Η Βιομηχανική Συμβίωση στην Ελλάδα

Η Βιομηχανική Συμβίωση στην Ελλάδα

.

Αντωνίνα Παπαθανάσογλου, Δικηγόρος, Ειδική Επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη, MSc «Περιβάλλον & Ανάπτυξη» ΕΜΠ
Μαρία Παναγιωτίδου, Αρχιτέκτονας Μηχανικός, MSc «Περιβάλλον και Ανάπτυξη» ΕΜΠ

 

.

.

Κατερίνα Βαλτά, Xημικός Mηχανικός ΕΜΠ, MSc, Ερευνήτρια Β΄, Μονάδα Περιβαλλοντικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ
Μαρία Λοϊζίδου, Καθηγήτρια, Μονάδα Περιβαλλοντικής Επιστήμης και Τεχνολογίας, Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ

__________———–

Η βιομηχανική συμβίωση στοχεύει στη σύνδεση της βιομηχανικής ανάπτυξης με την προστασία του περιβάλλοντος διαμέσου της εξοικονόμησης πόρων και ενέργειας. Η εξοικονόμηση πόρων επιτυγχάνεται με τη συνεργασία των βιομηχανιών στους τομείς της επαναχρησιμοποίησης αποβλήτων και νερού και στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας. Η προώθηση και υλοποίηση της βιομηχανικής συμβίωσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πολιτικές που υιοθετούνται σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παρούσα μελέτη διερευνά την επάρκεια του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου για την πρακτική εφαρμογή της βιομηχανικής συμβίωσης. Μέσα από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε, αναδεικνύονται τα πλεονεκτήματα και οι αδυναμίες του θεσμικού πλαισίου, δεδομένου ότι η νομοθεσία άλλες φορές παρέχει μεν ευκαιρίες, αλλά άλλες περιορίζει τις δυνατότητες για την επίτευξη της οικολογικής βιομηχανίας. Συμπερασματικά, η απουσία ολοκληρωμένης και εξειδικευμένης νομοθεσίας καθώς και η δυσκολία της αποτελεσματικής εφαρμογής της, θέτουν εμπόδια στην υιοθέτηση του μοντέλου της βιομηχανική συμβίωσης. Ως εκ τούτου, αφ΄ ενός απαιτείται σαφέστερη στόχευση του θεσμικού πλαισίου, αφ΄ ετέρου είναι προαπαιτούμενα ο συντονισμός μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και η απλοποίηση των διαδικασιών, ώστε να υλοποιηθεί το μοντέλο της βιομηχανικής συμβίωσης στην Ελλάδα.

1. Εισαγωγή

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε η συζήτηση για την οικονομική – βιομηχανική ανάπτυξη, ενώ από τις αρχές του 1970 αναγνωρίστηκε το περιβαλλοντικό κόστος της. Οι ανησυχίες αυτές προβλήθηκαν στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών του 1972 στη Στοκχόλμη, παρ΄ όλα αυτά, η ανάγκη για οικονομική άνθηση αναδείχθηκε ισχυρότερη από αυτήν της προστασίας του περιβάλλοντος. Οι αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης εισήχθησαν στη διεθνή ατζέντα το 1987, όταν η Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη παρουσίασε την έκθεση «Το κοινό μας μέλλον», επίσης γνωστή ως Brundtland Report [Komnitsas et al., 2007]. Από τότε, η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος επηρεάζοντας τις αναπτυξιακές στρατηγικές [Costa et al., 2010]. Σήμερα, η εξοικονόμηση των φυσικών πόρων βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην ατζέντα της περιβαλλοντικής πολιτικής τόσο στην Ευρώπη, όσο και σε άλλες περιοχές του κόσμου [Giljum et al., 2008], καθώς έχει πλέον αναγνωρισθεί ο κίνδυνος εξάντλησής τους.

Απάντηση στο πρόβλημα της εξάντλησης των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούνται κατά τη μεταποίηση, έδωσε η Βιομηχανική Οικολογία, η οποία αναδείχθηκε από τους Robert Frosch και Γαλλόπουλο με το άρθρο «Στρατηγικές για την Βιομηχανία» (1989) [Duchin και Hertwich, 2003]. Σύμφωνα με την Chertow (2000), ο τομέας της βιομηχανικής οικολογίας που είναι γνωστός ως Βιομηχανική Συμβίωση (ΒΣ) παρέχει, σε ξεχωριστές βιομηχανικές οντότητες ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, διαμέσου της συλλογικής προσέγγισης αυτών σε ζητήματα που αφορούν την ανταλλαγή ύλης (και υποπροϊόντων), ενέργειας και νερού. Με βάση την ίδια τα κλειδιά για τη ΒΣ είναι η συνεργασία και η γεωγραφική εγγύτητα των επιχειρήσεων [Chertow, 2000]. Στο πλαίσιο της ΒΣ, οι Chertow κ.ά. (2008) έθεσαν τρεις βασικούς πυλώνες για την επιτυχία εξοικονόμησης φυσικών πόρων: 1. Χρησιμότητα πρώτης ύλης και κοινές υποδομές, 2. Κοινή παροχή υπηρεσιών και 3. Επαναχρησιμοποίηση υποπροϊόντων [Chertow et al., 2008]. Η ΒΣ εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά, στη μικρή πόλη Kalundborg της Δανίας, η οποία αποτελεί το πιο γνωστό και σαφές παράδειγμα υλοποίησης των βιομηχανικών οικοσυστημάτων της θεωρίας των Frosch και Γαλλόπουλου [Chertow, 2007].

Οι παλαιότερες και νεώτερες έρευνες για τη ΒΣ επικεντρώνονται [Chopra και Khanna, 2014], κυρίως, στον ορισμό αυτής [Chertow, 2000. Chertow, 2008, Chertow et al, 2007, Jacobsen, 2006, Lombardi et al, 2012, Mirata, 2004], στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή των συστημάτων [Liu et al, 2014, Jacobsen, 2006] και στις επιπτώσεις της υλοποίησής της [Chen et al, 2012, Chertow και Lombardi, 2005]. Οι Costa et al. (2010) θεωρούν ότι η ανάπτυξη της ΒΣ εξαρτάται από το πλαίσιο των κοινωνικών, τεχνολογικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων. Επίσης, θεωρούν ότι προς αυτή τη θετική κατεύθυνση μπορεί να επηρεάσουν οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις καθώς και ο ορθός συντονισμός των φορέων. Εκτός από τη μελέτη των Costa et al. (2010) σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων στο πλαίσιο της ΒΣ, δεν έχει μελετηθεί η σημασία του θεσμικού πλαισίου στην υλοποίησή της. Η παρούσα μελέτη στοχεύει στην κριτική διερεύνηση της επάρκειας του θεσμικού πλαισίου για την εφαρμογή της ΒΣ στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπ΄ όψη τόσο την ελληνική όσο και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.

%ce%ba%ce%ac%ce%b6%ce%b9-%cf%80%ce%b5%cf%81-1975ΓΚΑΖΙ – Χαρίκλεια Μυταρά, 1975

2. Το θεσμικό πλαίσιο που προωθεί τη Βιομηχανική Συμβίωση

2.1 Οι Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις

Σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, η υιοθέτηση της ΒΣ θεωρείται ως ένα εργαλείο για την επίτευξη της αποδοτικότητας των πόρων και της κυκλικής οικονομίας. Η Ευρώπη έχει το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο καθαρών εισαγωγών φυσικών πόρων, ανά άτομο και η ανοικτή οικονομία της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενες πρώτες ύλες και ενέργεια [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2011]. Στο “Roadmap to a Resource Efficient Europe” [COM (2011) 571], τονίστηκε ότι η ευρύτερη υλοποίηση της ΒΣ (εάν, δηλαδή, τα απόβλητα βιομηχανιών χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη από άλλες) θα μπορούσε να εξοικονομήσει, σε όλη την ΕΕ 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ ανά έτος και να αποφέρει 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ από έσοδα πωλήσεων [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2011]. Στο ίδιο έγγραφο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί τα κράτη μέλη να υλοποιήσουν τη ΒΣ βοηθώντας τις εταιρείες να συνεργαστούν για την καλύτερη δυνατή χρήση των αποβλήτων και των υποπροϊόντων τους, προκειμένου να επιτευχθεί η διαχείριση των αποβλήτων ως πόρων [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2011]. Πρόσφατα, στις 2 Δεκεμβρίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε μία ανακοίνωση που αφορούσε στην υιοθέτηση μιας νέας δέσμης μέτρων για την κυκλική οικονομία [COM(2015) 614 final] με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2015α]. Στο έγγραφο αυτό γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στη ΒΣ ως μια καινοτόμα προσέγγιση, ώστε να επιτευχθεί εξοικονόμηση πόρων και κατ΄ επέκταση εφαρμογή της κυκλικής οικονομίας μέσω της οποίας τα απόβλητα ή τα υποπροϊόντα μιας βιομηχανίας θα μπορούν να δίνονται ως πρώτη ύλη σε κάποια άλλη. Προκειμένου να διευκολυνθεί και πρακτικά η ΒΣ αυξήθηκε, πρόσφατα, η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Για παράδειγμα, στο πρόγραμμα Horizon 2020, εντασσόταν πρόγραμμα χρηματοδότησης (2014-2020) έρευνας και καινοτομίας για τη ΒΣ με τίτλο «Προς μια κυκλική οικονομία μέσω της ΒΣ» και ήταν ανοιχτό μέχρι τον Απρίλιο του 2014. Ως αποτέλεσμα αυτού, πέντε ερευνητικά έργα, με συνολική συμμετοχή της ΕΕ ύψους 43 εκατομμυρίων ευρώ, ασχολούνται με αυτό το θέμα [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2015β]. Επιπλέον, η ΒΣ προωθείται και από το πρόγραμμα LIFE [Κανονισμός ΕΕ/1293/2013].

Η νομοθεσία της ΕΕ επηρεάζει τα κράτη μέλη, μέσω δεσμευτικών κανονισμών και οδηγιών. Ωστόσο, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν τα δικά τους μέσα για την επίτευξη των στόχων της ΒΣ. Σύμφωνα με τον Costa et al. (2010) τα σημαντικότερα πρακτικά εμπόδια για την υιοθέτηση των πολιτικών της ΕΕ, από τις ευρωπαϊκές χώρες, είναι τα εξής: 1. Τα κίνητρα της αγοράς για την επαναχρησιμοποίηση των αποβλήτων, 2. Τα τεχνολογικά πρότυπα για τη διαχείριση των αποβλήτων, 3. Οι προσδοκίες σχετικά με την ποιότητα υλικού και 4. Η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις εναλλακτικές επιλογές διαχείρισης των αποβλήτων.

Η Οδηγία 2008/98 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών, καθορίζει τις έννοιες «κλειδιά» και θέτει τα προαπαιτούμενα στοιχεία για τη διαχείριση των αποβλήτων καθώς και τους γενικούς όρους, οι οποίοι θα πρέπει να πληρούνται, προκειμένου να αποχαρακτηριστούν τα απόβλητα (End-of-waste status) ή να θεωρηθούν ως υποπροϊόντα (by products) [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2008]. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της νέας δέσμης μέτρων για την κυκλική οικονομία που προτάθηκε από την Επιτροπή, έχουν γίνει επίσης προτάσεις από την επιτροπή για τροποποίηση της Οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα, της Οδηγίας 94/62/ΕΚ για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, της Οδηγίας 1999/31/ΕΚ για την υγειονομική ταφή των αποβλήτων, της Οδηγίας 2000/53/ΕΚ για τα οχήματα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, της Οδηγίας 2006/66/ΕΚ σχετικά με τις ηλεκτρικές στήλες και τους συσσωρευτές και τα απόβλητα ηλεκτρικών στηλών και συσσωρευτών και της Οδηγίας 2012/19/ΕΕ σχετικά με τα απόβλητα ηλεκτρικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τον Ευρωπαϊκό Κατάλογο Αποβλήτων (ΕΚΑ), με την Απόφαση 94/3/ΕΕ, όπως σήμερα έχει τροποποιηθεί και ισχύει με το παράρτημα της Απόφασης 2002/532/ΕΕ. Ο ΕΚΑ είναι ένας μη εξαντλητικός κατάλογος, ο οποίος πρέπει να επανεξετάζεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επιπλέον, ο ΕΚΑ είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο, καθώς προσφέρει κοινή ορολογία για τα απόβλητα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 της Οδηγίας, η καταχώριση μιας ουσίας ή αντικειμένου στον κατάλογο, δεν σημαίνει ότι αυτό καθίσταται απόβλητο κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες. Όπως σαφώς προτείνεται στα σχετικά άρθρα της Οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορεί να έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, κατόπιν επιστημονικής τεκμηρίωσης, ακόμα και αν οι απόψεις αυτές συγκρούονται με τους καταλόγους της ΕΕ. Όπως ορίζεται ρητά στο ανωτέρω άρθρο, ο κατάλογος των αποβλήτων είναι δεσμευτικός μόνο όσον αφορά τα επικίνδυνα απόβλητα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η ΕΕ, στην παρούσα φάση, προσπαθεί να αναθεωρήσει τον ΕΚΑ με τη δημιουργία ομάδας εργασίας αποτελούμενης από εκπροσώπους των κρατών μελών και της Επιτροπής, οι οποίοι έχουν ως έργο να συζητήσουν τα τεχνικά ζητήματα και να προτείνουν τις αναγκαίες τροποποιήσεις [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2015γ].

Στην Οδηγία 2008/98/ΕΕ για τα απόβλητα, περιλαμβάνονται δύο διατάξεις που επηρεάζουν τη ταξινόμηση των αποβλήτων. Οι προβλέψεις αυτές αφορούν στα υποπροϊόντα (byproducts) και στα κριτήρια αποχαρακτηρισμού των αποβλήτων (Endofwaste) που εμπεριέχονται στα άρθρα 5 και 6, αντίστοιχα, της Οδηγίας. Σχετικά με τα υποπροϊόντα, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1, υποπροϊόν θεωρείται μια ουσία ή αντικείμενο της παραγωγής εφ΄ όσον: 1. Είναι βέβαιη η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου, 2. Είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί χωρίς περαιτέρω επεξεργασία, 3. Παράγεται ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας και 4. Η χρήση του είναι σύννομη. Παρ΄ όλα αυτά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν έχει ακόμα πραγματοποιήσει εκτεταμένη έρευνα, κατηγοριοποίηση και καταγραφή για τα υποπροϊόντα. Ειδικότερα, έχει μεν αναφερθεί σε συγκεκριμένα παραδείγματα και τεχνικές προδιαγραφές υποπροϊόντων, χωρίς όμως να προβεί σε συστηματοποίηση αυτών, μέσω σχετικών καταλόγων, τεχνικών προδιαγραφών και κανόνων. Ωστόσο, στην παρ. 2 του άρθρου 5 της Οδηγίας προβλέπεται η δυνατότητα να λαμβάνονται μέτρα που θα καθορίζουν τα κριτήρια, προκειμένου συγκεκριμένες ουσίες ή αντικείμενα να μπορούν να θεωρηθούν υποπροϊόντα και όχι απόβλητα, ενώ το 2007 η Επιτροπή έδωσε σχετικές κατευθύνσεις με την «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την ερμηνευτική ανακοίνωση για τα απόβλητα και τα υποπροϊόντα» [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2007]. Από την άλλη, για να αποχαρακτηρισθεί μια ουσία από απόβλητο θεσπίζονται κριτήρια (end of waste criteria). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας 2008/98/ΕΕ ορισμένα απόβλητα, εφ΄ όσον υποστούν επεξεργασία (ανάκτηση – ανακύκλωση κ.λπ.) και πληρούν ειδικά κριτήρια που ανταποκρίνονται τόσο σε  συγκεκριμένες τεχνικές όσο και σε αγοραστικές προδιαγραφές, μπορούν να διατεθούν και πάλι στην αγορά ως προϊόντα  [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2008]. H EE έχει ήδη θέσει σε ισχύ κανονισμούς για τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων μετάλλων (αλουμίνιο, σίδηρο, χαλκός), όπως επίσης και κανονισμούς για το γυαλί και το compost, ενώ βρίσκονται σε επεξεργασία τα κριτήρια για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων χαρτιού και πλαστικού. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι ολοκληρωμένες μελέτες που έχουν διεξαχθεί καθώς και οι Κανονισμοί που έχουν θεσπιστεί. Τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων που αναγνωρίζονται από την ΕΕ είναι δεσμευτικά για τα κράτη μέλη και δεν γίνεται να εφαρμόσουν διαφορετικά κριτήρια για το ίδιο υλικό. Εν τούτοις, στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 6 της Οδηγίας προβλέπεται σαφώς ότι, εάν η ΕΕ δεν έχει θέσει κριτήρια για κάποια απόβλητα, τα κράτη μέλη δύνανται, ανά περίπτωση, χρησιμοποιώντας και την εφαρμοστέα νομολογία, να εξετάζουν το κατά πόσο ένα απόβλητο έχει σταματήσει να έχει τα χαρακτηριστικά του αποβλήτου. Ακολούθως, οι χώρες οφείλουν να κοινοποιούν αυτές τις αποφάσεις στην Επιτροπή, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Τεχνικές μελέτες και Κανονισμοί

για τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων

Ροή αποβλήτων Τεχνικές μελέτες Κανονισμοί
1. Απόβλητα σιδήρου και αλουμινίου «Κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων Σιδήρου και Αλουμινίου: Τεχνικές Προτάσεις» (2010) .

Κανονισμός για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων σιδήρου και αλουμινίου 333/2011

2. Απόβλητα αλουμινίου και κραμάτων αλουμινίου «Κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων Αλουμινίου και κραμάτων Αλουμινίου: Τεχνικές Προτάσεις» (2010)
3. Απόβλητα χαλκού και κραμάτων χαλκού «Κριτήρια Αποχαρακτηρισμού Αποβλήτων Χαλκού και Κραμάτων Χαλκού: Τεχνικές Προτάσεις» (2011) Κανονισμός για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων χαλκού 715/2013
4. Χαρτί «Κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων χαρτιού: Τεχνικές Προτάσεις» (2011) Αναμένεται
5. Γυαλί «Κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων γυαλιού: Τεχνικές Προτάσεις » (2011) Κανονισμός για τον αποχαρακτηρισμό αποβλήτων γυαλιού 1179/2012
6. Βιοαποδομήσιμα απόβλητα (compost /digestate) «Κριτήρια αποχαρακτηρισμού βιοαποδομήσιμων αποβλήτων (compost/digestate): Τεχνικές Προτάσεις» (2014) Αναμένεται
7. Πλαστικό «Κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων πλαστικού: Τεχνικές Προτάσεις» (2014) Αναμένεται

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στην Πρόταση για την τροποποίηση της Οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα [2015/0275 (COD)] αναφέρεται ρητά η ανάγκη για μεγαλύτερη εναρμόνιση και απλούστευση του νομικού πλαισίου για τα υποπροϊόντα και τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων, γεγονός που αποτελεί ένα από τα στοιχεία της πρότασης τροποποίησης της οδηγίας για τα απόβλητα. Όπως αναφέρετε στην πρόταση για τροποποίηση της Οδηγίας 2008/98, για να αποκτήσουν οι φορείς εκμετάλλευσης σε αγορές δευτερογενών πρώτων υλών μεγαλύτερη βεβαιότητα ως προς τον χαρακτηρισμό ουσιών ή αντικειμένων ως αποβλήτων ή μη αποβλήτων και για να προαχθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού, είναι σημαντικό να θεσπιστούν σε επίπεδο Ένωσης εναρμονισμένοι όροι για τον χαρακτηρισμό ουσιών ή αντικειμένων ως υποπροϊόντων και για τον αποχαρακτηρισμό των αποβλήτων που έχουν υποβληθεί σε διαδικασία ανάκτησης [Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2015δ].

Από τα ανωτέρω παρατηρούμε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν, για τη βέλτιστη εναρμόνιση με την Οδηγία, να καθορίζουν και δικά τους κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων, εφ΄ όσον υπάρχει σχετικό κενό στους καταλόγους της ΕΕ. Επίσης δεν τίθεται κάποια απαγόρευση, με βάση την οποία ένα κράτος μέλος να αποκλείεται από τη σύνταξη του δικού του καταλόγου υποπροϊόντων μέχρι να εκδοθεί κάτι σχετικό από την ΕΕ. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και δείχνει τη δυνατότητα και ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου καταλόγου που θα κατέτασσε σε βασικές ροές τα προϊόντα που δεν είναι απόβλητα και μπορούν χωρίς τις διαδικασίες της ανάκτησης και της ανακύκλωσης, να εισαχθούν στον κύκλο της παραγωγής. Επίσης, οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες, προκειμένου να μην δημιουργούνται γραφειοκρατικά κωλύματα και ασάφειες σχετικά με τον τρόπο διάθεσης και χρήσης, θα ήταν δυνατό να καταρτίσουν, λαμβάνοντας υπ΄ όψη τις παρούσες τεχνολογίες και τις κατευθύνσεις που έχει δώσει μέχρι σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μια δυναμική βάση δεδομένων, η οποία θα καθόριζε παράλληλα, ανά κατηγορία υποπροϊόντος, τις συγκεκριμένες δυνατότητες χρήσης τους και τις μεταποιητικές μονάδες που θα μπορούσαν να το επεξεργαστούν.

Εν κατακλείδι, η εφαρμογή της Οδηγίας 2008/98/ΕΕ, προκειμένου να διευκολυνθούν οι διαδικασίες που θα υποστηρίξουν τη ΒΣ, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται μέσω της δογματικής εμμονής σε καταλόγους που θεσπίζει η Ευρώπη ή μέσω της αναμονής λήψης συγκεκριμένων Οδηγιών για όλα τα απόβλητα από την Επιτροπή, καθώς κάτι τέτοιο ούτε προβλέπεται ούτε και συνίσταται από την Οδηγία, η οποία χαρακτηρίζεται έντονα από το πνεύμα λήψης πρωτοβουλιών και συμμετοχής στην ανταλλαγή απόψεων και επιστημονικών δεδομένων με τα κράτη μέλη.

laurie-rudling-midwinter-calmMidwinter Calm – Laurie Rudling

2.2 Το θεσμικό πλαίσιο στην Ελλάδα και οι διοικητικοί φραγμοί προς τη Βιομηχανική Συμβίωση

Με τον ν. 4042/2012 ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο η Οδηγία – Πλαίσιο για τα απόβλητα (2008/98/ΕΕ). Με τη συγκεκριμένη νομοθεσία επιλύθηκαν πολλά ζητήματα και ξεκίνησε η συστηματοποίηση των διαχειριστικών ενεργειών που έπρεπε να πραγματοποιηθούν, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της ΕΕ για τη διαχείριση των αποβλήτων. Πρόσφατα, εγκρίθηκε το Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την Πρόληψη της Δημιουργίας Αποβλήτων, το οποίο προτείνει τη ΒΣ ως τη βέλτιστη λύση σε θέματα βιομηχανικών αποβλήτων [ΥΠΕΝ, 2014α].

Με το άρθρο 11 της κυα 50910/2727/2003 «Μέτρα και όροι διαχείρισης των στερεών αποβλήτων» είχε προβλεφθεί ότι κάθε κάτοχος αποβλήτων υποχρεούται είτε να παραδίδει τα απόβλητα σε φορέα διαχείρισης ή σε εγκεκριμένα συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης, είτε να εξασφαλίζει ο ίδιος την αξιοποίηση ή διάθεσή τους. Σε συνέχεια με τα άρθρα 14 και 24 του ν. 4042/2012 καθορίζεται σαφώς ότι την ευθύνη φέρει ο ίδιος ο παραγωγός ή οι κάτοχοι των αποβλήτων. Επίσης, για πρώτη φορά στην παρούσα νομοθεσία αναφέρεται η αρχή της διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού. Ειδικότερα, στο άρθρο 25 προβλέπεται ότι τα πρόσωπα, τα οποία κατ΄ επάγγελμα επεξεργάζονται, μεταποιούν, πωλούν ή εισάγουν προϊόντα, φέρουν την ευθύνη του παραγωγού. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 27 του ιδίου νόμου, το αρμόδιο υπουργείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του 2939/2001 για τη συσκευασία (όπως τροποποιήθηκε από το ν. 3854/2010), οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα που θα προωθήσουν την επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων, ενθαρρύνοντας, ιδίως, τη δημιουργία και τη στήριξη δικτύων επαναχρησιμοποίησης και επισκευής.

Το 2011, 17.171.000 τόνοι βιομηχανικών αποβλήτων παρήχθησαν στην Ελλάδα [ΥΠΕΝ, 2015]. Εν τούτοις, η διαχείρισή τους βρίσκεται σε πολύ πρώιμο στάδιο και δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές για την επεξεργασία, ανάκτηση ή διάθεσή τους. Όσον αφορά τα βιομηχανικά μη επικίνδυνα στερεά αποβλήτων, υπεύθυνος διαχειριστής είναι ο παραγωγός και ο κάτοχος, ενώ η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» εφαρμόζεται, εμπράκτως, ήδη κατά το στάδιο έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας των διαφόρων εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων [ΥΠΕΝ, 2014β΄]. Ειδικότερα, σχετικά με τις υποχρεώσεις των βιομηχανιών, στο άρθρου 10 της κυα 36060/1155/Ε.103/2013 (σύμφωνα με την Οδηγία 2010/75/ΕΕ) ορίζεται ότι στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), πρέπει οπωσδήποτε να προσδιορίζεται κάθε πηγή εκπομπών, οι ποσότητες τους και οι τεχνολογίες που θα χρησιμοποιηθούν για την πρόληψή τους καθώς και τα μέτρα ανάκτησης και ανακύκλωσης των αποβλήτων που παράγει η εγκατάσταση. Εν τούτοις, ένα ζήτημα που παρουσιάζεται στην πράξη είναι ότι στις κατατεθείσες ΜΠΕ δεν καθορίζονται, πάντα, με σαφήνεια τα δυνητικά περιβαλλοντικά προβλήματα που δημιουργούνται από την επεξεργασία των αποβλήτων και ως εκ τούτου δεν υπάρχει εγγύηση για την επαρκή προστασία των οικοσυστημάτων με τα προτεινόμενα μέτρα και τεχνικές. Είναι σαφές ότι το μοντέλο της ΒΣ πρέπει να ληφθεί υπ΄ όψη κατά τον θεσμικό καθορισμό των ΜΠΕ, δεδομένου ότι αυτή η κατεύθυνση επίσημα, πλέον, προωθείται μέσω του Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την Πρόληψη της Δημιουργίας Αποβλήτων (ΕΣΠΔΑ).

Περαιτέρω, το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) στοχεύει στην αύξηση της ανάκτησης από τα παραγόμενα βιομηχανικά απόβλητα, ενισχύοντας, κυρίως: α) την ικανότητα απορρόφησης των παραγόμενων βιομηχανικών αποβλήτων, είτε ως πρώτη ύλη είτε ως καύσιμο από άλλους παραγωγικούς τομείς, β) την ικανότητα ανάκτησης από τις υφιστάμενες υποδομές επεξεργασίας αποβλήτων, γ) την πιθανή κοινή διαχείριση των βιομηχανικών αποβλήτων με απόβλητα διαφορετικής προέλευσης [ΥΠΕΝ, 2015]. Επιπλέον, το ΕΣΔΑ πρότεινε την κατάλληλη κατάρτιση γύρω από τις κατευθύνσεις της ΒΣ, των στελεχών των διοικητικών οργάνων που είναι αρμόδια για την πρόληψη δημιουργίας αποβλήτων και την, ακόλουθη, παροχή των αντίστοιχων πληροφοριών στις επιχειρήσεις [ΥΠΕΝ, 2014a].

Για την επαναχρησιμοποίηση των βιομηχανικών αποβλήτων δεν απαιτείται νομικά ο αποχαρακτηρισμός τους. Αντιθέτως, η διαδικασία αυτή θεωρείται εργασία ανάκτησης, σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙ της Οδηγίας 2008/98/ΕΕ και το σχετικό Παράρτημα II του ν. 4042/2012. Οι διαδικασίες αυτές (οι ποσότητες ανά κωδικό, τα κριτήρια αποχαρακτηρισμού αποβλήτων) θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στην ετήσια έκθεση του παραγωγού αποβλήτων και στην ετήσια έκθεση της εγκατάστασης υποδοχής (άρθρο 20 παρ. 1-4 ν. 4042/2012 και άρθρ. παρ. 11 4γ΄ της κυα 13588/2006). Η πρακτική αυτή έχει ως στόχο την παρακολούθηση των αποβλήτων σε όλο τον κύκλο της ζωής τους. Επίσης, η μεταφορά των αποβλήτων πρέπει να διεξάγεται από κατάλληλα αδειοδοτημένες εταιρείες. Τα απόβλητα μέχρι να φθάσουν στην εγκατάσταση, όπου θα χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη, εξακολουθούν να θεωρούνται απόβλητα και να διέπονται από την αντίστοιχη νομοθεσία. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι είναι απολύτως αναγκαία η συμπλήρωση των καταλόγων αποχαρακτηρισμού αποβλήτων, προκειμένου να καλυφθούν οι πραγματικές ανάγκες της χώρας μας. Επιπλέον, προτείνεται ο σχεδιασμός ενός εθνικού προγράμματος, στο οποίο θα καταγράφονται οι  δυνατότητες αξιοποίησης των υποπροϊόντων ανά κατηγορία, υποβοηθώντας κατ΄ αυτό τον τρόπο τον ορθολογικό σχεδιασμό των επιχειρηματικών δικτύων ανταλλαγής ύλης. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι προαπαιτούμενη η συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (επιχειρηματιών και διοίκησης), ώστε να δημιουργηθεί ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας, ο οποίος θα πρέπει να ενδυθεί, σε δεύτερο χρόνο, με θεσμική μορφή.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 4042/2012, οι παραγωγοί αποβλήτων υποχρεούνται στην υποβολή ετησίων εκθέσεων. Οι ετήσιες αυτές εκθέσεις θ΄ αποτελέσουν τη βάση για ένα ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής των βιομηχανικών αποβλήτων, ενώ, σε δεύτερη φάση, οι αρμόδιες αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να εκτελούν ευκολότερα τις επιθεωρήσεις τους με βάση αυτά τα δεδομένα. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει ξεκινήσει τη δημιουργία ηλεκτρονικής βάσης μητρώου παραγωγών αποβλήτων, χωρίς ωστόσο να έχει ολοκληρώσει την προσπάθεια. Η αναγκαιότητα εφαρμογής της ηλεκτρονικής καταχώρισης των αποβλήτων είναι προφανής, δεδομένου ότι θα συμβάλλει, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία δικτύων συνδιαχείρισης αποβλήτων. Με βάση το νέο ΕΣΔΑ στα οργανωτικά – διοικητικά μέτρα στις γενικές δράσεις (ΙΙ.1 ΓΕΝ) προβλέπεται η δημιουργία Ηλεκτρονικού Μητρώου Αποβλήτων (ΗΔΜΑ) που θα είναι εναρμονισμένο με τις απαιτήσεις αναφοράς προς την ΕΕ και τη Eurostat και θα είναι συνδεδεμένο με τα μητρώα των υποχρέων (παραγωγών, φορέων διαχείρισης κ.λπ.) και άλλα μητρώα του Δημοσίου. Επίσης, στην ίδια δέσμη μέτρων (ΙΙ.5 ΓΕΝ) προβλέπεται η δημιουργία «Ηλεκτρονικής Αγοράς Αποβλήτων», η οποία θ΄ αποτελείται από μία σειρά από ηλεκτρονικές πλατφόρμες, ώστε να ενθαρρύνεται και να προωθείται η ανταλλαγή των διαφορετικών τύπων αποβλήτων, να μεγιστοποιείται η αξία των αποβλήτων για τον κάτοχό τους, να ενισχύεται η επαναχρησιμοποίηση/ανάκτηση και η επαναφορά των αποβλήτων στον οικονομικό κύκλο και να προωθείται η βιομηχανική συμβίωση. Ακόμη, στα μέτρα για τις Ειδικές Δράσεις Ρευμάτων Αποβλήτων που περιλαμβάνονται στο ΕΣΔΑ προβλέπεται σχετική δράση (ΙΙ.14 ΒΙΟΜ), βάσει της οποίας θα πρέπει να δημιουργηθεί ηλεκτρονική πλατφόρμα αποβλήτων με σκοπό την προώθηση της συνέργειας μεταξύ των βιομηχανικών κλάδων για την ανάκτηση των βιομηχανικών αποβλήτων. Η εν λόγω πλατφόρμα θ΄ αποτελέσει πηγή πληροφόρησης των δυνατοτήτων ανάκτησης βιομηχανικών αποβλήτων σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες. Θα εξυπηρετεί τους φορείς εκμετάλλευσης στην ανεύρεση δευτερογενών πρώτων υλών και καυσίμων και τους δυνητικούς αποδέκτες για τα απόβλητα που δεν μπορούν ν΄ αξιοποιηθούν εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ίδια δέσμη μέτρων του ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα με βάση τη δράση (ΙΙ.16 ΒΙΟΜ), η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΑΕ [ΕΤΒΑ ΒΙΠΕ ΑΕ] θα είναι αρμόδια για την οργάνωση και την εποπτεία διαχείρισης των στερεών αποβλήτων που παράγονται εντός των ΒΙΠΕ ως ο Αρμόδιος Φορέας Διοίκησης και Διαχείρισης [ΥΠΕΝ, 2015].

Ένα ακόμα θετικό βήμα που έχει γίνει μέσω του ΕΣΔΑ προς την κατεύθυνση της ΒΣ είναι η πρόταξη της εφαρμογή της αρχής της εγγύτητας με στόχο τη μείωση του συνολικού κόστους διαχείρισης των αποβλήτων. Σύμφωνα με τους Brunner και Rechberger (2004), μία από τις τέσσερις βασικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή της ΒΣ είναι η ύπαρξη περιφερειακού σχεδιασμού. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χωροταξία επηρεάζει σημαντικά τον χρόνο και το κόστος του συστήματος μεταφοράς των υλικών, υποπροϊόντων και αποβλήτων.

Η ισχύουσα νομοθεσία για τα επιχειρηματικά πάρκα (ΕΠ) (ν. 3982/2011) προσπάθησε να συμπεριλάβει εντός των επιχειρηματικών πάρκων τις περιοχές της άτυπης συγκέντρωσης βιομηχανικών δραστηριοτήτων, στοχεύοντας στην αποκατάστασή τους. Επίσης, προβλέπει κίνητρα για τις βιομηχανικές μονάδες που θα δημιουργηθούν ή θα μετεγκατασταθούν εντός των επιχειρηματικών πάρκων. Παρ’ όλο που ο νόμος θεσπίστηκε πολύ πρόσφατα, δεν κατάφερε να ενσωματώσει τη φιλοσοφία της ΒΣ. Η μόνη υποψία προς την κατεύθυνση της ΒΣ βρίσκεται στο άρθρο 46 παρ. 4, το οποίο προβλέπει ότι: «Στη μελέτη τεχνικής οργάνωσης της προτεινόμενης έκτασης που υποβάλλεται για την ίδρυση του ΕΠ, καταγράφεται: aa) η χωροταξική κατανομή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του Επιχειρηματικού Πάρκου με στόχο τη διάταξή τους κατά κατηγορία  ή είδος δραστηριοτήτων, ώστε η ανάπτυξη της μιας να μην εμποδίζει ή να μην παρενοχλεί την ανάπτυξη της άλλης και να ευνοείται η δημιουργία και η αξιοποίηση κοινοχρήστων υποδομών καθώς και η συνεργασία και δικτύωση των επιχειρήσεων». Ωστόσο, παρά την εν λόγω αναφορά δεν έχει υπάρξει πρόνοια για τη διευκόλυνση της συνεργασίας και δικτύωσης των επιχειρήσεων.

Ένα από τα σημαντικότερα κολλήματα που θέτει το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη σχέσεων ΒΣ στα υπάρχοντα και μελλοντικά ΕΠ είναι η κατηγοριοποίησή τους και κατ΄ επέκταση η χωροθέτησή τους, με κριτήριο τον βαθμό όχλησης που προκαλούν, με αποτέλεσμα να είναι περιορισμένη η δυνατότητα συνύπαρξης δραστηριοτήτων διαφορετικού βαθμού όχλησης. Η παραπάνω διαίρεση, παρά το γεγονός ότι έχει προφανείς λόγους ύπαρξης, δε λαμβάνει υπ΄ όψιν τις απαιτούμενες σχέσεις και ροές ύλης, ενέργειας και νερού για την ανάπτυξη συνεργιών [ECOSIND, 2006]. Η νομοθεσία θα ήταν πρόσφορη εάν προβλεπόταν η δημιουργία θεματικών ΕΠ που θα περιλαμβάνουν δραστηριότητες καθοριζόμενες με βάση την ανάλυση ροών και τη δημιουργία πιθανών συνεργιών, συμπεριλαμβανομένων τόσο των παρόντων δραστηριοτήτων μιας περιοχής όσο και των μελλοντικών.

Πρόβλημα αποτελεί και το υψηλό κόστος δημιουργίας μιας ΕΠ, τόσο για τον φορέα ίδρυσης και διαχείρισης όσο και για τις επιχειρήσεις που πρόκειται να εγκατασταθούν εντός των περιοχών αυτών. Όπως αναφέρει και το Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τη Βιομηχανία, η διάσπαρτη χωροθέτηση παρουσιάζει άμεσα οικονομικά πλεονεκτήματα για τις βιομηχανικές μονάδες και οφείλεται τόσο στη συγκριτικά οικονομικότερη γη όσο και στους ευνοϊκούς όρους χωροθέτησης και δόμησης, κυρίως σε εξωαστικές περιοχές. Για τον λόγο αυτό, ιδιαίτερα δύσκολη φαίνεται και η ίδρυση Επιχειρηματικών Πάρκων Εξυγίανσης (ΕΠΕ), στα οποία προβλέπεται η πολεοδόμηση και οργάνωση των περιοχών με άτυπη βιομηχανική συγκέντρωση, η οποία προϋποθέτει εισφορά των ιδιοκτητών σε γη και σε χρήμα για τη δημιουργία των κοινοχρήστων χώρων και έργων υποδομής. Παρά τα φορολογικά κίνητρα και τις ελαφρύνσεις του ν. 3982/2011, η εγκατάσταση μονάδων ενός των ΕΠ, πόσο μάλλον η μετεγκατάστασή τους, παραμένει δαπανηρή. Επίσης, ο φορέας ίδρυσης και διαχείρισης του ΕΠ, αντιμετωπίζει παρόμοιες οικονομικές δυσκολίες, καθώς το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας Ανάπτυξης Επιχειρηματικού Πάρκου (ΕΠΑΝ) δεν μπορεί να είναι μικρότερο του 10% του εγκεκριμένου προϋπολογισμού των έργων υποδομής. Προβληματισμός δημιουργείται και γύρω από τη φύση της σύστασης του ίδιου του φορέα ίδρυσης και διαχείρισης του ΕΠ, καθώς την πρωτοβουλία ίδρυσης και εκμετάλλευσης την έχουν κατά βάση ιδιωτικοί φορείς με πιθανή συμμετοχή ΝΠΔΔ του δημοσίου. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, εάν θα ήταν ρεαλιστικό και βιώσιμο το Δημόσιο να μπορεί να συστήσει με δική του πρωτοβουλία ανάλογες εγκαταστάσεις, καθώς μη έχοντας σκοπό το άμεσο κέρδος θα μπορούσε να παρέχει χαμηλές τιμές γης και ευνοϊκότερους όρους εγκατάστασης των επιχειρήσεων στα ΕΠ, σε σύγκριση με τον ιδιωτικό φορέα.

Περαιτέρω, τονίζεται ότι η οργανωμένη χωροθέτηση της βιομηχανίας, με σκοπό τη σταδιακή ελάττωση της σημειακής εγκατάστασης, έχει, επανειλημμένως, αποτυπωθεί στη νομοθεσία ως απόλυτα αναγκαία, καθώς στοχεύει τόσο στη μείωση των συγκρούσεων των χρήσεων γης και στην προστασία του περιβάλλοντος όσο και στην ενδυνάμωση των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η συγκέντρωση των μεταποιητικών μονάδων εκτός βιομηχανικών περιοχών πρέπει να απαγορευθεί πλήρως και να καταβληθούν επίμονες προσπάθειες με παράλληλη προσφορά ανταποδοτικών μέτρων για την επίτευξη της μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων. Είναι προφανές ότι οι εν λόγω επιδιωκόμενες αλλαγές θα συμβάλουν στη δημιουργία δικτύων συνεργασίας μεταξύ των βιομηχανιών, προκειμένου να επιτευχθεί η υλοποίηση του μοντέλου της ΒΣ.

milton-avery595 Πίνακας του Milton Avery

3. Συμπεράσματα

Το θεσμικό πλαίσιο της χώρας δεν διακρίνεται από ολοκληρωμένη νομοθετική προσέγγιση για την επίτευξη της ΒΣ. Συγκεκριμένα, η ΒΣ δεν έχει αντιμετωπιστεί, ακόμα, τόσο από τον νομοθέτη όσο και από τη Διοίκηση, ως στόχος στον οποίο πρέπει να συντείνει ένα ευρύτερο πλέγμα ενεργειών, είτε αυτές αναφέρονται στην ανταλλαγή ύλης και ενέργειας μεταξύ των επιχειρήσεων είτε στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών. Η εισαγωγή της έννοιας της ΒΣ στο ΕΣΔΑ και στο ΕΣΠΔΑ είναι σίγουρα ένα θετικό βήμα. Ωστόσο, αφ΄ ενός απαιτούνται σημαντικές τροποποιήσεις του θεσμικού πλαισίου, αφ΄ ετέρου είναι κομβική η άμεση και συνεπής ανταπόκριση των αρμοδίων υπουργείων και των διοικητικών φορέων εν γένει, προκειμένου να εφαρμοστεί επιτυχώς η ΒΣ προς όφελος τόσο του περιβάλλοντος όσο και της εθνικής οικονομίας.

———  ———

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Brunner P. and Rechberger H. (2004), Practical Handbook of material flow analysis, The International Journal of Life Cycle Assessment, τεύχ. 9, σ. 337-338.

Chen X., Fujita T., Ohnishi S., Fujii M., Geng Y., (2012), The impact of scale, recycling boundary, and type of waste on symbiosis and recycling, Journal of Industrial Ecology, τεύχ. 16 (1), σ. 129-141.

Chertow M. (2000), INDUSTRIAL SYMBIOSIS: Literature and Taxonomy, Annu. Rev. Energy Environ., τεύχ. 25, σ. 313-37.

Chertow M. (2007), “Uncovering” Industrial Symbiosis, Journal of Industrial Ecology, τεύχ. 11 (1), σ. 11-30.

Chertow M. and Lombardi D. (2005), Quantifying economic and environmental benefits of co-located firms, Environmental Science & Technology, τεύχ. 39 (17), σ. 6535-6541.

Chertow M., Ashton W. and Espinosa J. (2008), Industrial Symbiosis in Puerto Rico: Environmentally Related Agglomeration Economies, Regional Studies, τεύχ. 42 (10), σ. 1299-1312.

Chopra S. and Khanna V. (2014), Understanding resilience in industrial symbiosis networks: Insights from network analysis, Journal of Environmental Management, τεύχ. 141 (1), σ. 86-94.

Costa I., Massard G. and Agarwal A. (2010), Waste management policies for industrial symbiosis development: case studies in European countries, Journal of Cleaner Production, τεύχ. 18, σ. 815-822.

Duchin F. and Hertwich, E. (2003), Industrial Ecology: Online Encyclopaedia of Ecological Economics, ed.

International Society for Ecological Economics, avaliable at: http://www.ecoeco.org/pdf/duchin.pdf

ECOSIND (2006), ECOSIND – ECOSYSTEME INDUSTRIEL, une stratégie de développement durable des activités industrielles, INTERREG IIIC Programme, available at: http://www.interreg4c.eu/uploads/media/pdf/ ECOSIND_1S0053R.pdf

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2007), Communication from the commission to the council and the european parliament on the interpretative communication on waste and by-products, διαθέσιμο σε: at http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/?uri=CELEX:52007DC0059

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2008), Directive 2008/98/EC of the European Parliament and the Council of 19 November 2008 on waste and repealing certain Directives, Official Journal of the European Union L 312/11:22/11/2008, διαθέσιμο σε: http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/ TXT/PDF/?uri=CELEX:32008L0098&qid=1412944785612

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2011), Χάρτης πορείας για μια αποδοτική, από πλευράς πόρων, Ευρώπη,  COM(2011) 571.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2014), Communication: Towards a circular economy: A zero waste programme for Europe, COM(2014) 398 final/2

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2015α), Το κλείσιμο του κύκλου – Ένα σχέδιο δράσης της ΕΕ για την κυκλική οικονομία, COM(2015) 614final

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2015β), Working document on circular economy roadmap, available at http://ec.europa.eu/smart-regulation/impact/ planned_ia/docs/2015_env_065_env+_032_circular_economy_en.pdf

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2015γ), Review of the List of Waste and of the hazardous properties, available at: http://ec.europa.eu/environment/ waste/framework/list.htm

Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2015δ), Πρόταση: Οδηγία του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και του Συμβουλιου για την τροποποίηση της Οδηγίας 2008/98/ΕΚ για τα απόβλητα, 2015/0275 (COD).

Frosch R.A. and Gallopoulos N.E. (1989), Strategies for Manufacturing, Scientific American, τεύχ. 261 (3), σ. 144 -152.

Giljum S., Behrens A., Hinterberger F., Lutz C. and Meyer B. (2008), Modelling scenarios towards a sustainable use of natural resources in Europe, Environmental Science & Policy, τεύχ. 11, σ. 204-216.

Jacobsen N. (2006), Industrial Symbiosis in Kalundborg, Denmark: A Quantitative Assessment of Economic and Environmental Aspects, Journal of Industrial Ecology, τεύχ. 10(1-2), σ. 239-255.

Komnitsas K., Valta K. and Grossou M. (2007), Sustainable Development in the Greek Mining and Minerals Industry, 1st International Conference on Environmental Management, Engineering, Planning and Economics, Skiathos island, Greece.

Liu C., Côté R. and Zhang K. (2015), Implementing a three-level approach in industrial symbiosis, Journal of Cleaner Production, τεύχ. 87, σ. 318-327.

Lombardi D., and Laybourn P. (2012), Redefining Industrial Symbiosis, Journal of Industrial Ecology, τεύχ. 16 (1), σ. 28-37.

Mirata M., (2004), Experiences from early stages of a National Industrial Symbiosis Programme in the UK: Determinants and coordination challenges, Journal of Cleaner Production, τεύχ. 12, σ. 967-983.

ΥΠΕΝ  (2014α), Εθνικό Σχέδιο Πρόληψης Δημιουργία Αποβλήτων, διαθέσιμο σε: http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=2Y2% 2b% 2bPSM4P0%3d&tabid=238&language=el-GR

ΥΠΕΝ (2014β), Μη Επικίνδυνα Απόβλητα, διαθέσιμο σε: http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=438&locale=el-GR&la

ΥΠΕΝ (2015), Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων, διαθέσιμο σε: http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket= xX4ZEfaIJVk%3d&tabid=238&language=el-GR

Κανονισμός EΕ/1293/2013 της 11 Δεκεμβρίου 2013 «Οn the establishment of a Programme for the Environment and Climate Action (LIFE)», Official Journal of the European Union, 20.12.2013, L 347/185.

———  ———

.


nomiki_epikairotita-001


.
Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 08.01.2017



ΚατηγορίεςΠεριβάλλον

Tags: , , , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading