Η αρχή της προφύλαξης στη νομολογία του ΔΕΕ

Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος, Διδάκτωρ και Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ,
Διδάσκων Νομικής ΕΚΠΑ
info@pgalanislaw.gr , www.pgalanislaw.gr

Περίληψη:
Η αρχή της προφύλαξης αποτελεί μία θεμελιώδη αρχή περιβαλλοντικής προστασίας σε ενωσιακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σε ενωσιακό επίπεδο, ανευρίσκεται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ. Στόχος της μελέτης αυτής είναι να αναδείξει εν συντομία τη νομολογιακή επεξεργασία της αρχής της προφύλαξης στο ενωσιακό δίκαιο περιβάλλοντος

Η αποτελεσματική περιβαλλοντική προστασία απαιτεί ασφαλώς την εξάλειψη των όποιων βλαβών υπέστησαν τα επιμέρους στοιχεία του, αλλά και αυτό το ίδιο ως ολότητα. Θα ήταν, ωστόσο, καίρια παράλειψη με απροσδιόριστα και ολέθρια εν τοις πράγμασι αποτελέσματα, αν η προστασία εξικνούνταν μόνο μέχρι την αποκατάσταση των ζημιών και δεν περιελάμβανε και την πρότερη προάσπιση του αγαθού. Η παρατήρηση αυτή αποτέλεσε εφαλτήριο του νομοθέτη σε διεθνές, ενωσιακό και εθνικό επίπεδο, όπως άλλωστε είναι ευρέως γνωστό. Μία ακόμη προεισαγωγική παρατήρηση που οπωσδήποτε πρέπει να τονιστεί είναι ότι το περιβάλλον δεν είναι το μοναδικό αγαθό το οποίο «δικαιωματικά» – θα λέγαμε εμφατικά – διαθέτει στο οπλοστάσιό του ένα αποτελεσματικό νομικό εργαλείο – μία αρχή, όπως θα την εξετάσουμε κάτωθι. Η ανθρώπινη υγεία συνιστά στο πλαίσιο μελέτης μας αυτό το έτερο αγαθό που  αλληλεπιδρά αμφοτερόπλευρα με την περιβαλλοντική προστασία, αφού μέσω της περιβαλλοντικής προστασίας διασφαλίζεται προφανέστατα και αυτή, χωρίς να παύει να αποτελεί και σκοπό της εννόμου τάξεως, υποβαθμιζομένη σε αγαθό δεύτερης αξίας. Αφού, λοιπόν, έγινε φανερή η προνομιακή θέση υγείας και περιβάλλοντος, γίνεται προφανές γιατί για τα αγαθά αυτά δικαιολογείται δικαιοπολιτικά και κρίνεται ως ορθή η χρήση και εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, αρχή που προφανώς διαθέτει κανονιστικό μανδύα[1].   Γενικότερα πάντως οι ανοικτού πλαισίου[2] αρχές περιβαλλοντικού δικαίου (είτε στην ενωσιακή είτε στην εθνική έννομη τάξη συνιστούν τη «λυδία λίθο» αποτελεσματικότητας στην εκ των προτέρων περιβαλλοντική προστασία[3]) που είναι ενδιαφέρουσες εν προκειμένω δεν είναι άλλες από τις αρχές πρόληψης και προφύλαξης.

Στο σημείο αυτό ερωτάται αν υφίσταται κάποια αισθητή διαφοροποίηση των δύο αρχών. Αρχικά, είναι προφανές πως η διάκρισή τους παρίστατο ιδιαιτέρως δυσχερής και γινόταν σχηματικά δεκτό από τη θεωρία ότι η πρόληψη αναφέρεται στην λήψη αρνητικών μέτρων, ήτοι απαγορεύσεων, ενώ η προφύλαξη στη λήψη θετικών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει αυτό να αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο,  διότι ακόμη και η γλωσσική χρήση των δύο όρων ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγχυση, π.χ. «προλαμβάνω λαμβάνοντας μέτρα» ή «προφυλάσσω απέχοντας από ενέργεια». Αποτελεί, εξάλλου, και ζήτημα ερμηνείας πότε πράττω το Α ή το Β κλπ.

Η ιστορική πραγμάτευση του ζητήματος της διαφοροποίησής τους καθίσταται εκ των ων ουκ άνευ,  για να οδηγηθεί ο νομικός στη σύγκριση και στον διαχωρισμό τους.    Η διαπίστωση της διαχωριστικής τους γραμμής έγινε σταδιακώς εμφανής με τις υποθέσεις της εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών και κατέληξε στην Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[4] (της 2/2/2000) όπου συλλήβδην ορίζεται ότι η «προφύλαξη» νομιμοποιεί περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από την προληπτική κρατική δράση, ιδίως σε περιπτώσεις ανεπάρκειας επιστημονικών δεδομένων και όταν οι υπάρχουσες ενδείξεις εγείρουν εύλογες ανησυχίες για τα πιθανά αποτελέσματα για τον άνθρωπο, τη χλωρίδα ή την πανίδα. Καθίσταται, επίσης, σαφές ότι προαπαιτείται μία μεθοδολογία ανάλυσης και αξιολόγησης των κινδύνων που συνδέονται με το πρόβλημα,  αλλά δεν μπορούν να αξιολογηθούν με επαρκή βεβαιότητα[5]. Κατά μία άλλη γνώμη, η αρχή της πρόληψης πρέπει να θεωρηθεί «έννοια-γένος», αντιστοιχούσα σε ένα πρότερο στάδιο του δικαίου του περιβάλλοντος, η οποία μάλιστα έχει αποτρεπτική ενέργεια, ενώ η προφύλαξη αποτελεί μία «έννοια-είδος». Δηλ. τελικά η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα λειτουργήσει ως δικαιολογητικός λόγος αναβολής λήψης προσηκόντων μέτρων. Να σημειωθεί εδώ ότι στη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΕ), αναφέρεται συχνά η αρχή της πρόληψης ως ευρύτερη αρχή[6] που εμπεριέχει και την αρχή της προφύλαξης[7].

Ξεκινώντας από τη γραμματολογική ερμηνεία της ενωσιακής διάταξης (κατά την παραδοσιακή μεθοδολογία του δικαίου) με ταυτόχρονη συγκριτική εξέταση των επίσημων γλωσσών, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για συνώνυμες έννοιες, που όμως παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές στην έκταση και τις προϋποθέσεις τους:

  1. Ο όρος «πρόληψη» αναφέρεται στην καταπολέμηση ενός κινδύνου. Κατά συνέπεια, η ΕΕ μπορεί να λάβει προληπτικά μέτρα, μόνον όταν ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, όταν δηλαδή υπάρχει επιστημονικό τεκμήριο για την βλαβερή επίδραση μιας δραστηριότητας και η πρόκληση συγκεκριμένης ζημιάς για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία ή και την ανθρώπινη ζωή είναι αναμενόμενη κατά την κοινή πείρα[8].
  2. Ο μεταγενέστερος όρος «προφύλαξη» αφορά στην αποτροπή της διακινδύνευσης. Η έννοια της προφύλαξης δεν απαιτεί αυστηρή επιστημονική βεβαιότητα, αλλά αρκείται στην ανησυχία για την επέλαση πιθανών περιβαλλοντικών προσβολών. Για τον λόγο αυτό, η διακριτική ευχέρεια των ενωσιακών οργάνων για τη λήψη μέτρων προφύλαξης παρουσιάζεται διευρυμένη, αλλά φαίνεται να ερείδεται σε μία μη συγκεκριμενοποιημένη σχέση αιτίου – αιτιατού.

Τελικά, βέβαια, η παραπάνω εννοιολογική διαφοροποίηση δεν είναι σωστό να ερμηνευτεί ως διαχωρισμός των δύο όρων, ενόψει μάλιστα του ότι λόγω της έντονης κινητικότητας στο χώρο των περιβαλλοντικών επιστημών, τα όρια μεταξύ κινδύνου και διακινδύνευσης μεταβάλλονται διαρκώς, ανάλογα με τα πορίσματα των σχετικών επιστημονικών ερευνών. Είναι, λοιπόν, μάλλον απίθανο κάποιο ενωσιακό μέτρο προφύλαξης να μην αποσκοπεί ταυτόχρονα και στην πρόληψη ή το αντίστροφο.

Ειδικότερα, επί των ανωτέρω:

α) Η αρχή της προφύλαξης

Η αρχή της προφύλαξης συναντάται στο άρθρο 191 ΣΛΕΕ, όπως και στην Αρχή 15 της Διακήρυξης του Ρίο, αλλά και σε διάφορες διεθνείς συμβάσεις, όπως αυτή της Συμφωνίας για την εφαρμογή μέτρων υγειονομικής και φυτοϋγειονομικές προστασίας (SPS) στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)[9].

Η καινοτομία που εισάγει η αρχή της προφύλαξης εστιάζεται στην αντιστροφή του βάρους της απόδειξης του περιβαλλοντικού κινδύνου, αφού ο φορέας της επικείμενης δραστηριότητας ή του έργου πρέπει εκ των προτέρων να αποδείξει επιστημονικώς ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα ή το έργο δεν θα προκαλέσει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία. Συνεπώς, προεχόντως αναφύεται ένα ζήτημα στάθμισης και αξιολόγησης, με την επιστράτευση της επιστήμης και τον καθορισμό του επιθυμητού επιπέδου περιβαλλοντικής προστασίας[10]. Πάντως, το κράτος μπορεί να δικαιολογήσει τη διατήρηση αποκλινουσών δικών του ρυθμίσεων για τη δημόσια υγεία, αν αιτιολογήσει τη διαφορετική του εκτίμηση αυτή[11].

Η επίκληση της αρχής της προφύλαξης συνδέεται με την ανάλυση του «κινδύνου», ο οποίος αξιολογείται συνολικά και ολιστικά, εν σχέσει και με τις καθ’ έκαστες συνθήκες[12]. Ανακύπτει, λοιπόν, ως καθίσταται φανερό, ο ορισμός του κινδύνου[13]: Πρόκειται για μια αντικειμενικά διαγνώσιμη πιθανότητα επέλευσης βλάβης σε έννομο αγαθό και ιδίως πρόκειται για κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να προκαλέσει επιδράσεις δυσμενείς στην ανθρώπινη υγεία. Ο κίνδυνος δεν είναι επακριβώς υπολογίσιμος. Επίσης, δυνάμει και της ανακοίνωσης της Επιτροπής, δύο βασικές αρχές πρέπει να διέπουν την προσφυγή στην αρχή αυτή[14]: Η επιστημονική αξιολόγηση και ο καθορισμός του επιθυμητού επιπέδου προστασίας. Όταν η πλήρης επιστημονική αναζήτηση αυτή αποβαίνει δυσχερής ή αλυσιτελής, τότε και πάλι η δημόσια αρχή πρέπει να λάβει προληπτικά μέτρα. Η έννοια γενικώς της επιστημονικής αβεβαιότητος συνδέεται αρρήκτως και με τη σύγχυση στην οικολογική επιστήμη, ενώ με την ορθολογική ένταξή της στο πεδίο που συντελείται μέσω της αρχής της προφύλαξης, αναδεικνύει ένα πλαίσιο πλουραλισμού αληθειών[15].

Ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει το κατά πόσον αρκεί η απλή αμφιβολία ή απαιτείται να είναι ο κίνδυνος πολύ πιθανός. Πρακτική, βέβαια, συνέπεια είναι ο περιορισμός ή μη της ανάπτυξης και των ετέρων οικονομικών δραστηριοτήτων[16], συνεπώς απαιτείται τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και του τεστ «κόστους –  οφέλους». Υπό αυστηρότερη εκδοχή της, η υπεύθυνη αρχή (φέρουσα και το βάρος της απόδειξης) θεωρεί ότι μόνη η ύπαρξη ενδείξεων ως προς πιθανούς κινδύνους σοβαρής βλάβης, μη δυναμένους να αποκλεισθούν με βάση τα επιστημονικά πορίσματα, επιβάλλει τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κυκλοφορία αγαθών ή στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων και υπό προϋποθέσεις δημιουργεί τεκμήριο ύπαρξης κινδύνου[17]. Προκειμένου να μην καταστεί εργαλείο άλογης ανάσχεσης της έρευνας και της ανάπτυξης,  πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας ως εργαλείο ορθολογικής διαχείρισης του κινδύνου. Η συναγωγή της αρχής στηρίζεται στη σοβαρότητα και το δυσεπανόρθωτο της βλάβης για την υγεία[18], την ασφάλεια και το περιβάλλον και στο ενδεχόμενο οι βλάβες αυτές να προκαλούνται από δραστηριότητα για την οποία – υπό τα εκάστοτε διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα – καταλείπεται επιστημονική αβεβαιότητα[19].  Επομένως, δραστηριότητες για τα αποτελέσματα των οποίων υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα λόγω έλλειψης επαρκούς επιστημονικής γνώσης ελέγχονται από τον δικαστή ως προς το αν κατά την άσκησή τους λαμβάνουν τα μέτρα προφύλαξης που εξαλείφουν ή μειώνουν τους κινδύνους, έτσι ώστε να προστατεύεται η αξία και η υγεία του προσώπου[20], που αποτελούν μείζονα και συνταγματικώς προστατευόμενα ατομικά δικαιώματα.

H αρχή της προφύλαξης απαιτεί εντοπισμό αρνητικών αποτελεσμάτων, αξιολόγηση των επιστημονικών δεδομένων και επιστημονική αβεβαιότητα για να υιοθετηθεί ένα ενωσιακό μέτρο[21], το οποίο δέον να αιτιολογείται λυσιτελώς, με βάση υποθετική προσέγγιση του κινδύνου (όχι μηδενικού κινδύνου!), κατ’ εφαρμογή των αρχών της εμπειρογνωμοσύνης, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας, αλλά και της αναλογικότητας[22].

Ένα άλλο σπουδαίο παράδειγμα εφαρμογής της αρχής της προφύλαξης είναι αυτό των ΓΤΟ[23] (Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών), που είναι εμπορεύματα και προορίζονται για τη διεθνή αγορά. Παρουσιάζουν δε, μία επιστημονική αβεβαιότητα αναφορικά με τους γενετικούς κινδύνους για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία και συνεπώς τα κράτη θα προσφεύγουν κατά κύριο λόγο στην αρχή της προφύλαξης ως λόγο για την αρνητική απόφαση εισαγωγής[24]. Η έλλειψη κανονιστικού γι’ αυτούς πλαισίου περιορίστηκε με το Πρωτόκολλο για τη βιοασφάλεια[25],  που στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης, και σύμφωνα με το οποίο «…η έλλειψη επιστημονικής βεβαιότητας… δεν μπορεί να αποτρέψει το κράτος-μέλος από το να πάρει την κατάλληλη απόφαση για την εισαγωγή του ΓΤΟ». Θεωρείται σ’ αυτή την περίπτωση (του Πρωτοκόλλου) ότι αποσυσχετίζεται ως ένα βαθμό η αρχή της προφύλαξης από τις επιπτώσεις – οικονομικές και εμπορικές – που μπορεί να έχει στο διεθνές εμπόριο. Τελικά, όμως, εκλαμβάνεται υπό μία «ασθενή εκδοχή»[26], καθώς η εφαρμογή της συναρτάται (βέβαια) με το κόστος των ληπτέων μέτρων. Η αρχή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας λήψης απόφασης, αποκτώντας ούτως λειτουργικό χαρακτήρα. Στη νομολογία[27], σύμφωνα με την οποία οι κίνδυνοι από ΓΤΟ τους οποίους υποψιάζονται οι επιστήμονες λόγω των πολλών τεχνολογικών παρεμβάσεων των τελευταίων χρόνων θέτουν σε εφαρμογή την αρχή της προφύλαξης, η οποία και ενεργοποιείται μόνο με τη θεώρηση του φαινομένου ως πιθανού. Πάντως, σήμερα ισχύει η Οδηγία 2015/4121 σχετικά με τη δυνατότητα των κρατών μελών να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την καλλιέργεια ΓΤΟ στην επικράτειά τους, η οποία ωστόσο έχει δεχθεί πολλές και σοβαρές κριτικές. Πάντως, η εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης από τον δικαστή σε περιπτώσεις όπου ο κοινοτικός νομοθέτης καλείτο να προβεί σε σύνθετες, πολύπλοκες εκτιμήσεις, πρέπει να περιορίζεται στην πρόδηλη εκτίμηση ή κατάχρηση εξουσίας[28].

Η νεότερη νομολογιακή επεξεργασία της αρχής της προφύλαξης από το ΔΕΕ[29] κατέδειξε ότι:

  • Η επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων αποτελεί επιστημονική διαδικασία συνιστάμενη, κατά το δυνατόν, στον εντοπισμό της πηγής του κινδύνου και στον χαρακτηρισμό της, στην εκτίμηση της έκθεσης στον κίνδυνο και τον χαρακτηρισμό του κινδύνου. Δηλ. αντιδιαστέλλεται η νομική από την επιστημονική έποψη του κινδύνου[30].
  • Ο χαρακτηρισμός του κινδύνου αντιστοιχεί στην ποιοτική ή/και ποσοτική εκτίμηση, λαμβάνοντας υπόψη τις εγγενείς αβεβαιότητες, την πιθανότητα, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των γνωστών ή δυνητικών δυσμενών περιβαλλοντικών αποτελεσμάτων ή αποτελεσμάτων για την υγεία. Ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται βάσει των τριών στοιχείων που προηγούνται και εξαρτάται πολύ από τις αβεβαιότητες, τις παραλλαγές, τις υποθέσεις εργασίας και τις συγκυρίες που υφίστανται σε κάθε στάδιο της διεργασίας. Όταν τα διαθέσιμα δεδομένα είναι ακατάλληλα ή μη καταληκτικά, μπορεί να επιλεγεί για την υπόθεση «της χειρότερης των περιπτώσεων» μια προσεκτική και συνετή προσέγγιση για την προστασία του περιβάλλοντος, της υγείας ή της ασφάλειας. Η συσσώρευση τέτοιου είδους υποθέσεων θα οδηγήσει σε υπερβολική παρουσίαση του πραγματικού κινδύνου αλλά έτσι παρέχεται κάποια εγγύηση ότι δεν θα υποτιμηθεί ο κίνδυνος[31].
  • Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η έννοια της «επικινδυνότητας» [risk] περιγράφει τον βαθμό της πιθανότητας να προκληθούν αρνητικές συνέπειες για το προστατευόμενο από την έννομη τάξη αγαθό λόγω της αποδοχής ορισμένων μέτρων ή πρακτικών. Η έννοια αυτή αντιδιαστέλλεται ευθέως από την έννοια του «κινδύνου» [hazard] χρησιμοποιείται κατά κανόνα με ευρύτερη σημασία και καταλαμβάνει κάθε προϊόν ή διαδικασία που μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου και κάθε άλλου αγαθού που προστατεύεται από την έννομη τάξη[32].

[1] Θεματική αναλυτικά σε: Π. Γαλάνη, Ευρωπαϊκό Δίκαιο του Περιβάλλοντος, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2023, 61-66.

[2] Υ. Usui, Evolving Environmental Norms in the EU, Eur. Law Journal, Vol. 9 (1), 2003.

[3] Γενικά, η περιβαλλοντική προσβολή μπορεί να εκφράζεται ως «καταστροφή», «μόλυνση», «ρύπανση», «βλάβη» και «υποβάθμιση», με αποτέλεσμα την άμεση ή έμμεση δυσμενή αλλοίωση των στοιχείων και των δραστηριοτήτων που περιβάλλουν τον άνθρωπο.

[4] Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αρχή της προφύλαξης, COM (2000) 1: Η αρχή της προφύλαξης έχει μεγάλη σημασία για την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα προληπτικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και της δημοσίας υγείας μπορούν να περιορίσουν, σε πολλές δε περιπτώσεις να απαγορεύσουν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες (βλ. Α. Σηφάκη, Η αρχή της προφύλαξης στο διεθνές δίκαιο του περιβάλλοντος, Νόμος και Φύση 2000, 53, Γ. Κρεμλής, Η ευρωπαϊκή πολιτική και το δίκαιο του περιβάλλοντος. Το ενωσιακό κεκτημένο, Νόμος και Φύση 1998, 554: Τα ληπτέα μέτρα πρέπει να είναι ανάλογα προς το επιλεγέν επίπεδο προστασίας, να μην συνεπάγονται διακρίσεις κατά την εφαρμογή τους και να είναι σύμφωνα με παρόμοια μέτρα που έχουν ληφθεί. Τα μέτρα πρέπει, επίσης να βασίζονται στην εξέταση του ενδεχόμενου οφέλους και κόστους της δράσης και να υπόκεινται σε αναθεώρηση, σύμφωνα με τα νέα επιστημονικά δεδομένα, και τέλος συνεπάγονται ευθύνη για υποβολή των απαραίτητων επιστημονικών αποδείξεων για πλήρη αξιολόγηση του κινδύνου).

[5] Πρβλ. επίσης το άρθρο 5 του γαλλικού κώδικα περιβάλλοντος, όπου μνημονεύεται ρητά η αρχή της προφύλαξης υποχρεώνοντας τις «δημόσιες αρχές» να λάβουν μέτρα αποτροπής της ζημίας και αξιολόγησης των μελλοντικών κινδύνων · επίσης http://ec.europa.eu/environment/legal/law.

[6] ΔΕΚ, Υπόθ. C-180/96, Απόφ. της 5ης Μαΐου 1998, ECLI:EU:C:1998:192, ΔΕΚ, Υπόθ. C-127/02, Απόφ. της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, ECLI:EU:C:2004:482.

[7] ΔΕΚ, Υπόθ. C-355/90, Απόφ. της 2ης Αυγούστου 1993, ECLI:EU:C:1993:331: υπόθεση διατήρησης των αγρίων πτηνών.

[8] L.A. Duvic-Paoli, Prevention in International Environmental Law and the Anticipation of Risk(s), A Multifaceted Norm σε: M. Ambrus, R. Reyfusem, W. Werner, Risk and the Regulation.

[9] N. de Sadeleer, C. Poncelet, Protection Against Harms Harmful to Human Health and the Environment Adopted by EU Institutions, Cambridge Yearbook of EU Law, 2012, 177-208.

[10] R.M. M’ Gonigle, T. Lynne Jamieson, M.K. McAllister, R.M. Peterman, Taking Uncertainty Seriously: from permissive regulation to preventive design in environmental decision making, 1994, 32, Osgood Hall Law Journal, 104.

[11] ΔΕΚ, Υπόθ. C-3/00, Απόφ. της 20ης Μαρτίου 2003, ECLI:EU:C:2003:167.

[12] ΔΕΕ, Υπόθ. C-343/09, Απόφ. της 8ης Ιουλίου 2010, ECLI:EU:C:2010:419.

[13] Ο κίνδυνος σύμφωνα με τον Γ. Μπάλια, Η αρχή της προφύλαξης – Μία νέα σχέση μεταξύ δικαίου και επιστήμης και η επίδρασή της στον έλεγχο νομιμότητας, ΠερΔικ 1/2004 δύναται να περιγραφεί σύμφωνα με το ρεύμα του ρεαλισμού και του κονστρουκτιβισμού.

[14] Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αρχή της προφύλαξης (COM (2000) 1).

[15] T. Iverson, CH Perrings, Precaution and Proportionality in the Management of Global Environmental Change, 2011.

[16] Α. Τrouwvorst, Prevention, Precaution, Logic and Law, the Relationship between the Precautionary Principle and the Preventative Principle in International Law and Associated Questions, Erasmus LR 2009, 105.

[17] G. Daily, P.R. Ehrlich, ‘Population, Sustainability, and Earth’s Carrying Capacity’, Bioscience 42(10), 1992, 761–771.

[18] E. Lindgren, Υ. Andersson, J.E. Suk, B. Sudre, J.C. Semenza ‘Monitoring EU emerging infectious disease risk due to climate change’, Science 336(6080), 2012, 418-419.

[19] Πάντως, συγκεκριμένη νομικά είναι η εφαρμογή της από την εγχώρια έννομη τάξη, ΕφΠατρών 182/2001: «…το γεγονός όμως, ότι η επιστήμη δεν έχει καταλήξει σε ασφαλή και οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την επικινδυνότητα…δικαιολογεί μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα για τη εγκατάσταση σταθμών πλησίον κατοικιών… Έχει έτσι σχετική αξία ο ισχυρισμός των αιτούντων, σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία των περιοίκων, διότι τηρούνται τα ισχύοντα όρια ασφαλείας “έχει σχετική μόνο αξία, αφού, πρόκειται για ζήτημα ανοιχτό στην επιστημονική έρευνα, χωρίς οριστική και βέβαιη απάντηση, όχι τόσο ως προς την επικινδυνότητα, αλλά ως προς τα όρια και τις τιμές αυτής». Επίσης η ΜΠρΘεσ/νικης 13776/2002 που απεφάνθη ότι «…πρέπει να λαμβάνονται μέτρα προφύλαξης για να μην επέλθει το χειρότερο από ενδεχόμενη θεμιτή αμφιβολία ως προς τις συνέπειες αυτών, δεδομένου μάλιστα του προκληθέντος πανικού και της ανησυχίας στους περιοίκους».

[20] Η αρχή συνδέεται και με τη διαγενεακή ισότητα (με τις μέλλουσες γενεές).

[21] ΔΕΚ, Υπόθ. T-13/99 (Pfizer), Απόφ. της 15ης Ιουνίου 2000, ECLI:EU:C:2000:329.

[22] ΔΕΚ, Υπόθ. T-584/13 (BASF Agro), Απόφ. της 16ης Ιουλίου 2015, ECLI:EU:C:2015:488.

[23] ΔΕΚ, Υπόθ. C-6/99 (Greenpeace France v. Ministère des Affaires étrangères, GMOs; safeguard clause), Απόφ. της 21ης Μαρτίου 2000, ECLI:EU:C:2000:148.

[24] Πρέπει, λοιπόν, να είναι καθορισμένοι με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, κάτι που δεν προκύπτει εναργώς από το ως άνω πρωτόκολλο, P.H. Sand, The Precautionary Principle: A European Perspective, 2010, 446.

[25] Το πρωτόκολλο της Καρταχένα που επισυνάπτεται στη σύμβαση του 1993 για τη βιοποικιλότητα στηρίζεται στην αρχή της προφύλαξης. Επιδιώκει την πρόληψη κάθε επιβλαβούς δραστηριότητας για τη βιοποικιλότητα κατά τη μεταφορά, τον χειρισμό και τη χρήση ζώντων τροποποιημένων οργανισμών, ειδικότερα όταν αυτά πραγματοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο – Κανονισμός (EΚ) αριθ. 1946/2003.

[26] Γίνεται η διάκριση σε ισχυρή εκδοχή της αρχής, σύμφωνα με την οποία η εφαρμογή της δεν συνδέεται με την ανάλυση κόστους/οφέλους και σε ασθενή εκδοχή σε: Μ. Καϊάφα-Γκμάπντι και λοιπούς, 37-38.

[27] Παλαιόθεν, G. Dee, Vaz S. Guedes, Late Lessons from early warnings: the precautionary principle, 1896-2000.

[28] ΔΕΚ, Υπόθ. C-236/01, Απόφ. της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, ECLI:EU:C:2003:431.

[29] ΔΕΕ, Υπόθ. T-429/13 und T-451/13, Απόφ. της 22ης Οκτωβρίου 2004, ECLI:EU:C:2014:2310.

[30] Ν. Salmon, A European Perspective on the Precautionary Principle, food safety and the free trade imperative of the WTO, ELR 2002, 138.

[31] N. de Sadeleer, Le statut juridique du principe de precaution en droit communautaire: du slogan a la regie, CDE 2001, 122.

[32] Πρβλ. και ΔΕΕ, T-339/16, T-352/16 und T-391/16, Απόφ. της 17ης Μαΐου 2017, ECLI:EU:C:2017:384.



ΚατηγορίεςΝομοθεσία

Tags: , , , ,

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading