Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος Περιβαλλοντικού – Πολεοδομικού Δικαίου,
Υπ. Δρ. Νομικής ΕΚΠΑ
panagiotisgln@gmail.com
Ο Ν. 4759/2020 επέφερε μία σειρά αλλαγών στην πολεοδομική νομοθεσία. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται: αλλαγές στην εκτός σχεδίου δόμηση, στα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια, στη Μεταφορά του Συντελεστή Δόμησης (ΜΣΔ), αλλά και στις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις κ.λπ.
Το Κεφάλαιο Η’ του νόμου (άρθρ. 87-93) επανοργανώνει τις ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις. Ο νέος νόμος δεν αφορά την κήρυξη της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, ούτε τόσο την καθαυτή συντέλεσή της, αλλά κυρίως τα ζητήματα άρσης της και της επανεπιβολής της.
Όπως εμφαίνεται από την αιτιολογική έκθεση του νόμου, το κύριο βάρος του συγκεκριμένου νόμου εστιάζεται στην εκτός σχεδίου δόμηση και στις αλλαγές στον ΝΟΚ. Ωστόσο, και στην περίπτωση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, το νομικό πλαίσιο αποσαφηνίζεται και απλοποιείται. Φέρει δε φιλοπεριβαλλοντική σφραγίδα[1], χωρίς να προσβάλλει την ιδιοκτησία του ατόμου ως συνταγματικό δικαίωμα.
Σκοπός της παρούσης συμβολής είναι να παραθέσει κριτικά τις ρυθμίσεις του νέου νόμου, αλλά και να διαλευκάνει τον ρόλο του Πράσινου Ταμείου σε ζητήματα ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων.
Πρόκειται για κατάληξη της πορεία αρκετών ετών, καθώς και συγκέντρωσης συμπερασμάτων περί ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συναφείς υποθέσεις που έχω χειριστεί δικηγορικά.
1. Ορισμοί
Το πρώτο σημαντικό σημείο που εισάγει ο νόμος είναι ο ευθύς ορισμός των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και άλλων εννοιών που τις αφορούν, για τις ανάγκες ασφαλώς του εν λόγω κεφαλαίου:
α) ρυμοτομική απαλλοτρίωση
Πρόκειται για απαλλοτρίωση που επιβάλλεται επί ακινήτων κατά την έγκριση ρυμοτομικού σχεδίου στη διαδικασία πολεοδομικού σχεδιασμού, με σκοπό να δημιουργηθούν επ’ αυτών οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι που προβλέπονται στο οικείο σχέδιο ή την εφαρμογή αυτού. Εάν, κατά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, επιβλήθηκε στα ακίνητα εισφορά σε γη, ως ρυμοτομική απαλλοτρίωση νοείται η ρυμοτόμηση του κάθε ακινήτου στον βαθμό που υπερβαίνει την εισφορά σε γη που του αναλογεί.
Συνεπώς, η πολεοδομική απαλλοτρίωση και δη η ρυμοτομική είναι η απαλλοτρίωση η επιβαλλόμενη για πολεοδομικούς σκοπούς. Αποσκοπεί ορισμένως στη δημιουργία ή διαπλάτυνση κοινόχρηστων χώρων (π.χ. οδοί, πλατείες, κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου κ.λπ.) καθώς και για κοινωφελείς σκοπούς (με τη δημιουργία κοινωφελών χώρων)[2], ενώ μπορεί να αποβλέπει και στην εκτέλεση έργων υποδομής ή στην απόκτηση οικοδομήσιμων χώρων για την ανοικοδόμηση σε Ζώνη Ενεργού Πολεοδομίας (ΖΕΠ)[3] ή στον σχηματισμό αποθέματος γης για μελλοντικούς σκοπούς ή στην απόκτηση ακινήτου στο οποίο υπάρχει κτίριο/μόνιμη εγκατάσταση που ο προορισμός τους αντίκειται στις χρήσεις που καθορίζονται στην απόφαση έγκρισης του ΓΠΣ και η απόκτηση ακινήτου, του οποίου η κατά προορισμό χρήση δεν είναι δυνατό να αναπροσαρμοστεί βάσει του άρθρ. 16 παρ. 1 εδ. β Ν. 947/1979, όπως και για άλλους σκοπούς.
β) κήρυξη/επιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
«Κήρυξη ή επιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης»: η δέσμευση επί ενός ακινήτου που επέρχεται με την έκδοση της διοικητικής πράξης που εγκρίνει το ρυμοτομικό σχέδιο, χαρακτηρίζει τους κοινόχρηστους ή κοινωφελείς χώρους και εγκρίνει τις ρυμοτομικές γραμμές που καθορίζουν τη θέση και την ειδικότερη χρήση τους, ή άλλης διοικητικής πράξης, διά της οποίας καθορίζεται ότι ένα ακίνητο θα αξιοποιηθεί, εν όλω ή εν μέρει, για τη δημιουργία κοινόχρηστων ή κοινωφελών χώρων.
Στη νομολογία γίνεται διάκριση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων ως προς την κήρυξη της απαλλοτρίωσης[4]. Για τη δημιουργία κοινόχρηστων χώρων η απαλλοτρίωση κηρύσσεται με μόνη την πράξη έγκρισης/τροποποίησης/επέκτασης του σχεδίου (που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ), χωρίς καμία άλλη ενέργεια. Αυτό γίνεται καταρχήν με π.δ., γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδικότερο θέμα ή θέμα τοπικού/τεχνικού/λεπτομερειακού χαρακτήρα.
Η πράξη κήρυξης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης προσβάλλεται ακυρωτικά στο ΣτΕ, εντός 60 ημερών από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ, εκτός αν είναι εντοπισμένη, οπότε κρίνεται σε σχέση με την έκταση που καταλαμβάνει η όλη ρύθμιση[5].
Εν αντιθέσει για τους κοινωφελείς χώρους, δεν αρκεί η πρόβλεψη αυτών στο σχέδιο πόλεως, αλλά δημιουργείται δυνατότητα της Διοίκησης να εκδώσει ιδιαίτερη διοικητική πράξη για την κήρυξη της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης[6].
γ) άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
«Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης»: η άρση του ρυμοτομικού βάρους ή δέσμευσης που έχει επιβληθεί στο ακίνητο, λόγω παρέλευσης εύλογου χρόνου χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση.
Η άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης γίνεται είτε αυτοδικαίως, είτε κατόπιν δικαστικής απόφασης.
δ) επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
«Επανεπιβολή ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης»: ο επαναχαρακτηρισμός ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου του συνόλου ή μέρους ενός ακινήτου μετά από την άρση της απαλλοτρίωσης αυτού, ο οποίος επιτρέπεται μόνο λόγω της αυξημένης πολεοδομικής αναγκαιότητας του χώρου και υπό την προϋπόθεση, ότι ο φορέας υπέρ ου η απαλλοτρίωση έχει αποδεδειγμένα τη δυνατότητα να καταβάλει άμεσα τη σχετική αποζημίωση.
2. Άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
Ο νόμος προβλέπει πλέον την αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, χωρίς να απαιτείται η έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης, εάν παρέλθουν[7]:
α. δεκαπέντε (15) έτη από την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, με το οποίο αυτή επιβλήθηκε για πρώτη φορά, ή
β. πέντε (5) έτη από την κύρωση της σχετικής πράξης εφαρμογής ή πράξης αναλογισμού, ή
γ. δεκαοκτώ (18) μήνες από τον καθορισμό τιμής μονάδας, σύμφωνα με τα άρθρα 18 έως 20 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων (Ν. 2882/2001).
Τα ως άνω τίθενται διαζευκτικά, για λόγους προφανείς. Η γ. περίπτωση είναι καινούρια και δεν συναντάται στον Ν. 4315/2014.
Μετά από την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο ιδιοκτήτης, με αίτηση προς τον οικείο δήμο, δύναται να ζητήσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου η ιδιοκτησία του να καταστεί οικοδομήσιμη. Η αίτηση, στην οποία γίνεται συνοπτική περιγραφή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, πρέπει να συνοδεύεται από δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την κυριότητα του αιτούντος επί του ακινήτου. Δηλ. εδώ επιβεβαιώνεται η πρότερη νομολογία του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία μετά την έκδοση απόφασης βεβαίωσης της άρσης, επιβάλλεται αντίστοιχη (υποχρεωτική) τροποποίηση του σχεδίου πόλεως, ώστε να επανέλθει στην προτέρα κατάσταση το ακίνητο και να καταστεί εκ νέου οικοδομήσιμο[8]. Ωστόσο, δεν καθίσταται αυτομάτως οικοδομήσιμο το ακίνητο, αλλά επιβάλλεται η προτέρα τροποποίηση του σχεδίου[9].
Το οικείο Δημοτικό Συμβούλιο, εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών (αποκλειστική προθεσμία) από την κατάθεση της σχετικής αίτησης είτε αποδέχεται την αίτηση και εκκινεί τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου είτε προτείνει στον οικείο περιφερειάρχη την εκ νέου επιβολή της αρθείσας ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης για τον ίδιο σκοπό ή τη μερική επανεπιβολή της.
Κομβικό επίσης σημείο είναι η ακόλουθη πρόβλεψη περί επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης: Έτσι, η ολική ή μερική επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης είναι δυνατή μόνο, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις (περιοριστικώς αναφερόμενες):
α) σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου, και
β) ο οικείος δήμος διαθέτει την οικονομική δυνατότητα για την άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης στους δικαιούχους, που αποδεικνύεται με την εγγραφή της προσήκουσας αποζημίωσης σε ειδικό κωδικό στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου. Ως προσήκουσα αποζημίωση ορίζεται, η υπολογιζόμενη με βάση το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών κατά το ημερολογιακό έτος υποβολής της αίτησης[10].
Η σχετική εγγραφή δαπάνης στον προϋπολογισμό του οικείου δήμου γίνεται ταυτοχρόνως με εγγραφή ισόποσου εσόδου από χρηματοδότηση προερχόμενη από το Πράσινο Ταμείο, εφόσον αυτή έχει εγκριθεί εντός της προθεσμίας της παρούσας.
Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλογικώς και στην περίπτωση, που η απαλλοτρίωση γίνεται για τη δημιουργία κοινωφελούς χώρου και ο αρμόδιος φορέας είναι άλλος, πλην του δήμου.
Εναλλακτικά, το Δημοτικό Συμβούλιο μπορεί, σταθμίζοντας τις πολεοδομικές ανάγκες και τις οικονομικές δυνατότητες του δήμου, είτε να προτείνει τη μερική επανεπιβολή της αρθείσας απαλλοτρίωσης είτε να αποφασίσει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση του ιδιοκτήτη. Το Δημοτικό Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να προτείνει την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου μετά από αυτοδίκαιη άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ακόμη κι εάν, δεν έχει προηγηθεί αίτηση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, όταν κρίνει ότι δεν συντρέχουν σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι, που επιβάλλουν τη διατήρηση του ακινήτου ή μέρους αυτού ως κοινόχρηστου ή κοινωφελούς χώρου.
Εάν ο αρμόδιος για την απαλλοτρίωση είναι άλλος, πλην του δήμου, φορέας και δεν έχει την οικονομική δυνατότητα για άμεση καταβολή της προσήκουσας αποζημίωσης, εάν ο δήμος κρίνει ότι υφίστανται σοβαροί πολεοδομικοί λόγοι για τη διατήρηση του ακινήτου ως κοινωφελούς χώρου, δύναται, μετά από έγκριση του αρμόδιου φορέα, να καταβάλει τη σχετική δαπάνη από τον προϋπολογισμό του και εν συνεχεία να την αναζητήσει από τον αρμόδιο φορέα.
3. Επανεπιβολή απαλλοτρίωσης
Η διάταξη αυτή προβλέπει τη διαδικασία της επανεπιβολής και πρέπει να διαβάζεται συνδυαστικώς με την προηγούμενη.
Η πρόταση της παρ. 3 του άρθρου 88 διαβιβάζεται στον αρμόδιο περιφερειάρχη. Εάν, δι’ αυτής προτείνεται η ολική ή μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο περιφερειάρχης λαμβάνει απόφαση εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου. Η απόφαση περιλαμβάνει το εμβαδόν του ρυμοτομούμενου τμήματος της ιδιοκτησίας, προκειμένου να καθορισθεί η αποζημίωση και δημοσιεύεται, χωρίς άλλες διατυπώσεις, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Μετά από την έκδοση της απόφασης επανεπιβολής της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ο οικείος δήμος είτε παρακαταθέτει, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών, την προσήκουσα αποζημίωση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων υπέρ δικαιούχου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 8 του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, είτε εκδίδει χρηματικό ένταλμα πληρωμής της προσήκουσας αποζημίωσης στον ιδιοκτήτη.
Παράβαση οποιασδήποτε από τις παραπάνω προθεσμίες, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη οριστική άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Η παράβαση αυτή μπορεί να διαπιστώνεται με πράξη του συντονιστή της οικείας αποκεντρωμένης διοίκησης, μετά από σχετικό αίτημα του ενδιαφερομένου.
Είχε παλαιόθεν κριθεί πως είναι δυνατή και σύμφωνη με την ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα η επανεπιβολή απαλλοτρίωσης σε ακίνητο στο οποίο η προηγούμενη απαλλοτρίωση έχει αρθεί ή ανακληθεί[11]. Δέον για την επανεπιβολή όπως προκύπτει η σοβαρή πολεοδομική ανάγκη διατήρησης του επίδικου κοινόχρηστου χώρου, ο οποίος μάλιστα (στην υπόθεση αυτή) βρίσκεται στο στερούμενο ελεύθερων χώρων πρασίνου κέντρο της πόλης, στο δε ισχύον (τότε) ΓΠΣ του παρεμβαίνοντος Δήμου ο χώρος αυτός προβλέπεται ήδη ως χώρος πρασίνου. Απαιτείται επίσης η εκδήλωση πρόθεσης και δυνατότητας για άμεση κατά νόμο απαλλοτρίωση.
Η άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης σε συμμόρφωση με δικαστική απόφαση και η επιβολή νέας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης γεννά ακυρωτική διαφορά και υπάγεται στο ΣτΕ[12].
Κρίθηκε, επίσης, νομολογιακά σχετικώς ότι με τη δέσμευση της ιδιοκτησίας επί μακρόν χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως, η οποία, μάλιστα, είχε αρχικώς καθοριστεί, αλλά δεν καταβλήθηκε εντός του κατά το Σύνταγμα χρονικού διαστήματος, την αδυναμία του Δήμου να καταβάλει την αποζημίωση για την επανεπιβολή και άμεση συντέλεση της απαλλοτριώσεως, όπως η αδυναμία αυτή συνάγεται από την παρέλευση ιδιαίτερα μεγάλου χρονικού διαστήματος τόσο από την κήρυξη της απαλλοτριώσεως όσο και από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε η άρνηση της Διοίκησης να την άρει και το γεγονός ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν προκύπτει από τη φύση του πράγματος, ότι είναι πολεοδομικώς αναγκαία, όπως τούτο συνάγεται από την ως άνω συμπεριφορά της Διοίκησης, δηλαδή του μακρού διαδραμόντος χρόνου χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία συντελέσεως της απαλλοτριώσεως του ακινήτου προκειμένου να διανοιγεί η οδός, η δε αιτιολογία για την επίδικη επανεπιβολή «δεν αντίκειται στις κατά τεκμήριο πολεοδομικές ανάγκες της εξεταζόμενης περιοχής» δεν παρίσταται επαρκής, η επιχειρούµενη με την προσβαλλόμενη πράξη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου δεν είναι νόμιμη[13]. Η πράξη τροποποίησης σχεδίου πόλεως δέον όπως καταρχήν αιτιολογείται νομίμως ως προς την αναγκαιότητα διατήρησης των συγκεκριμένων πολεοδομικών ρυθμίσεων βάσει πολεοδομικών κριτηρίων. Ο Δήμος (στην υπόθεση αυτή) δεν ήταν αρμόδιος να τροποποιήσει το σχέδιο πόλης αφεαυτός και όφειλε να διαβιβάσει το αίτημα των αιτούντων ιδιωτών για την τροποποίηση του σχεδίου πόλης προς άρση ρυμοτομικού βάρους επί της ιδιοκτησίας τους στην αρμόδια για την τροποποίηση του σχεδίου αρχή. Για τον λόγο αυτόν, ο οποίος καθ’ ερμηνεία του δικογράφου προβάλλεται, είναι ακυρωτέα η παράλειψη του Δήμου να διαβιβάσει την αίτηση των αιτούντων στο αρμόδιο για την τροποποίηση του σχεδίου πόλης όργανο της Διοικήσεως[14].
4. Τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου σε περίπτωση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης
Εάν το Δημοτικό Συμβούλιο προτείνει προς τον αρμόδιο περιφερειάρχη την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, σύμφωνα με την αίτηση της παρ. 2 του άρθρου 88 ή τη μερική επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, ο δήμος κινεί υποχρεωτικά τη διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το ακίνητο ή το μέρος αυτού που δεν είναι πλέον υπό απαλλοτρίωση ή για το οποίο δεν συντρέχει περίπτωση επανεπιβολής της απαλλοτρίωσης. Η πρόβλεψη υποχρεωτικής κίνησης της τροποποίησης του σχεδίου σκοπεί στην άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών της δέσμευσης της ιδιοκτησίας.
Εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η απαλλοτρίωση ήρθη ή επανεπιβλήθηκε μερικώς, η αρμόδια υπηρεσία συντάσσει τοπογραφικό διάγραμμα εξαρτημένο στο σύστημα συντεταγμένων ΕΓΣΑ 87, στο οποίο αποτυπώνονται τα όρια της ιδιοκτησίας που βρίσκεται υπό ρυμοτομική απαλλοτρίωση και οριοθετημένα ή μη υδατορέματα, εγκεκριμένοι αρχαιολογικοί χώροι, οριογραμμές αιγιαλού, παραλίας, παλαιού αιγιαλού, όχθης, παρόχθιας ζώνης και παλαιάς όχθης και δουλείες διέλευσης εναέριων γραμμών υψηλής τάσης ΔΕΗ ή αγωγού φυσικού αερίου και όλα τα απαραίτητα στοιχεία και τις προδιαγραφές των διαγραμμάτων της τροποποίησης ρυμοτομικών σχεδίων, καθώς και την πρόταση τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο. Εάν προκύπτει η ύπαρξη μη οριοθετημένου υδατορέματος, το διάγραμμα συνοδεύεται από πρόταση καθορισμού οριογραμμών υδατορεμάτων, σύμφωνα με τον Ν. 4258/2014. Το τοπογραφικό δηλ. απεικονίζει όλα τα ευαίσθητα οικοσυστήματα, αλλά και την κατ’ ιδίαν πρόταση τροποποίησης.
Σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της ανωτέρω προθεσμίας, το τοπογραφικό συντάσσεται με επιμέλεια του αιτούντος, ο οποίος δικαιούται να εισπράξει από τον δήμο την καταβολή της σχετικής δαπάνης. Το τοπογραφικό θεωρείται από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, ως προς την ισχύ των αναγραφόμενων στοιχείων του ρυμοτομικού σχεδίου.
Με βάση την προτεινόμενη τροποποίηση του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου, που συνοδεύει το διάγραμμα της παρ. 2, ο δεσμευμένος χώρος μετατρέπεται σε οικοδομήσιμο, τηρώντας τη διαδικασία αναθεώρησης ρυμοτομικού σχεδίου της παρ. 1 του άρθρου 31 του ΝΟΚ.
Τέλος, αποσαφηνίζεται ότι ειδικώς σε περιπτώσεις σχεδίων πόλεως που εγκρίθηκαν με τις διατάξεις του από 17.7/16.8.1923 ΝΔ, η εισφορά σε γη που επιβάλλεται κατά την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκειμένου το ακίνητο να καταστεί οικοδομήσιμο για πρώτη φορά, υπολογίζεται σύμφωνα με την περ. β΄ της παρ. 2 του άρθρου 20 του Ν. 2508/1997.
5. Ειδικές περιπτώσεις
Δεν υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 87 έως 89 ιδιοκτησίες που χαρακτηρίσθηκαν ως κοινόχρηστοι χώροι από το ρυμοτομικό σχέδιο ή μεταγενέστερα αναγνωρίσθηκαν ή υπήχθησαν σε ειδικό καθεστώς που απαγορεύει τη μετατροπή τους σε οικοδομήσιμο χώρο, όπως το προβλεπόμενο σε διατάξεις περί ρεμάτων, αιγιαλού και παραλίας, ζωνών προστασίας και αστικών αλσών.
Δεν υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 87 έως 89 ρυμοτομούμενα τμήματα ιδιοκτησιών που παραχωρήθηκαν άτυπα και διανοίχθηκαν επ’ αυτών εν τοις πράγμασι κοινόχρηστοι δρόμοι, προκειμένου να καταστεί οικοδομήσιμο το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα είτε να εκδοθεί οικοδομική άδεια είτε να μεταβιβασθεί ως άρτιο και οικοδομήσιμο. Ως προς τα ακίνητα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 28 του N. 1337/1983. Ομοίως, δεν υπάγονται τμήματα ιδιοκτησιών που παραχωρήθηκαν με συμβολαιογραφική πράξη στον οικείο δήμο, προκειμένου να διανοιγεί δρόμος, αλλά αυτός δεν διανοίχθηκε. Στις περιπτώσεις αυτές, οι θιγόμενοι ιδιοκτήτες έχουν δικαίωμα αποζημίωσης μόνο για τη στέρηση της ιδιοκτησίας τους.
Συνεταιρισμοί που επέσπευσαν ρυμοτομικά σχέδια, οι κοινόχρηστοι χώροι των οποίων περιήλθαν αυτοδίκαια στους δήμους, σύμφωνα με το ΝΔ 690/1948, είναι υπόχρεοι για την αποζημίωση ιδιοκτητών, των οποίων οι ιδιοκτησίες εντάχθηκαν στο σχέδιο ως κοινόχρηστοι χώροι, για τη στέρηση της ιδιοκτησίας τους. Εάν ο συνεταιρισμός έχει διαλυθεί, στις υποχρεώσεις του υπεισέρχεται ο οικείος δήμος.
6. Επιχειρησιακό σχέδιο για την εξασφάλιση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων
Κομβική θεωρείται και η πρόβλεψη για εκπόνηση επιχειρησιακού σχεδίου για την εξασφάλιση κοινοχρήστων και κοινωφελών χώρων. Για τον προγραμματισμό της ολοκλήρωσης της εφαρμογής του σχεδίου πόλης και την απόκτηση των χαρακτηρισμένων κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, οι δήμοι καταρτίζουν επιχειρησιακό σχέδιο, στο οποίο καταγράφονται και κατηγοριοποιούνται οι χαρακτηρισμένοι από το σχέδιο πόλης κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι. Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι των οποίων δεν έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση ιεραρχούνται, ανά δήμο ή δημοτική ενότητα ή δημοτική κοινότητα, ως προς την αναγκαιότητα υλοποίησής τους, βάσει της πολεοδομικής σημασίας τους για την πόλη.
Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, για τους οποίους δεν έχει συντελεσθεί η απαλλοτρίωση διακρίνονται σε:
α. χώρους, για τους οποίους έχει αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση δυνάμει δικαστικής απόφασης,
β. χώρους, για τους οποίους έχει υποβληθεί αίτηση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης ή εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης περί της άρσης,
γ. χώρους, για τους οποίους έχει αυτοδικαίως αρθεί η ρυμοτομική απαλλοτρίωση, αλλά δεν έχει κατατεθεί αίτηση για την τροποποίηση του σχεδίου,
δ. λοιπούς χώρους, που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις.
Τα ανωτέρω στοιχεία αντλούνται από την πλατφόρμα της Ηλεκτρονικής Πολεοδομικής Ταυτότητας Δήμου του άρθρου 65 του N. 4495/2017 ή, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμη συμπληρωθεί, λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου.
Για τις ανάγκες σύνταξης του επιχειρησιακού σχεδίου του παρόντος, το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο», που έχει συσταθεί με τον N. 4512/2018, παρέχει προς τους δήμους την αναγκαία πρόσβαση στη βάση δεδομένων του Συστήματος Πληροφοριών Εθνικού Κτηματολογίου.
Οι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι, μετά την κατάταξή τους σύμφωνα με την παρ. 2, ιεραρχούνται με βάση την αναγκαιότητά τους για τον ευρύτερο πολεοδομικό σχεδιασμό του οικείου δήμου, δημοτικής ενότητας ή δημοτικής κοινότητας, λαμβανομένου υπόψη και του χρόνου που έχει παρέλθει από την επιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Η ιεράρχηση θεωρείται σημαντική ρύθμιση του Ν. 4759/2020, καθώς αναγνωρίζει ότι δεν έχουν όλοι οι κοινόχρηστοι χώροι την ίδια βαρύτητα. Αυτό, όμως, φαίνεται και προβληματικό διότι δεν αποσαφηνίζονται τα κριτήρια υπό τα οποία θα λάβει χώρα.
Το επιχειρησιακό σχέδιο εγκρίνεται με απόφαση της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής του οικείου δήμου.
7. Μεταβατικές διατάξεις
Οι διατάξεις των άρθρων 86 έως 89 εφαρμόζονται και επί ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν κηρυχθεί πριν από τη δημοσίευση του Ν. 4759/2020. Άρα, ο νόμος καθιστά σαφή την εφαρμογή τους στις κηρυχθείσες, αλλά μη συντελεσθείσες ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις.
Οι διατάξεις των άρθρων 86 έως 89 εφαρμόζονται και σε περίπτωση άρσης της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, σε συμμόρφωση με δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί πριν από τη δημοσίευση του παρόντος ή που θα εκδοθεί επί προσφυγής με αίτημα την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης που έχει κατατεθεί και συζητηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η παραίτηση του προσφεύγοντος από υποθέσεις που δεν έχουν συζητηθεί ακόμη και έχουν ως αντικείμενο την άρση ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης δεν κωλύει την άσκηση του δικαιώματός του να υποβάλει την αίτηση που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 87.
8. Ρόλος του Πράσινου Ταμείου
Κατά τον ιδρυτικό του νόμο 3889/2010, το Πράσινο Ταμείο αποτελεί Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
Κατά το άρρθ. 5 παρ. 1 Ν. 3889/2010, όπως ισχύει σκοπός του Πράσινου Ταμείου είναι η ενίσχυση της ανάπτυξης μέσω της προστασίας του περιβάλλοντος με τη διαχειριστική, οικονομική, τεχνική και χρηματοπιστωτική υποστήριξη προγραμμάτων, μέτρων, παρεμβάσεων και ενεργειών που αποβλέπουν στην ανάδειξη και αποκατάσταση του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η στήριξη της περιβαλλοντικής πολιτικής της Χώρας και η εξυπηρέτηση του δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος μέσω της διοίκησης, διαχείρισης και αξιοποίησης των πόρων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 8.
Το Πράσινο Ταμείο λειτουργεί με βάση τον Οργανισμό Λειτουργίας του (άρθρ. 10).
Οι αρμοδιότητές του ορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρ. 5 λεπτομερώς. Μεταξύ άλλων, το τελευταίο επιφορτίζεται με …β.) τη διαμόρφωση προγραμμάτων για τη χρηματοδότηση μέτρων και δράσεων προστασίας, αναβάθμισης και αποκατάστασης του περιβάλλοντος μέσα στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής και ενεργειακής πολιτικής και με …ιδ.) την επιδότηση, επιχορήγηση, χρηματοδότηση και δανειοδότηση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, οργανισμών κοινής ωφέλειας ή άλλων οργανισμών ή υπηρεσιών του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, για την εφαρμογή προγραμμάτων και την εκτέλεση έργων και η χρηματοδότηση της εκτέλεσης έργων από αυτά.
Εξ αυτών συνάγεται ότι δύναται να συμβάλει αποφασιστικά στα περί επανεπιβολής ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης.
Εξάλλου, κατά τον Ν. 4759/2020, το Πράσινο Ταμείο, δύναται να καλύπτει το σύνολο της προσήκουσας αποζημίωσης για την επανεπιβολή απαλλοτρίωσης κοινόχρηστων χώρων της παρ. 1 στο πλαίσιο ειδικού χρηματοδοτικού προγράμματος έως την έγκριση του επιχειρησιακού σχεδίου του άρθρου 92. Η παρούσα ισχύει για διάρκεια ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του παρόντος, και η ισχύς της μπορεί να παραταθεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Οι διατάξεις του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων εφαρμόζονται συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
Η χρηματοδότηση από το Πράσινο Ταμείο για επανεπιβολή απαλλοτρίωσης ισχύει μόνο έως την έγκριση του Επιχειρησιακού Σχεδίου και όχι πέραν του ενός έτους (όπως τονίζει η αιτιολογική έκθεση).
Για την επανεπιβολή της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης απαιτείται, όπως ειπώθηκε, όχι μόνον η καταρχήν πρόθεση και η δυνατότητα της Διοίκησης να αποζημιώσει τη θιγόμενη από τη ρυμοτομική απαλλοτρίωση αιτούσα, ιδιοκτήτρια του εν λόγω χώρου, αλλά και η παρακαταθήκη εκ μέρους του Πράσινου Ταμείου συγκεκριμένου χρηματικού ποσού υπέρ του παρεμβαίνοντος Δήμου προς το σκοπό καταβολής της αποζημίωσης που οφείλεται στην αιτούσα λόγω της ένδικης απαλλοτρίωσης[15]. Η δε κρίση της Διοίκησης περί συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης, με τον χαρακτηρισμό του επίδικου ακινήτου εκ νέου ως κοινόχρηστου χώρου πρασίνου, ευρίσκει έρεισμα στα στοιχεία του φακέλου[16].
———————
[1] Εκτενέστερα για τη σχέση περιβάλλοντος και πολεοδομικού σχεδιασμού, Γαλάνης Π., Τo συνταγματικό πλαίσιο του Χωροταξικού και Πολεοδομικού Σχεδιασμού: περιβαλλοντική προστασία, θεμελιώδεις αρχές σχεδιασμού και χρηστή διοίκηση, σύγχρονη νομολογιακή εφαρμογή, ΠερΔικ 4/2020.
[2] Ενδεικτικά: ΣτΕ 3275/2017.
[3] Γαλάνης Π., Ζώνες Ενεργού Πολεοδομίας και Ζώνες Αστικού Αναδασμού ως εργαλεία πολεοδομικής ανάπτυξης, ΕπΑκ 2021, υπό δημοσίευση, περισσότερα: www.pgalanislaw.gr
[4] Βλ. και Γαλάνη Π., Χωρικός σχεδιασμός με τον Ν. 4447/2016 και αρχές του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, https://www.ethemis.gr/uploads/2021-02-03-galanis.pdf.
[5] ΣτΕ 2075/2016 (ΝΟΜΟΣ).
[6] ΑΠ 655/2007.
[7] Γαλάνης Π., Σύγχρονες προσεγγίσεις στο Δίκαιο του Περιβάλλοντος, 2020, σελ. 121 επ. (παράρτημα βιβλίου στο https://www.pgalanislaw.gr/syggrafiki-drasi/).
[8] Παπαγρηγορίου Β., Πολεοδομία, σελ. 311-312.
[9] ΣτΕ 1436/2016 Τμ. Ε’.
[10] Για την επανεπιβολή διελάμβανε η παρ. 4 άρθρ. 3 Ν. 4315/2014.
[11] ΕΔΔΑ, Κοσμίδης κ. Ελλάδος, 8.11.2007.
[12] ΔπρΑθ 10167/2010.
[13] ΣτΕ 2240/2018.
[14] ΣτΕ 800/2016.
[15] ΣτΕ 2142/2016 Τμ. Ε’ επταμ.
[16] ΣτΕ 647/2016.
ΚατηγορίεςΔόμηση - Αυθαίρετα, Νομοθεσία
Στο παραπάνω πολύ ενημερωτικό σας άρθρο απουσιάζει η περίπτωση κατά την οποία ο Κοινόχρηστος Χώρος καθορίστηκε στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο για να δημιουργηθεί καθεστώς προστασίας κηρυγμένου και δημοσιευμένου σε ΦΕΚ Αρχαιολογικού Χώρου. Στην περίπτωση αυτή η αρμόδια για την απαλλοτρίωση αρχή είναι ο Δήμος ή το Δημόσιο (δηλ. το Υπουργείο Πολιτισμού); Δικαστικές αποφάσεις άρσεων και πρόστιμα που επιβλήθηκαν στον Δήμο δεν είναι ακυρωτέες;