσεώς του[96]. Το κράτος της μετανεωτερικότητας (ή ύστερης νεωτερικότητας) καλείται να αντιμετωπίσει ποικίλους και απρόβλεπτους κινδύνους, με νομικά και οικονομικά μέσα.
————
[1] Βλ. και Brundtland Report και γενικώς: Π. Γαλάνης, Το Νομικό Πλαίσιο της Δόμησης (προλ. καθηγήτριας Γ. Γιαννακούρου), εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, Π. Γαλάνης, Μέσα και εργαλεία εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδιασμού (προλ. καθηγητή Ν. Σημαντήρα), εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, Π. Γαλάνης, Δίκαιο για την κλιματική αλλαγή, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, Π. Γαλάνης, Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αδειοδότηση (προλ. καθηγήτριας Β. Καραγεώργου), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2022, Π. Γαλάνης, Δημόσιο Δίκαιο της Αναδάσωσης (προλ. καθηγήτριας Γ. Σιούτη), εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2022.
[2] Τσάλτας Γ., Γιοχάνσεμπουργκ 2002: Το περιβάλλον μετά τη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Αειφόρο Ανάπτυξη, εκδ. Ι. Σιδέρης, 2003, Αθήνα, 38, Βρετού Β., Η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της βιώσιμης ανάπτυξης. Προκλήσεις για τη Διοίκηση – Συνήγορος του Πολίτη και προστασία του περιβάλλοντος, ΠερΔικ 1/2003, 73.
[3] Δεκλερής Μ. Ο Δωδεκάδελτος του Περιβάλλοντος, 331, ΣτΕ 2993/1998, ΣτΕ 637/1998 κλπ.
[4] Κουτούπα-Ρεγκάκου Ε, Δίκαιο προστασίας περιβάλλοντος, 59-60, Καράκωστας Ι., Απειλούμενη συνταγματική παραβίαση του περιβαλλοντικού κεκτημένου – Το άρθρο 24 του Συντάγματος, μη αναθεωρητέα διάταξη, ΠερΔικ 4/2000, 464.
[5] Τσάλτας Γ., Πλατιάς Χ., Ευρωπαϊκή Ένωση και Περιβάλλον: Ανατομία μίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 59.
[6] Παπακωνσταντίνου Α., Το περιβαλλοντικό Σύνταγμα: Σύγχρονες πτυχές, ΠερΔικ, 439-440.
[7] Δημαδάμα Ζ., Οικονομία, ανάπτυξη, περιβάλλον, εκδ. Παπαζήση, 2008.
[8] Καρατσώλης Κ., Εισαγωγή στο Δίκαιο της Πολεοδομίας στην Ελλάδα και την Κύπρο, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2020, 39-40, Γαλάνης Π., Σύγχρονες προσεγγίσεις στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2020, 23-24.
[9] Αθανασοπούλου Χ., Οικονομική ελευθερία και προστασία του περιβάλλοντος, σύγχρονες προοπτικές σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, 31, see also, Rendall Dr., Nuclear Weapons and Intergenerational Exploitation. Security Studies – SECUR STUD. 16. 10.1080/09636410701741070, 2007, Available at:
[10] Σμπώκος Γ., Εφαρμογές μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2011, 1-2.
[11] Muñoz J., The Philosophical Foundations of John Maynard Keynes’s Thinking as Expressed in the Economic Consequences of the Peace (1919), 2013. Available at SSRN:
https://ssrn.com/abstract=2238900.
[12] Riley J., “Justice Under Capitalism,” Markets and Justice, John W. Chapman (ed.), New York: New York University Press, 1989, 122–162.
[13] Μαντζάρης Ι., Μαντζάρη Ε., Μια μετα-Κεϋνσιανή προσέγγιση της σύγχρονης Οικολογικής Οικονομικής Πολιτικής, ΠερΔικ 1/2005, 82 επ.
[14] Μαντζάρης Ι., Μαντζάρη Ε., ό.π., 82.
[15] Palermo G., “ARE WE ALL POST KEYNESIANS?” History of Economic Ideas 13, no. 1, 2005, 133-50. Available at: http://www.jstor.org/stable/23723205.
[16] Μαντζάρη Ι., Οικονομική του Περιβάλλοντος: Ένας νέος τομέας δημιούργημα των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και απαιτήσεων, ΠερΔικ 2/2001, 158-177.
[17] Larrabee H. A., “Pareto and the Philosophers.” The Journal of Philosophy, vol. 32, no. 19, 1935, 505–515. JSTOR. Available at:
[18] Σμπώκος Γ., ό.π., 213 επ.
[19] Γαλάνης Π., Η ισότητα εν συγκρούσει με την ελευθερία στην εκπαίδευση και ως «ανάχωμα» στην εξέλιξη του χαρισματικού ατόμου: Ένα φιλοσοφικό πείραμα αποδόμησης του επιχειρήματος περί σύγκρουσης από το 17ο αι. μ.Χ. και εξής, με αξιώσεις σημερινής εφαρμογής. Στο Πρακτικά του 8ου Πανελλήνιου συνεδρίου Επιστημών Εκπαίδευσης, 2018, 133-142, DOI:
http://dx.doi.org/10.12681/edusc.2661.
[20] Ρωλς Τ., Θεωρία της Δικαιοσύνης, Βασιλόγιαννης, Βουτσάκης κλπ., εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2001, σελ. 36, See also: Παπαγεωργίου, Κ., Η πολιτική δυνατότητα της δικαιοσύνης, συμβόλαιο και συναίνεση στον J. Rawls, Μολύβας Γρ., Δικαιώματα και θεωρίες δικαιοσύνης, Rawls, Dworkin, Nozick, Sen, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2004.
[21] Γαλάνης Π., Σύγχρονες επιχειρήσεις και περιβαλλοντική προστασία μεταξύ πολιτικής και ηθικής φιλοσοφίας, περιβαλλοντικής νομοθεσίας, νομολογίας και οικονομικής ελευθερίας. Στο Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού της ΕΛΕΣΥΠ, εκδ. Πεδίο, ISSN 1105-2449, 137-147.
[22] Dick J., “How to Justify a Distribution of Earnings,” Philosophy and Public Affairs, 4, 1975, 248–272.
[23] Αντωνίου Θ., Ιστορία Πολιτικών Ιδεών, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2016, 228-240.
[24] Frenken K., Meelen T., Arets M., and Van de Glind, P. Smarter Regulation for the Sharing Economy. The Guardian (December 2020), 2015, available at: https://www.theguardian.com/science/political-science/2015/ may/20/smarter-regulation-for-the-sharing-economy.
[25] Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016). Ευρωπαϊκή ατζέντα για μια συνεργατική οικονομία. Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών. {SWD(2016) 184 final}. Βρυξέλλες 2.6.2016, COM(2016)356 final.
[26] Schor J., Debating the Sharing Economy, Great Transition Initiative toward a transformative vision and praxis, 2014, 6.
[27] McCandless B., “Psychosocial Development of Personality.” Child Development, vol. 20, no. 3, 1949, 123–129. JSTOR, available at: www.jstor.org/stable/1125868.
[28] Rushton J.P., “Moral Cognition, Behaviorism, and Social Learning Theory.” Ethics, vol. 92, no. 3, 1982, 459–467. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/2380732. Accessed 1 Dec. 2020.
[29] Hodgkinson G., “Development and Validation of the Strategic Locus of Control Scale” Strategic Management Journal, 13(4), 311-317, available at: http://www.jstor.org/stable/248661.
[30] Jonsson A., Engqvist K., Nillson A., “Exploring the Relationship Between Values and Pro-Environmental Behaviour: The Influence of Locus of Control.” Environmental Values, vol. 23, no. 3, 2014, 297–314., available at: http://www.jstor.org/stable/43695150.
[31] Frenken, K., Meelen, T., Arets, M., and Van de Glind, P. (2015) Smarter Regulation for the Sharing Economy. The Guardian (December 2020), <https://www.theguardian.com/science/political-science/2015/ may/20/smarter-regulation-for-the-sharing-economy>.
[32] Zhang Y., Mi, Z. Environmental benefits of bike sharing: a big data-based analysis. Appl. Energy 220, 296–301 (2018).
[33] Lobel, O. Coase and the platform economy In Sharing Economy Handbook 2018 (eds. Davidson, N., Finck, M., Infranca, J.), Cambridge University Press, Cambridge, UK, 2018.
[34] Aarts, H. and Custers, R. (2009). Habit, action, and consciousness. In: Encyclopedia of Consciousness, vol. 1 (ed. W.P. Banks), 315–328. Oxford, Elsevier.
[35] Dahlstrand, U. and Biel, A. (1997). Pro‐environmental habits: propensity levels in behavioural change. Journal of Applied Social Psychology 27 (7): 588–601.
[36] Neal, D.T., Wood, W., and Quinn, J.M. (2006). Habits – a repeat performance. Current Directions in Psychological Science 15 (4): 198–202.
[37] Verplanken, B. and Aarts, H. (1999). Habit, attitude, and planned behaviour: is habit anempty construct or an interesting case of automaticity? European Review of Social Psychology 10: 101–134.
[38] Verplanken, B. and Wood, W. (2006). Interventions to break and create consumer habits. American Marketing Association 25 (1): 90–103.
[39] Κατριός Θ., Η επικαιρότητα του Φροϋδικού έργου. Hellenic Journal of Psychology, 6(1), 14-25.
[40] Rothschild N., The Physiology of Free Will: Faculty Psychology and the Structure of the Miltonic Mind. In Simpson-Younger N. & Simon M. (Eds.), Forming Sleep: Representing Consciousness in the English Renaissance, 187-208), 2020, University Park, Penn State University Press.
[41] Shoesmith G., Eysenck’s Type Theory. In Psychology: A New Complete GCSE Course: For AQA Specification 4180 (pp. 102-107). Cambridge, The Lutterworth Press. doi:10.2307/j.ctt1cg4mcd.22, 2015.
[42] Maslow A. H., Motivation and personality. New York: Harper & Row, 1954.
[43] Yoshihisa K., Is Culture a Problem for Social Psychology? International Review of Qualitative Research, 1(1), 103-115. Available at: http://www.jstor.org/stable/10.1525/irqr.2008.1.1.103.
[44] Heinrichs H., Sharing economy: a potential new pathway to sustainability. GAIA 22, 228–231 (2013).
[45] Yoon Kwang-Il, “Political Psychology of Individualism and Collectivism.” Journal of International and Area Studies, vol. 21, no. 2, 2014, 45–64. Available at: JSTOR, http://www.jstor.org/stable/43490505.
[46] Shiraev E.B., Levy D. (επιμ. Β. Παυλόπουλος), Διαπολιτισμική Ψυχολογία – κριτική σκέψη και εφαρμογές, εκδ. Πεδίο, 2018, 65 επ.
[47] Chu R et al., “Herding and Homicide: An Examination of the Nisbett-Reaves Hypothesis.” Social Forces, vol. 78, no. 3, 2000, 971–987. Available at: JSTOR, http://www.jstor.org/stable/3005938.
[48] Sauvé L., Courants et modèles d’interventions en éducation relative à l’environnement. Module 5. Programme d’études supérieures – Formation en éducation relative à l’environnement – Francophonie internationale. Montréal: Les Publications EREUQAM, Université du Québec à Montréal – Collectif ERE-Francophonie, 2003.
[49] UNESCO, Educating for a sustainable future. A transdisciplinary vision for concerted action. Paris: UNESCO, 1997.
[50] See for further information, Δασκολιά Μ., Θεωρία και Πράξη στην Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Οι προσωπικές θεωρίες των εκπαιδευτικών. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2005.
[51] Ducci F., “Competition Law and Policy Issues in the Sharing Economy.” Law and the “Sharing Economy”: Regulating Online Market Platforms, edited by Derek McKee et al., by Sabrina Tremblay-Huet, University of Ottawa Press, 2018, 295–318. JSTOR, Available at: www.jstor.org/stable/j.ctv5vdczv.13.
[52]Economy reset, reforms, all climate change considerations and alerting records and the working efforts towards a more sustainable economy/ world. https://www.weforum.org/agenda/2020/06/now-is-the-time-for-a-great-reset,
[53] Βλ. αναλυτικότερα: https://www.un.org/en/climatechange/un-secretary-general-speaks-state-planet.
[54] Institute for Global Environmental Strategies. Report. Institute for Global Environmental Strategies, 2020. Accessed December 28, 2020. doi:10.2307/resrep24951.
[55] Πρβλ. ΣτΕ 1943/2017, Τμ. Ε΄ επταμ. [παρατ. Σ. Χριστοφορίδου], ΘΠΔΔ 10/2017.
[56] Βλ. μεταξύ άλλων Foucault M., The Birth of Biopolitics, Lectures, ed. Palgrave Macmillan 2008, Lecture 04/04/1979, 313.
[57] Καμτσίδου Ι., Η πανδημία και η αναχώρηση του δικαίου, https://www.constitutionalism.gr/2020-03-04_kamtsidou_pandimia/.
[58] Σμπώκος Γ., Εφαρμογές μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2011, 1-2.
[59] Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), Εισαγωγή στο Φυσικό και Ανθρωπογενές Περιβάλλον, Τόμος Α, Το Φυσικό Περιβάλλον, Κεφάλαιο 1, Οικολογικά Συστήματα (Συγγραφέας: Μ. Αριανούτσου), Κεφάλαιο 2, Γεωλογία (και Γεωτεχνική) (Συγγραφέας: Κ. Σταματόπουλος, Κεφάλαιο 3, Υδρολογία (Συγγραφείς: Π. Παναγιωτίδης, Α. Δημητρακόπουλος), Κεφάλαιο 4, Μετεωρολογία (Συγγραφέας: Κ. Καρτάλης), 1999, σελ. 1-272.
[60] Σαφώς τα όρια τείνουν σήμερα να είναι ρευστά, λαμβανομένης υπόψη και της τεχνολογικής έκρηξης, αλλά και των κοινωνικοικονομικών μεταλλαγών.
[61] Πρβλ. Παυλόπουλος Π., Οι αρνητικές επιπτώσεις των ατελειών του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ΘΠΔΔ 8-9/2017.
[62] Κονδύλης Π., Από τον 20ο στον 21ο αι., τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Αθήνα, 1998, σελ. 18-19.
[63] Kertzer J., “Making Sense of Isolationism: Foreign Policy Mood as a Multilevel Phenomenon.” The Journal of Politics, vol. 75, no. 1, 2013, pp. 225–240. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/10.1017/s0022381612000989. Accessed 28 Dec. 2020.
[64] Cornes R., Sandler T,, The Theory of Externalities, Public Goods and Club Goods, New York, Cambridge University Press, 1986, Heller W, Starrett D., On the Nature of Externalities, σε Lin S. (επιμ.), Theory and Measurement of Economic Externalities, Academic Press, New York, 1976, p. 10, R. Hardin, The Free Rider Problem, The Stanford Encyclopedia of Philosophy, 2003.
[65] Dasgupta P., Ehrlich P.R., “Pervasive Externalities at the Population, Consumption, and Environment Nexus.” Science 340, no. 6130 (2013): 324-28. Accessed December 28, 2020. http://www.jstor.org/stable/41942228.
[66] Κομνηνός Ν., Το Ελληνικό Σύστημα Καινοτομίας: Επιδόσεις, ασυμμετρίες και αστοχίες πολιτικής, στο: Ελληνική Βιομηχανία: Προς την Οικονομία της Γνώσης, Πρακτικά Συνεδρίου ΤΕΕ, Αθήνα, 2006.
[67] Βλ. εκτενώς Θ. Αντωνίου, Ιστορία πολιτικών ιδεών, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2016.
[68] Δαγτόγλου Π.Δ., ό.π. 177.
[69]ΣτΕ 1149/1988, 2153/1989, 4050/1990, Κουτούπα – Ρεγκάκου Ε., Ο ρόλος των αόριστων εννοιών στο σύγχρονο κράτος δικαίου, σε Κ. Σταμάτη (επιμ.), Όψεις του κράτους δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, 1990, Θεσσαλονίκη, 314 επ.
[70]ΣτΕ 111-1117/2014 Ολομ., σκ. 25.
[71] Γαλάνης Π., Αναστοπούλου Ε.Κ., Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» στο ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο: Μία επαναξιολόγηση νομικών βεβαιοτήτων; Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2020 (ΕφημΔΔ), 345-358.
[72]ό.π., σκ. 24.
[73] Πατσίκας Δ.Γ., Tα «Μνημόνια», ο κορωνοϊός και ο έλεγχος συνταγματικότητας – Σύγκριση των δύο έκτακτων περιόδων και η αντιμετώπισή τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας, https://www.constitutionalism.gr/2020-04_patsikas_mnimonia-koronoios/.
[74] Βλ ΑΠ 40/1998 (Ολομ.), « … και αν ακόμη θεωρηθεί ότι το άρθρο 2 παρ. 1 Σ ιδρύει ατομικό δικαίωμα, … σε αυτό περιλαμβάνεται όχι μόνο η άμυνα κατά επεμβάσεων της πολιτειακής εξουσίας, αλλά και η αξίωση κατά της πολιτείας για θετική ενέργεια προς αποτροπή προσβολών της αξίας του ανθρώπου από τρίτους, εις τρόπον ώστε το περιεχόμενο του συγκεκριμένου ατομικού δικαιώματος εμποδίζει το νομοθέτη να υποβιβάσει σε συγκεκριμένη περίπτωση το υφιστάμενο επίπεδο προστασίας.»
[75] Gostin L., Berkman B.E., “PANDEMIC INFLUENZA: ETHICS, LAW, AND THE PUBLIC’S HEALTH.” Administrative Law Review, vol. 59, no. 1, 2007, 121–175. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/40711978. Accessed 28 Dec. 2020.
[76] Αθανασοπούλου Χ., Οικονομική ελευθερία και προστασία του περιβάλλοντος, σύγχρονες προοπτικές σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, ό.π., 31.
[77] Σμπώκος Γ., ό.π., 218-231.
[78] Παπανδρέου Α. εις Α. Παπανδρέου, Β. Καραγεώργου, Οικονομικά εργαλεία για την αειφόρο ανάπτυξη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2003, 19.
[79] Νικολαΐδης Ν., Σχόλια στην απόφαση ΣτΕ 49/2018 (Τμ. Ε΄), ΠερΔικ 4/2017.
[80] Οικονόμου Α. Κλπ., Compliance and Ethics, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 437.
[81] Παπανδρέου Α., ό.π., 28-33.
[82] Clapp J., Helleiner E., “International Political Economy and the Environment: Back to the Basics?” International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-) 88, no. 3 (2012): 485-501. Accessed December 28, 2020. http://www.jstor.org/stable/23255547.
[83] Πρβλ. Λαζαράτο Π., Δημοσιονομικό συμφέρον και δίκαιο της ανάγκης, ΘΠΔΔ 8-9/2013.
[84]A. Van Nieuwerk, COVID-19 and Regional Integration in Southern Africa: South Africa’s Moment of Truth. South African Institute of International Affairs, 2020, http://www.jstor.org/stable/resrep25952. Accessed 28 Dec. 2020.
[85] A. Van Nieuwerk, ό.π.
[86] Allen J. et al. “Crises Collide: Capitalism, Care, and COVID-19.” Feminist Studies, vol. 46, no. 3, 2020, pp. 583–595. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/10.15767/feministstudies.46.3.0583. Accessed 28 Dec. 2020.
[87] Λαζαρέτος Θ., Πράσινοι φόροι: Οι τάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Επιχείρηση 56/2010.
[88] Για τα οποία βλ. Γαλάνης Π., Διασύνδεση Κρήτης με το Ελληνικό Διασυνδεδεμένο Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, Σχολιασμός της ΣτΕ 1272/2019 Τμ. Ε΄, ΠερΔικ 2/2019, 450.
[89] Ενδεικτικώς: Κρεμαλής Γ., Η αρχή της αειφορίας: καταστατική αρχή του ευρωενωσιακού οικοδομήματος, Ελληνική Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου 2001, 261 επ, Κ. Παπαδημητρίου, Αειφόρος ανάπτυξη και Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, Νόμος και Φύση, 2003 κλπ.
[90] Πρβλ. Αλιβιζάτο Ν., Ποια δημοκρατία μετά τον COVID-19; 2020, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.constitutionalism.gr/2020-03-25_alivizatos_covid19-democracy/
[91] Γαλάνης Π., Η πρωτεϊκή φύση του Δημοσίου Δικαίου και του δημοσίου συμφέροντος υπό το πρίσμα του δικαίου των αποκρατικοποιήσεων, Βιβλιοκριτική για το βιβλίο του κ. Γ. Γαλανόπουλου, «Η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων στην περίοδο της οικονομικής κρίσης», εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2020, υπό δημοσίευση, ΘΠΔΔ, 2021.
[92] Αντωνίου Θ., Η στάθμιση ως μέθοδος ερμηνείας στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας-Μερικές σκέψεις με αφορμή τις 3478/2000 και 613/2002 αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ-, εις:Τιμητικός Τόμος Συμβουλίου της Επικρατείας, 2004, 969 επ.
[93] Βλ. και Αθανασοπούλου Χ., Οικονομική ελευθερία και προστασία του περιβάλλοντος, σύγχρονες προοπτικές σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, ό.π., 31.
[94] Σμπώκος Γ., ό.π., 213.
[95] Beder S., “Environmental Economics and Ecological Economics: The Contribution of Interdisciplinarity to Understanding, Influence and Effectiveness.” Environmental Conservation 38, no. 2 (2011): 140-50. Accessed December 28, 2020. http://www.jstor.org/stable/44519544.
[96] Ανθόπουλος Χ., Ο Covid-19 και η εποχή των δικαιωμάτων, https://www.constitutionalism.gr/2020-03-29_anthopoulos-covid19-telos-epohis-dikaiomaton/..
.
ΚατηγορίεςΝομοθεσία, Περιβάλλον