Περί βιωσιμότητας
Στην πρόσφατη νομολογία
Δημήτριος Η. Παπαστερίου,
Ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
1 | A. Η βιωσιμότητα, ως ουσιαστικό, έχει σχέση με την πρόβλεψη διατηρήσεως στο χωροχρόνο μιας δράσης. Αυτή η βιωσιμότητα προσεγγίζεται από ποικίλες οπτικές γωνίες. Μία από αυτές είναι η οικονομική βιωσιμότητα. Για παράδειγμα, ενδιαφέρει η βιωσιμότητα του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος (άρθρο 5, παρ. 3, υπό β, ν. 4936/2022), ή η βιωσιμότητα μιας προτεινόμενης επενδύσεως (άρθρο 9 ν. 4903/2022) ή η οικονομική βιωσιμότητα μιας μαρίνας [ΣτΕ 567/2022, (υπό 8). |
2 | «Βιωσιμότητα» και «αειφορία» δεν ταυτίζονται. Το ίδιο ισχύει και για τους όρους «βιώσιμη ανάπτυξη» και «αειφόρος ανάπτυξη». Προϊόντος του χρόνου αυτό γίνεται αντιληπτό από όλους μας. Εξίσου αντιληπτό καθίσταται και το ότι το οικονομικό γίγνεσθαι «συμπρωταγωνιστεί», διεκδικώντας ολοένα και περισσότερους ρόλους, στην εφαρμογή και ερμηνεία της εκάστοτε «βιωσιμότητας». |
3 | Αναζητούμε, ακόμη και σήμερα, ίσως μάλιστα και για πολλές δεκαετίες ακόμη, την παρουσία των ιδεών, που ενυπάρχουν στο έργο του Adam Smith, An inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations (1776), σε αυτό που αιωρείται ως «βιωσιμότητα» στις ημέρες μας. |
4 | Κατά μια εκδοχή – που φαίνεται να επικρατεί – η βιωσιμότητα, ως δυναμικό φαινόμενο, στηρίζεται σε τρεις «πυλώνες»: την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Μήπως συμφωνούμε ότι το περιβάλλον είναι «σύστημα» ανώτερο (ιεραρχικά;) και ότι ασκεί (τουλάχιστον μακροπρόθεσμα) σύνθεμα ελέγχων σε όλα τα ανθρώπινα συστήματα, όπως είναι η «οικονομία» (των ανθρώπων και για αυτούς) και η «κοινωνία (των ίδιων και για τους ίδιους); Μήπως η παραπάνω βιωσιμότητα των τριών πυλώνων κινείται σε ένα πλαίσιο αξιών [ενδεικτικά της «Δικαιοσύνης» ως ιδέας, της «Τάξης» που περιέχει και την αταξία και του «Μέτρου» που δεν αρκείται στη φειδώ] ως αντίπαλο δέος του τριπτύχου «Ισχύς» (οικονομική και στρατιωτική)- «Τύχη» – «Κέρδος»; Μήπως τελικά επινοούμε τη «βιωσιμότητα» ως κάτι υπαρκτό, ενώ, όπως την οριοθετούμε, είναι ανύπαρκτη;
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η βιωσιμότητα, ως επιθετικός προσδιορισμός, (βιώσιμος,-η -ο) κατακλύζει τη νομολογία μας. |
5 | Η βιωσιμότητα κατά την εξελικτική της πορεία ενυπάρχει στη νομοθετική μας παραγωγή, επεκτείνει βαθμηδόν την παρουσία της στη νομολογία [ενδεικτικά ΟλΣτΕ 1364/2021, (υπό 19)], και έχει έντονη παρουσία στη θεωρία (ενδεικτικά Μ. Παπαγεωργίου, Η Προστασία του Περιβάλλοντος και η Οικονομική Ελευθερία: Από τη σύγκρουση συμφερόντων στη Βιώσιμη Ανάπτυξη, 2022). |
6 | Β. Ο γνωστότερος ορισμός της βιώσιμης αναπτύξεως ανήκει αναμφισβήτητα στην πρωθυπουργό της Νορβηγίας Gro Harlem Brundtland. Ως πρόεδρος της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη η κ. Brundtland παρέδωσε στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το 1987, την Αναφορά της με τίτλο «Το κοινό μας μέλλον» που είναι γνωστή ως “Brundtland report” στην οποία ορίζεται η βιώσιμη ανάπτυξη:
«ως η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες των σύγχρονων γενεών χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των επόμενων γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες». Εδώ δεν μπορεί να αγνοηθεί η συνύπαρξη της βιώσιμης αναπτύξεως με την αειφόρο ανάπτυξη. Έκτοτε κύλησαν πολλές σχετικές εκρήξεις, τόσο μη νομικές όσο και νομικές. Οι πρώτες, άμεσα ή έμμεσα, ανατροφοδοτούν τις δεύτερες και αυτές αναπαράγουν τον πιο επικίνδυνο «φαύλο κύκλο», που έχουμε γνωρίσει τις τελευταίες δεκαετίες. |
7 | Γ. Τη «βιώσιμη ανάπτυξη» συναντούμε σε αποφάσεις της Ολομέλειας τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενδεικτικά αναφερόμαστε στην ΟλΑΠ 2/2022 και στις αποφάσεις ΟλΣτΕ 175/2020, 710/2020∙ 175/2021, 666/2021 και 1364/2021∙ καθώς και 1285/2022 και 1399/2022.
Εντοπίσαμε του όρους «βιώσιμη ανάπτυξη», «βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη», «βιώσιμη χωροταξική αναδιάρθρωση», «βιώσιμο και ποιοτικό οικιστικό περιβάλλον» και «βιώσιμα δασοτεχνικά έργα». Στην ΟλΣτΕ 666/2021 (υπό 10) καθώς και στην ΟλΣτΕ 1364/2021 (υπό 19) συναντούμε τον όρο «βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη». Έναντι της «βιώσιμης οικονομικής αναπτύξεως» ίσταται η «βιώσιμη ανάπτυξη». Η τελευταία δίνει την εντύπωση ότι είναι ευρύτερος τεχνικός νομικός όρος. |
8 | Δ. Ειδικότερα, ακολουθεί εντοπισμός των αποφάσεων που αναφέρονται στη «βιώσιμη ανάπτυξη», που συνυφαίνεται με άλλες σημαντικές παραμέτρους στα πεδία του Κτηματολογικού Δασικού Δικαίου. |
9 | <-> Φέρουσα ικανότητα. Για την επίτευξη της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα «βιώσιμης ανάπτυξης» των νησιών κρίσιμο μέγεθος είναι η διάγνωση της φέρουσας ικανότητας [ΣΤΕ 1037/2021, (υπό 10)].
Ο θεμελιώδης κανόνας της «βιώσιμης ανάπτυξης» ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για την προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων, όπως τα μικρά νησιά, των οποίων η οικιστική και εν γένει οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντός τους και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους (ΣτΕ 3920/2010 Ολομ. 387/2014 7μ., 413 – 414/2005) [ΣΤΕ 1037/2021, (υπό 10)]. |
10 | Ως φέρουσα ικανότητα νοείται η ικανότητας μιας περιοχής να δέχεται και άλλες (πρόσθετες) ανθρώπινες δραστηριότητες, χωρίς να υποβαθμίζεται κατά ανεπανόρθωτο τρόπο το περιβάλλον (Παπαστερίου, Αλφάβητος, Φ 2). Η διάγνωση αυτής της φέρουσας ικανότητας ανάγεται σε κρίσιμο μέγεθος (άρα σε σημαντικό κριτήριο) της «βιώσιμης ανάπτυξης». Τα μικρά νησιά διαθέτουν και αυτά «φέρουσα ικανότητα», που δεν πρέπει να παραβιάζεται στους τομείς της οικιστικής και εν γένει οικονομικής αναπτύξεως. Ερώτημα: Μήπως συμβαίνει κατ’ εξοχήν το αντίθετο; |
11 | <-> Συγκερασμός άλλων σκοπών. Από το συνδυασμό των … διατάξεων των άρθρων 24 παρ. 1, 106 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο συντακτικός νομοθέτης, σταθμίζοντας, αφενός, την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος και, αφετέρου, άλλους παράγοντες αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, όπως εκείνους που σχετίζονται με την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, την αξιοποίηση του εθνικού πλούτου, την ενίσχυση της περιφερειακής ανάπτυξης, τη διασφάλιση της οικονομικής ελευθερίας και την εξασφάλιση εργασίας στους πολίτες, επιτάσσει το συγκερασμό των σκοπών αυτών, κατά τρόπο που θα διασφαλίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη (ΣτΕ Ολομ. 3219/2010, 613/2002) [ΟλΣτΕ 710/2020, (υπό 7)]. |
12 | Ο συγκερασμός τόσων σκοπών, αυτός καθ’ εαυτόν, είναι έργο τιτάνιο, εξαρτώμενο σε πολύ μεγάλο βαθμό από συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στο χωροχρόνο. Ο ίδιος «επιτασσόμενος» συγκερασμός αφενός κινείται εντός συγκεκριμένων ορίων που δεν μπορούν να ξεπεραστούν από τη φύση των πραγμάτων, αφετέρου εμπεριέχει – λόγω της ιδιοσυστασίας του – μεγάλες δόσεις αβεβαιότητας, σοβαρότατη έλλειψη σταθερότητας και «αποδημητικά» σμήνη εναλλασσόμενων ανακριβειών. Ένας τέτοιος συγκερασμός σκοπών καλείται να διασφαλίζει τη «βιώσιμη ανάπτυξη». Μια πλήρως αβέβαιη διασφάλιση, λόγω των δύο οντοτήτων της διασφαλίσεως. Ο αβέβαιος «διασφαλίζων» έναντι του αβέβαιου «διασφαλιζομένου». Ερώτημα: Για ποια διασφάλιση πρόκειται; Προφανώς για εκείνη τη μορφή της διασφαλίσεως, που προσφέρει ένα ευρύτατο πεδίο δράσης στη νομολογία, διαρκώς διευρυνόμενο, ως μέσο διαπλάσεως δικαίου. |
13 | <-> Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε αναδασωτέες εκτάσεις. Για τα έργα αυτά εκδίδεται έγκριση επέμβασης ακόμη και σε αναδασωτέες εκτάσεις, κατόπιν ειδικής αιτιολογίας για την ιδιαίτερη σημασία του έργου και την αναγκαιότητα εκτέλεσής του στην αναδασωτέα έκταση πριν από την πραγματοποίηση της αναδάσωσης, βάσει διατάξεων που κρίθηκαν σύμφωνες με το Σύνταγμα, με την απόφαση 2499/2012 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, λόγω της εξαιρετικής σημασίας των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενόψει του ότι, πάντως, η άδεια επέμβασης, σε αντίθεση με την άρση της αναδάσωσης, δεν συνεπάγεται μεταβολή του νομικού χαρακτήρα της αναδασωτέας έκτασης, αλλά μόνο προσωρινή δυνατότητα επέμβασης, με την υποχρέωση αποκατάστασης του δασικού χαρακτήρα της έκτασης, μετά την παύση λειτουργίας της δραστηριότητας, κατά τρόπον ώστε να διατηρείται ο προστατευτικός χαρακτήρας της αναδάσωσης [ΟλΣτΕ 710/2020, (υπό 7)]. |
14 | Η Ολομέλεια καλείται να δεχθεί την εγκατάσταση και λειτουργία έργων για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε αναδασωτέες εκτάσεις. Πρόκειται για εκτάσεις (δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις) «που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται». Οι συγκεκριμένες εκτάσεις κατά ρητή συνταγματική επιταγή «δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό» (άρθρο 117, παρ. 3, Συντ, Αλφάβητος Α 232-236α). |
15 | Ωστόσο, η ΟλΣτΕ στην παραπάνω απόφασή της, προχωρώντας σε μια contra legem ερμηνεία, αποφαίνεται ότι είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η έγκριση επεμβάσεως και σε αναδασωτέες εκτάσεις και μάλιστα πριν από την πραγματοποίηση της αναδασώσεως, όταν πρόκειται για έργα εγκαταστάσεως ανανεώσιμων πηγών ενέργειας λόγω της εξαιρετικής σημασίας των πηγών αυτών για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. |
16 | Μάλιστα, η θέση αυτή συμπληρώνεται με τις ακόλουθες παραμέτρους:
|
17 | <-> Συμπόρευση σκοπών. Κατά τη λήψη των ανωτέρω μέτρων, (τα απαιτούμενα νομοθετικά και διοικητικά, προληπτικά και κατασταλτικά, μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή άλλη ατομική ή συλλογική δραστηριότητα) τα όργανα της νομοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας οφείλουν να σταθμίζουν και άλλους παράγοντες, αναγόμενους στο γενικότερο εθνικό και δημόσιο συμφέρον, η επιδίωξη, όμως, των σκοπών αυτών και η στάθμιση των προστατευόμενων αντίστοιχων έννομων αγαθών πρέπει να συμπορεύεται προς την υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την προστασία του περιβάλλοντος, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται βιώσιμη ανάπτυξη [(ΟλΣτΕ 175/2021, (υπό 5). ΟλΣτΕ 1399/2022, (υπό 6)]. |
18 | Συμπόρευση σκοπών είναι το κύριο αντικείμενο του συγκεκριμένου αποσπάσματος. Ποιοι σκοποί καλούνται σε συμπόρευση; Αφενός η προστασία περιβάλλοντος, αφετέρου η εξασφάλιση της βιώσιμης αναπτύξεως (Αλφάβητος Π 164 και Β 27, αντίστοιχα). Δεοντολογικά η συμπόρευση αυτή είναι ορθό ζητούμενο, αλλά ζητούμενο. Οντολογικά αναδύονται τεράστιες δυσχέρειες, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ζητούμενο να μην καθίσταται – έστω εν μέρει – πραγματικότητα (βραχυπρόθεσμα σχεδόν αποκλείεται). |
19 | Η συμπόρευση των παραπάνω σκοπών έχει κάποιες πιθανότητες αναδύσεως από τη δεοντολογία, μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, με βάση την απόφαση που θα λάβει το εκάστοτε αρμόδιο δικαστήριο. Ενδεικτικό των δυσχερειών είναι η προσφυγή στα χωροταξικά σχέδια (Αλφάβητος, Χ 43-44), που ανάγονται σε ουσιώδη συντελεστή για τη βιώσιμη ανάπτυξη. |
20 | <-> Χωροταξικά σχέδια. Εντός του πλαισίου αυτού, ουσιώδης συντελεστής για τη βιώσιμη ανάπτυξη και, κατά μείζονα λόγο, για την προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων, των οποίων η οικιστική και εν γένει οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους, είναι τα χωροταξικά σχέδια, με τα οποία τίθενται, με βάση την ανάλυση των δεδομένων και την πρόγνωση των μελλοντικών εξελίξεων, οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και ρυθμίζεται, μεταξύ άλλων, το πλαίσιο για τη διαμόρφωση των οικιστικών περιοχών, των περιοχών ασκήσεως παραγωγικών δραστηριοτήτων και των ελεύθερων χώρων στις εκτός σχεδίου περιοχές (ΣτΕ Ολομ. 3478/2000, 613/2002, 2489/2006, 3920/2010, ΣτΕ 7μ. 1421-2, 4013, 4784-5/2013, 4189-93, 4966/2014, 102-3/2018 κ.ά.). [(ΟλΣτΕ 175/2021, (υπό 5)]. |
21 | Η Ολομέλεια του ΣτΕ συνδέει άμεσα – με τη διατύπωση «ουσιώδης συντελεστής» – τη βιώσιμη ανάπτυξη με τα χωροταξικά σχέδια. Παρεμβάλλεται στη σύνδεση αυτή μια ακόμη σημαντική κρίση, που αρχίζει με τις λέξεις «κατά μείζονα λόγο». Έχουμε λοιπόν δύο κυρίαρχες θέσεις: μια άμεση σύνδεση και μια σημαντική παρεμβολή. |
22 | Σε σχέση με την παρεμβολή. Το ανώτατο ακυρωτικό αποφαίνεται ότι α) για την προστασία των ευαίσθητων οικοσυστημάτων (στο σημείο αυτό μεσολαβεί σημαντική σύνθεση κρίσεων) ουσιώδης συντελεστής είναι τα χωροταξικά σχέδια και β) αυτό ισχύει «κατά μείζονα λόγο» (όμως, αυτός ο μείζων λόγος δεν προσδιορίζεται, ούτε καν προσεγγίζεται). |
23 | Η σύνθεση κρίσεων που επισημαίνουμε, με αντικείμενο τα ευαίσθητα οικοσυστήματα (εδώ πρόκειται για μικρά νησιά), είναι η ακόλουθη:
«…των οποίων η οικιστική και εν γένει οικονομική ανάπτυξη πρέπει να συνδέεται με τη διατήρηση του χαρακτήρα τους και του ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος και να μην παραβιάζει τη φέρουσα ικανότητά τους». |
24 | Υποδειγματικά πυκνή στη διατύπωσή της, περιεκτική και σημαντική στο περιεχόμενό της, αλλά και αμφίσημη η παραπάνω σύνθεση κρίσεων. Περιέχει «οικιστική ανάπτυξη», «εν γένει οικονομική ανάπτυξη», «διατήρηση του χαρακτήρα τους», «ανθρωπογενές περιβάλλον», «φυσικό περιβάλλον», «φέρουσα ικανότητα» και «παραβίαση της φέρουσας ικανότητας». Από το νομικό αυτό μωσαϊκό – που περιέχει ψηφίδες προερχόμενες εν μέρει από όλα τα πεδία του Κτηματολογικού Δασικού Δικαίου και όχι μόνο – επιλέγουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα τη σχέση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος προς το φυσικό περιβάλλον, μια σχέση για την οποία έχουν αναλωθεί «τόνοι μελάνης». Όλα τα παραπάνω ζητήματα είναι τόσο σημαντικά (το καθένα χωριστά, ως σύνθεση όλων αλλά και σε ποικίλους συνδυασμούς μεταξύ τους), ώστε ως σύνθεση κρίσεων απαιτούν λεπτομερή και εμπεριστατωμένη προσέγγιση, που μπορεί να είναι εφικτή, σε κάποιο βαθμό, μόνο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τις ειδικές συνθήκες της. |
25 | Σε σχέση με την άμεση σύνδεση. Υπενθυμίζουμε ότι συνδέονται η βιώσιμη ανάπτυξη με τα χωροταξικά σχέδια. Η σύνδεση αυτή χαρακτηρίζεται ως άμεση. Ποια είναι τα «μέρη» που συνδέονται; Δύο παράμετροι της κτηματολογικής δασικής έννομης τάξης (και όχι μόνο). |
26 | Πρώτη είναι η «βιώσιμη ανάπτυξη», μια αναζητούμενη παράμετρος (Αλφάβητος, Α 445-447 και Β 270. Παπαστερίου, Βιωσίμου αναπτύξεως ένεκεν, dasarxeio.com 14.04.2022). Δεν έχουμε εντοπίσει στη νομολογία ρητή εννοιολογική προσέγγιση του τεχνικού νομικού όρου «βιώσιμη ανάπτυξη», παρά τη συνεχή επίκληση της ανάγκης εξασφαλίσεώς της. Εκτός αν γίνει δεκτό ότι αρκεί για την εννοιολογική της προσέγγιση το ότι «…ουσιώδης συντελεστής για τη βιώσιμη ανάπτυξη … είναι τα χωροταξικά σχέδια …» [ΟλΣτΕ 175/2021, (υπό 5)]. Σε μια τέτοια υποθετική περίπτωση φαίνεται να επαρκεί ότι το εννοιολογικά προσδιοριζόμενο προσεγγίζεται με όχημα ένα εννοιολογικά ζητούμενο. |
27 | Το ίδιο ισχύει και για την άλλη παράμετρο, τα «χωροταξικά σχέδια», για διαφορετικούς λόγους εν μέρει. Είναι και αυτή η παράμετρος εννοιολογικά ζητούμενη. Το τι ακριβώς δηλώνεται με το τεχνικό νομικό όρο «βιώσιμη ανάπτυξη» δεν είναι ξεκάθαρο, δεδομένου όντος ότι συνυπάρχει με τον όρο «βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη». Εδώ εντοπίζουμε την πρώτη δόση αοριστίας. Υπάρχει, όμως, και δεύτερη δόση αοριστίας, εν μέρει διαφορετικού περιεχομένου, η οποία εστιάζεται στα «χωροταξικά σχέδια». Αυτά υπάρχουν; Άλλο το ζήτημα αν πρέπει να υπάρχουν στην Επικράτεια (και βέβαια είναι απαραίτητα). Αυτό που εντοπίζεται είναι ένα σύμπλεγμα χωροταξικών σχεδίων (γενικό, ειδικά, περιφερειακά, τοπικά. Βλ. ΣτΕ 1037/2021). Σχετικός είναι ο ν. 4447/2016, όπως ισχύει κυρίως βάσει των επεμβάσεων του ν. 4759/2020. Επίσης, για τα περιφερειακά χωροταξικά σχέδια βλ. ΟλΣτΕ 175/2021 (υπό 3). |
28 | Η ίδια απόφαση (υπό 5) αποφαίνεται ότι:
«από τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 1 και 2, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός, ο οποίος αποτελεί τη χωρική έκφραση των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους, το οποίο υποχρεούται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα, προκειμένου να διασφαλίζεται
|
29 | Ενόψει αυτών, ο «χωροταξικός σχεδιασμός» αποτελεί έκφραση χωρική των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως. Μπορεί η ρήση αυτή να επαρκεί, ώστε να γίνει αποδεκτή ως εννοιολογικό στοιχείο του «χωροταξικού σχεδιασμού»; Τα προγράμματα οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως προσφέρουν ένα ακριβές, πλήρες και σαφές εννοιολογικό στοιχείο του «χωροταξικού σχεδιασμού»; Προφανώς όχι. Ένα πρόγραμμα από τη φύση του τηρείται εν όλω ή εν μέρει ή δεν τηρείται. Ένα πρόγραμμα υπόκειται σε τροποποιήσεις. Πολύ περισσότερο όταν δεν πρόκειται για ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, αλλά για προγράμματα οικονομικά για την ανάπτυξη, για προγράμματα κοινωνικά για την ανάπτυξη και ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για συνδυασμό ή σύνθεση τέτοιων προγραμμάτων. |
30 | Το ότι ο «χωροταξικός σχεδιασμός» ανήκει στην αρμοδιότητα του κράτους και το ότι αυτό έχει την υποχρέωση, σύμφωνα με τις αρχές και τα πορίσματα της επιστήμης της χωροταξίας, να λαμβάνει τα αναγκαία για τον ορθολογικό χωροταξικό σχεδιασμό μέτρα, δεν αποτελεί κανένα επαρκές και σταθερό στοιχείο για την επίτευξη ενός «ορθολογικού χωροταξικού σχεδιασμού», που χρόνια τώρα εξακολουθεί να είναι ένα αιωρούμενο ζητούμενο. |
31 | <-> Τεχνοοικονομική προσφορότητα. Είναι κατ’ αρχήν αποδεκτή η εγκατάσταση των βιομηχανικών μονάδων που συνδέονται με την εξόρυξη σε δάση ή δασικές εκτάσεις, στο πλαίσιο των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, όταν δεν είναι τεχνικοοικονομικά πρόσφορη ή εφικτή η εγκατάσταση εκτός των περιοχών αυτών. Πλην όμως, το κριτήριο της τεχνοοικονομικής προσφορότητας δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών, βάσει των οποίων ελέγχεται το συμβατό μίας δραστηριότητας με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και το συνταγματικώς επιτρεπτό της πραγματοποίησής της εντός προστατευομένων οικοσυστημάτων. Κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή, που παρέχει τη δυνατότητα εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων που απλώς συνδέονται με την εξόρυξη, εντός δασών, ενώ θα μπορούσαν να αναπτυχθούν οπουδήποτε, αφού, όπως βασίμως προβάλλεται, η λειτουργία τους δεν εξαρτάται αμέσως από τον εντοπισμό του κοιτάσματος, είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα [ΟλΣτΕ 175/2021, (υπό 14). |
32 | Ένα κυρίαρχο συμπέρασμα και ένα παρεμπίπτον ζήτημα ανήκουν στο παραπάνω απόσπασμα της Ολομέλειας του ΣτΕ.
Κυρίαρχο συμπέρασμα είναι και το καταληκτήριο. Σύμφωνα με αυτό, ρύθμιση με περιεχόμενο τη δυνατότητα εγκαταστάσεως βιομηχανικών μονάδων που απλώς συνδέονται με την εξόρυξη, εντός δασών, ενώ θα μπορούσαν να αναπτυχθούν οπουδήποτε, αφού, όπως βασίμως προβάλλεται, η λειτουργία τους δεν εξαρτάται αμέσως από τον εντοπισμό του κοιτάσματος, είναι μη νόμιμη. |
33 | Παρεμπίπτον είναι το ζήτημα κατά πόσο επιτρέπεται η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων, που συνδέονται με την εξόρυξη, σε δάση ή δασικές εκτάσεις, όταν δεν είναι τεχνικοοικονομικά πρόσφορη ή εφικτή η εγκατάσταση εκτός των περιοχών αυτών. Μια τέτοια εγκατάσταση κατά τη βούληση των ενδιαφερομένων (αυτό σημαίνει το ότι δεν είναι τεχνικοοικονομικά πρόσφορη ή εφικτή η εγκατάσταση εκτός δασών) θεμελιώνεται στο κριτήριο της τεχνοοικονομικής προσφορότητας. Ορθότατα η Ολομέλεια αποφαίνεται ότι το κριτήριο της τεχνοοικονομικής προσφορότητας δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών, βάσει των οποίων ελέγχεται το συμβατό μίας δραστηριότητας με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης και το συνταγματικώς επιτρεπτό της πραγματοποίησεώς της εντός προστατευόμενων οικοσυστημάτων. |
34 | Η περιήγηση αυτή φθάνει στο τέλος της. Με ελάχιστες συμπορεύσεις. Βρισκόμαστε σε ένα κακοτράχαλο σταυροδρόμι, όπου συναντούμε, εν μέσω συνεχών πυρκαγιών, αφενός τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με όχημα τα χωροταξικά σχέδια, να επιπλέει στο νομολογιακό ωκεανό, γεμάτο από ανθρώπινες κακοτοπιές∙ αφετέρου πραγματικές και νομικές κακοτοπιές, ανίκανες να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, ανθρώπινης και πάλι προελεύσεως. Βιώσιμη ανάπτυξη έναντι προστασίας του περιβάλλοντος∙ μιας προστασίας που σηματοδοτεί τον επείγοντα χαρακτήρα αναζητήσεως ενός μοντέλου που θα επιτρέψει αποτελεσματικότερη διαχείριση της υπάρχουσας κρίσης. Μπορεί αυτό να επιτευχθεί χωρίς την αειφόρο ανάπτυξη; Η απάντηση ανατρέχει στο πεδίο του Brundtland report. Κατά τη γνώμη μας, οπωσδήποτε, μια και στην «αειφόρο ανάπτυξη» ενυπάρχει ο «ζωτικός χώρος» του ανθρώπου. |
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 19.07.2022
Related
Tags: Έγκριση επέμβασης, Αναδασωτέες εκτάσεις, Βιωσιμότητα, Δημήτριος Η. Παπαστερίου, Νομολογία, Συμβούλιο της Επικρατείας, Χωροταξικός σχεδιασμός
Της λογιότητός σας λογιώτατον δοκίμιον!