![]() |
Παναγιώτης Γαλάνης, Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ Εμπειρογνώμων Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης, Μεταδιδάκτωρ Δικ. Περιβάλλοντος info@pgalanislaw.gr www.pgalanislaw.gr |
Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις αποτελούν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και ως ολοκληρωμένα φυσικά οικοσυστήματα με αδιαμφισβήτητη οικολογική, αισθητική και οικονομική αξία[1], συνιστούν «εθνικό κεφάλαιο» και κοινωνικό αγαθό. Η δημιουργία ή η διατήρηση αλώβητων των δασών και δασικών εκτάσεων αποσκοπεί και στην αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής[2]. Η σημασία των δασών και δασικών εκτάσεων έχει εξαρθεί πολλάκις και από την (εγχώρια) νομολογία, η οποία τα χαρακτήρισε ως «ευπαθή οικοσυστήματα»[3], και υπογραμμίζει εμφατικά στη συνέχεια την ανάγκη διαφύλαξης του δασικού πλούτου από το συνεχώς επεκτεινόμενο οικολογικό πρόβλημα, για την οποία ο συντακτικός νομοθέτης «εισήγαγε ειδικές διατάξεις για την υπαγωγή όλων των εκτάσεων με βλάστηση τέτοιου είδους σε ένα αυστηρό προστατευτικό καθεστώς». Το δικαίωμα στο δασικό περιβάλλον έχει μικτό και παραπληρωματικό χαρακτήρα, όπως και το δικαίωμα στο περιβάλλον, αποτελεί δε συγχρόνως αίτημα του πολίτη για ενεργό κρατική παρέμβαση με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα καθώς και έρεισμα συμμετοχής στη δασική πολιτική.
Η πλέον σημαίνουσα Παγκόσμια Διάσκεψη του Ρίο το 1992 απέληξε στη σύναψη Σύμβασης-Πλαίσιο για την προστασία του κλίματος και τη μείωση του C02, όπως και στη λεγόμενη «Διακήρυξη του Ρίο» (“Agenda 21”). Επρόκειτο για τον δεύτερο θεμελιώδη σταθμό στη δράση του ΟΗΕ για το περιβάλλον μετά τη Στοκχόλμη[4]. Υιοθετήθηκαν οι προτάσεις της έκθεσης Brundtland. Κατέληξε – μεταξύ άλλων – και σε νομικώς δεσμευτικά μέτρα (Σύμβαση για τη βιολογική ποικιλομορφία και Σύμβαση πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή), ενώ άλλα τρία κείμενα διατηρούν χαρακτήρα soft law (Παγκόσμια διακήρυξη για το περιβάλλον και την ανάπτυξη, Agenda 21, Δήλωση αρχών για τα Δάση)[5]. Το φαινόμενο αντιμετωπίζεται πλέον σφαιρικά, ολιστικά, προκύπτει το ζήτημα της «αειφόρου ανάπτυξης», ενώ το κεφάλαιο 18 αφιερώθηκε στην ολοκληρωμένη διαχείριση του νερού. Κατανοήθηκε, λοιπόν, μετά το 1972 ότι η ύπαρξη δασών σε παγκόσμιο επίπεδο συμβάλλει αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, στην ορθή εξυπηρέτηση του υδρολογικού κύκλου και στην επίλυση μίας ακόμη σωρείας περιβαλλοντικών ζητημάτων και επιβάλλει καταρχάς την καταπολέμηση της επαπειλούμενης καταστροφής και αποψίλωσης των δασών και ύστερα την αναγέννηση των καταστραφέντων δασών. Ωστόσο, εύλογη απορία γεννάται από την σε επίπεδο διεθνούς δικαίου ελλείπουσα νομική προστασία, αφού απουσιάζει ένα σταθερό και δεσμευτικό νομικό πλαίσιο, γι’ αυτό γίνεται λόγος απλώς για «κατευθύνσεις», κατευθυντήριες δηλ. γραμμές και προσανατολισμούς προς την υλοποίηση της αρχής του «κοινού συμφέροντος και μελήματος της ανθρωπότητας»[6]. Πολλώ μάλλον εντείνεται η απορία λόγω της ύπαρξης ενός επαρκούς πλαισίου διεθνών συμβάσεων (ιδίως) που ρυθμίζουν εξαντλητικά θέματα, όπως η αντιμετώπιση των ειδικότερων ζητημάτων και πτυχών της κλιματικής αλλαγής, το εμπόριο προστατευομένων ειδών κλπ.[7]. Η χρήση αυτών των «ήπιων» εννοιών είναι απόρροια πολιτικών παραμέτρων που συνάδουν με την αντίληψη των χωρών δύο ταχυτήτων, τη διαφορετικότητα του ρόλου της καθεμιάς κατηγορίας στην παγκόσμια οικονομία και την ανέκαθεν αδιαφορία που επιδεικνύουν οι χώρες προς κατάστρωση επαρκούς δασικού διεθνούς δικαίου και εν γένει περιβαλλοντικού δικαίου, εν όψει υπέρογκου κόστους και ευθυνοφοβίας[8]. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η έλλειψη ενός στέρεου και όμοιου ορισμού του δάσους ανά τα κράτη, γεγονός που εξηγείται από την υιοθέτηση διαφορετικών πολιτικών δασικής διαχείρισης και εκμετάλλευσης[9]. Η ίδια μάλιστα διάσταση σε επίπεδο ορισμού παρατηρείται ακόμη και μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών του ίδιου κράτους, επιτείνοντας τις πρακτικές δυσχέρειες εφαρμογής ενιαίας δασικής πολιτικής[10]. Οι ως άνω σκέψεις συνηγορούν στην έλλειψη πολιτικής βούλησης πρωτίστως ανά τα κράτη για τη χάραξη κοινής δασικής στρατηγικής[11]. Εξάλλου, είναι γεγονός ότι πρώτες οι αναπτυγμένες χώρες επέδειξαν ενδιαφέρον προστασίας των δασών λόγω του προφανούς οικονομικού τους ενδιαφέροντος. Το δάσος αποτελεί ανέκαθεν αντικείμενο εκμετάλλευσης, η οποία όμως οφείλει να γίνεται με αειφορικούς όρους. Ποια είναι, όμως, η προσήκουσα διεθνολογικά αντίληψη ειδικά των αναδασωτέων εκτάσεων; Η εννοιολογική τους διαφορά από τα δάση είναι ληπτέα υπ’ όψη; Ή θα πρέπει να τεθεί εκποδών και να οδηγηθεί ο εφαρμοστής του δικαίου σε per se υπαγωγή τους στα δασικά οικοσυστήματα; Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, πρέπει ωστόσο να ενταχθεί στο πλαίσιο ευρύτερων κειμένων διεθνούς δικαίου για τα δάση, με τις απαραίτητες προσθήκες, αφαιρέσεις ή διευκρινίσεις.
Η Διάσκεψη του Ρίο του 1992 οδήγησε στην υιοθέτηση ενός μη δεσμευτικού κειμένου αρχών δασοπροστασίας, οι οποίες μπορούν να συνοψιστούν στα εξής σημεία[12] (αρχές 1-2 της Διάσκεψης): Πρώτον, για τα δάση υιοθετείται ρητά η αρχή της αειφορικής τους διαχείρισης. Η αρχή αυτή συνδέεται με την ενίσχυση της οικολογικής αντίληψης και της συνακόλουθης ενεργού συμμετοχής του κοινού στη χάραξη δασικής πολιτικής. Το αυτό συνάγεται και για τις αναδασωτέες εκτάσεις. Η εκμετάλλευσή τους αντικρίζεται με δυσπιστία, διότι αντιβαίνει ως επί το πλείστον στην αειφορική τους διαχείριση που επιβάλλει την αποκατάσταση του πληγέντος οικοσυστήματος. Δεύτερον, αναγνωρίζεται ρητά το κυριαρχικό δικαίωμα εκάστου κράτους στα δάση του. Όπου υφίστανται δάση, θα πρέπει να προασπίζονται για χάρη και των λοιπών χωρών στον πλανήτη, γεγονός που οδηγεί τους διεθνολόγους να ορίζουν τα δάση ως «κοινή κληρονομία». Ασφαλώς και τα αναπτυσσόμενα κράτη ευρίσκουν οικονομικό ενδιαφέρον στα δάση, που χρησιμοποιούνται ως μοχλός άσκησης πίεσης για οικονομική τους στήριξη. Η αναγνώριση ύπαρξης τέτοιου δικαιώματος κυριαρχίας, συνεπάγεται τη θέση σημαντικών περιορισμών σε σχέση με την εκμετάλλευση, που οδηγεί σε διατάραξη της δασικής βλάστησης των άλλων χωρών. Επίσης, θα μπορούσε να συναχθεί ερμηνευτικά η υποχρέωση τήρησης του minimum της δασοκάλυψης στα κράτη, ήτοι εν περιπτώσει αποψίλωσης η χρησιμοποίηση των αναδασωτέων εκτάσεων κατά βούληση, με όριο όμως τη μη γενικότερη υποβάθμιση του πλανήτη. Τρίτον, η νομική αρχή της κοινής ευθύνης των κρατών για τη διατήρηση των δασών η οποία όμως θα πρέπει να καταμερίζεται με δίκαιο τρόπο μεταξύ τους. Σ’ αυτή την περίπτωση το διεθνές δίκαιο συνεργασίας διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο[13]. Θα πρέπει να αναφερθεί και η συμβολή του Προγράμματος Δράσης για τα δάση, που υιοθετήθηκε το 1998 από την ομάδα των G8, με εμφανώς πολιτικό χαρακτήρα, αποτελώντας δέσμευση λήψης μέτρων ιδίως στο κομμάτι της αναδάσωσης για την καταπολέμηση της παράνομης υλοτομίας[14]. Διεθνείς οργανισμοί και όργανα με αρμοδιότητες για τα δάση είναι ενδεικτικώς ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) των ΗΕ, το Διακυβερνητικό Panel για τα δάση, το Forum των ΗΕ για τα Δάση κλπ.
Το ζήτημα της επίτευξης βιώσιμης ανάπτυξης βρίσκεται στον πυρήνα των αναζητήσεων τόσο του δικαίου περιβάλλοντος όσο και της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής.
Ο τομέας της κλιματικής αλλαγής «επικαιροποιεί» σε σημαντικό βαθμό τις έννοιες της βιωσιμότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Αποτελεί, ωστόσο, συγχρόνως και πεδίο όπου δοκιμάζονται οι παραδοσιακές έννοιες του διεθνούς και εθνικού δικαίου. Συνιστά επίσης ένα πεδίο τομής δασικού και κλιματικού δικαίου. Η διεθνής και κρατική προστασία του περιβάλλοντος και η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής[15] είναι από τους πιο εξελισσόμενους τομείς της νομοθεσίας και επιτελεί μία ιδιαίτερη λειτουργία, καταστέλλοντας αλλά και προλαμβάνοντας τους κινδύνους για τα δάση παγκοσμίως. Ο όρος κοινωνία της διακινδύνευσης «περιγράφει μια φάση ανάπτυξης της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία οι κοινωνικοί, πολιτικοί, οικολογικοί και ατομικοί κίνδυνοι που δημιουργούνται από την ορμητική καινοτόμο ώθηση, εκφεύγουν ολοένα και περισσότερο από τον έλεγχο και τους προστατευτικούς θεσμούς της βιομηχανικής κοινωνίας»[16]. Οι κίνδυνοι που αναφύονται από την κλιματική αλλαγή και με την περαιτέρω απομείωση των δασών, αναπόσπαστα συνδεδεμένοι με την έκρηξη της κοινωνικοοικονομικής και τεχνολογικής εξέλιξης, εγείρουν ζητήματα επιστημονικής αβεβαιότητας και αμηχανίας ή σωστότερα δυσκολίας «ποσοτικοποίησης του κινδύνου βλάβης», σχετικότητας και – ως ένα βαθμό απροσδιοριστίας – που καθιστούν επιβεβλημένη την εξεύρεση λογικών βιωσιμότητας. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης, της βιωσιμότητας συνεπάγεται τη διαχείριση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων με τρόπο που να διασφαλίζει τη (μακροπρόθεσμη προφανώς) διατήρησή τους[17]. Οι λεγόμενοι ΣΒΑ/SDGs (Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης) απορρέουν εκ του διεθνούς δικαίου (soft & hard law) από κείμενα, όπως οι παγκόσμιες και περιφερειακές συμφωνίες, καθώς και οι στρατηγικές και τα σχέδια δράσης που παράγονται σε επίπεδο διεθνών οργανισμών και ΕΕ. Σε σχέση, ειδικότερα, με τις αναπτυσσόμενες χώρες, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα πορίσματα της Τέταρτης Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.
Οι παγκόσμιες προκλήσεις δεν δύνανται να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα μέσα από αμιγώς τομεακές και αποσπασματικές διαχειριστικές προσεγγίσεις, αλλά χρειάζονται πολυμερείς, πολυδιάστατες, καθολικές λύσεις, όπως αυτές που ευαγγελίζεται η Agenda 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Agenda 2030 for Sustainable Development)[18], η οποία υιοθετήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2015 με τη θέσπιση του Ψηφίσματος 70/1 της 70ης Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών[19]. O oριζόντιος στόχος μείωσης της φτώχειας προς όφελος και των μελλοντικών γενεών συνάδει με την επίτευξη της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως με τον στόχο της ανάσχεσης της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που συνδυάζεται με τη δασική πολιτική και τη μαζική και στοχευμένη υλοποίηση αναδασώσεων.
Η νέα δασική στρατηγική της ΕΕ για το 2030 είναι μία από τις εμβληματικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και βασίζεται στη στρατηγική της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα για το 2030. Η στρατηγική θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα καθώς και στον στόχο μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% έως το 2030 και στην κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Αναγνωρίζει τον κεντρικό και πολυλειτουργικό ρόλο των δασών και τη συμβολή των δασοκόμων και ολόκληρου του δάσους, βασισμένη στην αλυσίδα αξίας για την επίτευξη μιας βιώσιμης και κλιματικά ουδέτερης οικονομίας έως το 2050 και τη διατήρηση των ζωντανών και ευημερουσών αγροτικών περιοχών[20].
—————–
[1] Ε. Κουτούπα-Ρεγκάκου, ό.π., 174.
[2] F. Seymour, Protecting Tropical Forests, Global Prosperity, and Climatic Stability. Center for Global Development, 2015. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep29811. Accessed 6 Aug. 2022.
[3] ΕΑ ΣτΕ 630/2004. Παρατίθεται εδώ και η νεότερη απόφαση ΣτΕ (Τμ. Ε’) 1309/2005, που αναφέρει (σκ. 6) το αυτό σχετικά με τα ορεινά χορτολιβαδικά εδάφη εντός ή υπεράνω δασών ή δασικών εκτάσεων. Το σύνολο των ως άνω χαρακτηρισμών αποτελεί μόνιμη και επαναλαμβανόμενη ρήση του ΣτΕ που σκοπό έχει να εξάρει κατηγορηματικά τη νομική σημασία της δασικής προστασίας.
[4] F. Seymour, J. Busch. Five Key Findings from Why Forests? Why Now?: The Science, Economics, and Politics of Tropical Forests and Climate Change. Center for Global Development, 2017. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep29797. Accessed 7 Aug. 2022.
[5] J. Tufano, “Forests and Climate Change Policy: An Analysis of Three REDD-Plus Design Options.” Carbon & Climate Law Review, vol. 5, no. 4, 2011, 443-55. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/24324069. Accessed 7 Aug. 2022.
[6] J. Busch, H. S. Grantham, “Parks versus Payments: Reconciling Divergent Policy Re- sponses to Biodiversity Loss and Climate Change from Tropical Deforestation,” Envi- ronmental Research Letters 8, no. 3 (2013).
[7] F. Seymour, J. Busch, “The International Politics of Deforestation and Climate Change: Two Problems with a Common Solution.” Why Forests? Why Now?: The Science, Economics, and Politics of Tropical Forests and Climate Change, Brookings Institution Press, 2016, 249-86. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/10.7864/j.ctt1hfr179.15. Accessed 7 Aug. 2022.
[8] F. Seymour, J. Busch, ό.π.
[9] Forest Policy instruments Agreements, http://www.un.org/esa/forests/pdf/publications/Intl_Forest_Policy_instruments_agreements.pdf, Accessed 2 July 2021, όπου επισημαίνονται οι κοινές πολιτικές δασοπροστασίας από τις πυρκαγιές σε μία ανάλυση προεχόντως περιβαλλοντολογική.
[10] J. Tufano, ό.π.
[11] J. Tufano, ό.π.
[12] F. Seymour, J. Busch, ό.π.
[13] F. Seymour, J. Busch. “Forest Politics in Developing Countries: Tipping the Balance Away from Deforestation as Usual.” WHY FORESTS? WHY NOW?: The Science, Economics and Politics of Tropical Forests and Climate Change, Center for Global Development, 2016, 287-324. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep29765.16. Accessed 7 Aug. 2022.
[14] J. Busch, H. S. Grantham, ό.π., Π. Γαλάνης, Δημόσιο Δίκαιο της Αναδάσωσης, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2022, 164-171.
[15] F. Seymour, J. Busch, ό.π.
[16] J. Tufano, ό.π.
[17] J. Busch, H. S. Grantham, ό.π.
[18] K. Hallding, E. Blixt.Agenda 2030 Compass: A Strategic Decision-Support Tool Grounded in the SDGs. Stockholm Environment Institute, 2020. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/resrep25059.
[19] UN General Assembly Resolution 70/1 (2015) – Transforming our world: the 2030 Agenda for Sustainable Development.
[20] ΕU Forest Strategy, https://environment.ec.europa.eu/strategy/forest-strategy_en Accessed 9 April 2021.
ΚατηγορίεςΝομοθεσία
Απάντηση