Ο τεχνικός και λεπτομερειακός χαρακτήρας της περιβαλλοντικής αδειοδότησης – ο ρόλος της ΤΕΠΕΜ

Σχόλιο στη ΣτΕ 2274/2023 (μερικώς παράνομη περιβαλλοντική αδειοδότηση για τμήμα της Γραμμής 4 του Μετρό – Ευαγγελισμός, ένεκα μη εκπόνησης και έγκρισης ΤΕΠΕΜ)

Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος, ΔΝ,
Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ
info@pgalanislaw.gr , www.pgalanislaw.gr


Επί του ζητήματος της εμπρόθεσμης άσκησης του ενδίκου βοηθήματος

Ο Ν. 4014/2011 πλέον επιχείρησε να συγκεράσει την ανάγκη περιορισμού των εκδιδόμενων ΑΕΠΟ και την ανάγκη εξασφάλισης ουσιαστικής συμμετοχής του κοινού, καθιερώνει δε σύστημα το οποίο, συνολικώς ορώμενο, συνάδει καταρχήν με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα, προβλέπει στο άρθρο 18 τη δημιουργία Ηλεκτρονικού Περιβαλλοντικού Μητρώου (ΗΠΜ) κάθε έργου, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι πληροφορίες που αφορούν το έργο πριν και μετά την ΑΕΠΟ, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών μελετών[1] (άρθρο 18 παρ. 2 και ΚΥΑ 30651/2014, άρθρου 4 παρ. 4), στο άρθρο 19 συμμετοχή του οικείου Δήμου ή Δημοτικής Κοινότητας της περιοχής εκτέλεσης του έργου (παρ. 2 και 4), υποχρέωση του φορέα του έργου να αναλάβει τα έξοδα «δημοσίευσης στον τύπο, αναπαραγωγής και διανομής φακέλων και διοργάνωσης ενημερωτικών εκδηλώσεων» (παρ. 8) και υποχρέωση της οικείας περιφέρειας και του Δήμου όπως «μετά την παραλαβή του φακέλου, το[ν] θέτουν αμελλητί στη διάθεση του κοινού και των φορέων εκπροσώπησής του, προκειμένου να διατυπώσουν τη γνώμη τους», στο δε άρθρο 19α τα της αναρτήσεως των ΑΕΠΟ στο διαδίκτυο.

Για τη διάγνωση της πλήρους γνώσης, πρέπει να εξετάζονται οι ειδικότερες εκάστοτε περιστάσεις, ιδίως το εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων. Ως τέτοιες ιδιαίτερες περιστάσεις είχαν θεωρηθεί (ενδεικτικώς) η έναρξη των εργασιών εκτέλεσης του έργου, η πρόοδος αυτών έως το χρονικό σημείο κατά το οποίο εμφανίζονται στον εξωτερικό κόσμο τα χαρακτηριστικά του τεχνικού έργου, η κλίμακα της τοπικής κοινωνίας και η τυχόν ευρεία δημοσιότητα που έλαβε στον τύπο το έργο[2].

Ταυτόχρονα, άλλο είναι το ζήτημα της δημοσιοποίησης της ΜΠΕ, υπό το ισχύον fast-track σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Έχει κριθεί ότι η διαδικασία δημοσιοποίησης της ΜΠΕ για την κατηγορία Α’ καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις περιβαλλοντικής πληροφόρησης της Διεθνούς Σύμβασης του Άαρχους[3]:

  • Εάν η διαδικασία αυτή ολοκληρωθεί επιτυχώς, ακολουθεί η έκδοση της απόφασης έγκρισης των περιβαλλοντικών όρων έργων και δραστηριοτήτων της εν λόγω κατηγορίας, την οποία η Διοίκηση οφείλει, εντός μηνός από την έκδοσή της, να αναρτήσει με πλήρη στοιχεία, σε ειδικό δικτυακό τόπο, τον οποίο προβλέπει ειδικά ο νόμος.
  • Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί προσηκόντως, είτε διότι η ανάρτηση δεν γίνει πλήρως είτε διότι υπάρχει, τυχόν, υπέρβαση της μηνιαίας προθεσμίας, η οποία τάσσεται ως βάρος στη Διοίκηση, για να γνωρίζουν εγκαίρως οι ενδιαφερόμενοι ότι η διαδικασία ολοκληρώθηκε σε εύλογο χρόνο, ώστε να μην υποχρεώνονται να αναζητούν ματαίως επί μακρόν τα στοιχεία της πράξης, η πράξη πάσχει από ελάττωμα και είναι ακυρωτέα.

Η πλήρης προηγούμενη πρόσβαση στο περιεχόμενο και στον φάκελο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεν νοείται η αναστολή ή η διακοπή της προθεσμίας προσβολής με αίτηση ακύρωσης της μεταγενεστέρως εκδιδομένης, μετά την τήρηση της διαδικασίας αυτής, απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, με προβολή της αξίωσης εκ νέου ενημέρωσης για το ακριβές περιεχόμενο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, διότι τούτο, όντας προδήλως προσχηματικό, θα ανέτρεπε πλήρως την εκτεθείσα ισορροπία του εισαγομένου συστήματος, παρεισάγοντας ένα στοιχείο αβεβαιότητας, που θα ήταν ολωσδιόλου αδικαιολόγητο και δεν θα επέτρεπε την προβλεψιμότητα και ασφάλεια του συστήματος.

Στην ειδικότερη δε περίπτωση, κατά την οποία η Διοίκηση προβαίνει, επιπλέον, σε ανάρτηση της πράξης και στον γενικού περιεχομένου δικτυακό τόπο ΔΙΑΥΓΕΙΑ, τότε, για την προστασία όσων ενδιαφέρονται για τη δικαστική αμφισβήτηση του κύρους της πράξης, ως χρονικό σημείο έναρξης της δικαστικής προθεσμίας νοείται, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η χρονικώς τελευταία από τις δημοσιεύσεις αυτές, με ανάλογη παρέκταση της προθεσμίας. Ειδικά για την κατηγορία Α’, το σύστημα αυτό ανάρτησης είναι πλήρες, συνεκτικό και εκ των προτέρων γνωστό και προβλέψιμο και σαφώς είναι συνταγματικό (σύμφωνο με το άρθρο 20 Σ) και σύμφωνο με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 6 ΕΣΔΑ. Τα ως άνω συνάπτονται και με το διευρυμένο έννομο συμφέρον που γενικώς αναγνωρίζεται στις περιβαλλοντικές διαφορές[4], υπό το πρίσμα της Σύμβασης Άαρχους.  Γίνεται, λοιπόν, δεκτή η έναρξη προθεσμίας για την άσκηση αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας από την επομένη της αναρτήσεως της ΑΕΠΟ στον δικτυακό χώρο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ή σε περίπτωση που η ΑΕΠΟ έχει αναρτηθεί και στον δικτυακό χώρο του προγράμματος ΔΙΑΥΓΕΙΑ, από την επομένη της τελευταίας από τις δύο αναρτήσεις[5].

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι πλήρης γνώση στοιχειοθετείτο από γεγονότα, όπως αλλεπάλληλα δημοσιεύματα στον τύπο, την κατάληψη του εργοταξίου και, μάλιστα, βάσει πράξης που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τις ενέργειες των αιτούντων για την αποτροπή της υλοποίησης κατασκευαστικών εργασιών, την υποβολή αιτήματος για την ενημέρωση των ίδιων, τις συζητήσεις στο δημοτικό συμβούλιο με αναφορές στις ενέργειες των αιτούντων σχετικά με το έργο και, βεβαίως, το ίδιο το γεγονός της ηλεκτρονικής ανάρτησης της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης στη “Διαύγεια” και στον ειδικό για τις ΑΕΠΟ ιστότοπο του Υπουργείου, σε συνδυασμό με το εύλογο ενδιαφέρον των αιτούντων για την τύχη του Πάρκου Ριζάρη, της ανάπλασης του οποίου υπήρξαν χορηγοί. Συνεπώς, δέχεται τη ρεαλιστική προσέγγιση για την έναρξη της προθεσμίας προσβολής της ΑΕΠΟ, βάσει της οποίας συνεκτιμάται και το μέγεθος και η σημαντικότητα του έργου, η διάδοση της πραγματοποίησής του, αλλά και πραγματική έναρξη των εργασιών του. Επίσης, ενδιαφέρον έχει η απόρριψη του ισχυρισμού λόγω αλυσιτέλειας, διότι  ανεξαρτήτως αν η διεξαγωγή της διαβούλευσης στην έδρα της οικείας Περιφέρειας, αντί του Δήμου, καθιστά, άνευ άλλου τινός, πλημμελή τη διαβούλευση αυτή, πάντως, εν προκειμένω, η εν λόγω διαβούλευση διαγνώσθηκε, κατά τα ανωτέρω, από άλλης απόψεως πλημμελής, και για το λόγο, άλλωστε, αυτό δεν μπορεί να αντιταχθεί στους αιτούντες το τεκμήριο του άρθρου 19α του Ν. 4014/2011, αυτό, όμως, δεν αποκλείει τη στοιχειοθέτηση τεκμηρίου γνώσεως των αιτούντων σε μετέπειτα χρονικό σημείο κατά τους γενικούς περί προθεσμίας κανόνες.

Επί του επιτρεπτού συμπλήρωσης της ΑΕΠΟ με λεπτομερειακότερες μελέτες – ο ρόλος της ΤΕΠΕΜ στην περιβαλλοντική αδειοδότηση

Κατά το άρθρο 7 του Ν. 4014/2011, σε περίπτωση διαφοροποίησης του σχεδιασμού περιβαλλοντικά αδειοδοτημένου έργου ή δραστηριότητας σε στάδια της τεχνικής μελέτης που έπονται της έκδοσης ΑΕΠΟ, ο φορέας του έργου ή της δραστηριότητας δύναται, πριν από την έναρξη της κατασκευής, να υποβάλει Φάκελο Συμμόρφωσης Τελικού Σχεδιασμού, όπως αυτός καθορίζεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 11 του παρόντος, με τον οποίο τεκμηριώνεται ότι δεν επέρχονται σημαντικές αρνητικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και, επομένως, εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με την ισχύουσα ΑΕΠΟ. Ο φάκελος αυτός αποτελεί στοιχείο για την ενημέρωση του φακέλου της ΜΠΕ (παρ. 1).  Οι λοιπές εγκαταστάσεις, π.χ. εργοταξιακές εγκαταστάσεις, αποθεσιοθάλαμοι, σταθμοί εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, κέντρα εξυπηρέτησης και συντήρησης έργων ή δραστηριοτήτων, εγκρίνονται με την υποβολή και αξιολόγηση Τεχνικής Περιβαλλοντικής Μελέτης (ΤΕΠΕΜ) στην αρμόδια για την περιβαλλοντική αδειοδότηση αρχή, με απόφαση του Γενικού Διευθυντή της (παρ. 2).

Περαιτέρω, δυνάμει της κανονισιτκής νομοθεσίας της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ο Φάκελος Συμμόρφωσης Τελικού Σχεδιασµού πρέπει να περιλαµβάνει µελέτη µε το περιεχόμενο της ΤΕΠΕΜ, προσαρμοσμένη, όπως είναι αυτονόητο, στον ειδικό χαρακτήρα του φακέλου αυτού, δηλαδή στη διαφοροποίηση του σχεδιασμού του έργου. Η διαφοροποίηση αυτή, πάντως, πρέπει, από τη φύση του πράγματος, να είναι επουσιώδης και να υπαγορεύεται, κατά βάση, από τις τεχνικές ανάγκες της εφαρμογής, χωρίς, όµως, να παραβιάζει, κατά τα λοιπά, τους εγκεκριµένους περιβαλλοντικούς όρους.

Ακόμη, η σιωπηρή αποδοχή του Φακέλου Συμμόρφωσης εκ μέρους της περιβαλλοντικής αρχής φέρει εκτελεστό χαρακτήρα και προσβάλλεται παραδεκτώς με αίτηση ακύρωσης, όπως θα ήταν προσβλητή και, τυχόν, ρητή πράξη της, με την οποία θα απέρριπτε το Φάκελο Συμµόρφωσης για το λόγο ότι o τροποποιημένος σχεδιασµός του έργου που περιέχει, δεν πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις[6].

Εν προκειμένω, επί τη βάσει της ΜΠΕ εκδόθηκε η ΑΕΠΟ, η οποία προσβάλλεται, κατά τα ανωτέρω, εκπροθέσμως και αφορά σε ολόκληρο το τμήμα Α «Άλσος Βεϊκου – Γουδή» της Γραμμής 4 του Μετρό της Αθήνας, που περιλαμβάνει, πλέον, δεκαπέντε σταθμούς (ύστερα από την προσθήκη του σταθμού «Ελικώνος» κατά τη διαβούλευση). Παρ’ ότι, εξάλλου, η ΜΠΕ είναι ενιαία και αφορά το σύνολο του έργου, αυτή περιλαμβάνει διεξοδικές αναφορές και προβλέψεις σχετικά με τη βλάστηση που αναμένεται να θιγεί σε κάθε συγκεκριμένο σταθμό, ιδίως κατά τη φάση κατασκευής, οι οποίες, ειδικώς ως προς τον νέο σταθμό “Ευαγγελισμός” περιλαμβάνουν καταγραφή του αριθμού των φυτών κάθε κατηγορίας, το εμβαδόν της φυτοκάλυψης του Πάρκου Ριζάρη κ.λπ. Ο λεπτομερειακός χαρακτήρας της μελέτης δεν αποτυπώθηκε, παρά ταύτα, στην επιβολή λεπτομερειακών περιβαλλοντικών όρων για την προστασία του πρασίνου, όχι μόνο, μάλιστα, στο Πάρκο Ριζάρη, αλλά και σε άλλες περιοχές χωροθέτησης επιμέρους σταθμών. Τούτο δε και λόγω της μεγάλης κλίμακας του έργου και των διαφορετικών χαρακτηριστικών της βλάστησης των επιμέρους περιοχών επέμβασης, που απέχουν μεταξύ τους πολλά χιλιόμετρα, με συνέπεια η βλάστηση αυτή να ποικίλλει και να αποτελείται είτε από συμπαγή πάρκα ή άλση, που υπάγονται, κατά τα γενικώς ισχύοντα, στη δασική νομοθεσία, είτε από μεμονωμένα άτομα ή συστάδες δέντρων ή άλλων φυτών σε πολεοδομικώς καθορισμένους κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλατείες Κολωνακίου, Εξαρχείων), που δεν έχουν το χαρακτήρα κοινόχρηστου χώρου (ΚΧ) πρασίνου και, επομένως, δεν υπάγονται στη δασική νομοθεσία, είτε, τέλος, από φυτά σε άλλες διατάξεις (π.χ. δενδροστοιχίες ή μεμονωμένα διάσπαρτα άτομα).

Βεβαίως, παγίως κρίνεται ότι δεν αποκλείεται η εκ των υστέρων συμπλήρωση της ΜΠΕ με ειδικότερες μελέτες, χωρίς αυτό να καθιστά αναιτιολόγητη την κύρια μελέτη[7]. Βεβαίως, η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να αναχθεί σε κανόνα, ενώ πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά. Παράλληλα, άλλη νομολογία δέχεται ότι νόμιμα υποβάλλονται για έργο τρεις χωριστές μελέτες αντί μιας ενιαίας, αφού συντάχθηκαν ενιαία από τον ίδιο φορέα και υποβλήθηκαν στην Διοίκηση ταυτόχρονα, γίνεται δε αμοιβαίως αναφορά στο σύνολο του έργου, ώστε στην πραγματικότητα να αποτελούν μία μελέτη[8].

Το ΣτΕ δέχθηκε ως κριτήρια του επιτρεπτού της συμπλήρωσης της ΜΠΕ με ειδικότερες μελέτες τα εξής: πρώτον, τη δικαιολόγηση της συμπλήρωσης βάσει της φύσης και του μεγέθους του έργου (επρόκειτο για έργο μεγάλης κλίμακας), δεύτερον, το γεγονός ότι η συμπλήρωση ή εξειδίκευση της ΜΠΕ, ή και τροποποίησή της τάσσονται προς όφελος του περιβάλλοντο, τρίτον, το γεγονός ότι δεν αποκλείεται, εξάλλου, και στην περίπτωση κατά την οποία η μελέτη αυτή περιέχει, μεν, η ίδια αναλυτικές προβλέψεις και καταγραφή των χαρακτηριστικών της περιοχής επέμβασης ή υποσυνόλου της, η εκδιδόμενη, όμως, στη συνέχεια ΑΕΠΟ δεν αξιοποιεί τα δεδομένα της μελέτης στο σύνολό τους για την επιβολή περιβαλλοντικών όρων συγκεκριμένων, δεσμευτικών και επακριβών, όπως επιτάσσει, κατ’ αρχήν, το ως άνω άρθρο 2 παρ. η του ν. 4014/2011, αλλά περιορίζεται στην επιβολή όρων που χαρακτηρίζονται από εύλογη, ενόψει της κλίμακας του έργου, ελλειπτικότητα ως προς ορισμένα περιβαλλοντικά στοιχεία. Τέταρτον, οι εν λόγω μελέτες, να περιέχουν είτε όλως επουσιώδεις τροποποιήσεις του σχεδιασμού του έργου, που συνιστούν, ενδεχομένως, απλές εξειδικεύσεις του, ή να οργανώνουν τον περιβαλλοντικό έλεγχο του αδειοδοτηθέντος έργου κατά τη λειτουργία του ή να αποσκοπούν στη βελτίωση των περιβαλλοντικών παραμέτρων και την άμβλυνση του περιβαλλοντικού του αποτυπώματος ή, τέλος, να διευθετούν ζητήματα που ανακύπτουν στους εργοταξιακούς χώρους κατά το χαρακτήρα, αλλά συνδέονται με την προστασία του περιβάλλοντος.

Εξειδικεύοντας περαιτέρω το σκεπτικό του, δέχθηκε ότι παρά ταύτα, και εφόσον πρόκειται για έργο ασυνήθως μεγάλης κλίμακας, αποτελούμενο από πολλά μερικότερα έργα, το καθένα από τα οποία θα υπαγόταν και αυτοτελώς σε διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης και, μάλιστα, ως έργο της κατηγορίας Αι, αυτής, δηλαδή, με τις σοβαρότερες επιπτώσεις στο περιβάλλον, είναι δυνατόν να διευρύνεται το σύνηθες αντικείμενο της ΤΕΠΕΜ, προσαρμοζόμενο στα χαρακτηριστικά του έργου μεγάλης κλίμακας, δηλαδή να τίθενται συμπληρωματικοί όροι ακόμη και ουσιώδεις, τούτο δε κατ’ απόκλιση από τον προαναφερόμενο γενικό κανόνα, κατά τον οποίο μόνον μη ουσιώδη, από περιβαλλοντική άποψη, ζητήματα ρυθμίζονται στο στάδιο της ΤΕΠΕΜ, αφού ο κανόνας αυτός αφορά τις περιπτώσεις έργων συνήθους κλίμακας και περιβαλλοντικών όρων που, προσαρμοσμένοι στην κλίμακα αυτή, προβλέπονται διεξοδικά στην οικεία ΑΕΠΟ.

Η ευχέρεια, τέλος, αυτή παρέχεται στη Διοίκηση μόνον εφόσον η αρχική ΑΕΠΟ του έργου προβλέπει η ίδια την κατάρτιση ΤΕΠΕΜ, όταν, δηλαδή, η συμπλήρωση ή η εξειδίκευση των περιβαλλοντικών όρων με την απλουστευμένη διαδικασία της ΤΕΠΕΜ, που δεν περιλαμβάνει διαβούλευση, αποτελεί μέρος του αρχικού σχεδιασμού του έργου. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η αρχική ΑΕΠΟ δεν διαλαμβάνει παρόμοια πρόβλεψη, η τροποποίηση του σχεδιασμού του έργου είναι δυνατή με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις που, τυχόν, προβλέπουν άλλες διατάξεις του ν. 4014/2011 και περιλαμβάνουν, ανάλογα με την περίπτωση πλήρη διαβούλευση ή έκφραση των απόψεων των αρμόδιων δημόσιων φορέων.

Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ, η οποία, αφορά σε δεκαπέντε υπόγειους σταθμούς σε τέσσερις Δήμους (Γαλατσίου, Αθηναίων, Καισαριανής και Ζωγράφου) της Αττικής, προβλέπει ότι σε ορισμένα πεδία του όλου έργου ο σχεδιασμός του δεν έχει οριστικοποιηθεί ή είναι επιδεκτικός ωρίμανσης ενδομεταφερόμενος θόρυβος (αντιδονητική προστασία,  προσαρμογή κτιρίων έργου στις αστικές κλιματικές συνθήκες κ.λπ.). Προβλέπονται, περαιτέρω, όροι «για τη βέλτιστη διαχείριση του χώρου [ενν. του δημόσιου], που αποτελεί πεπερασμένο φυσικό πόρο ιδιαίτερης σημασίας εντός του αστικού περιβάλλοντος ..», χωρίς, πάντως, ειδική αναφορά – στο σημείο αυτό – στους δημόσιους χώρους ειδικού ενδιαφέροντος και σημασίας (π.χ. δασικές εκτάσεις). Γίνεται, όμως, ρητή αναφορά στην υποχρεωτική κατάρτιση ΤΕΠΕΜ, μέσω της οποίας θα ρυθμιστούν ζητήματα σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά της “προσωρινής εργοταξιακής κατάληψης” και, ειδικότερα η” θέση και η απόσταση του εργοταξιακού εξοπλισμού από “ευαίσθητα στοιχεία του αστικού περιβάλλοντος”, “… οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα ήταν δυνατόν να προκληθούν από τη λειτουργία του εξοπλισμού και τα μέτρα που λαμβάνονται για την πρόληψη των επιπτώσεων αυτών και “η μέθοδος και το κόστος αποκατάστασης της συνολικής έκτασης, με ιδιαίτερες λεπτομέρειες σχετικά με την τελική εικόνα και περιβαλλοντική αξία της αποκατεστημένης έκτασης, η οποία θα πρέπει να είναι ισοδύναμη ή καλύτερη από την αρχική”. Καθ’ όσον, τέλος, αφορά στην προστασία του πρασίνου, η προσβαλλόμενη ΑΕΠΟ ορίζει ότι “η παρούσα [ΑΕΠΟ] αποτελεί και έγκριση επέμβασης κατά την έννοια του έκτου κεφαλαίου του ν. 998/1979 ···”, το οποίο ρυθμίζει τις προϋποθέσεις επέμβασης σε εκτάσεις που υπάγονται στη δασική νομοθεσία, η έγκριση δε αυτή τελεί υπό τους όρους, οι οποίοι είχαν εκφρασθεί από τη δασική υπηρεσία και κατά το στάδιο της (εσωτερικής) διαβούλευσης.

Η διερεύνηση της δυνατότητας μεταφύτευσης των φυτών που θα απομακρυνθούν «στις ίδιες ακριβώς θέσεις» ή «κατά το δυνατόν πλησιέστερα των αρχικών» σε «ειδική (αλλά υποχρεωτική) μελέτη που θα συνταχθεί», θα πραγματοποιηθεί με «ειδική μελέτη εφαρμογής», κατά τον οικείο περιβαλλοντικό όρο που εγκρίθηκε τελικώς, και αφορά, άλλωστε, μόνο τις εκτάσεις που υπόκεινται στη δασική νομοθεσία (πάρκα, άλση και, κατά κανόνα, κοινοχρήστους χώρους που έχουν τον χαρακτήρα Κ.Χ. πρασίνου).

Τέλος, επισημαίνεται ευστόχως ότι η διερεύνηση, εξάλλου, αυτή αποτελεί και αντικείμενο της πράξης της αρμόδιας δασικής αρχής, η οποία εκδίδεται μετά την έκδοση της ΑΕΠΟ και με την οποία «εξειδικεύονται οι όροι και οι προϋποθέσεις κάθε επέμβασης».

Η σημασία της αξιοποίησης των δικονομικών δυνατοτήτων του ακυρωτικού δικαστή για συμπλήρωση των μελετών

Ενόψει των ανωτέρω, κρίθηκε η Διοίκηση μη νομίμως απέσχε από την έγκριση Τεχνικής Περιβαλλοντικής Μελέτης, για την κατάρτιση της οποίας από τον μελετητή πρέπει η ίδια να μεριμνήσει, και η οποία θα έχει υποχρεωτικούς ως αντικείμενο την κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της κατασκευής του σταθμού “Ευαγγελισμός” στο Πάρκο Ριζάρη. Η μελέτη αυτή, πριν από την έγκριση της οποίας πρέπει να εκφρασθούν και συνεκτιμηθούν οι απόψεις της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας, όπως προβλέπει ευθέως η δασική νομοθεσία και επιτάσσουν οι εγκριθέντες περιβαλλοντικοί όροι μπορεί και να τροποποιήσει ακόμη, επ’ ωφελεία του περιβάλλοντος, τον αρχικό σχεδίασμά του έργου στο Πάρκο Ριζάρη, χωρίς, ωστόσο η τροποποίηση αυτή να καθίσταται επιβεβλημένη, δεδομένου ότι η νομιμότητα της εγκριτικής του αρχικού σχεδιασμού ΑΕΠΟ, εκπροθέσμως προσβαλλομένης, δεν ελέγχεται στο πλαίσιο της παρούσας δίκης.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει, κατά μερική αποδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, να ακυρωθεί η παράλειψη έγκρισης ΤΕΠΕΜ με το προπεριγραφόμενο αντικείμενο, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να μεριμνήσει για την κατάρτιση και έγκρισή της.

Η αναζήτηση της μέγιστης δυνατής ισορροπίας και συγκερασμού μεταξύ της τήρησης της νομιμότητας και της μέριμνας να διασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή σταθερότητα στην απονομή της δικαιοσύνης και στην προστασία του διοικουμένου απέληξαν στις νέες δυνατότητες του ακυρωτικού δικαστή, μετά τον Ν. 4274/2014 (άρθρο 22) που προσέθεσαν τις παρ. 3α, 3β, 3γ, 3δ του άρθρου 50 ΠΔ 18/1989. Αν η ΜΠΕ φέρει πλημμέλειες, τότε υπό πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δηλ. να μην είναι ουσιώδεις οι πλημμέλειες αυτές και να μην κλονίζουν τη διοικητική κρίση, ενώ συντρέχει ταυτοχρόνως και επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος, το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, αντί να ακυρώσει την πράξη, να ζητήσει από τη Διοίκηση την άρση των πλημμελειών μέσα σε ορισμένη προθεσμία[9]. Ως παράδειγμα αναφέρεται η υπ΄ αριθ. 1422/2013 απόφαση του ΣτΕ με την οποία το Δικαστήριο δεν ακύρωσε τις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, αλλά υποχρέωσε τη Διοίκηση εντός 2μήνου να συντάξει την απαιτούμενη ειδική ορνιθολογική μελέτη που απαιτείται για Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) και για Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά (ΣΠΠ) προκειμένου να μπορέσει περαιτέρω να κρίνει την εν λόγω υπόθεση. Αντίστοιχη περίπτωση συναντάται και στην υπ’ αριθ. 1941/2013 απόφαση του ΣτΕ (Ε’ τμήμα), όπου το δικαστήριο εξέδωσε προδικαστική απόφαση προκειμένου η Διοίκηση να εξειδικεύσει και να αιτιολογήσει με σαφήνεια την διοικητική της πράξη που αφορούσε χαρακτηρισμό ενός χώρου ως εντός ή εκτός σχεδίου και την κατάργηση κοινόχρηστων χώρων, καθώς έκρινε ότι η αρχή της νομιμότητας πρέπει να εναρμονιστεί πρακτικώς με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αποτελεσματικής δράσης της Διοίκησης και δεν είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση η ακύρωση της διοικητικής πράξη για νομική πλημμέλεια όταν αυτή μπορεί να θεραπευτεί από την Διοίκηση[10].

Πάντως, εν προκειμένω, γίνεται κατανοητή η δικονομική επιλογή αυτή του δικαστή, ενόψει του γεγονότος πως ολική ακύρωση του έργου θα προκαλούσε δυσανάλογη βλάβη στην οικονομική ανάπτυξη. Η στάθμιση, όμως, αυτή στη συγκεκριμένη σχολιαζόμενη απόφαση γίνεται με λεπτότητα και διακριτικότητα εκ μέρους του.

————

[1] ΣτΕ 2418/2002: Ακύρωση απόφασης έγκρισης περιβαλλοντικών όρων διάνοιξης δημοτικής οδού σε νησί των Κυκλάδων, για το λόγο ότι η σχετική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες για το χώρο εγκατάστασης του έργου ούτε υπόδειξη των κύριων λόγων επιλογής της συγκεκριμένης οδεύσεως.

[2] Ενδεικτικά ΣτΕ 2469/2009, 673/2010, 4150/2011, 3771/2015.

[3] Βλ. Π. Γαλάνη, Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αδειοδότηση, εκδ. Νομ. Βιβλιοθήκη, 2022, 234-235.

[4] ΣτΕ 674/2018.

[5] ΣτΕ 1112/2017.

[6] ΣτΕ 455/2019.

[7] ΣτΕ 1360/2018, ΣτΕ 2668/2010.

[8] ΣτΕ 2618/2010.

[9] Άρθρο 50 ΠΔ 18/89, ΣτΕ 4357/2011, 1941/2013 (δημοσίευση οριοθέτησης τμήματος ρέματος), 1422/2023 (προσθήκη ορνιθολογικής μελέτης), 807/2014 (συμπλήρωση χωροταξικού σχεδίου) κλπ.

[10] Αικ. Σακελλαροπούλου, «Ο ακυρωτικός έλεγχος και οι νεώτερες εξελίξεις της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας», http://www.constitutionalism.gr , από την Εισήγηση – Διάλεξη που δόθηκε από την κ. Σακκελλαροπούλου νυν Πρόεδρο του ΣτΕ στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του Γ’ κύκλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο στις 13.03.2018.




ΚατηγορίεςΑπόψεις, Νομοθεσία

Tags: , ,

Discover more from dasarxeio.com

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading