Φύση και Ελευθερία

Σοφία Ε. Παυλάκη,
Δικηγόρος, M.Sc.

«Η ελευθερία έχει ως θεμέλιο την φύση, γιατί φυσικά αγαπάμε να είμαστε ελεύθεροι»[1]. Τα λόγια αυτά ανήκουν στον εθνομάρτυρα του Γένους Ρήγα Βελεστινλή, τον άνθρωπο που προσέδωσε στην Ελληνική Επανάσταση το πνευματικό της θεμέλιο και τον εγερτήριο παλμό της, και αποτυπώνουν μοναδικά το σύμφυτο της ελευθερίας με τη φύση του ανθρώπου και την ίδια τη ζωή.

Η φύση και η ελευθερία. Τα δάση και η επανάσταση. Η ομορφιά και η ζωή. Το μαρτύριο και η θυσία. Ο άνθρωπος και οι αδιάκοποι αγώνες του για δημοκρατία, ελευθερία, αξιοπρέπεια και ιδανικά. Στοιχεία και έννοιες άρρηκτα μεταξύ τους συνδεδεμένα που αποτέλεσαν τις προαιώνιες πυξίδες της ιστορικής πορείας μας και του πολιτισμού μας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821 τα δάση και τα βουνά προσέφεραν καταφυγή και προστασία στους αγωνιζόμενους Έλληνες, στους διωκόμενους γνωστούς και άγνωστους ήρωες και στις οικογένειές τους και το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη του κλεφτοπολέμου χάρη στον οποίο κερδήθηκαν οι πιο σημαντικές αναμετρήσεις. Ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά αναφέρει στα απομνημονεύματά του[2] ότι γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν…» όπου η οικογένειά του ζούσε για καιρό προσπαθώντας να ξεφύγει το μένος των Οθωμανών.

Τα δέντρα στάθηκαν, επίσης, σιωπηλοί μάρτυρες των φρικτών διωγμών, των απαγχονισμών και των σφαγών που εξαπέλυαν ανελέητα οι κατακτητές σε βάρος των τοπικών πληθυσμών. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός συνήθιζε να διδάσκει κάτω από μια βελανιδιά που σώζεται και σήμερα[3] ενώ, επίσης, μαρτύρησε σε ένα δέντρο. Και ο Νίκος Καζαντζάκης περιγράφει, στον «Καπετάν Μιχάλη» του, τους φοβερούς απαγχονισμούς προκρίτων και οπλαρχηγών στον τεράστιο γεροπλάτανο στο Κράσι. Οι ηρωικές γυναίκες του Ζαλόγγου και της Νάουσας[4] δεν δίστασαν να πέσουν στους γκρεμούς και στους ορμητικούς καταρράκτες του τόπου τους, μαζί με τα παιδιά τους, για να γλιτώσουν τον μόνο αληθινό θάνατο που ήταν για κείνες η σκλαβιά και η ατίμωση.

Έτσι η φύση, με όλα τα στοιχεία της, κατέχει τον δικό της ενεργό και καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση του μεγάλου ξεσηκωμού προσφέροντας το περιβάλλον εντός του οποίου μπόρεσαν ν’ αναπτυχθούν και να υπάρξουν τα πρώτα, στοιχειώδη θεμέλια και οι βασικές δυνάμεις της επανάστασης.

Σήμερα, η κτήση του δημοσίου επί των δασών του εγγυάται τον πρωταρχικής σημασίας δημόσιο σκοπό της εθνικής κυριαρχίας, εφ’ όσον η ελληνική Πολιτεία, για να είναι βιώσιμη και κυρίαρχη, πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εδαφική επάρκεια και τον έλεγχο του φυσικού περιβάλλοντος[5]. Για τούτο και η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 998/1979 ορίζει ότι «τα δάση συνιστούν εθνικό κεφάλαιο» για την προστασία του οποίου το κράτος έχει υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους.

Πέραν αυτών, καθοριστικής σημασίας για την ελεύθερη απόλαυση των περιβαλλοντικών αγαθών από τον άνθρωπο, στις παρούσες αλλά και στις μέλλουσες γενεές, είναι ο σεβασμός και η διατήρηση αναλλοίωτου του κοινόχρηστου χαρακτήρα τους[6] τον οποίο επιβάλλουν αφ’ ενός ο δημόσιος σκοπός τον οποίο υπηρετούν με την αφιέρωσή τους εις το διηνεκές στη διασφάλιση της διαβίωσης του ανθρώπου σε περιβάλλον υγιές και οικολογικά ισόρροπο[7] και αφ’ ετέρου η θεώρησή τους ως στοιχείων που συναποτελούν τον ζωτικό χώρο του ανθρώπου[8] του οποίου η ακώλυτη απόλαυση συνιστά εκδήλωση της συνταγματικά προστατευόμενης προσωπικότητάς του[9].

Και όπως μοναδικά τονίζει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα περίφημα «Απομνημονεύματά» του: «…τούτην τὴν πατρίδα την ἔχομεν ὅλοι μαζί, καὶ σοφοὶ καὶ ἀμαθεῖς καὶ πλούσιοι καὶ φτωχοὶ καὶ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ οἱ πλέον μικρότεροι ἄνθρωποι· ὅσοι αγωνιστήκαμεν, ἀναλόγως ὁ καθείς, ἔχομεν νὰ ζήσωμεν ἐδῶ. Τὸ λοιπὸν δουλέψαμεν ὅλοι μαζί, νὰ τὴν φυλάμεν κι’ ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴν λέγη οὔτε ὁ δυνατὸς “ἐγώ”, οὔτε ὁ ἀδύνατος. Ξέρετε πότε νὰ λέγη ὁ καθεὶς “ἐγώ”; Ὅταν ἀγωνιστῇ, μόνος του καὶ φκειάση, ἢ χαλάση, νὰ λέγη ἐγώ· ὅταν ὅμως ἀγωνίζονται πολλοὶ καὶ φκειάνουν, τότε νὰ λένε “ἐμεῖς”. Εἴμαστε εἰς τὸ “ἐμεῖς” κι’ ὄχι εἰς τὸ “ἐγώ”»[10].

Λόγια σοφά, ωστόσο, πολλάκις προδομένα… Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το Σύνταγμά μας του 1975, το μοναδικό σύνταγμα παγκοσμίως που κατοχυρώνει το δικαίωμα στο περιβάλλον, τη δασική προστασία και την αναδάσωση στο ίδιο το κείμενό του, εισήγαγε το οικολογικό κριτήριο της διαχείρισης και προστασίας του δάσους και του περιβάλλοντος εν γένει, μέσα από την αρχή της αειφορίας που διαπνέει έκτοτε ολόκληρο το οικοδόμημα της δασικής και περιβαλλοντικής μας νομοθεσίας[11]. Κι όμως σήμερα, με το σύνολο σχεδόν του περιβάλλοντος και του δασικού πλούτου της χώρας υποβαθμισμένο ή και κατεστραμμένο από ολέθριες πολιτικές και πρακτικές που ακολουθήθηκαν συστηματικά, ενάντια στη συνταγματική τάξη, καθ’ όλες τις τελευταίες δεκαετίες, ζητάμε να ξαναγυρίσουμε στο κριτήριο της οικονομικής εκμετάλλευσης της φύσης που έχει εγκαταλειφθεί, ως ανεπαρκές ή και επικίνδυνο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης…

Με λίγα λόγια, ζητάμε με κάθε τρόπο να καθυποτάξουμε το περιβάλλον στο κέρδος με:

– Την απαξίωση των φυσικών του διεργασιών μέσα από αθρόες, άσχετες ή και ενάντιες στη φυσική λειτουργία του παρεμβάσεις,

– Την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων που επιβάλλει ο καταναλωτικός τρόπος ζωής που καλά κρατεί,

– Την εργαλειοποίηση και την καταστροφή ακόμα και σπάνιων οικοσυστημάτων, με όλη τους τη βιοποικιλότητα και τα τοπία, στο βωμό της αχαλίνωτης κερδοφορίας και των ολοένα πιο σύνθετων και διογκούμενων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που επιτάσσουν την αέναη δημιουργία νέων πηγών πλουτισμού, και

– Τη συστηματική ιδιοποίηση της δημόσιας κτήσης και των φυσικών πόρων από το ιδιωτικό κεφάλαιο στο όνομα της ανάπτυξης και των επενδύσεων.

Όλες οι κυβερνήσεις που ηγήθηκαν του τόπου, μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος και των δασών στο ίδιο το Σύνταγμά μας, μετατράπηκαν, λίγο ως πολύ, μέσα από τις ακολουθούμενες πολιτικές τους, από διαχειριστές και θεματοφύλακες του περιβάλλοντος, της προστασίας των δασών και των φυσικών πόρων, σε εκμεταλλευτές, εμπόρους και καταστροφείς τους, με την κατάσταση σήμερα να έχει φτάσει σε ανεξέλεγκτα επίπεδα κυρίως μέσα από τις εξωθεσμικές διαδικασίες των απ’ ευθείας αναθέσεων, των δωρεών και των αναδόχων που υιοθετούνται διαρκώς για τη διαχείριση και αποκατάσταση του περιβάλλοντος ενάντια στη συνταγματική τάξη, στο περιβαλλοντικό, δασικό και διοικητικό δίκαιο, αλλά και στη νομοθεσία της χώρας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί δημοσίων έργων και ανταγωνισμού.

Άραγε γι’ αυτή την Ελλάδα πολέμησαν οι ήρωες του 1821; Αυτή την πατρίδα οραματίστηκαν μέσα στα ανείπωτα βάσανά τους και στους ανυπέρβλητους αγώνες και τις θυσίες τους; Τι θα σκέφτονταν σήμερα και πώς θα αισθάνονταν για όλους εμάς; Ας αναλογιστούμε τη σπουδαία διδαχή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από τον λόγο του στην Πνύκα (8 Οκτ. 1838) προς την τότε αθηναϊκή νεολαία, που αποδίδει, μέσα σε μια γραμμή, όλη την έννοια και το βάρος του «χρέους» για το περιβάλλον της κάθε γενιάς που εμείς απωλέσαμε: «Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο οπού ημείς ελευθερώσαμε…»[12].

Αυτή λοιπόν την απαράμιλλη ελληνική φύση με τα δάση, τα ποτάμια της, τις θάλασσες, τους αιγιαλούς, τους κάμπους, τα βουνά της, που με τους αγώνες και τη θυσία τους ελευθέρωσαν και μας κληροδότησαν οι ήρωες του ’21, ας τη διαφυλάξουμε ελεύθερη κι εμείς από κάθε λογής σημερινή σκλαβιά, ευτέλεια και απαξίωση και έτσι ας την παραδώσουμε και στα παιδιά μας. Άλλωστε δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από απλοί διαχειριστές, υπηρέτες και φύλακές της στο σύντομο πέρασμά μας από αυτή τη ζωή. Τότε «θα μπορούν και οι νεκροί να γείρουν στο πλευρό τους και να κοιμηθούν δίχως παράπονο ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου…», όπως είπε κι ο μεγάλος μας Ποιητής[13].

Χρόνια Πολλά …με τον νου και την καρδιά στο αθάνατο ’21 που δεν σταματάει να μας εμπνέει και να μας οδηγεί όσοι αιώνες και αν περάσουν!

Ακολουθεί ένα επετειακό αφιέρωμα σε ήρωες, αγωνιστές και προσωπικότητες της εποχής της Τουρκοκρατίας, μέσα από τους τόπους και το φυσικό περιβάλλον που πλαισίωσε τη δράση τους και συνδέθηκε ιστορικά με τη ζωή τους:

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απρ. 1770 – 4 Φεβρ. 1843), ο γενναίος και ηρωικός αρχιστράτηγος όλων των Ελλήνων, που σήκωσε το βάρος του Μεγάλου Αγώνα, αλλά δέχθηκε και τις διώξεις, τις φυλακίσεις, τις πικρίες και τις καταδίκες από τον πολιτικό κόσμο της πατρίδας που ελευθέρωσε. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη που οι τούρκοι τον θανάτωσαν όταν ο ήρωας ήταν 10 ετών, και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέλαβε την Καλαμάτα (23 Μαρτ. 1821) και την Τριπολιτσά (23 Σεπτ. 1821). Νίκησε στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και στα Δερβενάκια (26-28 Ιουλ. 1822) όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και διορίστηκε αρχιστράτηγος. Στον εμφύλιο πόλεμο (1823-1824) φυλακίστηκε στην Ύδρα και απελευθερώθηκε (Μάιος 1825) για ν’ αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Κράτησε ζωντανή την επανάσταση μέχρι την καθοριστική Ναυμαχία του Ναυαρίνου (7 Οκτ. 1827). Επί Αντιβασιλείας διώχθηκε, μαζί με τον Πλαπούτα, ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο (Μάιος 1834). Μετά την ενηλικίωσή του ο Όθωνας τους αμνήστευσε, τον διόρισε Σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε Αντιστράτηγο. Ο «Γέρος του Μοριά» μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη τα Απομνημονεύματά του («Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836»), ενώ χαρακτηριστικός για την αποφασιστικότητα και την πίστη του στους σκοπούς του αγώνα είναι ο λόγος του προς τον Ιμπραήμ (1825): «Πέτρα απάνω στην πέτρα να μη μείνει, εμείς δεν προσκυνούμε. Μόνον ένας Έλληνας να μείνει εμείς θα πολεμούμε και μην ελπίζεις πως την γην μας θα την κάμεις δικήν σου», αλλά και ο φοβερός αφορισμός του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!», στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει τους εξισλαμισμούς. Στον τίμιο αγώνα του, στο σθένος, στη σοφία, στο ήθος και στο φωτεινό του παράδειγμα υποκλίνεται ευλαβικά η Ελλάδα, αιωνίως ευγνωμονούσα (φωτ. Το πατρικό σπίτι του Κολοκοτρώνη στο Λιμποβίσι Αρκαδίας).

Στα Δερβενάκια δόθηκε η ιστορική μάχη (26 Ιουλ. 1822) στην οποία διακρίθηκε ο ηρωικός Νικηταράς (1787 – 25 Σεπτ. 1849), μια αγιασμένη μορφή της Ελληνικής Επανάστασης. Όταν τελείωσε η μάχη, οι συμπολεμιστές του μοίρασαν τα λάφυρα και τον ρώτησαν τι ήθελε να κρατήσει. Τότε εκείνος απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη». Έζησε το μαρτύριο του μικρότερου αδερφού του, Ιωάννη Τουρκολέκα, τον οποίο οι τούρκοι αποκεφάλισαν σε ηλικία 11 ετών (16 Οκτ. 1816), έξω από τον ναό Ελκομένου Χριστού στη Μονεμβασιά και η εκκλησία μας τον τιμά ως άγιο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Νικηταρά: «Οι Οθωμανοί πρότειναν στο παιδί ν’ αλλάξει την πίστη του. Του δείχνουν τον σκοτωμένο πατέρα του και του λέγουν κάθησε να σε κάνουμε Τούρκο. Τότε το παιδί κάνει το σταυρό του και τους απαντά: θα πάω κι εγώ εκεί που πάει ο πατέρας μου. Του ξαναλέγουν· γίνε Τούρκος. Το παιδί όμως ξανακάνει το σταυρό του. Έγινε από το αίμα του σταυρός». Ο Νικηταράς έφυγε από τη ζωή στον Πειραιά, πάμφτωχος, τυφλός και ξεχασμένος απ’ όλους εκείνους για των οποίων τη λευτεριά πολέμησε όσο λίγοι (φωτ. Το πέρασμα στα Δερβενάκια Κορινθίας).

Στους καταρράκτες της Νάουσας βρήκαν τραγικό θάνατο οι γυναίκες της πόλης για να γλιτώσουν τη σκλαβιά και την ατίμωση (22 Απρ. 1822). Οι Οθωμανοί εξαπέλυσαν γενική σφαγή και φρικτές λεηλασίες σε βάρος των Ναουσαίων επειδή είχαν επαναστατήσει παρ’ όλο που η πόλη απολάμβανε προνομίων. Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών Ζαφειράκη Λογοθέτη, Αναστάσιου Καρατάσου και Αγγελή Γάτσου εστάλησαν στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης με τα παιδιά τους. Η Μαρία Καρατάσου είδε ν’ αποκεφαλίζουν τον έναν γιο της και να ρίχνουν το κεφάλι του στα πόδια της. Αρνήθηκε ν’ αλλαξοπιστήσει και γι’ αυτό την έκλεισαν σ’ έναν σάκο με φίδια, όπου και μαρτύρησε. Οι σύζυγοι των Ζαφειράκη και Γάτσου αλείφονται με μέλι στο κεφάλι και δεμένες εκτίθενται, ώστε να δέχονται τα τσιμπήματα των εντόμων. Και η μεν σύζυγος του Γάτσου μην αντέχοντας τα μαρτύρια αλλαξοπίστησε, τη δε γυναίκα του Ζαφειράκη που παρέμεινε σταθερή στην πίστη, την έχτισαν ως το λαιμό στο τείχος του ναού της Αγ. Σοφίας Θεσσαλονίκης, όπου αφέθηκε στον άγριο όχλο, ώσπου μια περαστική της πέταξε μία πέτρα και παρέδωσε την ηρωική ψυχή της (φωτ. Οι καταρράκτες της Αράπιτσας στη θέση Στουμπάνοι της Νάουσας Ημαθίας και το μνημείο της θυσίας των γυναικών, έργο της γλύπτριας Κατερίνας Χαλεπά – Κατσάτου ).

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), κήρυκας του Ευαγγελίου στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς, υπήρξε ο πρώτος οικολόγος και είναι χαρακτηριστική η διδαχή – προφητεία του: «Οι άνθρωποι θα μείνουν πτωχοί γιατί δεν θα έχουν αγάπη στα δένδρα». Για τούτο και ανακηρύχθηκε προστάτης της Δασικής Υπηρεσίας. Ο φθόνος των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα τον απαγχονισμό του, στο Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου (φωτ. Η βελανιδιά κάτω από την οποία δίδασκε ο Άγ. Κοσμάς στο Βασιλικό Πωγωνίου Ιωαννίνων).

Ο τρανός καπετάν Μιχάλης Κόρακας (1797 – 7 Σεπτ. 1882), το βίο και τη δράση του οποίου περιγράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στο ομότιτλο έργο του. Χαρακτηριστικό και το ακόλουθο απόσπασμα: «Ο νους του καπετάν Μιχάλη αγκάλιασε πονετικά την Κρήτη. Την αγαπούσε σαν ένα πράμα ζωντανό, ζεστό, που ‘χε στόμα και φώναζε, και μάτια κι έκλαιγε, και δεν ήταν καμωμένη από πέτρες και χώματα κι από ρίζες δεντρών, παρά από χιλιάδες χιλιάδες παππούδες και μάνες, που δεν πεθαίνουν ποτέ τους παρά ζουν και μαζεύουνται κάθε Κυριακή στις εκκλησιές κι αγριεύουν κάθε τόσο, ξετυλίγουν μέσα από τα μνήματα μια θεόρατη σημαία και πιάνουν τα βουνά. Κι απάνω στη σημαία ετούτη, χρόνια σκυμμένες οι αθάνατες μάνες, έχουν κεντήσει με τα κορακάτα και γκρίζα και κάτασπρα μαλλιά τους τα τρία αθάνατα λόγια: ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» (φωτ. Ο μνημειώδης πλάτανος στο Κράσι Μαλίων Ηρακλείου όπου γίνονταν από τους τούρκους απαγχονισμοί επαναστατών).

Ο Αθανάσιος (Διάκος) Μασσαβέτας (4 Ιαν. 1788 – 24 Απρ. 1821) στάλθηκε μικρός στη μονή Προδρόμου ως δόκιμος μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος όμως σύντομα εγκατέλειψε τη μονή, όταν σκότωσε έναν Τούρκο αγά που τον προσέβαλε θαμπωμένος από την ομορφιά του. Έγινε αρματωλός και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Κατέλαβε τη Λιβαδειά (Μάρτ. 1822), την Αταλάντη, τη Θήβα (1 Απρ. 1821) και τη Μενδενίτσα. Οι Οθωμανοί έστειλαν εναντίον του τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ με 8.000 άνδρες. Υπερασπιζόμενος τη γέφυρα της Αλαμάνας (23 Απρ. 1821) τραυματίστηκε, συνελήφθη και εστάλη δέσμιος στη Λαμία, όπου του ζητήθηκε ν’ αλλαξοπιστήσει και επειδή αρνήθηκε με την ιστορική φράση: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω», βρήκε μαρτυρικό θάνατο δι’ ανασκολοπισμού (24 Απρ. 1821). Από τους πρωτεργάτες του εθνικού ξεσηκωμού, αποτελεί αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και αφοσίωσης στα ιδανικά της πίστης, της πατρίδας και της ελευθερίας φωτίζοντας παντοτινά μια από τις πιο λαμπρές στιγμές στην ιστορία των ηρωικών αγώνων των Ελλήνων. Η θυσία του απέναντι στις ορδές των Τούρκων, δυνάμωσε το αγωνιστικό φρόνημα των επαναστατημένων Ελλήνων και δικαίως θεωρήθηκε ισάξια, σε μεγαλείο και συμβολισμό, με τη θυσία του Λεωνίδα και των 300 ανδρών του στις κοντινές Θερμοπύλες (φωτ. Το χωριό Αθανάσιος Διάκος ή Μουσουνίτσα, στα ελατοδάση των Βαρδουσίων, γενέτειρα του πρωτομάρτυρα της Επανάστασης και ήρωα της Αλαμάνας).

Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 – 9 Αυγ. 1823) υπήρξε ένας από τους αγνότερους αγωνιστές της Επανάστασης. Στα 33 του χρόνια πέρασε στην αιωνιότητα έχοντας καταφέρει αιφνιδιαστικό χτύπημα του αντιπάλου. Πολέμησε σαν λιοντάρι, ώσπου ένα βόλι τον βρήκε στο φρύδι και έπεσε νεκρός. Οι συμπολεμιστές του τον πήγαν στο Μεγάλο Χωριό στις 5 το πρωί και από εκεί, αφού έπλυναν το άψυχο σώμα του και το στόλισαν με τιμές, το μετέφεραν στο Μεσολόγγι. Σήμερα, στο ειδυλλιακό Κεφαλόβρυσο, μόλις 2,5 χλμ. από το Καρπενήσι, με τα αιωνόβια πανύψηλα πλατάνια, τις λίμνες, το ξύλινο γεφυράκι και τις δροσερές πηγές, ο επισκέπτης θαυμάζει το μνημείο του Μάρκου, έναν φόρο τιμής στον μεγάλο επαναστάτη που πότισε τον τόπο αυτό με το αίμα του (φωτ. Το Κεφαλόβρυσο Ευρυτανίας, τόπος θυσίας του Μ. Μπότσαρη).

Κατά τη σφαγή της Χίου, οι Οθωμανοί σκότωσαν όλα τα παιδιά κάτω των 3 ετών, όλους τους άνδρες από 12 ετών και πάνω και όλες τις γυναίκες από 40 ετών και πάνω, με εξαίρεση όσους ασπάζονταν το Ισλάμ. Τα αγόρια από 3-12 ετών και οι γυναίκες από 3-40 ετών αιχμαλωτίσθηκαν και πωλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Πάνω από 40.000 Χιώτες σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ ένα μέρος διέφυγε. Στο εύπορο νησί της Χίου των 120.000 χριστιανών, απέμειναν μόλις 1.000-2.000 άνθρωποι… (φωτ. Ηλιοβασίλεμα στη Χίο και λεπτομέρεια του πίνακα του Eugène Delacroix).

Η Μονή Παναγίας Προυσού Ευρυτανίας υπήρξε ορμητήριο και καταφυγή του γενναίου  οπλαρχηγού της Ρούμελης Γεωργίου Καραϊσκάκη (23 Ιαν. 1782 – 23 Απρ. 1827). Λέγεται πως όταν γύρισε νικητής από κάποια μάχη, αναρωτήθηκε τι ήταν καλύτερο να προσφέρει στην Προυσιώτισσα για την προστασία της και ότι της είπε «σα γυναίκα που είσαι, θα σου φτιάξω το πιο όμορφο φόρεμα». Έτσι έδωσε όλο το ασήμι που είχε συγκεντρώσει απ’ τα λάφυρα και του φιλοτέχνησαν το «πουκάμισο» της ιερής εικόνας της Παναγίας που είχε ακούσει όλους τους καημούς, τις προσευχές και τα βάσανά του. Ο Καραϊσκάκης έγινε καπετάνιος των Αγράφων, κατέλαβε την Άρτα (Σεπτ. 1821) και νίκησε στο Σοβολάκο (Ιαν. 1823). Προσεβλήθη από φυματίωση και ο Μαυροκορδάτος τον κατηγόρησε για εσχάτη προδοσία με αποτέλεσμα να δικαστεί (1 Απρ. 1824) και ν’ αποστερηθεί, επί δύο χρόνια, των αξιωμάτων του. Ενίσχυσε τους πολιορκημένους της Ακρόπολης αποκόπτοντας τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή και νίκησε τους Τούρκους στην Αράχωβα (24 Νοέ. 1826), στο Χαϊδάρι και στο Κερατσίνι. Ανήμερα στη γιορτή του (1827) στο Φάληρο χτυπήθηκε, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, από βόλι στο υπογάστριο και πέρασε στην αιωνιότητα. Η απώλειά του υπήρξε ανεπανόρθωτη. Ήταν οξύθυμος αλλ’ είχε χαλύβδινη θέληση, οξύνεια και ικανότητα στην ταχύτατη λήψη αποφάσεων και δράσης. Έμεινε στην ιστορία ως ο ηρωικός ηγέτης της Ρούμελης του οποίου η συμβολή καθόρισε τον Αγώνα (φωτ. Η Μονή Παναγίας Προυσού Ευρυτανίας).

Τα όρη του Σουλίου, με το άπαρτο κάστρο της Κιάφας και το Κούγκι, υπήρξαν ορμητήριο του ξακουστού Σουλιώτη οπλαρχηγού Κίτσου Τζαβέλα (1800-1855) που διακρίθηκε στη Μάχη της Άμπλιανης, του Κεφαλόβρυσου και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Στις 7 Αυγούστου 1825 μπήκε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι και υπερασπίστηκε ηρωικά και με επιτυχία το μικρό νησί Κλείσοβα που απειλούσε ο Κιουταχής (φωτ. Όρη Σουλίου, Θεσπρωτία).

Τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826 οι πολιορκημένοι, υπό την αρχηγία των Αθανασίου Ραζηκότσικα, Νότη Μπότσαρη, Δημητρίου Μακρή και Κίτσου Τζαβέλα, πραγματοποίησαν έξοδο. Οι άνδρες του Ιμπραήμ και του Κιουταχή ήταν προετοιμασμένοι και οι ντάπιες στα περάσματα των Μεσολογγιτών είχαν αποκλειστεί. Ο άνισος αγώνας απέβη συντριπτικός για τους Έλληνες. Ο δημογέροντας Χρήστος Καψάλης, όταν κυκλώθηκε, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και ο μητροπολίτης Ρωγών Ιωσήφ ανατίναξε τον ανεμόμυλο στην τελευταία πράξη αντίστασης. Το Μεσολόγγι, πόλη σύμβολο της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της αυτοδιάθεσης, αποτελεί φωτεινό φάρο για τους λαούς καθιστώντας τους κοινωνούς στα ιδεώδη του (φωτ. Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου στον ομότιτλο πίνακα του Θ. Βρυζάκη κι ένα ονειρικό τοπίο της λιμνοθάλασσας).

Η ατρόμητη θρακιώτισσα καπετάνισσα Δόμνα Βισβίζη στήριξε τον αγώνα στη θάλασσα (1783-1850), με όλη της την περιουσία και τα καράβια της, στο πλευρό του αγαπημένου της συζύγου Αντώνη Βισβίζη. Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Εύβοιας και συνέβαλε σημαντικά στη μεταφορά πολεμοφοδίων και αγωνιστών στο Αιγαίο (φωτ. Με μια βάρκα στο Αιγαίο ανοιχτά της Σαμοθράκης). 

Ο Σερραίος έμπορος, τραπεζίτης, Φιλικός και αγνός πατριώτης Εμμανουήλ Παπάς (1772 – Δεκ. 1821) διέθεσε όλα του τα υπάρχοντα στον Αγώνα και οργάνωσε την επανάσταση στο Άγιον Όρος και στη Χαλκιδική. Υπέστη καρδιακή προσβολή, πάνω σε ένα πλοίο της Δόμνας Βισβίζη, που τον μετέφερε στην Ύδρα, όπου και ετάφη στις 5 Δεκεμβρίου 1821 με τιμές στρατηγού. Το 1966 τα οστά του μεταφέρθηκαν στις Σέρρες και τοποθετήθηκαν στη βάση του ανδριάντα του που κοσμεί την κεντρική πλατεία Ελευθερίας (φωτ. Η Σιμωνόπετρα, έν’ άστρο που κρέμεται πάνω στην απεραντοσύνη του Αιγαίου, Άγιον Όρος).

Ο θρυλικός κλέφτης Κατσαντώνης (Αντώνης Μακρυγιάννης) (1775 – 28 Σεπτ. 1809) υπήρξε ο «αητός της κλεφτουριάς». Με μαύρα κορακάτα μαλλιά, βλέμμα σαν κεραυνό και ψυχή μεγάλη γεμάτη ανδρεία και ευγένεια, έγινε σύμβολο, λάβαρο και τραγούδι αποτελώντας το αιώνιο πρότυπο του ανυπόταχτου αγωνιστή. Εξαπέλυσε αδιάκοπο πόλεμο κατά του Αλή πασά που κινήθηκε λυσσαλέα εναντίον του χωρίς ποτέ να μπορέσει να τον βλάψει, γι’ αυτό βασάνισε και θανάτωσε τους γονείς του πιστεύοντας ότι θα τον κάμψει. Αφάνισε τα ασκέρια των τούρκων, όσες φορές και αν αναμετρήθηκε μαζί τους, με ελάχιστες πάντα δικές του απώλειες εφαρμόζοντας με θαυμαστό τρόπο τις τεχνικές του κλεφτοπολέμου. Χαρακτηριστική η περίπτωση όπου συνέτριψε έναν ολόκληρο στρατό στου Πουλιού τη Βρύση (Άγ. Αιμιλιανός Τατάρνας), με αιφνιδιασμό, έχοντας κατέβη με τους άνδρες του, μέσα στο σκοτάδι, μια απόκρημνη χαράδρα πάνω σε αυτοσχέδια έλκηθρα από κλαδιά ελάτων! Προσεβλήθη από ευλογιά οπότε αποσύρθηκε σε μια σπηλιά στο Μοναστήρι. Εκεί συνελήφθη με προδοσία μαζί με τον αδερφό του Γιώργη Χασιώτη και μεταφέρθηκαν στα Γιάννενα όπου, μετά από φρικτά βασανιστήρια κατά τα οποία τους έσπασαν τα οστά, άφησαν μαρτυρικά την τελευταία πνοή τους. Δίκαια ο Μακρυγιάννης τους αποκάλεσε «μαγιά της λευτεριάς», που «την κρατήσαν ξυπόλυτοι και γυμνοί στα βουνά και τις ερημιές για να μην χαθεί. Είχαν συντρόφους τους τ’ άγρια θηρία και τα φίδια και προστάτη μόνο το Θεό». Τη δράση του συνέχισε επάξια ο αδερφός του Κώστας Λεπενιώτης μέχρι τον δικό του θάνατο, το 1819 (φωτ. Τα περήφανα Άγραφα μοιραμένα μεταξύ Ευρυτανίας και Καρδίτσας).

Η μαρτυρική Κάσος καταστράφηκε από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ (7 Ιουν. 1824) σε αντίποινα για της στήριξή της προς τις Κρητικές επαναστάσεις, με αποτέλεσμα να σφαγιαστούν 2.000 νησιώτες και άλλοι τόσοι να οδηγηθούν στα σκλαβοπάζαρα (φωτ. Το μνημείο του Ολοκαυτώματος, Κάσος Δωδεκανήσων).

Ο Αλέξανδρος (12 Δεκ. 1792 – 31 Ιαν. 1828) και ο Δημήτριος Υμηλάντης[14] (25 Δεκ. 1793 – 5 Αυγ. 1832) υπήρξαν γόνοι ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας με καταγωγή από την Τραπεζούντα. Ο Αλέξανδρος υπήρξε ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Συγκρότησε τον Ιερό Λόχο από 500 Ευρωπαίους φιλέλληνες σπουδαστές και έθεσε ως σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση του Γένους. Εξέδωσε την Επαναστατική προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» και ύψωσε τη σημαία της Επαναστάσεως στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στις 17 Μάρτιου 1821. Ο στρατός του όμως καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου (7 Ιουν. 1821) και ο ίδιος φυλακίστηκε από τους Αυστριακούς. Με κλονισμένη υγεία πέθανε σε συνθήκες μεγάλης φτώχιας και στέρησης, στη Βιέννη (φωτ. Πεδίον του Άρεως, Αθήνα).

Επιθυμία του Αλέξανδρου Υψηλάντη ήταν η καρδιά του να σταλεί στην Ελλάδα, την οποία πραγματοποίησε ο υπασπιστής του Γεώργιος Λασσάνης και τώρα βρίσκεται, μαζί με του αδερφού του Δημητρίου, στο εκκλησάκι των Αγίων Ταξιαρχών της οδού Στησιχόρου πίσω από το Προεδρικό Μέγαρο, ενώ και τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1964 στον ναό Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα (φωτ. Οι λήκυθοι όπου φυλάσσονται οι καρδιές του Αλεξ. και Δημ. Υψηλάντη, Κολωνάκι Αθήνα).

Ο Δημήτριος Υψηλάντης (25 Δεκ. 1793 – 5 Αυγ. 1832) έλαβε μέρος στις πιο σημαντικές μάχες στο πλευρό του Θ. Κολοκοτρώνη. Προσπάθησε να περιορίσει την ισχύ των κοτζαμπάσηδων με αποτέλεσμα την εκδίωξή του. Συγκρούστηκε με τον Αλ. Μαυροκορδάτο και με την έλευση του Ι. Καποδίστρια ανέλαβε την οργάνωση τακτικού στρατού σε ευρωπαϊκά πρότυπα. Θα παντρευόταν τη Μαντώ Μαυρογένους όμως ο Ιω. Κωλέττης διέδωσε φοβερές συκοφαντίες σε βάρος της, γεγονός που τον έκανε ν’ αθετήσει την υπόσχεση που της είχε δώσει. Απεβίωσε στο Ναύπλιο (φωτ. Πανοραμική άποψη της πόλης του Ναυπλίου με το Μπούρτζι).

Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος (Μακρυγιάννης) (1797 – 27 Απρ. 1864), με καταγωγή από το Λιδωρίκι, έλαβε την ονομασία «Μακρυγιάννης» επειδή είχε ψηλό ανάστημα. Πέρασε σκληρά παιδικά χρόνια καθώς σε μικρή ηλικία έχασε τον πατέρα του από τους τούρκους και δόθηκε ως ψυχογιός σε οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Επιστρέφοντας μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και έλαβε μέρος στις σημαντικότερες μάχες του Αγώνα. Νυμφεύτηκε την Αικ. Σκουζέ και απέκτησαν 12 παιδιά. Μας άφησε πολύτιμη παρακαταθήκη τα «Απομνημονεύματά» του, έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας και σημαντική πηγή του Αγώνα. Όπως ο ίδιος σημειώνει: «Ἔγραψα γυμνὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ ειδούνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες ν’ ἀγωνίζωνται διὰ τὴν πατρίδα τους, διὰ τὴν θρησκεία τους, νὰ ἰδοῦνε καὶ τὰ παιδιά μου καὶ νὰ λένε· Ἔχομεν ἀγῶνες πατρικούς, ἔχομεν θυσίες. Καὶ νὰ μπαίνουν σὲ φιλοτιμίαν καὶ νὰ ἐργάζωνται εἰς τὸ καλὸ τῆς πατρίδας τους, τῆς θρησκείας τους καὶ τῆς κοινωνίας. Ὅτι θὰ εἶναι καλὰ δικά τους». Η ιστορική γειτονιά της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη, όπου κατοικούσε, έχει σήμερα το όνομά του και κοσμείται από τον ανδριάντα του. Οι σπουδαίοι συνθέτες Σταύρος Ξαρχάκος και Ηλίας Ανδριόπουλος του αφιέρωσαν δυο απ’ τα πιο όμορφα τραγούδια τους (φωτ. Η οδός Διονυσίου Αρεοπαγίτου και η Ακρόπολη των Αθηνών).

Η Μαντώ Μαυρογένους (1786-1840) ύψωσε την επαναστατική σημαία στη Μύκονο. Αν και πλουσιοκόρη και αριστοκράτισσα, διέθεσε πρόθυμα όλη της τη ζωή, την ύπαρξη και την περιουσία στην υπόθεση του Αγώνα. Τα πλοία της συμμετείχαν σε όλες τις επιχειρήσεις του Ελληνικού στόλου στην Εύβοια και στον Παγασητικό. Λόγω της ευρύτατης μόρφωσής της και της γλωσσομάθειάς της συνέβαλε σημαντικά και στην παρακίνηση των φιλελλήνων του εξωτερικού υπέρ του Αγώνος ενώ, και μετά την απελευθέρωση, συνέχισε να ενισχύει οικονομικά τα ορφανά παιδιά, τους απόρους και τις χήρες του πολέμου (φωτ. Μύκονος, Κυκλάδες).

Ο Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821), από το Λιβάδι Ολύμπου, υπήρξε υπερασπιστής του Αγώνα στη Μολδοβλαχία μαζί με τον συναγωνιστή του Ιω. Φαρμάκη. Τον Σεπτέμβρη του 1821 βρήκε ηρωικό θάνατο ανατινάζοντας το κωδωνοστάσιο της Μονής Σέκου, στη Μολδαβία, όπου είχε κλειστεί με τα παλικάρια του. Έδρασε στη Σερβία όπου δεν σταμάτησε να πολεμά τους Τούρκους, ενώ κατόρθωσε να διασώσει και τον Σέρβο επαναστάτη Καραγιώργη. Το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και ήταν εκείνος που κήρυξε την επανάσταση στον Όλυμπο. Έχοντας αντιμετωπίσει τον φθόνο και την προδοσία, πολέμησε στη φοβερή μάχη στο Δραγατσάνι (7 Ιουν. 1821) και έζησε αφιερωμένος στους αγώνες για την απελευθέρωση του Έθνους, ταυτισμένος με το αίσθημα της τιμής. Χαρακτηριστικός και ο λόγος του προς τη γυναίκα του, όταν έφευγε για τον πόλεμο: «Αν σκοτωθώ, τα αγόρια να τα δώσεις στην πατρίδα!», που αποδεικνύει την τόλμη και την αυτοθυσία του για την ελευθερία της πατρίδας. Πέθανε ως αληθινός ήρωας, εκπληρώνοντας στο ακέραιο όσα έγραφε, τον Σεπτέμβρη του 1820, στον Αλ. Υψηλάντη: «Υπόσχομαι να αγωνισθώ ως την υστερινή ρανίδα του αίματός μου, χωρίς ποτέ να με δειλιάσει καμιά ανθρώπινος περίστασις» (φωτ. Όρος Όλυμπος, Πιερία – Λάρισα).

Ο Γιάννης Φαρμάκης (1772-1821), επιφανής Φιλικός από το Μπλάτσι (Βλάστη) Κοζάνης, έγινε νεότατος ακόμα κλέφτης στα Χάσια, όταν ο Αλή πασάς ζήτησε στο χαρέμι του την αδελφή του, οπότε ο δεκαεννιάχρονος τότε Φαρμάκης φόνευσε τους στρατιώτες του για να τη σώσει. Το καλοκαίρι του 1821 πολέμησε στο Δραγατσάνι μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλία και αμοιβαία εκτίμηση που κράτησε ως το τέλος της ζωής τους. Όταν ο Ολύμπιος έγινε ολοκαύτωμα ανατινάζοντας το κωδωνοστάσιο της Μονής Σέκου στη Μολδαβία, ο Φαρμάκης αντιστάθηκε, επί 14 ακόμα ημέρες, με τα παλικάρια του μέχρι που όλα τα πολεμοφόδιά τους σώθηκαν. Τότε συνελήφθη με παρασπονδία των Τούρκων που αποκεφάλισαν όλους τους συντρόφους του και τον ίδιο τον μετέφεραν στη Σιλίστρα κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο σουλτάνος τον έγδαρε ζωντανό και τον αποκεφάλισε. Η σύλληψή του, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, σηματοδοτεί την τελευταία σελίδα της επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Την ίδια ημέρα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έμπαινε θριαμβευτής στην Τριπολιτσά (φωτ. Η Βλάστη στους πρόποδες του όρους Άσκιου Κοζάνης).

Ο Γιάννης Ξύκης ή Δυοβουνιώτης (1757-1831) γεννήθηκε στα Δύο Βουνά Φθιώτιδας και σε ηλικία 13 ετών είδε τον πατέρα του κρεμασμένο απ’ τους Τούρκους. Έφηβος έγινε πρωτοπαλίκαρο του Αντρίκου Βερούση και αργότερα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στη Μενδενίτσα και κυρίευσε το κάστρο της μαζί με τον Κομνά (Κομνηνό) Τράκα. Αγωνίστηκε ασταμάτητα χωρίς ποτέ ν’ αναμιχθεί σε πολιτικές ίντριγκες. Με το ευφυές σχέδιό του αναχαίτισε και αποδεκάτισε τη στρατιά του Μπεϊράν πασά στα Βασιλικά (26 Αυγ. 1821), γεγονός που ανέτρεψε τα σχέδια των Τούρκων για την ενίσχυση της πολιορκημένης Τριπολιτσάς και την κατάπνιξη της Επανάστασης (φωτ. Το χωριό Δύο Βουνά Φθιώτιδας στους ανατολικούς πρόποδες της Οίτης).

Ο Ιωάννης Δασκαλογιάννης (1725 – 17 Ιουν. 1771), από την Ανώπολη Σφακίων, πρωτομάρτυρας των Κρητικών επαναστάσεων με το κίνημά του, την περίοδο των Ορλωφικών. Καθώς η ρωσική ενίσχυση, που μάταια ανέμεναν οι επαναστάτες, δεν έφθασε ποτέ, το κίνημα έμεινε αβοήθητο. Τότε οι Οθωμανοί τον συνέλαβαν και τον έγδαραν ζωντανό εξαπολύοντας φοβερούς διωγμούς και καταστροφές στον τοπικό πληθυσμό (φωτ. Λουτρό Σφακίων).

Από τις ελάχιστες γυναίκες που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία, η θρυλική Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (11 Μαΐου 1771 – 22 Μαΐου 1825). Με καταγωγή απ’ τις Σπέτσες, γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης όπου η εγκυμονούσα μητέρα της είχε μεταβεί για να συναντήσει τον αιχμάλωτο πατέρα της. Δύο φορές χήρα και μάνα πολλών παιδιών, υπήρξε άξια καπετάνισσα στα πλοία του συζύγου της Δημ. Μπούμπουλη. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Ναυπλίου και τον Απρίλη του 1821 ξεσήκωσε τις Σπέτσες σε επανάσταση στην οποία συμμετείχε ενεργά, προσφέροντας όλα τα παιδιά της και ολόκληρη τη μεγάλη περιουσία της. Δολοφονήθηκε στην αυλή του αρχοντικού της για οικογενειακές διαφορές (φωτ. Σπέτσες, ο δρόμος με τα αρχοντικά μεταξύ Ντάπιας και μονής Αγ. Νικολάου).

Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης (3 Απρ. 1795 – 12 Ιαν. 1822), πρωτότοκος γιος του προκρίτου της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Θεόδ. Κολοκοτρώνης τον είχε χαρακτηρίσει «γενναιότατον και στρατηγικώτατον» και έλεγε πως «μόνον ο Ηλίας ηδύνατο να διαφιλονικήση ποτέ τη στρατιωτική ηγεσία της Πελοποννήσου». Είχε καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Καλαμάτας (23 Μαρτ. 1821), διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821), ενώ συμμετείχε και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και του Ακροκορίνθου. Το καλοκαίρι του 1821 έσπευσε στη Βοιωτία να βοηθήσει τον Οδ. Ανδρούτσο στην αντιμετώπιση του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ και τον Νοέμβρη του 1821 διορίστηκε αρχηγός των επαναστατών στην Αττική. Έπεσε ηρωικά στη Μάχη των Στύρων Ευβοίας, όταν κυκλώθηκε από υπέρτερη στρατιωτική δύναμη του Μπέη της Καρύστου. Ο θάνατός του θεωρήθηκε βαρύτατο πλήγμα για την Επανάσταση (φωτ. Η Καστροπολιτεία της Μάνης, Λακωνία).

Η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε μυστικά στην Οδησσό (1814) από τρεις εμπόρους, τον Εμμανουήλ Ξάνθο, τον Νικόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, με σκοπό να συντονίσει τον απελευθερωτικό αγώνα του υπόδουλου Γένους. Πολύ νωρίς εντάχθηκε και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος. Η μύηση γινόταν δίνοντας τον «Όρκο των Φιλικών». Οι ιδρυτές άφηναν να εννοείται ότι πίσω απ’ την Εταιρεία υπήρχε μια Μεγάλη Δύναμη που ήθελε την απελευθέρωση των Ελλήνων, ωστόσο γνώριζαν πως στηριζόταν μόνο στον ενθουσιασμό, στον επαναστατικό παλμό και στη συνεισφορά των πατριωτών και αγωνιστών μελών της. Όταν η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη (1818) στρατολογήθηκαν οι πρωταγωνιστές του Αγώνα. Μετά την άρνηση του Ιω. Καποδίστρια ν’ αναλάβει την αρχηγία της (1820), έγινε πρόταση στον Αλέξ. Υψηλάντη που δέχτηκε με προθυμία και εργάστηκε άοκνα και με απόλυτη αφοσίωση για την επίτευξη των σκοπών της. Την οργάνωση ενίσχυσε με την περιουσία του αποφασιστικά ο μεγαλέμπορος Παναγιώτης Σέκερης (φωτ. Παλαιά ρωμαίικα αρχοντικά στο Μέγα Ρεύμα Βοσπόρου, Arnavutköy).

Ο άγιος εθνομάρτυρας Γρηγόριος Ε’ (1745 – 10 Απρ. 1821) γεννήθηκε στη Δημητσάνα και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (1785) και στην προσπάθειά του να διασώσει τον χριστιανικό πληθυσμό της Πόλης από τη σφαγή και να παραπλανήσει τον σουλτάνο, αναγκάσθηκε να αφορίσει τους επαναστάτες, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να συμφωνεί με αυτή την ενέργεια, αφού ήταν ορκισμένος Φιλικός, αλλά και όπως απεδείχθη από το μαρτυρικό του τέλος δι’ απαγχονισμού (Πάσχα 1821) και από την ερμηνεία που δίνει στην πράξη του ο ίδιος ο Αλεξ. Υψηλάντης. Ο Αριστ. Βαλαωρίτης έγραψε για τον θάνατο του τους στίχους του: «Το φοβερό μας κήρυγμα… «Χτυπάτε, πολεμάρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!». Το άψυχο σώμα του ρίχτηκε στον Βόσπορο, ένας ψαράς όμως το εντόπισε και το ανέσυρε. Σήμερα η λάρνακα με το τίμιο λείψανό του φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό ναό Αθηνών. Η Πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε, μένει έκτοτε κλειστή σε ένδειξη παντοτινού πένθους (φωτ. Δημητσάνα, το ιστορικό κεφαλοχώρι της Αρκαδίας).

O Λόρδος Βύρων (22 Ιαν. 1788 – 19 Απρ. 1824) ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1809 και μαγεύτηκε από τις φυσικές ομορφιές της και τα αρχαία ερείπια. «Αν είμαι ποιητής το χρωστώ στον αέρα της Ελλάδας», είχε πει. Ανέπτυξε φιλελληνική δράση συγκεντρώνοντας χρήματα και εφόδια για τους επαναστάτες. Το 1824 έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου με δικά του έξοδα οργάνωσε τον στρατό και φρόντισε για την οχύρωση. Η κυβέρνηση τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο, όμως η υγεία του κλονίστηκε και άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, το χάραμα της 19 Απρ. 1824, Δευτέρα του Πάσχα, σε ηλικία 36 ετών. Το όνομά του φέρει ο Δήμος Βύρωνα στην Αθήνα (φωτ. Η λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου στις εκβολές των ποταμών Εύοινου και Αχελώου, Αιτωλοακαρνανία).

Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης (1765 – 16 Ιουλ. 1822), νεώτερος αδερφός του προκρίτου της Μάνης Πετρόμπεη Μαυριμιχάλη, διακρίθηκε ως αρχηγός του στρατού στη νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι (Μάιος 1821). Πολέμησε στην Εύβοια (Ιαν. 2022) και συνέβαλε στην αναχαίτιση του οθωμανικού στρατού στην Ανατ. Στερεά Ελλάδα και στην εκστρατεία κατά των Οθωμανών στην Ήπειρο. Με σώμα Μανιατών και τους Μεσολογγίτες του Ραζηκότσικα πέρασε στις ηπειρωτικές ακτές για να ενισχύσει τους πολιορκημένους Σουλιώτες στην Κιάφα. Στη μάχη της Σπλάντζας (4 Ιουλ. 1822), στις εκβολές του ποταμού Αχέρωντα, τραυματίστηκε θανάσιμα. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι όπου ετάφη μέσα σε βαρύτατο πένθος (φωτ. Η κοιλάδα του μυθικού Αχέροντα, Πρέβεζα).

Ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793 – 2 Σεπτ. 1877), κορυφαίος Ψαριανός αγωνιστής στη θάλασσα και θρυλικός μπουρλοτιέρης, είναι από τους λίγους ήρωες που δεν έγινε ποτέ μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Πυρπόλυσε την τουρκική ναυαρχίδα στη Χίο (6 Ιουν. 1822), ως αντίποινα για τη σφαγή στο νησί, την αντιναυαρχίδα του τουρκικού στόλου στην Τένεδο (Οκτ. 1822) και μια τουρκική φρεγάτα στη Σάμο (1824), ενώ κατάφερε να πλήξει σημαντικά και τον αιγυπτιακό στόλο στην Αλεξάνδρεια παραπλανώντας τον εχθρό και υψώνοντας ρώσικη σημαία, με αποτέλεσμα να μη γίνει αντιληπτός και να επιφέρει ζημιές. Από τους ελάχιστους που είδαν την πατρίδα ελεύθερη και υπήρξε και πρωθυπουργός της (φωτ. Ο ναός Αγ. Νικολάου στο λιμάνι των Ψαρών, Βόρειο Αιγαίο).

Ο Γεώργιος Δικαίος ή Παπαφλέσσας (1786 – 20 Μαΐου 1825) υπήρξε κληρικός, πολιτικός και Φιλικός, από τους επιφανέστερους αγωνιστές του ’21. Νεαρός μοναχός φιλονίκησε με έναν τούρκο αγά για κάποια κτήματα και αναγκάστηκε να φύγει στην Κωνσταντινούπολη. Ενθουσιώδης και παρορμητικός αφιέρωσε τη ζωή του στον Αγώνα. Συμμετείχε στην απελευθέρωση της Καλαμάτας (23 Μαρτ. 1821) και στις περισσότερες σημαντικές μάχες αλλά και στις Εθνοσυνελεύσεις όπου ανέλαβε πολιτικά αξιώματα, όπως το μινιστέριο των Εσωτερικών και της Αστυνομίας. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο δεν δίστασε να συγκρουστεί ακόμα και με τον Θ. Κολοκοτρώνη παρά την έως τότε συνεργασία τους. Έπεσε στο Μανιάκι Μεσσηνίας μαχόμενος ηρωικά ενάντια στις συντριπτικές δυνάμεις του Ιμπραήμ. Ήταν τόση η ανδρεία του, ώστε λέγεται ότι μετά τη μάχη ο Ιμπραήμ ζήτησε να βρουν το άψυχο σώμα του, το έστησε σε ένα δέντρο και το προσκύνησε. Όπως σημειώνει ο Μακρυγιάννης: «Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια…» (φωτ. Το εκκλησάκι της Αγ. Τριάδος στο μνημείο για τη μάχη στο Μανιάκι, Ταμπούρια Μεσσηνίας).

Διονύσιος Φιλόσοφος (1541 – 11 Σεπτ. 1611), ο φλογερός δεσπότης που ξεσήκωσε τη Θεσσαλία και την Ήπειρο στα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια που του επέτρεψε να φύγει στην Πάδοβα για σπουδές ιατρικής, φιλοσοφίας, φιλολογίας, λογικής, αστρονομίας και ποίησης. Τον χαρακτήριζε μεγάλη φιλομάθεια και μιλούσε 7 γλώσσες! Για τούτο και απεκλήθη «Φιλόσοφος». Στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή με δυτικούς ηγεμόνες προσπαθώντας να εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια για την επανάσταση. Όταν το κίνημά του απέτυχε, οι δυνάστες τον συνέλαβαν και τον έγδαραν ζωντανό σε μια σπηλιά στο κάστρο των Ιωαννίνων όπου σήμερα υπάρχει μνημείο του. Ο Παύλος Βρέλλης, στο Μουσείο Κέρινων Ομοιωμάτων του, έχει συμπεριλάβει συγκλονιστικά το μαρτύριό του (φωτ. Η λίμνη των Ιωαννίνων και το σεράι του Αλή πασά στο κάστρο).

Οδυσσέας Ανδρούτσος (4 Μαρτ. 1790 – 5 Ιουν. 1825), ο ατρόμητος ήρωας της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821) που φυλάκισαν και δολοφόνησαν στην Ακρόπολη ο φθόνος του Γκούρα και τα εμφύλια πάθη. Μετά τον χαλασμό της Πρέβεζας (1798) κατέφυγε με τη μητέρα του στη Λευκάδα. Ο Αλή πασάς, που έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στον πατέρα του, τον προστάτευσε χωρίς να γίνει Γενίτσαρος ή να εξισλαμιστεί. Έγινε σωματοφύλακας του Αλή πασά, ανέλαβε το αρματολίκι της Ανατ. Στερεάς και μορφώθηκε. Δημιούργησε την πατριωτική, μυστική εταιρία «Γεροπυριόβολος του Ολύμπου» όπου ανήκε και ο Καραϊσκάκης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μετά την επιτυχία στη Γραβιά εξελέγη αρχιστράτηγος Στερεάς Ελλάδος παρά τη λυσσώδη αντίδραση των προκρίτων λόγω της επιρροής του στον λαό. Συνέβαλε καθοριστικά στην καταστροφή του Δράμαλη (1822) διακόπτοντας τον ανεφοδιασμό του. Οι πολιτικοί όμως έστειλαν εναντίον του στρατό και με δόλιες ενέργειες του Γιάννη Γκούρα τον συνέλαβαν στον Ελικώνα και τον φυλάκισαν στα Προπύλαια της Ακρόπολης Αθηνών όπου τον θανάτωσαν ρίχνοντάς τον από τον ιερό βράχο (φωτ. Το Χάνι της Γραβιάς στη Φωκίδα). 

Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος Ιωαννίνων (1808 – 17 Ιαν. 1838) συκοφαντήθηκε από έναν Οθωμανό Χότζα ότι ενώ είχε εξισλαμιστεί ζούσε ως χριστιανός, οπότε συνελήφθη, φυλακίστηκε και του ασκήθηκαν αφόρητες πιέσεις για ν’ αλλαξοπιστήσει. Εκείνος όμως παρέμεινε αμετάπειστος, ομολογώντας συνεχώς τη χριστιανική του πίστη. Για τη σωτηρία του κινητοποιήθηκε σύσσωμος ο χριστιανικός λαός των Ιωαννίνων, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Ιωακείμ τον Χίο. Όλες οι προσπάθειες όμως απέτυχαν και ο Γεώργιος, αφού υπέστη βασανιστήρια, απαγχονίστηκε έξω από την κεντρική πύλη του κάστρου. Σήμερα είναι πολιούχος άγιος των Ιωαννίνων. Οι άγιοι νεομάρτυρες[15] (όσοι δηλ. μαρτύρησαν μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το 1453), με τη γνησιότητα, την αλήθεια, την πίστη και την ανθρωπιά τους, αποτελούν την πιο αδιάσειστη και απτή απόδειξη για τον άρρηκτο δεσμό της Ορθοδοξίας με τη σταυρική πορεία του Γένους. «Όταν οι σημερινοί Έλληνες παύσουν να διαβάζουν την ιστορία μας με τα αθεϊστικά γυαλιά, θα αισθανθούν την ανάγκη να τιμήσουν και τους αγίους Νεομάρτυρες ως τους πρώτους και κορυφαίους αντιστασιακούς του νεώτερου Ελληνισμού, ως τους εμπροσθοφύλακες των αγωνιστών της εθνεγερσίας του 1821, ως τα χελιδόνια της εθνικής μας ανεξαρτησίας που άντεξαν ανείπωτα ψυχικά και σωματικά μαρτύρια, με ακλόνητο και αδούλωτο φρόνημα, για την πίστη μας και την ελληνικότητά μας», σημειώνει ο Φώτης Κόντογλου. Σήμερα, το άρθρο 13 του ελληνικού Συντάγματος ορίζει ότι: «Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός» (φωτ. Το Κάστρο Ιωαννίνων στην πύλη του οποίου μαρτύρησε ο Άγ. Γεώργιος).

Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) από τη Ζάκυνθο (αριστερά), Ποιητής του «Ύμνου εις την ελευθερία» και των «Ελεύθερων Πολιορκημένων». Το έργο του αποτέλεσε την αρχή και τη βάση της νεώτερης λογοτεχνίας μας, μια «πηγή αποκαλύψεων που δεν εξαντλείται ποτέ», όπως έγραψε για εκείνον ο Οδ. Ελύτης. Η ποιητική παρέμβασή του στον Αγώνα στάθηκε καθοριστική καθώς το έργο του προβάλλει την ιδεολογία της επανάστασης (δίκαιος αγώνας για ελευθερία, αυτοδιάθεση και θρησκεία), υμνεί τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων, ενθαρρύνει τους πολεμιστές και επισημαίνει συμπεριφορές που απειλούν το ευάλωτο εγχείρημα της επανάστασης, όπως τα συμφέροντα και η υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και η εσωτερική διχόνοια. Ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας είναι απόσπασμα από τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» (Μάιος 1823) που μελοποιήθηκε από τον Νικ. Μάντζαρο (1828) και καθιερώθηκε με διάταγμα του Γεωργίου Α’ (1865) (φωτ. Ζάκυνθος, Βορειοδυτικές ακτές, Επτάνησα).

Ο Ρήγας Βελεστινλής ή Φεραίος (1757 – 24 Ιουν. 1798) υπήρξε ο πνευματικός πρωτεργάτης του Μεγάλου Ξεσηκωμού. Με την πένα του και τη μεγάλη ψυχή του ενέπνευσε τα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης στους συμπατριώτες του. Το 1797 γράφει τη «Χάρτα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων», μιλώντας για τον ελεύθερο άνθρωπο. Ο «Θούριός» του είναι ο φλογερότερος προεπαναστατικός, πατριωτικός ύμνος. Είχε κατανοήσει πως για την επανάσταση των σκλαβωμένων χρειαζόταν πρωτίστως υψηλό ηθικό και κινητοποίηση των ιδανικών του ανθρώπου και πως δεν ήταν δυνατόν να υπερβούν τις ψυχολογικές δυσκολίες και πιέσεις και να προχωρήσουν σε επανάσταση χωρίς μια δυναμικά συγκροτημένη πνευματική και ηθική βάση του αγώνα τους. Για τη δράση του συνελήφθη από τις οθωμανικές αρχές, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε δια στραγγαλισμού, μαζί με τους συντρόφους του, στο φρούριο Neboisa του Βελιγραδίου και το σώμα του ρίχτηκε στον Δούναβη. Μερικά χρόνια μετά ο πνευματικός σπόρος, που φύτεψε στις ψυχές των σκλαβωμένων Ελλήνων, θα απέδιδε τον ποθητό καρπό της Επανάστασης του ’21 (φωτ. Τσαγκαράδα, όρος Πήλιο Μαγνησίας).

Ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός (25 Μαρτίου 1771 – 30 Μαΐου 1826), από τη Δημητσάνα, με σπουδαία διπλωματική ικανότητα και δράση, εργάστηκε για την οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας στην Πελοπόννησο και για τη συγκέντρωση χρημάτων για την προετοιμασία της επανάστασης. Στις 25 Μαρτίου 1821 ύψωσε τη σημαία του αγώνα και κήρυξε την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας (αριστερά). Επί μία διετία περιδιάβαινε την Ιταλία προσπαθώντας να συγκεντρώσει χρήματα για τον Αγώνα και προτρέποντας τους Φιλέλληνες να βοηθήσουν. Πέθανε από εξανθηματικό τύφο (φωτ. Μονή Αγίας Λαύρας, ορεινή Αχαΐα). 

Ο Αναστάσιος Καρατάσος (1764-1830), οπλαρχηγός από το Βέρμιο, υπήρξε ο γενναίος υπερασπιστής της Νάουσας (επάνω) κατά το Ολοκαύτωμά της, τον Απρίλη του 1822. Έχασε στον αγώνα πέντε από τους έξι γιους του, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης (Τσάμης) Καρατάσος με σημαντική επαναστατική δράση, καθώς και τον συναγωνιστή του Ζαφειράκη Λογοθέτη. Η ηρωική γυναίκα του Μαρία εκτελέστηκε στη Θεσσαλονίκη μετά από φρικτά βασανιστήρια, ενώ και οι δύο κόρες του οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία (φωτ. Κοιλάδα της Αράπιτσας, Νάουσα Ημαθίας).

Ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης (1804 – 22 Μαρτ. 1825) ήταν τέταρτος γιος του προκρίτου της Μάνης Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, αδελφός του Ηλία. Μόλις στα 17 του χρόνια έλαβε τα όπλα και συμμετείχε στον εθνικό ξεσηκωμό στο πλευρό του πατέρα του, των θείων και των αδελφών του. Μπήκε με τον πατέρα του στην Καλαμάτα (23 Μαρτ. 1821), πολέμησε γενναία στη μάχη του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821) και υπερασπίστηκε ηρωικά την ακρόπολη του Άργους κατά την εισβολή του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Πέθανε από γάγγραινα στην Κυπαρισσία μετά τον τραυματισμό του από εχθρικό βόλι στο χέρι, λόγω έλλειψης ιατρικής φροντίδας (φωτ. Πόρτο Κάγιο, Ανατ. Μάνη Λακωνίας).

Ο Αθανάσιος Γάτσης (Σκουρτανιώτης) (1793 – 26 Οκτ. 1825) από τα Σκούρτα Βοιωτίας ετέθη επικεφαλής των αγωνιστών της Θήβας που ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης και με τους Μελέτιο Βασιλείου και Δήμο Αντωνίου κυρίευσαν την Αθήνα και πολιόρκησαν την Ακρόπολη. Κύριος της περιοχής μεταξύ Πάρνηθας – Κιθαιρώνα εξορμούσε διακόπτοντας την επικοινωνία των Τούρκων με την Αθήνα, τη Χαλκίδα και την Πελοπόννησο. Πολέμησε σε πολλές μάχες και παντού διακρίθηκε για τη σύνεση και την ανδρεία του. Στο χωριό Μαυρομμάτι, με ομάδα αγωνιστών, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ισχυρή δύναμη τουρκικού ιππικού αποκρούοντας, επί ώρες, τη λυσσαλέα επίθεση στη μάνδρα Αγίας Σωτήρας. Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά οι Τούρκοι σκαρφάλωσαν στη στέγη της εκκλησίας, άνοιξαν τρύπες και έριξαν μέσα ύφλεκτα υλικά στα οποία είχαν βάλει φωτιά, προκαλώντας τον μαρτυρικό θάνατο των έγκλειστων ηρώων (φωτ. Καταρράκτες της Πέτρας, Αλίαρτος Βοιωτίας).

Ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου (Λογοθέτης) (1772 – 22 Απρ. 1822) υπήρξε πρόκριτος της Νάουσας ιδιαίτερα αγαπητός. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στη Νάουσα (22 Φεβρ. 1822) και έλαβε μέρος στη μάχη της Βέροιας και της μονής Παναγίας Δοβρά. Στο Ολοκαύτωμα της Νάουσας κλείστηκε στον πύργο του με τον γιό του, άλλους αγωνιστές και γυναικόπαιδα και μετά τρεις ημέρες αντίστασης επεχείρησαν έξοδο (21 Απρ. 1822). Γυναίκες και παιδιά, για να μην συλληφθούν, έπεσαν στον καταρράκτη της Αράπιτσας. Ο Ζαφειράκης και ο Γιαννάκης Καρατάσος αμύνθηκαν μέχρι τέλους πέφτοντας ηρωικά στο Σοφολιό Επισκοπής. Τα σώματά τους καρατομήθηκαν και οι κεφαλές τους περιφέρονταν για εκφοβισμό. Η σύζυγος και η κόρη του Ζαφειράκη αιχμαλωτίστηκαν και εστάλησαν στη Θεσσαλονίκη όπου η σύζυγός του βασανίστηκε φρικτά και εκτελέστηκε. Για τη θυσία της γράφτηκε το δημοτικό τραγούδι «Μακρυνίτσα» (φωτ. Το μνημείο της θυσίας των γυναικών στη θέση Στουμπάνοι, Ηρωική Πόλη Νάουσας Ημαθίας).

Ο Αθανάσιος Ραζηκότσικας (1798 – 10 Απρ. 1826) ανέλαβε σε ηλικία 24 ετών την αρχηγία του Αγώνα στο Μεσολόγγι και ύψωσε την επαναστατική σημαία (20 Μαΐου 1821). Αποτελεί τη μοναδική περίπτωση δημοκρατικά εκλεγμένου στρατιωτικού διοικητή, μη διορισμένου από την επαναστατική κυβέρνηση. Ενίσχυσε την οχύρωση του Μεσολογγίου και όρισε φρουρές στα περάσματα της λιμνοθάλασσας. Φθονήθηκε φοβερά από τον Αλεξ. Μαυροκορδάτο για τις εξαίρετες ηγετικές ικανότητές του και την αφοσίωση που είχαν στο πρόσωπό του οι συναγωνιστές του. Στην πολιορκία του Μεσολογγίου αγωνίστηκε στην πρώτη γραμμή με τον Ανδρέα Ίσκο, κυρίως στη νευραλγική Μεγάλη Ντάπια, συμμετέχοντας σε τρομερές μάχες, ενώ προσέφερε όλη του την περιουσία για προμήθειες τροφίμων. Πήρε μέρος στις εφορμήσεις εκτός των τειχών επιδεικνύοντας τεράστια ανδρεία και τη νύχτα της ηρωικής Εξόδου χίμηξε πρώτος και ήταν από τους πρώτους που έπεσαν (φωτ. Μεσολόγγι, το Πάρκο των Ηρώων).

Ο Τούσιας (Θανάσης) Μπότσαρης (1792 – 22 Απρ. 1827) γεννήθηκε στο Σούλι δύο μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα του και έλαβε το όνομά του. Υπήρξε ένας από τους ανδρειώτερους Σουλιώτες, υπαρχηγός του σώματος που διοικούσε ο ξάδερφός του Μάρκος Μπότσαρης και μαζί του πολέμησε στο Σούλι, στο Κεφαλόβρυσο, στο Καρπενήσι και αλλού. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου, όπου και διέπρεψε. Ακολούθησε τον Γ. Καραϊσκάκη στο Ναύπλιο και από εκεί στην Αττική όπου έπεσε μαχόμενος στο Φάληρο. Ετάφη στη Σαλαμίνα με τιμές δίπλα στον  Καραϊσκάκη (φωτ. Ποταμός Καρπενησιώτης, Ευρυτανία).

Ο Δημήτρης Καλλέργης (1803 – 6 Μαΐου 1867) από ιστορική οικογένεια του Μυλοποτάμου, εγκατέλειψε τις σπουδές ιατρικής για ν’ αφιερωθεί στον Αγώνα. Πολέμησε στο πλευρό του Γ. Καραϊσκάκη στη μάχη της Καστέλας (30 Ιαν. 1827) και σε πολλές ακόμα μάχες. Έλαβε μέρος στη φοβερή Μάχη Αναλάτου (σημερινή Νέα Σμύρνη) (24 Απρ. 1827), που διεξήχθη την επομένη του θανάτου του Καραϊσκάκη υπό τις πεισματικές πιέσεις των βρετανών επικεφαλής Τσορτς και Κόχραν, η οποία έληξε με συντριβή των Ελλήνων. Τραυματισμένος αιχμαλωτίστηκε και σώθηκε μόνον όταν συγγενείς του κατέβαλαν υψηλά λύτρα. Οι υπόλοιποι περίπου 250 Έλληνες αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν έξω από τον ιερό ναό Αγ. Θεοδώρων Νέου Κόσμου και τα κεφάλια τους στάλθηκαν στον σουλτάνο ως έπαθλο. Στο νέο ελληνικό κράτος ο Καλλέργης υπήρξε υπασπιστής του Καποδίστρια και του Όθωνα. Την 3η Σεπτεμβρίου 1843, επικεφαλής της Φρουράς των Αθηνών, πέτυχε την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα θέτοντας τέρμα στην απόλυτη μοναρχία στην Ελλάδα (φωτ. Ο όρμος του Μικρολίμανου στην Καστέλα Πειραιά, Αττική).

Ο Γεώργιος Πολύγκαιρος (Σαχτούρης) (1783 – 30 Ιαν. 1841) ήταν Υδραίος ναυτικός και αγωνιστής. Ο πατέρας του υπήρξε ναυπηγός στον τουρκικό στόλο και το όνομά τους προέρχεται από τα «σαχτούρια», τύπο ιταλικού ιστιοφόρου. Με το πλοίο του «Αθηνά» έλαβε μέρος στην επιχείρηση απελευθέρωσης της Χίου και της Σάμου υπό τον Γιακουμάκη Τομπάζη, ενώ συνέλαβε τουρκικό πλοίο (28 Απρ. 1821) με πολύτιμα δώρα του σουλτάνου προς τον Βαλή της Αιγύπτου και το λαφυραγώγησε. Διακρίθηκε στη ναυμαχία των Πατρών (20 Φεβρ. 1822), υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, και της Μυκάλης και με τους πλοιάρχους Μαστραντώνη, Κριεζή, Μπρούσκο και Παναγιώτου ανάγκασαν τη μοίρα που απέκλειε το Μεσολόγγι να καταφύγει στα Δαρδανέλλια (1822). Το 1823 έκανε καταστρεπτικές για τον εχθρό αποβάσεις στη Μ. Ασία και Μοσχονήσια, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στη ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγ. 1824) και στον ανεφοδιασμό του πολιορκούμενου Μεσολογγίου (1826). Πολύτιμη πηγή για τον αγώνα αποτελεί το Ημερολόγιό του (1824-1827) που εκδόθηκε το 1892 με τίτλο «Ιστορικά ημερολόγια του ναυτικού αγώνος του 1821». Ο ποιητής μας Μίλτος Σαχτούρης ήταν δισέγγονός του (φωτ. Το λιμάνι της Ύδρας).

Ο Ιωάννης Καποδίστριας (Capo d’Istria) (10 Φεβρ. 1776 – 27 Σεπτ./9 Οκτ. 1831), εξέχων διπλωμάτης και ιατρός από την Κέρκυρα (αριστερά), υπήρξε ο πρώτος Κυβερνήτης της ελεύθερης Ελλάδας. Συγκρούστηκε με το «βαθύ κράτος» και με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής που δεν επιθυμούσαν την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας. Η δολοφονία του, στο Ναύπλιο, εδραίωσε την ξενοκρατία στον τόπο, ματαίωσε το εποικοδομητικό πρόγραμμά του για την οργάνωση και την ανάπτυξη του τόπου και καθόρισε δραματικά τη μοίρα της νεώτερης Ελλάδας. Όπως είχε δηλώσει ο Ι. Εϋνάρδος: «Όστις δολοφόνησε τον Καποδίστρια, δολοφόνησε την πατρίδα του. Ο θάνατός του είναι συμφορά για την Ελλάδα και δυστύχημα ευρωπαϊκόν» (φωτ. Το Φαληράκι από το παλιό Φρούριο, Κέρκυρα Επτάνησα).

Ο Αγγελής Γάτσος (1771-1839), από την Αλμωπία Πέλλας, είχε ενεργό συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Βέροια και Νάουσα, όπου αιχμαλωτίστηκε ο γιος του Νικόλαος, οι κόρες του αλλά και η σύζυγός του που ήταν έγκυος και γέννησε στις φυλακές. Μετά την άλωση της Νάουσας, κατέφυγε με τους Τάσο και Τσάμη Καρατάσο στον Ασπροπόταμο Θεσσαλίας, ενώ συνέδραμε και στις επιχειρήσεις του Καραϊσκάκη και στο Μεσολόγγι. Έμεινε στην Ιστορία και για τη φοβερή κραυγή του την ώρα της μάχης που εμψύχωνε τους συμπολεμιστές του και σκορπούσε τον τρόμο στους αντιπάλους. Μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκε στην Αταλάντη όπου πέθανε πάμπτωχος (φωτ. Σούρουπο στη Σκάλα Αταλάντης, Φθιώτιδα).

Στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου καταστράφηκε το 90% του τεράστιου τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Απαντώντας στον Ιμπραήμ με την ιστορική φράση: «Ήρθα να δώσω διαταγές και όχι να λάβω», ο ναύαρχος Κόδριγκτον έδωσε στο Ναβαρίνο, στις 8-20 Οκτωβρίου 1827, τον αποφασιστικό θαλάσσιο αγώνα που άνοιξε τον δρόμο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας (φωτ. Ο όρμος του Ναβαρίνου στη Μεσσηνία).

Ο άγιος Κύριλλος Στ’ (1770 – 18 Απρ. 1821) υπήρξε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Εργάστηκε με ζήλο για την πνευματική καλλιέργεια του υπόδουλου Ελληνισμού και την ανασύσταση της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο Φανάρι. Απαγχονίστηκε τον Απρίλιο του 1821, στη γενέτειρά του Αδριανούπολη, ως ενεχόμενος σε επαναστατικό κίνημα των ραγιάδων (φωτ. Δέλτα Έβρου, Θράκη).

Η Βασιλική Κονταξή (κυρά Βασιλική) (1789 – 11 Δεκ. 1834) από την Πλησιβίτσα Φιλιατών, ήταν κόρη του προύχοντα της περιοχής, ο οποίος συνελήφθη, οπότε η 12χρονη κοπέλα ζήτησε έλεος από τον γέροντα αφέντη της Ηπείρου. Ο Αλή πασάς θαμπώθηκε από την ομορφιά της και χάρισε τη ζωή στον πατέρα της. Ως αντάλλαγμα την κράτησε στο χαρέμι του και αργότερα την παντρεύτηκε. Ασκούσε μεγάλη επιρροή στον σύζυγό της και δεν εξισλαμίστηκε ποτέ, ενώ μαρτυρείται ότι προστάτευε, με κάθε τρόπο, τους χριστιανούς συμπολίτες της. Ο Αλή πασάς της προσέφερε τα πάντα, όμως κι εκείνη του έδωσε τρυφερότητα, στοργή και αγάπη, αισθήματα που ο σκληροτράχηλος τύραννος αγνοούσε. Υπήρξε ίσως η πλουσιότερη γυναίκα της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την καρατόμηση του Αλή πασά από τους σουλτανικούς, στάλθηκε από τον Χουρσίτ αιχμάλωτη στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από 18 χρόνια εξορίας στην Προύσα, επέστρεψε στην Ελλάδα, στο Αιτωλικό, όπου πέθανε από δυσεντερία και ετάφη δίπλα στον ιερό ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, όπου μέχρι σήμερα σώζεται ο τάφος της (φωτ. Το νησάκι Ιωαννίνων).

Ο μαρτυρικός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός (1756 – 9 Ιουλ. 1821) απαγχονίσθηκε για την επαναστατική του δράση στην πλατεία Σεραγίου, στο κατεχόμενο σήμερα τμήμα της Λευκωσίας. Μαζί του καρατομήθηκαν οι Επίσκοποι Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος και Κηρυνείας Λαυρέντιος. Το ηρωικό τέλος του ενέπνευσε το ποίημα «9η Ιουλίου του 1821, εν Λευκωσία Κύπρου» στον εθνικό ποιητή της Κύπρου, Βασίλη Μιχαηλίδη (φωτ. Δασικό τοπίο της Πάφου, Κύπρος).

Ο Πανουργιάς (1767-1834) από τη Δρέμισα Παρνασσίδας, υπήρξε ο ικανότατος κατακτητής του Κάστρου των Σαλώνων (10 Απρ. 1821), της πρώτης ισχυρής θέσης που κατελήφθη στην Ελληνική Επανάσταση. Πολέμησε με τον Οδ. Ανδρούτσο και τον Αθ. Διάκο και στις 27 Μαρτίου 1821 ύψωσε τη σημαία της επανάστασης στην Άμφισσα. Συμμετείχε στη μάχη στα Βασιλικά, ενώ σημαντική υπήρξε η συμβολή του στην ήττα του Δράμαλη. Υπήρξε ο αρχηγός της μάχης της Άμπλιανης που έληξε με μεγάλη νίκη των Ελλήνων. Γέροντας πια, το 1833, διορίστηκε μέλος της επιτροπής στο Ναύπλιο που εξέτασε την προσφορά των αγωνιστών. Διακρίθηκε όχι μόνο για τη σπάνια ανδρεία του αλλά και για την προσήλωσή του στη λογική, στο μέτρο και στην πειθαρχία (φωτ. Άμφισσα Φωκίδας).

Ο άγιος Σεραφείμ ο νέος Ιερομάρτυρας, Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου (ca. 1550 – 4 Δεκ. 1601), γεννήθηκε στα Άγραφα. Κατηγορήθηκε ότι πήρε μέρος στην επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου και συνελήφθη από τους Τούρκους, που μάταια προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν. Εξαγριωμένοι μπροστά στη σταθερότητά του, τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού του έκοψαν τη μύτη και τον παρουσίασαν στον κριτή, αρνούμενο και πάλι ν’ αλλαξοπιστήσει, τον εκτέλεσαν με ανασκολοπισμό (φωτ. Τοπίο των Αγράφων).

Την ανώνυμη Σουλιώτισσα εκπροσωπεί η σπαρακτική εποποιία του «Χορού του Ζαλόγγου», ιστορικού γεγονότος που συνέβη, στις 18 Δεκεμβρίου του 1803, μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά. Θυσία ανυπέρβλητη που με φοβερή κατάπληξη είδαν και οι εχθροί οι ίδιοι. «Και ήψαντο αλλήλων τας χείρας και έσυραν εν κύκλω τον χορόν, άδουσαι και καθ’ όσον επλησίαζεν εκάστη εις το χείλος του βαράθρου, εκρημνίζετο εις αυτό και ο κύκλος επανελαμβάνετο και ο χορός ωσαύτως μέχρις ου κατέπεσον άπασαι, η μία κατόπιν της άλλης», γράφει ο Κων. Παπαρρηγόπουλος (φωτ. Το μνημείο του Ζαλόγγου, έργο του γλύπτη Γιώργου Ζογγολόπουλου).

Ο Αντώνης Οικονόμου (1785 – 16 Δεκεμβρίου 1821) πρωτοστάτησε στην εξέγερση των Υδραίων παραμερίζοντας τους προκρίτους που αντιδρούσαν θεωρώντας το εγχείρημα καταστροφικό για το νησί. Υποστηριζόμενος από τους Φιλικούς της Πελοποννήσου κατέλαβε το λιμάνι, κατέλυσε την εξουσία των προκρίτων εγκαθιδρύοντας λαϊκή διακυβέρνηση και κήρυξε την Επανάσταση στην Ύδρα (14 Απρ. 1821). Οι πρόκριτοι οργισμένοι συνωμότησαν εναντίον του και ο ίδιος φυγαδεύτηκε. Επιστρέφοντας στο Άργος για να παραστεί στην εθνοσυνέλευση, δέχθηκε επίθεση από μισθοφόρους των προκρίτων, κυρίως του Ανδρέα Λόντου, που τον δολοφόνησαν πριν προλάβουν να τον βρουν οι άνθρωποι που είχε στείλει ο Κολοκοτρώνης για να τον προστατεύσουν. Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος του έχει αφιερώσει το ποίημα του «Μπολιβάρ» (φωτ. Άποψη του λιμένα της Ύδρας).

Ο Δημήτριος Πέτροβας (Μητροπέτροβας) (1745 – 12 Μαρτ. 1838) υπήρξε αδερφικός φίλος του πατέρα του Θεοδ. Κολοκοτρώνη και ήταν ο γηραιότερος οπλαρχηγός του Αγώνα, αφού το 1821 ήταν κιόλας 76 ετών. Τον φώναζαν «παππούλη» κι ο Κολοκοτρώνης «Μπάρμπα Μήτρο». Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του έδωσε το «παρών» σε όλες τις μεγάλες μάχες: Βαλτέτσι, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, κατά του Ιμπραήμ. Όταν οι Μεσσήνιοι ορκίστηκαν εκδίκηση για την καταδίκη σε θάνατο των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, ξεσήκωσε τη Μεσσηνία (Αύγ. 1834), οπότε καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Βαυαρούς σε Έκτακτο Στρατοδικείο. Η ποινή δεν εκτελέστηκε, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, όμως παρέμεινε φυλακισμένος ως το τέλος της ζωής του (φωτ. Ο καταρράκτης στα Ζερμπίσια Μεσσήνης).

Η Μαριγώ Ζαραφοπούλα καταγόταν από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης και συνδέθηκε με τον Αγώνα μέσω του αδελφού της, εμπόρου και Φιλικού, Χατζη-Βασίλη Σαράφη. Ανέλαβε το έργο της συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης. Με κίνδυνο της ζωής της διέφυγε στην Ύδρα (Μάιος 1821) και ενήργησε ως κατάσκοπος με σκοπό τη συλλογή πολύτιμων για την Επανάσταση πληροφοριών και την απελευθέρωση αιχμαλώτων. Διέθεσε την περιουσία της για την περίθαλψη τραυματιών και την εξασφάλιση οπλισμού και τροφίμων για τους αγωνιστές (φωτ. Δρομάκι στον οικισμό της Ύδρας).

Ο Βασίλειος Πετμεζάς (1785 - 22 Νοέ. 1872) γεννήθηκε στα Σουδενά Καλαβρύτων, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία και οργάνωσε κίνημα. Στην Αγία Λαύρα, την 25η Μαρτίου 1821, πρώτος με τον επίσκοπο Γερμανό και τον Ζαΐμη, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Έλαβε μέρος στον αγώνα κατά του Δράμαλη και σε πολλές μάχες στην Πελοπόννησο. Υπήρξε πολιτικός στο νέο Ελληνικό κράτος και απεβίωσε στο Αίγιο. Στο Μουσείο της Σχολής Ευελπίδων φυλάσσεται το πιστόλι του ως «το πρώτον κροτήσαν όπλον δια της χειρός του δαφνοστεφούς στρατηγού κατά την εις την μονήν της Αγίας Λαύρας τελεσθείσαν ορκωμοσίαν». Άφησε πλούσιο ιστορικό αρχείο και την αυτοβιογραφία του (φωτ. Καλάβρυτα Αχαΐας).

Ο Δημήτριος Πλαπούτας (15 Μαΐου 1786 – Ιούλ. 1864), από την Παλούμπα Αρκαδίας, υπήρξε στρατιωτικός και πολιτικός. Σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε την ανιψιά του Γέρου του Μοριά, με τον οποίο ταύτισε τον πολεμικό του βίο και τις πολιτικές του θέσεις. Κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Έλαβε μέρος στις περισσότερες επιχειρήσεις (Βαλτέτσι, Λάλα, Τριπολιτσά, Μανιάκι, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Δερβενάκια) και διακρίθηκε για τη φρόνηση και την ανδρεία του. Συνέγραψε το έργο «Διορθώσεις και Παρατηρήσεις στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη». Επί Αντιβασιλείας, με τον Θ. Κολοκοτρώνη, κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία ως ρωσόφιλοι, συνελήφθησαν το 1833, δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο και καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη. Προ της λαϊκής οργής η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη ενώ, μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, αμνηστεύτηκαν. Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία (φωτ. Πανοραμική θέα στην Παλούμπα Γορτυνίας, Αρκαδία).

Ο Δημήτρης Παπανικολής (1790-1855) ήταν Ψαριανός ναυτικός και θρυλικός μπουρλοτιέρης. Στη ναυμαχία της Ερεσού πυρπόλησε τουρκικό δίκροτο σχεδόν σύψυχο με ελάχιστους διασωθέντες. Το ίδιο επανέλαβε στη ναυμαχία του Γέροντα μεταξύ Λέρου και Καλύμνου (29 Αυγ. 1824), προκαλώντας τον τρόμο στον οθωμανικό στόλο. Έλαβε μέρος και σε πολλές ακόμα καταδρομικές και αποβατικές επιχειρήσεις με μεγάλες επιτυχίες. Το 1846 ανέλαβε Πρόεδρος του Ναυτοδικείου ως τον θάνατό του. Το όνομά του δόθηκε στα υποβρύχια Παπανικολής Ι και ΙΙ του ελληνικού πολεμικού ναυτικού (φωτ. Ο λιμένας της Λέρου, Δωδεκάνησα).

Υποσημειώσεις:

[1] Ρήγας Βελεστινλής (Φεραίος), «Τα Δίκαια του Ανθρώπου», άρθρο 6 – Ελευθερία, «Νέα Πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», Βιέννη 1797.

[2] Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, «Απομνημονεύματα (Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής 1770-1836), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1901, Συλλογή: Συνεργασίες – Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κρήτης, Ταξινόμηση: ΠΠΚ 113858, https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/

[3] Η βελανιδιά του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στο Βασιλικό Πωγωνίου, https://dasarxeio.com/2019/08/24/70288/

[4] Το Ολοκαύτωμα της Νάουσας, https://kimintenia.com/2020/04/22/0236/

[5] Ακρ. Καϊδατζής, «Σε ποιον ανήκει η περιουσία του Δημοσίου; Ποιος και πώς επιτρέπεται να την εκποιήσει;» σε: Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΙΜΔΑ), επιμέλεια: Ηρώ Σαγκουνίδου – Δασκαλάκη, «ΤΑΙΠΕΔ – Όργανο εκποίησης της περιουσίας και κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας», Αθήνα 2014. Μαρία Καραμανώφ, «Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων – Βιώσιμο Κράτος και Δημόσια κτήση», Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, Αθήνα 2014, σελ. 151επ., Σοφία Παυλάκη, «Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των δασών στη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων» (https://dasarxeio.com/2018/04/02/54853/#_ftn36), Σ. Παυλάκη, «Ζητήματα παραχώρησης δημόσιας δασικής κτήσης στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», παρέμβαση στο πλαίσιο Ημερίδας με θέμα: «Η Προστασία των Δασών υπό το πρίσμα του Κτηματολογικού Δικαίου», που διοργάνωσε η Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος (ΕΝΟΒΕ), την 17η Μαρτίου 2017, στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, δημοσιευμένη στη σειρά της Εταιρείας Νομικών Βορείου Ελλάδος, τ. 73, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 2017, (https://dasarxeio.com/2017/03/22/43025/), Σ. Παυλάκη, «Ο κοινόχρηστος χαρακτήρας των δημόσιων δασικών οικοσυστημάτων», Εισήγηση στην 4η Επιστημονική Διημερίδα στην Περιβαλλοντική Πολιτική και Φιλοσοφία, Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, Σχολής Επιστημών Γεωπονίας και Δασολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ), Ορεστιάδα, 5-6 Μαΐου 2018, με θέμα: «Περιβαλλοντική Πολιτική: καλές πρακτικές, προβλήματα και προοπτικές», δημοσιευμένη στον 10ο Τόμο της περιοδικής έκδοσης «Θέματα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων» του Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων ΔΠΘ, σελ. 299, βλ. και ΣτΕ Ολ 2753/1994: «Η μεταβίβαση δημοσίου δάσους ακόμη και σε φορέα δημόσιας εξουσίας (εν προκειμένω την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου), όταν στους σκοπούς του εν λόγω φορέα δεν περιλαμβάνεται η διοίκηση και η διαχείριση δασών και δασικών εκτάσεων είναι μη νόμιμη, γιατί με αυτό τον τρόπο οι δημόσιες δασικές εκτάσεις απομακρύνονται από τη διοίκηση και διαχείριση του Υπουργείου Γεωργίας, οι οποίες αποτελούν βασικό στοιχείο της κρατικής εποπτείας επί των δασών και των δασικών εκτάσεων για τη διατήρηση αναλλοίωτης της μορφής τους, σύμφωνα με το Σύνταγμα και το νόμο».

[6] «Τα δημόσια δάση αποτελούν δημόσια αγαθά και ανήκουν στη δημόσια κτήση είτε ως ιδιόχρηστα όταν εξυπηρετούν τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε ως κοινόχρηστα όταν είναι ελεύθερη η χρήση τους από το κοινό» (ΣτΕ 805/2016). «Εκτός από τα πράγματα που απαριθμούνται στο άρθρο 967 ΑΚ, κοινόχρηστα είναι και τα δημόσια δάση και άλση. Ένα δάσος, εν όψει της ειδικής συνταγματικής προστασίας των δασών (άρθρο 24 Συντ.), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και είτε είναι ιδιόχρηστο, όταν εξυπηρετεί, κυρίως, τη δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε είναι κοινόχρηστο, όταν είναι ελεύθερη η χρήση του από το κοινό» (ΑΠ 1453/2010).

[7] Άρθρο 24 παρ. 1 Συντ.: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου συνιστά υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».

[8] «Στην έννοια του κοινοχρήστου πράγματος υπάγεται και το δημόσιο δάσος, το οποίο αναγνωρίζεται από το δίκαιο ως περιβαλλοντικό αγαθό, που εντάσσεται στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και διατηρεί τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του ακόμα και μετά την καταστροφή ή αποψίλωσή του, θεμελιώνεται δε και δικαίωμα αποζημιώσεως σε βάρος εκείνου που προκαλεί ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η δε παράνομη προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας μπορεί να συνίσταται είτε σε αυθαίρετο αποκλεισμό της πρόσβασης σε δημόσιο δάσος, είτε σε αλλοίωση της φυσιογνωμίας ή καταστροφή του, με συνέπεια να υποβαθμίζεται, για λόγους αισθητικής, αναψυχής και υγιεινής, η ποιότητα ζωής των ευρισκομένων διαρκώς ή προσκαίρως σε τοπική σχέση με αυτό» (ΑΠ 207/2010). Πρ. Δαγτόγλου, «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», τρίτη έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1992, παρ. 1180, περ. δ’, σελ. 628, κατά τον οποίο: «Όλα τα κοινόχρηστα πράγματα αποτελούν είτε αντικείμενα που προσφέρει απευθείας η φύση είτε αντικείμενα που κατασκευάζει ο άνθρωπος για να καταστήσει δυνατή ή να διευκολύνει την απόλαυση και κάρπωση της φύσης. … Τα κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: α) … δ) δημόσιοι κήποι και δημόσια άλση και δάση». Βλ. και Ευτυχία Κουράκου, «Πτυχές της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα κοινόχρηστα πράγματα», Εισήγηση σε επιστημονική ημερίδα με θέμα: «Ο Δημόσιος Χώρος ως πεδίο έντασης ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό συμφέρον», που διοργάνωσε η Ελληνική Εταιρεία Δικαίου Περιβάλλοντος, την 28η Ιουνίου 2017, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (http://environmental-law.gr/): «Τα δημόσια δάση ανήκουν στα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία, μάλιστα, συμπεριλαμβάνονται στα προστατευόμενα από το Σύνταγμα περιβαλλοντικά αγαθά και δεν μπορούν να αποκαθιερωθούν και να μεταβιβαστούν κατά κυριότητα σε απλούς ιδιώτες».

[9] Άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του…». Άρθρο 2 παρ. 1 Συντ.: «O σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». Άρθρο 25 παρ. 1-2 Συντ.: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη».

[10] Στρατηγοῦ Mακρυγιάννη «Aπομνημονεύματα», επιμ. Έλλης Αλεξίου, εκδ. Μέρμηγκας, 1979.

[11] Σοφία Παυλάκη, «Η αειφορία των δασών στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο», https://dasarxeio.com/2019/05/19/67704/

[12] Εικοσιένα κείμενα για το Εικοσιένα, επιμέλεια: Μυρσίνη Βουνάτσου, https://paleochori-lesvos.blogspot.com/2013/02/

[13] Γιάννης Ρίτσος, «Ειρήνη», από τη συλλογή «Αγρύπνια», 1953.

[14] Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης, «Οι Ήρωες του 1821», https://hellenic-college.gr/wp-content/uploads/works/1821/heroes/, «Οι καρδιές των Υψηλάντηδων στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο», https://www.royalchronicles.gr/amaliieo-kardies/

[15] Άγιοι Νεομάρτυρες, https://kimintenia.com/

(Φωτογραφίες – Βιογραφίες: Αθάνατο 1821 (εκδ. Στρατίκη), mixanitouxronou.gr, sansimera.gr, el.wikipedia.org, ebooks.edu.gr, kimintenia.com, hellenic-college.gr, vrellis.gr, hxwsarakatsanwn.gr).



ΚατηγορίεςΕπικαιρότητα, Περιβάλλον

Tags: , , , , , , ,

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading